Fractal

Δοκίμιο: Χλευάζοντας τον ‘πολιτισμένο’ θεατή- χιμπατζή: The Square (2017) του Ruben Östlund

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας // *

 

 

Βασικά σημεία της πλοκής.

Ο Κρίστιαν, έφορος σε ένα μουσείο σύγχρονης Τέχνης, είναι υπεύθυνος για την οργάνωση και προώθηση ενός ιδιαίτερου project με το όνομα ‘Το Τετράγωνο’. Όπως δηλώνει η ονομασία του, το ‘Τετράγωνο’ είναι απλά ένας μικρός τετράγωνος χώρος ζωγραφισμένος στο έδαφος, μέσα στον οποίο ο κάθε επισκέπτης μπορεί να αφήσει οποιοδήποτε αντικείμενο αξίας επιθυμεί και να συνεχίσει την περιήγησή του στους υπόλοιπους χώρους του μουσείου, να αποχωρήσει ενδεχομένως από αυτό και να επιστρέψει όποτε το θελήσει, έχοντας τη βεβαιότητα ότι θα βρει το αντικείμενό του άθικτο, ακριβώς στο ίδιο σημείο όπου το είχε αφήσει. Η κεντρική ιδέα είναι, ότι μέσα σε έναν κόσμο αβεβαιότητας, έλλειψης εμπιστοσύνης και γενικευμένης εχθρότητας μεταξύ των ανθρώπων, είναι ακόμη δυνατόν να υπάρξει μία μικρή τετράγωνη ‘νησίδα εμπιστοσύνης και στοργής για τον άλλο,’ όπως το περιγράφει ο καλλιτέχνης που το έχει εμπνευστεί.

Ο Κρίστιαν κι η ομάδα του έρχονται σε επαφή με τη συνεργαζόμενη διαφημιστική εταιρία που έχει αναλάβει την προώθηση της ιδέας στο ευρύτερο κοινό. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αντιμετωπίζει κι ορισμένα παράδοξα προσωπικά προβλήματα. Καθώς περπατάει στο δρόμο κάποια στιγμή, γίνεται μάρτυρας ενός περίεργου συμβάντος: μία κοπέλα φωνάζει, ζητώντας επίμονα τη βοήθεια των περαστικών. Ο Κρίστιαν, – χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι συμβαίνει, – σπεύδει να προσφέρει βοήθεια, διαπιστώνει όμως σύντομα, ότι στην πραγματικότητα επρόκειτο για μία παγίδα κι ότι έχει πέσει θύμα ληστείας. Το πορτοφόλι, το κινητό του τηλέφωνο και τα μανικετόκουμπά του λείπουν!

Αργότερα, με τη βοήθεια του laptop του κι ενός συνεργάτη του, εντοπίζει το σήμα τού κινητού του τηλεφώνου σε μία πολυκατοικία μίας υποβαθμισμένης συνοικίας της Στοκχόλμης, όπου κατοικούν κυρίως μετανάστες.

Ο Κρίστιαν επιλέγει τη μάλλον επιπόλαιη λύση, να εκτυπώσει σε πολλά αντίτυπα ένα απειλητικό σημείωμα, με το οποίο καλεί τους ενοίκους τής πολυκατοικίας να του επιστρέψουν άμεσα τα προσωπικά του αντικείμενα και να τα αφήσουν στο παντοπωλείο της γειτονιάς. Με το συνεργάτη του, πηγαίνει στην πολυκατοικία κι αφήνει από ένα αντίγραφο του σημειώματος στο γραμματοκιβώτιο του κάθε ενοίκου.

Πράγματι, μετά από μερικές ημέρες, ο Κρίστιαν ειδοποιείται από το παντοπωλείο, ότι έχει φτάσει ένα δέμα στο όνομά του και, προς μεγάλη του έκπληξη, διαπιστώνει ότι αυτό περιλαμβάνει όντως το κινητό και το πορτοφόλι του, άθικτα.

