Fractal

Σημαδιακό ντοκουμέντο αγώνων για ελευθερία και ανθρώπινη αξιοπρέπεια

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Φρέντερικ Ντάγκλας: “Το αφήγημα της ζωής του Φρέντερικ Ντάγκλας, ένας αμερικανός σκλάβος”, Μεταφραστής: Ξενοφών Μπαμιατζόγλου. Φιλελεύθερος Τύπος Α.Ε. Αθήνα, 2019

 

«Τίποτα δεν έγινε για να σακατέψει το πνεύμα τους, να σκοτεινιάσει το μυαλό τους, να υποβαθμίσει την ηθική τους φύση, να εξαλείψει όλα τα ίχνη της σχέσης τους με το ανθρώπινο είδος, και όμως, πόσο αξιοθαύμαστα έχουν σηκώσει το μεγάλο φορτίο της πιο τρομακτικής δουλείας, κάτω από την οποία στενάζουν εδώ και αιώνες…»! Αυτά και άλλα σπουδαία γράφονται στον πρόλογο του βιβλίου από τον Γουίλιαμ Λόιντ Γκάρισον (William Lloyd Garrison, 1805–1879), μια εξέχουσα προσωπικότητα, δημοσιογράφο και κοινωνικό μεταρρυθμιστή. Είναι περισσότερο γνωστός για την δημοφιλή εφημερίδα κατά της δουλείας, τον «Ελευθερωτή» (The Liberator) που ίδρυσε το 1831 και εκδιδόταν στη Βοστώνη έως ότου η δουλεία στις Ηνωμένες Πολιτείες καταργήθηκε με συνταγματική τροποποίηση, το 1865. «Έχετε δει πως ένας άνθρωπος έγινε δούλος, και  τώρα θα δείτε πως ένας δούλος έγινε άνθρωπος», γράφει ο συγγραφέας του βιβλίου Φρέντερικ Ντάγκλας σ’ ένα σημείο της αυτοβιογραφίας του, ένα σημαδιακό και πρωτοποριακό βιβλίο για την εποχή του και από έναν μαύρο δούλο που άντεξε πολλά, προσπάθησε συνεχώς, μορφώθηκε και αποτύπωσε τις δυσάρεστες, κατά κύριο λόγο, εμπειρίες του σε βιβλίο. Το αφήγημα ενός αμερικανού σκλάβου! Εκεί διατυπώνονται με σχετική ψυχραιμία όλα τα βιώματα των αφροαμερικανών στις φυτείες, κυρίως, του Νότου, αν και ο ίδιος έζησε στην κομητεία Τάλμποτ του Μέρυλαντ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναφορά του  στα τραγούδια τους την ώρα που πήγαιναν για ολοήμερη εξαντλητική δουλειά στα βαμβακοχώραφα των πλούσιων αφεντικών τους. Γράφει ο Ντάγκλας, «.. στη διαδρομή έκαναν τα παλιά πυκνά δάση να αντηχούν σε απόσταση μιλίων από τα ξέφρενα τραγούδια τους, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη χαρά και τη βαθύτερη θλίψη.  Συνέθεταν και τραγουδούσαν καθώς προχωρούσαν, χωρίς να κρατάνε ούτε ρυθμό ούτε μελωδία. Αυτό που τους ερχόταν στο μυαλό, αυτό έβγαζαν, αν όχι στα λόγια, στη μουσική, και στο ένα  το ίδιο συχνά με το άλλο. Τραγουδούσαν  μερικές φορές το πιο λυπητερό συναίσθημα  στον πιο εκστατικό τόνο και το πιο   εκστατικό συναίσθημα στον πιο λυπητερό τόνο…». Λόγια, ρυθμοί  και συνήθειες  των μαύρων σκλάβων, καταστάσεις  οι οποίες στη συνέχεια έδωσαν γένεση στα νέγρικα μπλουζ, το δημοφιλές αυτό μουσικό ιδίωμα που συνεχίζει και στις μέρες μας με τις απαραίτητες βέβαια και αναγκαστικές τροποποιήσεις λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου, πάνω από ένα αιώνα, ήδη. Και συνεχίζει, «… έλεγαν μια ιστορία οδύνης  που ήταν τότε εντελώς πέρα από την αδύνατη αντίληψή μου, ήταν ήχοι δυνατοί, μακροί, και βαθείς, εξέφραζαν την προσευχή και το παράπονο των ψυχών που ξεχειλίζουν από την πικρότερη οδύνη…». Ο ορισμός του μπλουζ, θα προσθέταμε με τη σειρά μας!

