Fractal

«Η φυσική των αισθημάτων»

Γράφει η Εύα Μ. Μαθιουδάκη //

 

«Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λ» της Ανν Λου, Εκδόσεις Απόπειρα, Ιούλιος 2020

 

Τι θα ήμασταν σήμερα χωρίς την λογοτεχνική δημιουργία και πως θα είχαν διαμορφωθεί οι ζωές μας χωρίς αυτήν; Με τι τρόπο θα μπορούσαμε να εκφράσουμε τις ανάγκες μας, με ποιά παραμυθία θα ταξιδεύαμε την ψυχή μας;

Σκέψεις που με κατακλύζουν συχνά, ψάχνοντας προσωπικές απαντήσεις, άλλοτε στο παραμύθι και τη δημοτική ποίηση κι άλλοτε στην μεγάλη κλασική λογοτεχνία, όπως συγκροτήθηκε μες στους αιώνες.

Διαβάζοντας τη νέα συλλογή διηγημάτων της Αννίτας Λουδάρου και προσπαθώντας να βρω το νήμα που συνδέει τα 53 αυτά διηγήματα μεταξύ τους, ξαφνιάστηκα θετικά γιατί η συγγραφέας καταφέρνει με ελάχιστες προτάσεις να αποτυπώσει στις ιστορίες της το βαθύτερο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, άλλοτε με εγκεφαλικό τρόπο κι άλλοτε αυθόρμητα με την καρδιά της.

Μικρά έως πολύ μικρά διηγήματα που με έναν σχεδόν «αυθάδη» τρόπο αλλά και την ιδιαίτερη θεματολογία τους, μας κρατούν το ενδιαφέρον ζωντανό, τόσο που δύσκολα μπορείς να αφήσει κανείς το βιβλίο από τα χέρια του.

Η Αννίτα Λουδάρου μας είναι γνωστή από την πρώτη συλλογή διηγημάτων της Τράνζιτ που εκδόθηκε το 2014 και από την εξαιρετική νουβέλα Ιώδιο το 2015. Έχει σπουδάσει μεταξύ άλλων ψυχολογία, και διατηρεί εδώ και χρόνια το blog http://ann-lou.blogspot.com .

Μέσω της επαγγελματικής της ενασχόλησης ως ψυχοθεραπεύτρια, αλλά και της ευρύτερης καλλιέργειας της, φαίνεται να γνωρίζει καλά την ανθρώπινη ψυχή. Είναι όμως αυτό αρκετό για να γράψει κανείς ένα καλό διήγημα; Πως μετατρέπεται το βίωμα σε λογοτεχνία; Πως μεταβάλλεται η αποστολή της τέχνης προσαρμοζόμενη στις ανάγκες μας;

Στην «Μεταφυσική των σωλήνων», το πρώτο και εξαιρετικό μυθιστόρημα της Βελγίδας Αμελί Νοτόμπ, (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος, Αθήνα 2003) η Αμελί, διηγείται την ζωή της ως βρέφος και άλλοτε θεωρεί ότι είναι ένας σωλήνας που αρκείται στις βασικές λειτουργίες: μαμ, πιπί, κακά και άλλοτε είναι ο ίδιος ο σοφός Θεός. Με παρόμοιο σχεδόν τρόπο οι ήρωες της Αννίτας Λουδάρου συνδυάζουν το πρακτικό, το «λειτουργικό» σκέλος του «Ζειν» με την εσωτερική τους φωνή που τους προτρέπει στο «Ευ Ζειν» με όποιο τρόπο, μέσο ή ακόμη και με τη θυσία.

Η συγγραφέας αγγίζει με την ευαισθησία που τη χαρακτηρίζει κάποιες αθέατες πτυχές του βίου μας και από την μια μας χτυπάει εκεί που μας πονεί και από την άλλη χαϊδεύει το κουρασμένο βλέμμα μας με εικόνες τόσο αέρινες και φωτεινές, όπως για παράδειγμα στο διήγημα Ονειροπαγίδα (σελ. 140).

«Τα μαλλιά της αλογοουρά, φορούσε ένα τζιν μπουφάν, και όπως ήταν γυρισμένη φαινόταν ο άσπρος της λαιμός πάνω από τον γιακά. Λόγος να μη γερνάς πιο γρήγορα απ΄ όσο έχεις υπολογίσει και ο αέρας να μυρίζει υπόσχεση».

Αλλά και ιστορίες ανθρώπων στο γνωστό επαναλαμβανόμενο μοτίβο της απόγνωσης. Σχεδόν όλοι τους μια κοψιά – μια χαψιά στην καθημερινή σκόνη της ζωής ή στα άλλα τα τραγικά και ακαριαία πλήγματα της. Την θλίψη των ανθρώπων που δεν έχουν ακόμη πεθάνει.

