Fractal

✔ Τηλέμαχος Κώτσιας: «Τα σύνορα, όπως και να βαλθούν, κάποιον θα αδικήσουν, η ατυχία έπεσε σε μας»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Στα χρόνια της δικτατορίας ίσχυε εκείνο που είχε πει ο Στάλιν, ότι στη Σοβιετική Ένωση ήταν όλοι ευτυχισμένοι, εκείνοι που δεν ήταν εκτελέστηκαν. Μας μάθαιναν ότι ζούσαμε ευτυχισμένοι στο σοσιαλισμό και το πιστεύαμε. Κατά την ενηλικίωση άρχισαν να νιώθω την καταπίεση επειδή στην οικογένειά μου μιλούσαν για έναν ελεύθερο κόσμο. Εκείνα τα παιδιά που δεν είχαν επίγνωση για κάτι τέτοιο, ζούσαν φτωχά μεν, αλλά ευτυχισμένα. Άλλωστε δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Παντού και σε όλους, ακόμα και στους συμπαθούντες του Κόμματος, υπήρχε ο φόβος της φυλακής. Μη συμπαθούντες δεν υπήρχαν παρά μόνο μέσα στη ψυχή του καθενός.»

Ο βορειοηπειρώτης συγγραφέας Τηλέμαχος Κώτσιας σκιαγραφεί με «Σινική μελάνη» «τη μοίρα εκείνων που “δεν κάθισαν φρόνιμα” στο καθεστώς της Αλβανίας, την πορεία των ανυπότακτων μελών της ελληνικής μειονότητας». Και ζωντανεύει μια ζοφερή εποχή όπου «ολόκληρη η Αλβανία ήταν μια φυλακή στην ουσία, με συρματοπλέγματα και φύλακες, όπως οι κύκλοι στην Κόλαση του Δάντη».

Το αφιερώνει στον πατέρα, τον παππού του και τον θείο και μας μιλά. Το βιβλίο του τιμήθηκε με το βραβείο Νίκου Θέμελη του περιοδικού Αναγνώστη.

 

-Τι ήταν (είναι) για σας η «Σινική μελάνη» κύριε Κώτσια; Είναι αφιερωμένο στην οικογένειά σας, είναι κομμάτι σας…

Η «Σινική μελάνη» είναι ένα μυθιστόρημα, το μεγαλύτερο μέχρι τώρα σε έκταση, και αντλεί το θέμα του από το δράμα, την τραγικότητα θα έλεγα, γνωστών μου, φίλων μου, οικείων μου, ακομα και μελών της οικογένειάς μου. Τη μοίρα εκείνων που «δεν κάθισαν φρόνιμα» στο καθεστώς της Αλβανίας, την πορεία των ανυπότακτων μελών της ελληνικής μειονότητας. Αντλώ τα θέματα από τον περίγυρό μου. Κατάγομαι από οικογένεια που δεν πειθάρχισε στο καθεστώς, αν και αρχικά είχε επιρεαστεί από τις αριστερές ιδέες. Δεν πρόκειται βέβαια για τα μέλη της οικογένειάς μου, ήρωες είναι άλλοι, όμως το σκηνικό της ιστορίας, οι καταστάσεις, είναι ίδιες με εκείνες που έζησε ο πατέρας μου, ο παππούς μου και πολλοί άλλοι κοντακινοί συγγενείς και φίλοι. Θεώρησα χρέος μου να ασχοληθώ με αυτό το θέμα, ως ελάχιστο φόρο τιμής στις θυσίες τους για την ελευθερία και τη δημοκρατία.