Ο Φρέντερικ Ντάγκλας γεννήθηκε στα 1818, στο Τάκαχο του Μέρυλαντ, από μητέρα μαύρη σκλάβα και πατέρα  άγνωστο, μάλλον έναν λευκό ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα ήταν και ο αφέντης του κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Δεν ήταν η εξαίρεση, αφηγείται, αφού χιλιάδες άνθρωποι έρχονταν σε τούτο τον κόσμο από λευκούς πατεράδες, που μάλλον ήταν και οι κύριοί τους,  και σκλάβες μαύρες γυναίκες. Κατάφερε μέσα σε όλα αυτά που βίωσε, δηλαδή μαστιγώματα, εξευτελισμούς, εξαντλητική εργασία και γενικώς σωματική και ψυχολογική καταπίεση, να μάθει να διαβάζει και να γράφει.  Κι’ όλα αυτά τη στιγμή που άκουγε απ’ τα χείλη των κυρίων και αφεντικών του, ότι «αν μάθεις αυτόν τον αράπη να διαβάζει, δεν θα τον κρατάει τίποτα. Θα γινόταν για πάντα ακατάλληλος για σκλάβος. Θα γινόταν αμέσως μη διαχειρίσιμος, και δεν θα είχε καμιά αξία για τον κύριό του. Όσο για τον ίδιο, δεν θα του έκανε καλό, αλλά πολύ μεγάλο κακό. Θα τον έκανε δυσαρεστημένο και δυστυχισμένο…». Ο ίδιος όμως ακούγοντας αυτά τα λόγια, κατάλαβε ποιος είναι ο δρόμος από τη δουλεία στην ελευθερία. «Ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα», λέει, «…και το πήρα τη στιγμή που δεν το περίμενα»! Η εξιστόρηση των βιωμάτων του περιέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις οικογένειες των λευκών αφεντικών τους, τις συμπεριφορές τους και κάποιες υποκριτικές σχέσεις που είχαν με την θρησκεία. Δηλώνει χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι η θρησκεία του Νότου ήταν στην πραγματικότητα μια απλή κάλυψη για τα φριχτότερα εγκλήματα, μια δικαιολογία για την πιο αποτρόπαια βαρβαρότητα, «… ένας καθαγιασμός για τις πιο μισητές απάτες και ένα σκοτεινό καταφύγιο στο οποίο οι πιο σκοτεινές, άθλιες, χυδαίες και κολασμένες πράξεις των ιδιοκτητών σκλάβων βρίσκουν την ισχυρότερη προστασία… Επειδή απ’ όλους τους ιδιοκτήτες σκλάβων που συνάντησα ποτέ, οι θρησκευόμενοι είναι οι χειρότεροι»! Στο τέλος του κειμένου, στο παράρτημα του βιβλίου, ο αυτοδίδακτος μαύρος συγγραφέας προσπαθεί να ανασκευάσει, ή μάλλον πιο σωστά, να ξεκαθαρίσει κάποιες απόψεις που διατύπωσε προηγουμένως για το ρόλο της θρησκείας στη δουλεία. Γράφει λοιπόν πως ότι είπε για τη θρησκεία και  εναντίον αυτής, εννοούσε ότι είχε να κάνει αυστηρώς με την δουλοκτητική άποψη και σχέση αυτής και σε καμιά περίπτωση με τον ορθώς εννοούμενο χριστιανισμό.  Ακόμα αναφέρεται στις προσπάθειες απόδρασης των μαύρων από τα δεσμά τους μέσω του γνωστού «υπόγειου σιδηρόδρομου», που δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα που προσπαθούσε να προστατεύει τους φυγάδες. Στο τέλος παρατίθεται η ημερομηνία περάτωσης του κειμένου: Λιν Μασαχουσέτη, 28 Απριλίου 1845.