Ωστόσο, η υπόθεση δεν εξελίσσεται και τόσο ομαλά στη συνέχεια: σύντομα, ο Κρίστιαν ειδοποιείται από το παντοπωλείο της συνοικίας των μεταναστών, ότι υπάρχει κι ένα δεύτερο δέμα στο όνομά του. Έκπληκτος, στέλνει το συνεργάτη του να εξακριβώσει τι συμβαίνει. Εκεί, ο συνεργάτης του συναντά ένα αγόρι – παιδί μεταναστών – το οποίο του επιτίθεται νομίζοντας ότι είναι ο Κρίστιαν, λέγοντάς του ότι αφότου άφησε το σημείωμα στο σπίτι του, οι γονείς του τον θεωρούν κλέφτη κι απαιτεί να έλθει ο ίδιος και να τους εξηγήσει ότι κάτι τέτοιο δεν αληθεύει. Ειδεμή, θα δημιουργήσει χάος και στη δική του προσωπική ζωή.

Αργότερα, το αγόρι εμφανίζεται στο σπίτι του ίδιου του Κρίστιαν, ζητώντας του επίμονα να ζητήσει συγγνώμη από τον ίδιο και την οικογένειά του, για το κακό που τους προκάλεσε. Αρχικά με σχετικά ήπιους τόνους, αλλά όσο το αγόρι επιμένει, όλο και πιο επιθετικά, ο Κρίστιαν προσπαθεί να το διώξει και, κάποια στιγμή, το σπρώχνει κι αυτό πέφτει από τις σκάλες. Μέσα στο σκοτάδι, ο Κρίστιαν δεν το διακρίνει, όμως συνεχίζει για ώρα να το ακούει να φωνάζει για βοήθεια. Ο Κρίστιαν αδιαφορεί, παρότι δείχνει ανήσυχος.

Σε μία επόμενη σκηνή της ταινίας, βλέπουμε τον Κρίστιαν στον κάδο των σκουπιδιών έξω από το σπίτι του, υπό καταρρακτώδη βροχή, να προσπαθεί να εντοπίσει ένα σημείωμα με το τηλέφωνο του μικρού αγοριού. Μετά από ώρα το βρίσκει πράγματι, καλεί το νούμερο, όμως κανείς δεν απαντά.

Εν τω μεταξύ, ενόσω ο Κρίστιαν είναι μπλεγμένος με τα προσωπικά του προβλήματα, η υπόθεση του ‘Τετραγώνου’ παίρνει μία απροσδόκητα άσχημη τροπή: η διαφημιστική εταιρία  που έχει αναλάβει την επικοινωνία και προώθηση της ιδέας στο κοινό, επιμένει ότι η διαφημιστική καμπάνια θα πρέπει να χρησιμοποιήσει ως κύρια οδό της τα social media και μάλιστα, ότι το σχετικό διαφημιστικό spot θα πρέπει να είναι σοκαριστικό, ώστε να κινητοποιήσει ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες.

Σε κάποια από τις τελευταίες συναντήσεις με τους συνεργάτες τού Κρίστιαν, από την οποία λείπει ο ίδιος, οι εκπρόσωποι της διαφημιστικής εταιρίας καταφέρνουν και τους πείθουν σχετικά με το περιεχόμενο του spot. Όταν ο Κρίστιαν ενημερώνεται γι’ αυτό, είναι πια αργά: το video έχει ήδη κυκλοφορήσει και μάλιστα, πολύ γρήγορα έχει γίνει ‘viral’ στα social media. Ως άμεση συνέπεια, έχουν ήδη εκδηλωθεί εντονότατες αντιδράσεις από χιλιάδες ανθρώπους. Το Μουσείο αναγκάζεται να οργανώσει εσπευσμένα μία συνέντευξη τύπου κι ο Κρίστιαν, αφού ανακοινώνει την ‘παραίτησή’ του στους δημοσιογράφους, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να τους εξηγήσει πώς ένα project, το οποίο υποτίθεται πως θα μιλούσε στους ανθρώπους για την εμπιστοσύνη και την αγάπη που θα έπρεπε  να επικρατήσει μεταξύ τους, κατέληξε να χρησιμοποιεί ένα διαφημιστικό spot, στο οποίο ένα μικρό, ξανθό κοριτσάκι, με ενδυμασία ρακένδυτης ζητιάνας, μπαίνει μπουσουλώντας στο ‘Τετράγωνο’ και, λίγα δευτερόλεπτα μετά, τινάζεται στον αέρα από μία ισχυρή έκρηξη, η οποία παραπέμπει σε βόμβα ισλαμιστών τρομοκρατών ή σε αντίστοιχου θέματος video game!