 

-«Θα ήθελα να το διαβάσουν όσοι θεωρούν τον εαυτό τους αριστερό» έχετε πει, κάθε βιβλίο, κάθε ιστορία έχει τον χρόνο της, την εποχή της; Πιστεύετε ότι τώρα ήταν η ώρα για την «Σινική μελάνη»;

Λέω να το διαβάσουν οι αριστεροί, διότι οι δεξιοί θα το θεωρήσουν ως ένα αντιαριστερό μανιφέστο. Η αλήθεια είναι πιο σύνθετη. Ο Χριστός είχε πει «Αγάπα τον εχθρό σου γιατί εσύ τον δημιούργησες». Ε, λοιπόν, η Αριστερά γενννήθηκε εξαιτίας της κακιάς και απάνθρωπης τάξης που κυβερνούσε και καταπίεζε τους λαούς ανά τους αιώνες. Όλα αυτά με απασχολούσαν και με απασχολούν ακόμα. Τι είναι ο άνθρωπος και ποια είναι η μοίρα του μέσα στην άδικη κοινωνία. Εμείς όμως που ήπιαμε το πικρό ποτήρι της αριστερής δικτατορίας μέχρι την τελευταία στάγόνα μπορούμε να μιλάμε. Για το πότε ήταν η ώρα να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο, νομίζω ότι ήταν πάντα: μόλις έπεσε το καθεστώς και για κάποιον πιο τολμηρό, ακόμα και κατά τη διάρκεια του καθεστώτος, ως μια κραυγή διαμαρτυρίας για τα όσα συνέβαιναν. Ας θυμηθούμε το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» του Σολτζενίτσιν, το οποίο γράφτηκε στις μέρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Εδώ σε μας, όχι μόνο πριν την πτώση του υπαρκτού σοασιαλισμού, αλλά και σήμερα, η ελληνική κοινή γνώμη βρίσκεται ακόμα ιδεολογικά εγκλωβισμένη και πολλοί άνθρωποι ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να σκεφτούν ελεύθερα και αμερόληπτα. Τώρα πιστεύω ότι όχι μόνο έχει ωριμάσει το θέμα, αλλά έχει παραωριμάσει, τόσο που δεν είμαι σίγουρος ότι είμαι επίκαιρος θεματικά. Είμαι όμως σίγουρος ότι οι ζωές των ανθρώπων, τα δράματα, είναι πάντα επίκαιρα και διαχρονικά. Πιστεύω ότι παρά τα δράματα και το γολγοθά μιας μερίδας ανθρώπων, όλα αυτά τα γεγονότα αποτελούν πολύτιμο υλικό για ένα συγγραφέα. Είναι οι ακραίες συγκρούσεις και οι αντιαπαραθέσεις της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Ως συγγραφέας ψάχνω, μέσα από την καθημερινή ζωή του ανθρώπου να ανακαλύψω την ψυχή του. Τώρα αν η καθημερινή ζωή ήταν δραματική, μέσα στον κίνδυο και στο φόβο, αυτό διευκολύνει το έργο μου. Από κει μέσα μπορώ να φωτίσω καλύτερα τις ψυχές τους. Τότε που ζούσα στην Αλβνανία, και μη νομίσετε ότι ήμουν ποιος ξέρει πόσο μακριά, βρισκόμουν μόνο ένα χιλιόμετρο πέρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα μέσα στους κόλπους της ελληνικής μειονότητας, τότε λοιπόν νόμιζα πως η ζωή κυλούσε μονότονη, όπως νομίζουμε και σημερα στις μέρες μας ότι κυλάει μονότονη. Χρειάζεται ο χρόνος για να πάρει ο συγγραφέας την απόστασή του, όπως ο φωτογράφος (το έχω ξαναπεί συγγνώμη). Μονότονη κυλούσε και στις φυλακές και στα καταναγκαστικά έργα η ζωή σε σχέση με μας τους άλλους, που ζούσαμε στο δεύτερο κύκλο της φυλακής, γιατί ολόκληρη η Αλβανία μια φυλακή ήταν στην ουσία, με συρματοπλέγματα και φύλακες, όπως οι κύκλοι στην Κολαση του Δάντη ήταν οι κύκλοι με τα συρματοπλέγματα, όμως σήμερα βλέπουμε ότι η ζωή στη φυλακή δεν ήταν καθόλου μονότονη, όπως βλέπουμε σήμερα απ’ εδώ ότι και σε ολόκληρη την Αλβανία η ζωή σε όλα εκείνα τα σαράντα χρόνια της στασιμότητας δεν ήταν καθόλου μονότονη. Το ίδιο ισχύει και για τη ζωή σήμερα στην Ελλάδα. Απλώς η ζωή των ανθρώπων είναι μικρότερη από τις κοινωνικές αλλαγές και ο άνθρωπος δυσκολεύεται να καταλάβει τις στροφές που παίρνει.

