Fractal

Οι θρησκείες μας διδάσκουν να είμαστε ευγενικοί, να τιμάμε ο ένας τον άλλο, να είμαστε αφοσιωμένοι και νηφάλιοι…

Γράφει ο Άγγελος Πετρουλάκης //

 

«Θρησκεία για άθεους», Αλαίν ντε Μποττόν,  Μετάφραση: Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Πατάκη, 2012

 

«Ο Θεός μπορεί να είναι νεκρός, αλλά τα πιεστικά ζητήματα που μας ώθησαν να τον επινοήσουμε εξακολουθούν να υφίστανται».

Στέκομαι σ’ αυτήν τη φράση τού Αλαίν ντε Μποττόν με τη ματιά μου να χαϊδεύει το εξώφυλλο του τελευταίου βιβλίου με τις απόψεις τού Στίβεν Χόκινγκ απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα που κλήθηκε (και καλείται) ν’ απαντήσει η αστροφυσική. Ο κορυφαίος επιστήμονας, παραθέτοντας όλα τα συμπεράσματα της επιστήμης από την έρευνα του σύμπαντος, μιλά για τη δημιουργία του από το τίποτα, μη δεχόμενος την ύπαρξη ή τη μεσολάβηση κάποιου θεού. Και βέβαια δεν είναι ο μόνος.

Όμως ο Αλαίν ντε Μποττόν, επίσης δηλωμένος άθεος, βάζει μια άλλη παράμετρο, το ίδιο σημαντική: Τη συνεισφορά τών θρησκειών στον πολιτισμό τής ανθρωπότητας, τόσο σε κοινωνικό επίπεδο, όσο και στον χώρο τής Τέχνης.

«Το σφάλμα τού σύγχρονου αθεϊσμού είναι ότι παραβλέπει πόσα στοιχεία των δογμάτων παραμένουν καίρια ακόμα και όταν οι κεντρικές δοξασίες έχουν καταρριφθεί», συμπληρώνει τη σκέψη του ο Αλαίν ντε Μποττόν, καλώντας μας, ως αναγνώστες, «ν’ ανακαλύψουμε τις θρησκείες ως θησαυροφυλάκιο μυριάδων ευφυιών ιδεών, που αξίζει να χρησιμοποιήσουμε για να καταπραΰνουμε ορισμένα από τα πλέον επίμονα και παραμελημένα δεινά τού εγκόσμιου βίου».

Ως προς το τι στοχεύει το βιβλίο «Θρησκεία για τους άθεους»;

Το δηλώνει καθαρά, ο συγγραφέας στον πρόλογό του, τονίζοντας ότι «ευελπιστεί να διασώσει μέρος της ομορφιάς, της συγκίνησης και της σοφίας από όλα εκείνα που τώρα πια έχουν πάψει να φαντάζουν αληθινά».

Βεβαίως, ο Αλαίν ντε Μποττόν, όταν μιλά για θρησκείες αναφέρεται κατά κύριο λόγο στον Καθολικισμό, τον Ιουδαϊσμό και τον Βουδισμό. Είναι επόμενο, αφού δεν γνώρισε την Ορθοδοξία. Αλλά και ούτε αυτό είναι το θέμα του, αφού η σκέψη του επικεντρώνεται στα θετικά, για τον άνθρωπο, στοιχεία που περιέχονται στις θρησκείες, όπως είναι η ταπεινότητα, η αλληλεγγύη, η συνεισφορά στο σύνολο, η καλλιτεχνική δημιουργία.