Οι δημοσιογράφοι κυριολεκτικά σφυροκοπούν τον Κρίστιαν. Αργότερα, ο Κρίστιαν επισκέπτεται την πολυκατοικία όπου είχε αφήσει τα απειλητικά του σημειώματα, σε αναζήτηση του μικρού αγοριού, όμως μαθαίνει από κάποιον ένοικο, ότι το αγόρι κι η οικογένειά του έχουν μετακομίσει, χωρίς να γνωρίζει το πού ακριβώς.

 

 

Το ‘savoir vivre’ δεν μπορεί να κρύψει το χιμπατζή

Σε μία από τις πρώτες σκηνές της ταινίας, βρισκόμαστε στην τελετή των εγκαινίων τού ‘Τετραγώνου’ στο Μουσείο. Ο χώρος υπακούει στις αρχές της πιο σύγχρονης αρχιτεκτονικής και προδίδει πλούτο και καλαισθησία. Οι καλεσμένοι, ενδυματολογικά τουλάχιστον, δείχνουν να ανήκουν στην τάξη των μορφωμένων κι ευκατάστατων. Ακούν με προσοχή τούς προβλεπόμενους λόγους των ανθρώπων του Μουσείου. Το λόγο παίρνει κι ο Κρίστιαν, ο οποίος με σιγουριά κι αυτοπεποίθηση μιλά για τη σημαντικότητα του ιδιότυπου εκθέματος, που ο ίδιος, ως υπεύθυνος, έχει την τιμή να προσφέρει στο φιλοθεάμον κοινό. Το τελετουργικό φτάνει στο τέλος του κι ένας από τους ανθρώπους του Μουσείου προσκαλεί ευγενικά τους προσκεκλημένους να περάσουν στο μπουφέ, ώστε να δοκιμάσουν τα πραγματικά εκλεκτά εδέσματα που περιλαμβάνει το μενού. Αυτόματα, οι προσκεκλημένοι, οι οποίοι μέχρι αυτήν τη στιγμή άκουγαν απολύτως ήσυχοι τις παρουσιάσεις των διαφόρων ομιλητών, μετατρέπονται σε μία αγέλη άγριων ζώων, όπου ο καθένας, φωνασκώντας και διαγκωνιζόμενος με όλους τους υπόλοιπους, προσπαθεί να φτάσει πρώτος στο μπουφέ. Ο υπεύθυνος του Μουσείου αφήνει ξαφνικά κι αυτός κατά μέρος τις επισημότητες και ουρλιάζει στον όχλο να σωπάσουν και να περάσουν ένας ένας, χωρίς να σπρώχνονται, στον μπουφέ, ώστε να σερβιριστούν. Τρομαγμένοι οι προσκεκλημένοι ακινητοποιούνται προς στιγμήν και δείχνουν να είναι διατεθειμένοι να υπακούσουν τον αγριεμένο, όπως φαίνεται, υπεύθυνο.

Το κοινό της αίθουσας παραμένει προς στιγμήν εξίσου αμήχανο και ξαφνιασμένο από την απροσδόκητη τροπή των όσων έχουν μόλις διαδραματιστεί επί της οθόνης και, – ελλείψει υπευθύνου ή άλλης αρμόδιας αρχής σ’ αυτήν την περίπτωση, – ξεσπά σε ομαδικά χάχανα. Σιωπηλός, από τη θέση σου, φαντάζεσαι τον Östlund ήδη να χαμογελάει.