 

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωας ή ηρωίδα σας;

Διαλέγω για ήρωες τους πιο τυπικούς, και κυρίως του πιο περίπλοκους και σύνθετους ανθρώπους` οι απόλυτα καλοί ή κακοί μου είναι λιγότερο χρήσιμο. Η αδυναμία μου είναι οι άνθρωποι με αδυναμίες, οι ταλαντευόμενοι. Για να περάσει κάποιος το κατώφλι της μυθοπλασίας, πρέπει να κουβαλάει κατά κάποιν τρόπο τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας, όσο ακραίας κι ασυνήθηιστος κι αν είναι.

 

-Τα προηγούμενα βιβλία σας, ήταν η προετοιμασία για την «Σινική μελάνη» κατά έναν τρόπο;

Ναι, κατά κάποιον τρόπο. Μπορώ να πω ότι ήταν προετοιμασία για το «Στην απέντνατι όχθη» (Ψυχογιος 2009) ενώ η «Σινική μελάνη» συνιστά κάποια υπέρβαση. Γιατί καταπιάστηκα να περιγράψω όχι μόνο όσα συνέβαιναν πάνω στη γή, αλλά και κάτω από τη γη, στις υπόγειες γαλαρίες των καταναγκαστικών έργων, να περιγράψω μέχρι πόσο μπορεί να αντέξει η ψυχή του ανθρώπου και μετά να σπάσει, γεγονότα που δεν τα είχα βιώσει ο ίδιος, αλλά που τα είχαν ακούσει από διηγήσεις. Όμως, δεν είναι εύκολο για κάποιον να διηγηθεί τις ακραίες καταστάσεις, κυρίως τον εξευτελισμό της ψυχής του, θέλει να τα καταχωνιάζει στα βάθη νομίζοντας ότι θα ξεχαστούν, κάτι που ωστόσο δεν συμβαίνει.

 

-Να πούμε κάτι για την «Τριλογία της Δρόπολης»; (Τα εφτά παράθυρα, 2002, Στην απέναντι όχθη, 2009, Σινική μελάνη, 2018// «Τρεις γενιές Αμερικάνοι» 2004)

Ο όρος «τριλογία» δεν ξέρω αν ευσταθεί, αλλά δεν βλάπτει. «Τα εφτά παράθυρα» (τα παράθυρα του κάστρου της Αργυρώς) έχει ως θέμα την εφηβεία, ως μαθητής στο γυμνάσιο Αργυροκάστρου, την ενηλικίωση μέσα στη στρατιωτική καθημερινότητα τον καιρό της κορύφωσης της δικτατορίας το 1967, τις προσδοκίες των νέων για το μέλλον και τελικά τις διαψέυσεις τους και το δραματικό τέλος του ήρωα. Όλα συμβαίνουν μέσα σε ένα δυο χρόνια. «Στην απέναντι όχθη» είναι μια τοιχογραφία της περιοχής της Δρόπολης που περικλείει μια περίοδο από την οριστική παγίωση των ελληνοαλβανικών συνόρων το 1924, όταν ο ήρωας επιστρέφει από την Αμερική, μέχρι το 1960 που βρίσκει τραγικό τέλος. Στη μικρή νουβέλα «Τρεις γενιές Αμερικάνοι» από την ομότιτλη συλλογή διγημάτων (Κέδρος 2004) είχα ασχοληθεί με αυτό το θέμα και είδα ότι θα έπρεπε να επεκταθώ. Το θέμα με απασχολούσε για πολλά χρόνια και δεν τολμούσαν να το πιάσω να το βάλω κάτω. Κι ενώ με την «Απέναντι όχθη» είχα κλείσει τον ιστορικό κύκλο εκείνης της περιόδου, θεώρησα ότι έπρεπε να συνεχίσω με μια ιστορία τουλάχιστον μέχρι το 1990 που κλείνει ένας άλλος ιστορικός κύκλος και πιο κατάλληλο θέμα από τα στραστόπεδα εργασίας δεν θα μπορούσα να βρω. Στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχουν κοινοί ήρωες με «Τα εφτά παράθυρα» και γι’ αυτό τολμώ να πω ότι αποτελεί τριλογία.