Η Μέρα τής Εξιλέωσης, του Ιουδαϊσμού, κατά την οποία το άτομο ζητά συγχώρεση από όλους, η συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία, στην οποία δεν υπάρχει καμιά διάκριση στο εκκλησίασμα (ταξική, επαγγελματική, οικονομική κ.ά.),

Βήμα – βήμα ο Αλαίν ντε Μποττόν εισχωρεί στον ανθρώπινο ψυχισμό, εξετάζοντας όλα εκείνα να συναισθήματα που δεν μπορεί να καλύψει ο ορθολογισμός ενός άθεου, ούτε οι ψύχραιμες απαντήσεις τής επιστήμης. Πώς άλλωστε μπορεί να θεραπευτεί η ανάγκη μας για τρυφερότητα, όταν αυτό που νιώθουμε μπροστά στην εικόνα τής Παναγίας δεν μπορούμε το εισπράξουμε από καμιά μαθηματική εξίσωση, ή μικροβιολογική εξέταση;

Απομονώνω μια παράγραφο του συλλογισμού του: «Η λατρεία τής Παρθένου τολμά να προτείνει σε όλους τους άθεους, ακόμα και στους πλέον σκληροπυρηνικούς, πως και εκείνοι παραμένουν κατά βάθος ευάλωτοι και μη ορθολογικοί, και πως ίσως μάθουν ν’ αποφεύγουν συγκεκριμένες σκοτεινότερες διαθέσεις αν συμβιβαστούν με τις αιώνια άτεχνες και ανώριμες πλευρές τους».

Με ιδιαίτερη ευαισθησία, ο συγγραφέας, που σε όλο του το έργο επικεντρώνει τον στοχασμό του στο σύγχρονο άτομο («Περί του κοινωνικού στάτους», «Η τέχνη του ταξιδιού», «Μικρή φιλοσοφία του έρωτα» κ. ά.), εισέρχεται και στο θεμελιώδες κεφάλαιο της Τέχνης, εξετάζοντας την παγκόσμια παρακαταθήκη καλλιτεχνικών δημιουργιών που ως κίνητρό τους είχαν την έκφραση της θρησκευτικής πίστης και λατρείας, στους ναούς.

 «Το θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο το σύγχρονο μουσείο δυσκολεύεται ασυνήθιστα , αλλά ενδεικτικά ν’ απαντήσει, είναι για ποιο λόγο η τέχνη είναι σημαντική».

 

Alain de Botton

 

Αν και δεν έχει εντρυφήσει στο μέγα κεφάλαιο της Βυζαντινής Τέχνης, ιδιαίτερα εκείνης των ανώνυμων ζωγράφων, που αποθέωσαν την Τέχνη σε μια εποχή που η Ευρώπη βίωνε τον Μεσαίωνα, ο Αλαίν ντε Μποττόν δίνει μια μάλλον αποστομωτική απάντηση στην κοσμική Τέχνη που φιλοξενείται στα μουσεία και τις αίθουσες τέχνης:

«Ο Χριστιανισμός αναγνωρίζει την ικανότητα της άριστης τέχνης να σχηματοποιεί τον πόνο, αμβλύνοντας έτσι τα χειρότερα συναισθήματα που βιώνουμε, της παράνοιας και της απομόνωσης».

Πιστεύω πως ο συγγραφέας αν είχε βρεθεί μπροστά στον ζωγραφικό διάκοσμο της Περίβλεπτου στον Μυστρά, ή σε καθολικά Μονών τού Αγίου Όρους (και όχι μόνο), δεν θα ήταν καλός δέκτης, απλά και μόνο, του μεταφυσικού μηνύματος της Χριστιανικής εικονογραφίας, αλλά φανατικός λάτρης της. Παρά ταύτα, δηλώνει εμφαντικά:

«Η χριστιανική τέχνη κατανοεί ότι οι εικόνες είναι σημαντικές εν μέρει επειδή μπορούν να προκαλέσουν συμπόνοια, μια εύθραυστη αρετή που επιτρέπει να διαλυθούν τα όρια τού εγώ μας, μας βοηθά να αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας στις εμπειρίες τών άλλων και μας ωθεί να ενδιαφερθούμε για τον πόνο τους».

Κάπου εδώ ο συγγραφέας συναντά (αν και επιδερμικά), την προ πολλών δεκαετιών διατυπωμένη άποψη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, όταν κάνει τις ιδιαίτερα εύστοχες αναφορές του στη βυζαντινή αγιογραφία (Ιστορία τού Ευρωπαϊκού Πνεύματος).

