Fractal

Το χρονικό μιας πτώσης

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Γουίλιαμ Σαίξπηρ «Τίμων ο Αθηναίος», Μετάφραση: Νίκος Χατζόπουλος, εκδ. Σοκόλη, σελ. 146

 

Ο Σαίξπηρ τα χει πει όλα και έχει αγγίξει πεδία πολύ ευαίσθητα με έναν τρόπο απλό και περίτεχνο μαζί. Ο Τίμων ο Αθηναίος, ένα έργο που φέρεται να έχει γράψει μαζί με τον Μίντλετον (κατά πάσα πιθανότητα το 1606) είναι ένα έργο που καταπιάvεται με βασικές αρετές και ελαττώματα, χαρακτηριστικά και τα δύο των ανθρώπων. Συχνά ο κάθε άνθρωπος είναι μοιραίο να διαθέτει και από τα δύο. Ο Σαίξπηρ άλλωστε ποτέ-στα αμιγώς δικά του έργα- δεν χρωματίζει μονολιθικά τους χαρακτήρες του σε καλούς ή κακούς. Αυτό θα ήταν κάτι απλοϊκό. Και το καλό και το κακό υπάρχουνε στον κόσμο και βρίσκονται συγκεντρωμένα μέσα στον άνθρωπο. Η επικίνδυνη συνύπαρξή τους αυτή προάγει τον πολιτισμό, κιόλας, θα μπορούσε κάποιος να πει προεκτείνοντας. Άλλοτε υπερισχύει το καλό, άλλοτε το κακό, με αιτία ή χωρίς. Το θέμα είναι ότι ο μεγάλος δραματουργός μέσα στα έργα του εστιάζει στην ανθρώπινη τρωτότητα και ευθραυστότητα και τις σχολιάζει εμμέσως πλην σαφώς. Σε αυτό το έργο έχει ενδιαφέρον να δούμε την μεταμόρφωση, την αλλαγή, ίσως και την παραμόρφωση. Ο ήρωας διαφοροποιείται και όχι χωρίς λόγο και αιτία.

Αν μπορούσαμε να δώσουμε ένα μόττο, να χρησιμοποιήσουμε μια μόνο φράση που να αντιστοιχεί στο νόημα του έργου είναι η εξής και την ξεστομίζει ο Τίμων: «Τι σου είναι η φύση του ανθρώπου!»

Ο Τίμων ο Αθηναίος περιλαμβάνεται από κάποιους μελετητές στα λεγόμενα «προβληματικά έργα» (problem plays) του Σαίξπηρ, μαζί με τα Τέλος καλό όλα καλά, Με το ίδιο μέτρο. Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε πως ο όρος «τραγικωμωδία» (tragicomedy), που εμφανίζεται σε έργα συγχρόνων του Σαίξπηρ, όπως του John Fletcher ή του John Marston, ίσως θα ήταν καταλληλότερος για να περιγράψει τον Τίμωνα.

Το έργο ανοίγουν ο Ποιητής, ο Ζωγράφος, ο Έμπορος και ο Χρυσοχόος, που όλοι σκιαγραφούν τον άρχοντα Τίμωνα, στον οποίο ευχαρίστως προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.«Η σεβαστή του περιουσία, περίβλημα εξωτερικό μιας φύσης αγαθής και μεγαλόψυχης, κρατά κάθε λογής καρδιές σκλάβες των επιθυμιών και της αγάπης του. Όλους: από τον χαμαιλεόντειο κόλακα ως τον Απήμαντο, που λίγα πράγματα λατρεύει πιο πολύ απ’ το να γίνεται απεχθής. Κι αυτός ακόμη γονατίζει μπροστά στον Τίμωνα και φεύγει πιο γαλήνιος και πιο πλούσιος που ο Τίμων συγκατένευσε να τον δεχτεί.» (σελ.13) λέει ο Ποιητής και μάλιστα θα προβλέψει ότι όλοι οι υποτιθέμενοι φίλοι και ευνοούμενοί του, αντί να τον συντρέξουν στην πτώση του, θα τον αφήσουν σε αυτήν, να κατρακυλήσει μόνος και αβοήθητος στον γκρεμό, δείχνοντας την αχαριστία σε όλο της το μεγαλείο, όπως ακριβώς και θα συμβεί. Ο πίνακας που φιλοτέχνησε είναι εύγλωττος και συμβολικός, όταν ο Τίμων θα τον ερμηνεύσει.