 

 

-Τι θυμάστε από την Δρόπολη και πώς ήταν η Αλβανία των παιδικών σας χρόνων;

Στα παιδιά χρόνια τα πάντα ήταν ρόδινα. Το σχολείο, το χωριό, οι παππούδες. Η απουσία του φυλακισμένου πατέρα ήταν φυσικά μια στενοχώρια, αλλά αυτό θα το συνειδητοποιούσα αργότερα. Στα χρόνια της δικτατορίας ίσχυε εκείνο που είχε πει ο Στάλιν, ότι στη Σοβιετική Ένωση ήταν όλοι ευτυχιεσμένοι, εκείνοι που δεν ήταν εκτελέστηκαν. Μας μάθαιναν ότι ζούσαμε ευτυχισμένοι στο σοσιαλισμό και το πιστεύαμε. Κατά την ενηλικίωση άρχισαν να νιώθω την καταπίεση επειδή στην οπικογένειά μου μιλούσαν για έναν ελεύθερο κόσμο. Εκείνα τα παιδιά που δεν είχαν επίγνωση για κάτι τέτοιο, ζούσαν φτωχά μεν, αλλά ευτυχισμένα. Άλλωστε δεν υπήρχε μέτρο σύγκρισης. Παντού και σε όλους, ακόμα και στους συμπαθούνες του Κόμματος, υπήρχε ο φόβος της φυλακής. Μη συμπαθούντες δεν υπήρχαν παρά μόνο μέσα στη ψυχή του καθενός.

 

-Ήρθατε στην Αθήνα το 1990, Ήταν όπως το ονειρευτήκατε; Γράψατε αμέσως; Γνωρίζατε ότι θα γράφατε αμέσως;

Ήθελα να γίνω συγγραφέας από τα χρόνια του γυμνασίου, αλλά δεν έγινα. Στην ουσία δεν μου επετράπη επειδή δεν είχα τα πολιτικά φρονήματα (ο πατέρας φυλακή), από την άλλη όμως, θα έπρεπε να γίνω υμνιστής του καθεστώτος, το οποίο μόνο στα χρόνια του γυμνασίου το πίστευα. Επίσης θα έπρεπε να γράψω στα αλβανικά αν ήθελα να κυκλοφορώ σε όλη την Αλβανία, τα οποία όμως δεν τα κατείχα καλά, αφού μόλις τα είχα μάθει. Αν και άριστος μαθητής, αποκλείστηκα από την τριτοβάθμια εκπαίδευση και εργαζόμουν ως απλός αγρότης για σχεδόν είκοσι χρόνια.  Όταν άνοιξαν τα σύνορα ήρθα στην Ελλάδα, το 1990,  και ήταν πιο ωραία από όσο το περίμενα. Είχα γράψει μερικά διηγήματα και είχα αρχίσει να τα δημοσιεύω στην τοπική ελληνόγλωσση εφημερίδα του Αργυροκάστρου «Λαϊκό Βήμα», από ένα κάθε μήνα στη στήλη του διηγήματος, μετά τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, αλλά η εφημερίδα ήταν περιορισμένης κυκλοφορίας, μόνο για την ελληνική μειονότητα. Όταν ήρθα στην Ελλάδα πήρα και τα χειρόγραφα μαζί μου και το 1991 κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή διηγημάτων «Περιστατικό τα μεσάνυχτα» από τι Εκδόσεις Κέδρος.