 

Frederick Douglass

 

Όπως και άλλες «παραμεθόριες», για τη συγκεκριμένη φυσικά εποχή,  Πολιτείες όπως το Ντέλαγουερ και το Κεντάκυ, η Μέρυλαντ ήταν συνδεδεμένη τόσο  πολιτικά, όσο  και κοινωνικά και με το Βορρά και με το Νότο.  Οι αστικές της περιοχές είχαν κυρίως βόρειο χαρακτήρα, αλλά το ανατολικό τμήμα της πολιτείας, είχε αγροτική οικονομία που υποστηριζόταν από τους μαύρους σκλάβους, με φυτείες που παρήγαγαν πολλά γεωργικά προϊόντα, όπως καλαμπόκι, σιτάρι και καπνό. Η χερσαία περιοχή που τελικά έγινε Μέρυλαντ ήταν γνωστή στους Ευρωπαίους εξερευνητές από τον δέκατο έκτο αιώνα, αλλά δεν είχε παρουσιάσει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αποίκους έως ότου οι Άγγλοι εγκαταστάθηκαν εκεί τον δέκατο έβδομο αιώνα.  Το 1632, ο Κάρολος Α’ της Αγγλίας παραχώρησε στον George Calvert,    την πρώτη ηγετική μορφή της Βαλτιμόρης, τη γη που αναφερόμαστε. Ο τελευταίος, ο οποίος ήταν Καθολικός, ήθελε να δημιουργήσει ένα ασφαλές καταφύγιο για τους ομόθρησκους Καθολικούς που διώχθηκαν στην Αγγλία. Όπως και στη Βιρτζίνια, οι Αφρικανοί σκλάβοι συνόδευαν τους Άγγλους εποίκους και στο Μέρυλαντ, η οποία παρέμεινε ιδιόκτητη αποικία μέχρι την Αμερικανική Επανάσταση. Η Βαλτιμόρη αναπτύχθηκε γρήγορα τον δέκατο όγδοο αιώνα και έγινε σημαντικό λιμάνι. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1760, οι κάτοικοι της   Πενσυλβάνια και της Μέρυλαντ συγκρούστηκαν για το ζήτημα των συνόρων τους. Για να επιλύσουν αυτήν τη διαφωνία, οι Charles Mason και  Jeremiah Dixon ερεύνησαν τη γη για να καθορίσουν τα σύνορα. Η έρευνά τους είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωση  της  γραμμής Μέϊσον-Ντίξον  η οποία αργότερα έγινε γνωστή ως η γραμμή που διαιρούσε τους σκλάβους και τις ελεύθερες Πολιτείες. Οι κάτοικοι του Μέρυλαντ ήταν, παρεπιπτόντως, ισχυροί υποστηρικτές της αμερικανικής ανεξαρτησίας. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά, καθώς τα πλοία που κατασκευάζονταν εκεί, διεξήγαγαν μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου, προμηθεύοντας με τα απαραίτητα τα ευρωπαϊκά έθνη που εμπλέκονταν στους Ναπολεόντιους Πολέμους. Μετά την ήττα των Βρεττανών στον πόλεμο του 1812, η ​​περιοχή αναπτύχθηκε περαιτέρω οικονομικά με σιδηροδρόμους, δημόσιους δρόμους και κανάλια, αλλά  η γεωργία, ωστόσο, συνέχισε να αποτελεί σημαντικό στοιχείο της οικονομίας της περιοχής, με τους Αφρικανούς σκλάβους να παρέχουν την εργασία στις φυτείες.

Στη Μέρυλαντ, υπήρξαν, σύμφωνα με την απογραφή των ΗΠΑ το 1860, την  τελευταία απογραφή πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, 87.189 σκλάβοι, 83.942 ελεύθεροι έγχρωμοι και κάπου μισό εκατομμύριο λευκοί. Όταν ξεκίνησε ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, στρατεύματα από τον Βορρά πέρασαν από το Μέρυλαντ για να προστατεύσουν την Ουάσιγκτον, από τις δυνάμεις του Νότου. Ωστόσο, στις 19 Απριλίου 1861, ένας όχλος από τη Βαλτιμόρη επιτέθηκε σε αυτά και στη συνέχεια τα βόρεια στρατεύματα κατέλαβαν τη Μέρυλαντ για το υπόλοιπο του εμφυλίου πολέμου ώστε να διασφαλίσουν την πίστη τους στην Ένωση. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι κάτοικοι της περιοχής αυτής  πολέμησαν και στις δύο πλευρές του πολέμου, και αρκετές σημαντικές και γνωστές μάχες διεξήχθησαν εδώ. Στα μεταπολεμικά χρόνια, η Μέρυλαντ μεγάλωσε γρήγορα και γνώρισε σημαντική αστική και βιομηχανική επέκταση, αποκτώντας όλο και πιο βόρειο χαρακτήρα.