Μηδαμινές αποστάσεις από καταστάσεις που περιγράφονται με απλή, μη επιτηδευμένη γραφή και που μπορούν να ερμηνευτούν πολλαπλά, γιατί πως να ορίσεις την λεπτή γραμμή που χωρίζει τη τόλμη από τον φόβο, την απαισιοδοξία από την τρέλα, τη δύναμη από την παραίτηση;

Στο διήγημα Δήθεν, (σελ 74), κλείνοντας την άκρως μεταφορική ιστορία της, η Αννίτα Λουδάρου, γράφει:

 

«Περπατάνε και μιλάνε. Κατευθύνονται προς το όνειρο. Πέφτουν ταυτόχρονα  ο ένας στα μάτια του άλλου. Εκείνη γέρνει και ακουμπά το κεφάλι της στο στήθος του. Κλείνει τα μάτια. Δεν κοιμάται. Αφήνει τον νου της να παραδοθεί στη ζάλη. Εκείνος τη σφίγγει πάνω του πιο σφιχτά. Δένονται να μη χαθούν στη χαώδη επιθυμία. Δήθεν μιλάνε. Ενώ τους έπεισε ο έρωτας να τους ακολουθήσουν. Να δούμε τώρα αν θα τους παρατήσει. Αν θα βρεθούν σε κάποιο κακοτράχαλο, σκοτεινό χωματόδρομο ή στην άκρη μιας έρημης ακτής ένα απόγευμα. Όπου και να’ ναι, από εκεί ψυχή δεν περνάει για να βοηθήσει. Όποιος θέλει να συνεχίσει, συνεχίζει μόνος του».

 

Αννίτα Λουδάρου

 

Και επανέρχομαι στο λιτό ύφος, στην καλοδουλεμένη στρωτή γλώσσα, στο ακαριαίο της ματιάς της συγγραφέως που μας καθηλώνει και αυξάνει τον θαυμασμό μας για το επίτευγμα της .

Γιατί δεν είναι εύκολη υπόθεση η μικρή φόρμα, ή καλύτερα το μικροδιήγημα. Κι αν ο Χέ­μιν­γουα­ιη στο πολύ γνωστό σε όλους μας: «Προς πώληση: Παι­δι­κὰ πα­πού­τσια, εν­τε­λώς αφό­ρε­τα», με δύο προτάσεις υπαινίσσεται μια ιστορία ολόκληρη, η Αννίτα Λουδάρου στο διήγημα Υπόγειο ρεύμα (σελ.148), συνοψίζει με μια πρόταση, την πηγή της ανθρώπινης αδυναμίας:

«Το άλφα στον άνθρωπο δεν είναι κυκλωμένο. Στερητικό είναι».

Η ποιήτρια και φιλόλογος Διώνη Δημητριάδου σε μια από τις πολλές και εξαιρετικές κριτικές της γράφει, ότι: «…το μικρό πεζό, στα εφόδιά του πρέπει να βρίσκεται αρχικά η έμπνευση που δημιουργεί μια ιστορία «εκ του μη όντος», που φτιάχνει το σκηνικό και την πλοκή, έπειτα πρέπει να κινηθεί μέσα του ο ήρωας. Ένας ήρωας που να μην ασφυκτιά μέσα στις ελάχιστες σελίδες ζωής που θα του δώσει ο συγγραφέας, αντιθέτως να δίνει την εντύπωση της μακροημέρευσης. Τέλος απαιτείται αυτή η ιδιαίτερη πνοή (στην ουσία εκπνοή) στο τέλος της ιστορίας, αυτή που θα σε κάνει να τη θυμάσαι και να την ξεχωρίζεις ανάμεσα σε τόσες άλλες που κυκλοφορούν φλύαρα στα διάφορα βιβλία».

 

[Απόσπασμα από την κριτική της Διώνης Δημητριάδου στο βιβλίο του Γιάννη Φαρσάρη “Φόβος κανένας”, Eκδόσεις openbook, δημοσιευμένο στο Fractal στις 6-1-2016.]

 

Στη συλλογή αυτή, πέρα από την χαρά που μου πρόσφερε η ανάγνωση, αναγνώρισα κι εγώ την ελάχιστη ως ανύπαρκτη πλοκή, τις αμφίσημες, ημιτελείς σχεδόν προτάσεις της, που αφήνουν ελεύθερο τον αναγνώστη για τη δική του ερμηνεία, και τέλος τη δύναμη της πνοής που δίνει νόημα στις ιστορίες της με ένα παρηγορητικό τρόπο. Αυτά όλα που είναι βέβαια πολλά, αλλά και κάτι ακόμη.

 

Κάθε ιστορία πλέκεται γύρω από μια φράση κλειδί, μια φράση τόσο δυνατή που με τα νέα τεχνολογικά μέσα θα μπορούσε να αναβοσβήνει σαν φωτεινή πινακίδα, σαν οδηγίες προς τους ναυτιλομένους της ζωής. Παραθέτω κάποιες από αυτές:

 

«Ένα τόσο δα μικρό, που μπορεί να σταθεί ικανό, για την μεγαλύτερη ανατροπή». Σελ. 42, Εθνική εορτή.

 

«Η μοναξιά δεν καλύπτεται με ανθρώπους. Δεν είναι τρύπα, είναι εξόγκωμα». Σελ.50, Ένα κομμάτι βαμβάκι και λίγο μπεταντίν.

 

«Ένας άνθρωπος ολόκληρο βιβλίο που δεν άντεξε κανείς να το διαβάσει». Σελ. 146, Υπόγειο Ρεύμα.

 

Η Αννίτα Λουδάρου με το μοναδικό προσωπικό ύφος της, με φράσεις κι εικόνες μας ταξιδεύει σε νέους δρόμους, και είμαστε εμείς που οφείλουμε να βάλουμε την τελεία. Σαν την ζωή με τις πολλές εκδοχές της. Το φως και το σκοτάδι, σαν το λ, το τόσο δα λ, της ελπίδας μας, που φωτίζει ακόμη τα σκοτάδια μας!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top