 

-Η λιτή, στιβαρή, δωρική, σχεδόν χειροποίητη γλώσσα σας είναι η μόνη που θα μπορούσε να αφηγηθεί τις ιστορίες σας;

Δεν νομίζω. Ο κάθε συγγραφέας έχει το δικό του ύφος. Κάποιος άλλος θα έγραφε διαφορετικά. Το ύφος μου διαμορφώθηκε από τα μέχρι τότε διαβάσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αν και κυρίως στα αλβανικά. Ο Τσέχοφ δεν σου επιτρέπει να φλυαρείς, ούτε ο Χέμινγκουεϊ. Την ομορφιά της ελληνικής γλώσσας την καλλιεργούσαμε μέσα σπό τα δημοτικά τραγούδια. Αυτή τη γλώσσα λατρεύω.

 

-Στην εποχή της ψεύτικης ευμάρειας και της εκδοτικής και χρηματιστηριακής φούσκας τι είχαν να μας πουν η «Βροχή στο μνήμα» και ο «Κώδικας τιμής»; Έπρεπε να δοκιμαστούμε, να πονέσουμε, να φοβηθούμε, να ταρακουνηθούμε και να πεινάσουμε για να κατανοήσουμε;

Πράγματι υπήρχε ευμάρεια, δεν ξέρω πόσο ψεύτικη, η οποία έκανε ακόμα πιο μεγάλη  την οικονομική διαφορά με το παρελθόν μας. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Εγώ σε όλα μου τα έργα εγώ προσπαθώ να φέρω σε αντιπαράθεση, σε σύγκριση, την οικονομική, ηθκή, κοινωνική κατάσταση και την απόσταση μεταξύ των δυο κοινωνιών. Αλλά ποτέ δεν έκανα μπεστ σέλερ γιατί το υλικό που χρησιμοποιώ είναι πικρό. Τα βιβλία μου ωστόσο βρήκαν την εκτίμηση της κριτική γνώμης, αλλά με τη σημερινή κατάσταση όπως παντού και στα γράμματα, πιάσαμε πάτο. Τώρα πιστεύω ότι μπορεί να γίνει μια νέα αρχή ξεκινώντας από νέες βάσεις.

 

-Πώς είναι όταν επιστρέφετε σήμερα πίσω στα Βρυσερά; Υπάρχει το σπίτι σας, συγγενείς σας, έχει αλλάξει η κατάσταση…

Τα σπίτια είναι πιο ωραία, οι άνθρωποι τα έχουν φτιάξει, αλλά δεν μένουν εκεί για να ζήσουν. Κάθε φορά που φεύγει κάποιος από τη ζωή, κλείνει ένα σπίτι και αναρωτιούμαστε πότε θα φύγει ο τελευταίος. Έχω μια κερασιά στην αυλή και θα πάω να μαζέψω τα κεράσια. Όταν επιστρέψω θα σας πω περισσότερες λεπτομέρειες.

 

 

-Για σας η λογοτεχνία είναι οι ιστορίες σας, οι ήρωες, η γλώσσα σας, κάτι που πρέπει να αφηγηθείτε οπωσδήποτε…

Προσπαθώ να απαντήσω αλλά δεν τα καταφέρνω. Δεν ξέρω γιατί γράφω. Σαν να πω ότι το γράψιμο είναι ένας τρόπος ύπαρξης. Ίσως για τον ίδιο λόγο που μ’ αρέσει να ασχολούμαι με την αμπελουργία. Μου αρέσει να φτάχνω ήρωες, να επιβλέπω τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους χωρίς να επεμβαίνω ούτε στη γλώσσα ούτε στη ροή των γεγονότων. Αν επεμβαίνω, δεν πρέπει να φαίνεται. Γιατί φυσικά και επεμβαίνω, αφού εγώ τους δημιούργησα.