Σε ένα τέτοιο περίπου περιβάλλον μεγάλωσε και έδρασε ο Φρέντερικ Ντάγκλας (1818-1895). Το βιβλίο του αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα της ιστορίας των αφροαμερικανών, και όχι μόνον, για όλους τους αγώνες που στοχεύουν στην απόκτηση της πολυπόθητης ελευθερίας και προπαντός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο Φρέντερικ Ντάγκλας σίγουρα δεν ήταν ο μόνος σκλάβος που έγραψε μια αφήγηση για την κατάστασή του. Άλλοι σκλάβοι όπως ο Ολόντα Εκουϊάνο  (Olaudah Equiano, περ. 1745-1797), η  Χάρριετ Τζέικομπς (Harriet Jacobs, 1813-1897) και η Φίλις Γουίτλι (Phillis Wheatley, περ. 1753-1784) έγραψαν επίσης σημαντικές αυτοβιογραφίες. Η αφήγηση του Ντάγκλας, ωστόσο, παραμένει η πιο δημοφιλής και η πιο διαδεδομένη αυτοβιογραφία από μεριάς των σκλάβων. Ίσως η απάντηση βρίσκεται πρώτα στο γεγονός ότι η ζωή του Ντάγκλας ενσαρκώνει το αμερικάνικο πνεύμα και την ιδεολογία του μικρού και αδύναμου να εξελιχθεί και να γίνει  επιτυχημένος.  Αυτή η ιδεολογία περιλαμβάνει την πίστη στην αξία της μόρφωσης και της γνώσης, της ενδυνάμωσης και της επιχείρησης, καθώς και την ικανότητα ενός εκάστου για τη δημιουργία του πεπρωμένου του. Για τον Ντάγκλας, η γνώση σήμαινε  και οδηγούσε σε δύναμη. Οι αναγνώστες έρχονται σε επαφή με τις απόψεις του, ήδη από την πρώτη παράγραφο του Αφηγήματος. Η ανάγκη για πληροφορίες για τον εαυτό του ήταν αρκετά σημαντική ώστε να αποτελούν γι’ αυτόν πηγή δυστυχίας ακόμη και κατά την παιδική του ηλικία. Η επιχειρηματική φύση και η πεισματική αποφασιστικότητα του ατόμου να πετύχει, έχουν ιδιαίτερη θέση στην αμερικανική ιδεολογία και ιστορία. Ο Ντάγκλας θεωρούσε τη δουλεία τροχοπέδη στη μάθηση.  Η ικανότητά του να διαβάζει και να γράφει του επέτρεψε να σφυρηλατήσει ένα πέρασμα για τον εαυτό του και τους άλλους σκλάβους σε μια προσπάθεια διαφυγής από το χώρο τη δουλείας προς την ελευθερία. Φτάνοντας στο Νιού Μπέντφορντ, προσαρμόστηκε σύντομα σε εκείνες τις συνθήκες ελεύθερης αγοράς και άκμασε. Παράλληλα με την πίστη του στην αξία της εκπαίδευσης, ο Ντάγκλας πίστευε επίσης στην ικανότητα του ατόμου να δημιουργήσει το δικό του πεπρωμένο. Αυτό το δόγμα ήταν, ασφαλώς, κυρίαρχη φιλοσοφική παράμετρος στη Δύση τουλάχιστον από τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και αυτή που αγκαλιάστηκε ολόψυχα από τον γνωστό Υπερβατισμό της Νέας Αγγλίας, το φιλοσοφικό εκείνο κίνημα που αναπτύχθηκε εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1820, το οποίο εξακολουθεί να κυριαρχεί στην αμερικανική κουλτούρα, δίνοντας έμφαση στη σκληρή δουλειά και την προσωπική επιτυχία. Να σημειώσουμε και να τονίσουμε πως μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Φρέντερικ Ντάγκλας ήταν θρησκευόμενος  και συμμετείχε ενεργά στο αμερικανικό όνειρο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top