“Ο άνθρωπος είναι κατά βάση άγριο, απαίσιο θηρίο. Εμείς τον ξέρουμε μόνο στην κατάσταση του δαμασμού και της εξημέρωσης που ονομάζεται πολιτισμός,” έχει γράψει ο Άρθουρ Σόπενχαουερ.[i] Ο ‘πολιτισμός’ δεν είναι κάτι παραπάνω από μία επιδερμική επίφαση. Επιστρατεύεται με σκοπό το ‘δαμασμό’ αυτού τού ‘άγριου’ κι ‘απαίσιου’ θηρίου, που είναι στην πραγματικότητα ο άνθρωπος. Οι ‘καλοί τρόποι,’ το ‘savoir vivre,’ τα κοστούμια κι οι τουαλέτες, όλες οι επισημότητες και τα τελετουργικά, οι γεμάτοι ευφράδεια και ρητορική δεινότητα λόγοι, δεν είναι ποτέ δυνατόν να καταφέρουν να εξαλείψουν ή έστω να αποκρύψουν την πραγματική φύση μας.

Μία επίφαση, η οποία είναι χρήσιμη μόνο στο επιφανειακό επίπεδο της προσαρμογής μας στα κελεύσματα τής ανθρώπινης κοινωνίας – μίας κοινωνίας ούτως ή άλλως σαθρής και ποταπής – και υπεύθυνη για ένα μάλλον χονδροειδές, αλλά απολύτως υπαρκτό και παρατηρήσιμο είδος ‘κοινωνικής διαστρωμάτωσης,’ όπως το έχει αντιληφθεί ο Τζάκομο Λεοπάρντι: αναφερόμενος στους ανθρώπους, οι οποίοι, λόγω μίας εγγενούς απλότητας τρόπων και έλλειψης προσποίησης που διαθέτουν, αδυνατούν να προσαρμοστούν στην κοινωνία και γι’ αυτό παραγκωνίζονται από αυτήν, γράφει ότι “… τους λείπει εκείνη η επίφαση, εκείνο το κάτι τι [το] προσποιητό και [το] τεχνητό, που όλοι οι άλλοι, ως και οι ηλίθιοι, ξέρουν να δίνουν στη συμπεριφορά τους, συχνά μάλιστα ασυναίσθητα, και που πολύ δύσκολα διακρίνεται από τον αληθινό χαρακτήρα τους.”[ii] Κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δούμε την ανθρώπινη κοινωνία ως διαιρεμένη σε δύο βασικές κατηγορίες: μία πρώτη, – η συντριπτικά πολυπληθέστερη, – η οποία απαρτίζεται από τους ανθρώπους που διαθέτουν την ικανότητα της προσαρμογής στις εκάστοτε κοινωνικές επιταγές και, προκειμένου να την επιτύχουν, δεν διστάζουν να υποδυθούν τον οποιοδήποτε ρόλο απαιτεί η περίσταση˙ και μία δεύτερη, που αποτελείται από τους ελάχιστους εκείνους ανθρώπους, από τους οποίους λείπει παντελώς η επίφαση, οι οποίοι μ’ άλλα λόγια, δεν είναι ικανοί για την οποιαδήποτε μορφή υποκρισίας, προσποίησης και τελικά προσαρμογής στα κελεύσματα της κοινωνίας των ανθρώπων.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν μπορεί ποτέ να ακυρωθεί με παρόμοια, εκ του πονηρού τεχνάσματα, σαν αυτό του ‘πολιτισμού.’ Θα βρίσκεται πάντα εκεί και θα εκδηλώνεται σε όλο της το φυσικό μεγαλείο, με την πρώτη ευκαιρία, γελοιοποιώντας τις όποιες προσπάθειες ακύρωσης ή απόκρυψής της από τους ανθρώπους: “Τόσο μεγάλη είναι η ποικιλία της φύσης και τόσο ο πολιτισμός, που τείνει να ισοπεδώσει τους ανθρώπους, αδυνατεί να νικήσει τη φύση,” τονίζει και πάλι ο Λεοπάρντι.[iii] Πολύ πιο όμορφος θα ήταν ο απόλυτα φυσικός άνθρωπος, ο χωρίς έξωθεν επιβεβλημένες συμβάσεις κι επιτηδεύσεις, όσο ‘απολίτιστος’ και χοντροκομμένος κι αν φαινόταν σ’ αυτήν την περίπτωση: “Και γενικά, η επιθυμία να είμαστε αυτό που δεν είμαστε καταστρέφει το κάθε τι στον κόσμο˙ γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο γίνονται ανυπόφοροι ένα σωρό άνθρωποι που θα ήταν συμπαθέστατοι αν καταδέχονταν να είναι ο εαυτός τους,” συνεχίζει ο Λεοπάρντι.[iv] Θα μπορούσαμε κάλλιστα να ορίσουμε εναλλακτικά τον Πολιτισμό μας ως μία προσπάθειά μας να στρέψουμε το βλέμμα όσο πιο μακριά γίνεται από αυτό που πάντοτε ήμασταν και συνεχίζουμε να είμαστε.