 

-Εξάλλου τον απόηχό τους τον πληρώσατε κι εσείς, κι ας μη φυλακιστήκατε…

Σίγουρα. Να φανταστείτε, για είκοσι χρόνια είχα υποστεί το κοινωνικό και πολιτικό μπούλινγκ του καθεστώτος. Ήταν πολύ σκληρό.

 

-Πιστεύετε ότι εμείς, έξω από τον χορό, έχουμε κρατήσει μια ρομαντική χροιά όσον αφορά το Κόμμα και την Αριστερά;

Ναι. Και με απαράδεκτο τρόπο. Εκατοντάδες άτομα προσπάθησαν να δραπετεύσουν και να έρθουν εδώ στην Ελλάδα, στο φασισμό όπως μας έλεγαν. Τώρα μαθαίνω ότι ούτε εδώ υπήρχε ελευθερία στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά μετά τον εμφύλιο δεν υπήρξε ούτε ένα παράδειγμα προσπάθειας για απόδραση από την Ελλάδα προς την Αλβανία. Αυτό τα λέει όλα. Το να προσπαθήσει κάποιος να δικαιολογεί σήμερα το απάνθρωπο εκείνο καθεστώς ξεπερνάει ακόμα και το μεγαλύτερο δονκιχωτισμό.

 

-Εξακολουθεί ακόμα η Βόρεια Ήπειρος να καίει και να πονά, κύριε Κώτσια;

Ναι. Πονάει. Αλλά εδώ είναι που ο πόνος αποκτάει μια ρομαντική χροιά από την αντίθετη φορά. Υπάρχει μια στρεβλή είκόνα για μας και θα έλεγα ότι κάπου προσπαθεί να απεικονίσει μια κρυφή εγωιστική επιθυμία στην αντίληψη μερικών, που θέλει να υπάρχουν άλλοι πιο άτυχοι άνθρωποι για να ασκεί κάποιος τον οίκτο του. Πώς να το πώ! Να υπάρχουν κάποιοι που να τους λυπούνται. Ε, λοιπόν, εμείς δεν υπήρξαμε ποτέ αξιοθρήνητοι, απλώς σταθήκαμε εθνικά άτυχοι κι αυτό μας έδωσε πεισσότερες δυνάμεις, πείσμα και εργατικότητα εδώ στην Ελλάδα. Όσο για τη Βόρειο Ήπειρο, αυτό είναι θέμα μείζονος ελληνισμού, είναι άλλο θέμα, το οποίο αφορά το ελληνικό έθνος γενικότερα και όχι αποκλειστικά εμάς. Πιστεύω ότι θα αποτελέσει θέμα μελλοντικών μυθιστορημάτων.

 

-Εντέλει τι σημαίνει σύνορα, τι πατρίδα, για σας;

Τα σύνορα, όπως και να βαλθούν, κάποιον θα αδικήσουν, θα τον αποκόψουν από τη μητέρα πατρίδα για να τον υιοθετήσει η μητρια. Και γι’ αυτό λέω, η ατυχία έπεσε σε μας. Κυρίως όταν τυχαίνει να έχεις και κακιά μητριά.

 

-Τι εύχεστε, να μην ξανασυμβεί ποτέ παρά μόνο μυθιστορηματικά;

Εύχομαι, αλλά παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον κόσμο, βλέπω ότι δυστυχώς δεν πιάνει η ευχή μου. Πάντως, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Βόρειο Ήπειρο, αποκλείω την παλινόρθωση αυτού του είδους ολοκληρωτικού καθεστώτος.

 

 

 

Δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top