Ο Τίμων γεμάτος καλοσύνη εκ πεποιθήσεως («Είμαστε γεννημένοι για να κάνουμε το καλό», λέει στη σελ. 32) και με αγαθή καρδιά πληρώνει το χρέος του εκλεκτού Βεντίδου, γιατί το νιώθει. Επίσης, αναλαμβάνει πρόθυμα να προικίσει τον Λουκίλιο, ώστε να μπορέσει να παντρευτεί την αγαπημένη του. Ο Απήμαντος, που «δεν τρώει άρχοντες» (σελ 22) δηλώνει ευθαρσώς: «προπάντων υπερηφανεύομαι πως δεν μοιάζω στον Τίμωνα »(σελ.21) καθώς και ότι προτιμά την εντιμότητα που δεν κοστίζει πεντάρα σελ.23.)

ΟΑπήμαντος, σαρκαστικός, κυνικός, αγροίκος, κακότροπος, προκαλεί αίσθηση με τις δηλώσεις, τις κατάρες που εξαπολύει, τις αλήθειες που λέει. Γιατί λέει και πολλές αλήθειες και λειτουργεί λίγο σαν αλογόμυγα. «Η ράτσα των ανθρώπων εκφυλίστηκε σε μπαμπουίνους και μαϊμούδες» (σελ.25) Κατά αυτόν πάντα είναι η ώρα της αλήθειας. Πηγαίνει στο συμπόσιο του Τίμωνα «για να βλέπει αχρείους να μπουκώνονται με κρέας και ηλίθιους να ανάβουν με κρασί.» (σελ.26). Αυτός είναι αντίθετος σε ό,τι ανθρώπινο. «Ο Τίμων ξεπερνάει σε ευγένεια και την ευγένεια την ίδια» (σελ.27) Τον κυβερνά ένα ευγενές και ανώτερο πνεύμα, είναι ουμανιστής, ανθρώπινος, δοτικός.

Όταν ο Απήμαντος παρατηρεί τι συμβαίνει στο συμπόσιο του Τίμωνα και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, επιβεβαιώνεται για άλλη μια φορά πως οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς προς την κολακεία και την υποκρισία. Δεν κρύβεται, τα λέει έξω από τα δόντια. «Μακάρι όλοι αυτοί οι κόλακες να ‘ταν εχθροί σου, για να τους σκότωνες και να με καλούσες να τους φάμε.» (σελ.31)

Χαρακτηριστικός ο θίασος (μάσκα) που μπαίνει και λειτουργεί ως χαρούμενο ιντερμέδιο .Οι αισθήσεις, ως ωραίες γυναίκες, έρχονται να χαιρετίσουν την γενναιοδωρία του Τίμωνα! Βέβαια και ο Απήμαντος αρπάζει την ευκαιρία να εκφράσει την άποψη πως «Τρελοί είναι όσοι κυνηγούν την μάταιη λάμψη αυτού του βίου» (σελ.34). Προβλέπει για τον Τίμωνα πως είναι μάταιες οι πολυτέλειες, τα συμπόσια και οι επιδείξεις και πως σύντομα εκείνος θα δώσει τον εαυτό του σε γραμμάτια.

Χαριτωμένη η σκηνή με τον τρελό και τον Απήμαντο. Οι τρελοί στον Σαίξπηρ άλλωστε είναι χαρακτηριστικοί και δίνουν μια αλλόκοτη αλλά και σοφή- συνάμα -νότα μέσα στα έργα του. Σκηνές που ευνοούν την παρρησία ,αλλά είναι διαποτισμένες και από το στοιχείο του Υπερβατικού αλλά και του Παράδοξου.