 

Αντικρύζοντας το χιμπατζή στον καθρέφτη

Ο Κρίστιαν είναι ένας γοητευτικός κι επιτυχημένος νέος άνδρας, στο απόγειο της καριέρας του. Είναι οικονομικά ευκατάστατος και χαίρει καλής φήμης στους κύκλους της Τέχνης. Μετά από μία συνέντευξη που παραχωρεί στην Αν – μία νεαρή δημοσιογράφο, η οποία εργάζεται σε κάποιο τηλεοπτικό κανάλι – δεν δυσκολεύεται να βρεθεί σύντομα μαζί της στο κρεβάτι. Ενόσω κάνουν έρωτα, προς μεγάλη του έκπληξη, βλέπει ένα χιμπαντζή να κινείται με άνεση οικοδεσπότη στο διπλανό δωμάτιο. Φαίνεται να μοιράζεται το ίδιο σπίτι με την Αν, όμως αυτή δεν τον έχει ενημερώσει εξαρχής για τον ιδιόμορφο συγκάτοικό της! Παρά την έκπληξή του, ωστόσο, ο Κρίστιαν συνεχίζει να κάνει έρωτα μαζί της, χωρίς να της σχολιάσει το περίεργο γεγονός.

Με την αριστοτεχνική αυτή οπτική μεταφορά του ο Östlund συνδέει συνειρμικά την ερωτική πράξη με τις ζωικές ορμές, οι οποίες παρά τις αλλεπάλληλες επιστρώσεις τεχνητού ‘πολιτισμού,’ συνεχίζουν κι ενυπάρχουν στο σύγχρονο άνθρωπο. Μας υπενθυμίζει, ότι παρότι μπορεί να είμαστε πια καλοντυμένοι και ξυρισμένοι, να χειριζόμαστε με μεγάλη άνεση το laptop και το smartphone μας και να χρησιμοποιούμε προφυλακτικό κατά την ερωτική πράξη, δεν θα πρέπει να πιστέψουμε, ότι έχουμε απομακρυνθεί και πολύ από την πρωταρχική, ζωώδη φύση μας. Υπακούμε ακόμη στα ίδια αρχέγονα κι αταβιστικά ένστικτά μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα να έχουμε ‘οπισθοδρομήσει’ τρόπον τινά, σε σχέση με τους κατά Δαρβίνο προγόνους μας: ενόσω στην οθόνη ο χιμπατζής περιφέρεται αμέριμνα στο δωμάτιο της Αν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Κρίστιαν, εκτός της οθόνης, στην αίθουσα προβολής, το κοινό, μετά από μία αρχική αμηχανία, όμοια με αυτήν του Κρίστιαν, ξεσπά και πάλι σε βροντερά χαχανίσματα. Ο Östlund δείχνει να έχει θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη από τα ευφυή κοινωνικά του πειράματα, με μέσο τον κινηματογράφο. Όποιο ερώτημα ή προβληματισμός τίθεται επί της οθόνης, μεταφέρεται κι εκτός οθόνης, στο ίδιο το κοινό που παρακολουθεί την ταινία, σε ένα είδος διαδραστικού εμπειρικού ελέγχου των υποθέσεών του. Και, στην περίπτωση του Square, τα ερωτήματα που τίθενται είναι εμβριθή κι αμείλικτα, ενώ μέχρι αυτό το σημείο της ταινίας φαίνεται πως επιβεβαιώνονται κι εκτός της οθόνης. Άλλωστε, στη σύντομη εισαγωγική