Άθελά του, επίσης, συναντά και τα ταπεινά ναΐδρια της Ορθοδοξίας, που αιώνες πριν απ’ αυτόν, δημιούργησαν στον ελλαδικό χώρο οι Έλληνες πιστοί, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα με τα διάσπαρτα ξωκλήσια σε σημεία που αγναντεύουν τον ανοιχτό ορίζοντα και συντροφεύουν με την απόλυτη μοναξιά τής φύσης.

Προτείνοντας στον σύγχρονο άνθρωπο (Ευρωπαίο) τη δημιουργία «ναών αφιερωμένων στον Στοχασμό», γράφει: «Ένας Ναός αφιερωμένος στον Στοχασμό θα συγκροτούσε και θα νομιμοποιούσε τις στιγμές απομόνωσης. Θα ήταν απλός ένας χώρος που δεν θα πρόσφερε στους επισκέπτες κάτι περισσότερο από δυο παγκάκια, μια ωραία θέα και την υπόνοια ότι ετοιμάζονται να ασχοληθούν με ορισμένα από τα προβληματικά ζητήματα που συνήθως τα καταπιέζουν με τις καθημερινές τους δραστηριότητες».

Όμοιοι χώροι – ναοί, απλοί, που εκφράζουν όλη την ταπεινότητα του Χριστιανού πιστού, είναι τα δικά μας – χιλιάδες – ξωκλήσια, που τα συναντάμε σε κάθε μας βήμα στην ελληνική ύπαιθρο, με μαυρισμένες από τον χρόνο τοιχογραφίες, ή με μια καμπάνα που κρέμεται από το χοντρό κλαδί ενός αιωνόβιου δέντρου. Χώροι λατρείας γυμνοί από κάθε πολυτέλεια, πολλοί από τους οποίους αφιερωμένοι σε τοπικούς αγίους, πνιγμένοι στα αγριολούλουδα, συνομιλητές τής μοναξιάς και του ανέμου.

«Οι θρησκείες μας διδάσκουν να είμαστε ευγενικοί, να τιμάμε ο ένας τον άλλο, να είμαστε αφοσιωμένοι και νηφάλιοι…», γράφει ο Αλαίν ντε Μποττόν και βεβαίως αυτό δεν είναι κάποιο νέο ή επαναστατικό μήνυμα. Είναι όμως μια θαρραλέα φωνή ενός ανθρώπου που γνώρισε τον πλούτο από την παιδική του ηλικία και ζει με την άνεση ενός από τους πλέον διάσημους συγγραφείς, απέναντι στην ψυχαναγκαστική εσωστρέφεια που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο σύνολο σύγχρονων διανοούμενων. Είναι μια ομολογία απέναντι σε πολλά που δεν αγγίζουν οι φυσικομαθηματικές επιστήμες ή οι κοινωνιολογικές μελέτες, που στηρίζονται ακόμα και στην ψυχανάλυση.

Εντελώς τυχαία, τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να κλείσω το μικρό αυτό σημείωμα, από την ανοιχτή πόρτα τού γραφείου μου, έφτασε η φωνή τού τηλεπαρουσιαστή τών νυχτερινών ειδήσεων, που αναφερόταν στη δίκη για την ανθρωποκτονία σε βάρος τού φοιτητή Γιακουμάκη, στα Ιωάννινα. Την ίδια στιγμή τα μάτια μου έπεσαν πάνω στις σημειώσεις με αποσπάσματα που είχα κρατήσει από το ενδιαφέρον βιβλίο τού Αλαίν ντε Μποττόν. Θαρρώ, πως μια απ’ αυτές θα μπορούσε να ήταν η τελευταία φράση αυτού του σημειώματος:

«Οι Δέκα Εντολές αποτέλεσαν μια πρώτη προσπάθεια χαλιναγώγησης της επιθετικότητας του ενός προς τον άλλο».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top