Με γενναιοδωρία χωρίς δόλο και εμπιστοσύνη στους φίλους, ο Τίμων πιστεύει πως θα έχει υποστηρικτές στη δύσκολη στιγμή του. Και πως επειδή έκανε καλό σε όλους δεν θα τον αφήσουν να χαθεί. Όμως η σκληρή πραγματικότητα τον διαψεύδει. Όλοι αποδεικνύονται καθάρματα. Αρνητικοί, άσπλαχνοι, παγερά αδιάφοροι στον πόνο και την ανάγκη του άλλου. Το «ουδείς αχάριστος του ευεργετηθέντος» βρίσκει την τέλεια εφαρμογή του εδώ. Οι δανειστές δαίμονες τσακίζουν τον Τίμωνα, που κλείνεται στην καμαρά του, τσακισμένος από κατάθλιψη ίσως ή βιώνοντας τη ματαιότητα σε όλο της το μεγαλείο.

Οπότε παραθέτει συμπόσιο εκδίκησης για να πετάξει χλιαρό νερό στα πρόσωπα των κολάκων. Η μεταμόρφωση μέσα του έχει μοιραία συντελεστεί. Το «πάθος μάθος». Η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος και περιφρόνια, οι ευχές γίνονται κατάρες, η αλλαγή είναι συγκλονιστική, αλλά όχι αδικαιολόγητη. Συγκλονιστικός ο εκτεταμένος μονόλογός του στην 1η σκηνή της Πράξης Δ΄, όπου προτρέπει όλους να κάνουν Κακό και κλείνει ως εξής: «Ο Τίμων φεύγει, για να ψάξει σ’ άγριους τόπους θηρία απάνθρωπα πιο ανθρώπινα από ανθρώπους. Θεοί, τους Αθηναίους- θεοί, ακούστε με όλοι-ρημάξτε τους και μέσα και έξω απ’ την πόλη. Κάντε με να μισώ όλο και περισσότερο το γένος «άνθρωπος», ανώτερο ή κατώτερο. Αμήν.» (σελ.90). Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Υπηρέτη 1 στη σκηνή που ακολουθεί: «Θάφτηκε η καλοτυχία του Τίμωνα [..] Κι εκείνος κακομοίρης, άστεγος, ζητιάνος πια, με αρρώστια του τη φτώχια που όλους αποδιώχνει, μόνος πορεύεται και περιφρονημένος.» (σελ.91) Στη σελίδα 95 καταλήγει να πει: «Είμ’ ο Μισάνθρωπος, μισώ το ανθρώπινο είδος. Όσο για μένα, πιο καλά να ήσουν σκύλος, για να μπορώ κάπως να σ’ αγαπήσω.» Ενθαρρύνει τον Αλκιβιάδη να τσακίσει την Αθήνα. Μάλιστα σκάβοντας για ρίζες ανακαλύπτει έναν θησαυρό, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου δίνει στον Αλκιβιάδη, για τον σκοπό του. Ενθαρρύνει τους ληστές να την κατακλέψουν. Φουντώνει μέσα του το μίσος της εκδίκησης.O σαρκαστικός πάντα κυνικός φιλόσοφος Απήμαντος τον προτρέπει να γίνει τώρα ο ίδιος κόλακας προκειμένου να επιβιώσει. Προς το τέλος του έργου ο Φλάβιος εκφράζει τη λύπη του για την κατάντια του κυρίου του και ζητά να μείνει κοντά του, αλλά εκείνος τον διώχνει και αποσύρεται στη σπηλιά του, μαραζωμένος, εμποτισμένος με κακία, διαβρωμένος από το μίσος.

 

William Shakespeare

 

Προσπαθούν να τον πλησιάσουν κάποιοι που πριν τον εξαπάτησαν, αλλά εκείνος ανένδοτος, κλεισμένος στον εαυτό του. Οι γερουσιαστές τον πλησιάζουν με ιδιοτέλεια, για να τους βοηθήσει με την καταστροφική επίθεση του Αλκιβιάδη. Ο Τίμων γράφει το επίγραμμα στον τάφο του και στην τελική σκηνή ο Αλκιβιάδης διαβάζει: «Ενθάδε κείται ένα άθλιο κουφάρι/μιας άθλια ψυχής απομεινάρι./Μην ψάχνεις όνομα. Το σκυλολόι/που ακόμα ζει, πανούκλα να το τρώει!/Ενθάδε κείται ο Τίμων που, όσο ζούσε,/όλους μαζί τους ζωντανούς μισούσε./Περαστικέ, όσο αγαπάς βλαστήμια,/μα πέρασε, και μην αργείς το βήμα.»

Ο Αλκιβιάδης έχει σεβασμό στο όνομά του Τίμωνα, οι γερουσιαστές προσπέφτουν για συμβιβασμό. Ο Αλκιβιάδης  δείχνει καλά αισθήματα «Ο πόλεμος τροφή για την ειρήνη…»

Ο κεντρικός ήρωας πεθαίνει στο τέλος, εκτός σκηνής, κάτω από απροσδιόριστες και αδιευκρίνιστες συνθήκες, μυστηριωδώς.

Αν και ο θάνατος του Τίμωνα στο τέλος του έργου δεν είναι αντάξιος ενός τραγικού ήρωα, όμως «είναι ο θάνατος του ανθρώπου που έχασε την πίστη του στον άνθρωπο». 1

Από το έργο-που βασίζεται στους βίους του Πλουτάρχου- λείπει το αίσιο τέλος, οπότε δεν είναι κωμωδία2,αλλά διαθέτει τραγική ειρωνεία (ίδιον της τραγωδίας) και σάτιρα.

Ο Νίκος Χατζόπουλος εξαιρετικά μεταφράζει το έργο που κυκλοφορεί σε μια καλαίσθητη έκδοση από τις ενημερωμένες πάντα και προσεκτικές στην παραγωγή τους Εκδόσεις Σοκόλη. Έχουμε παρακολουθήσει την ωραία δουλειά του Χατζόπουλου και αλλού. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τις μεταφράσεις άλλων έργων του Σαίξπηρ (από τις εκδόσεις Νεφέλη), του Καλντερόν ντε λα Μπάρκα και του Πήτερ Μπρουκ.

Κάθε 25 περίπου χρόνια, είχε υποστηρίξει ο Νικόλας Χάιτνερ, σκηνοθέτης και διευθυντής άλλοτε του Εθνικού Θεάτρου της Αγγλίας «γίνεται μια επιστροφή στο έργο αυτό (που τώρα εξετάζουμε) γιατί καταπιάνεται με ένα θέμα διαρκές, τη δύναμη του χρήματος3 στις ανθρώπινες σχέσεις.»

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Το λέει ο Βασίλης Ρώτας στην εισαγωγή του στη μετάφραση του έργου.
  2. Δεν μπορεί να ενταχθεί ούτε στα ιστορικά δράματα, μια κατηγορία που στα Άπαντα του Σαίξπηρ περιλαμβάνει μόνο τα έργα που αφορούν την αγγλική ιστορία, από τον Βασιλιά Ιωάννη ως τον Ερρίκο τον Η’.
  3. Πέρα από τη λατρεία του χρήματος, μοτίβο αποτελεί ο κανιβαλισμός, που κινείται στα όρια της μεταφοράς και της κυριολεξίας. Όταν πια ο Τίμων αδυνατεί να πληρώσει τους πιστωτές του, τους προτρέπει να τον κόψουν κομμάτια. Θυμόμαστε τότε τη λίβρα σάρκας που ζητεί ο εβραίος τοκογλύφος Σάυλοκ από τον βενετό έμπορο Αντόνιο στον Έμπορο της Βενετίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top