του ομιλία πριν την προβολή τής ταινίας, ο Östlund – ο οποίος παρευρέθηκε στις προβολές των ταινιών του στο 58ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2017) – εξήγησε, ότι πριν από κάθε προβολή της στις χώρες όπου περιοδεύει, ο ίδιος μεταφέρει την κεντρική της ιδέα (το ‘Τετράγωνο’) και σε επίπεδο πραγματικής ζωής, εντός της αίθουσας προβολής: αφήνει το πορτοφόλι του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα στη μέση της αίθουσας κι αποχωρεί, αφού πρώτα ενημερώνει το κοινό για το μίνι πείραμα-performance του. Μετά το τέλος της προβολής επιστρέφει και ελέγχει εάν τα προσωπικά του αντικείμενα βρίσκονται ακόμη στο σημείο όπου τα άφησε. Με αυτόν τον τρόπο, ελέγχει και εμπειρικά, τη βασική υπόθεση της ταινίας του, το κατά πόσο δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει ακόμη και σήμερα ένα συμβόλαιο εμπιστοσύνης κι αγάπης μεταξύ των ανθρώπων. Κινηματογράφος και ζωή γίνονται ένα. Πώς θα μπορούσαν ποτέ να είναι κάτι το διαφορετικό; Συντελεστές της ταινίας και κοινό συνεργάζονται κι εναλλάσσουν ή μοιράζονται ρόλους, με σκοπό αυτή η προβολή να μην καταλήξει να είναι απλά ένα ακόμη δίωρο ή τρίωρο απερίσκεπτου, επιφανειακού γέλιου και μηρυκασμού μύριων όσων τροφικών υποπροϊόντων, αλλά ει δυνατόν, εφαλτήριο πραγματικού στοχασμού και, στην ιδανική περίπτωση, εργαλείο αλλαγής μας.

Η ‘ανάγνωση’ της ταινίας την οποία προτείνουμε εδώ, στρέφεται γύρω από αυτόν ακριβώς τον άξονα: ότι η βασική ‘υπόθεση εργασίας’ τού Östlund στο Square είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν έχει διαφοροποιηθεί καθόλου από τον πρωτόγονο, ότι συνεχίζει να λειτουργεί με τον ίδιο κτηνώδη τρόπο, ότι οι κινητήριες δυνάμεις που προσδιορίζουν τη ζωή και τον ψυχισμό του είναι οι ίδιες ζωώδεις ορμές που κινούσαν και το μακρινό πρόγονό του. Ότι παραμένει εξίσου βίαιος και επιθετικός απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους ανθρώπους κι ότι αυτή η πραγματικότητα βρίσκεται σε μία εξόφθαλμη αντίφαση με την εικόνα τού ‘πολιτισμένου’ κι ‘εξευγενισμένου’ ανθρώπου, την οποία ο ίδιος έχει καλλιεργήσει για τον εαυτό του. Κι ότι ακόμη, ο Östlund δεν αρκείται απλά στην παράθεση αυτών των διαπιστώσεων επί της οθόνης, αλλά ότι αντιθέτως, – όπως το συνηθίζει άλλωστε, – τις μεταφέρει κι εκτός οθόνης, στο κοινό του, προκειμένου να τις ελέγξει κι εμπειρικά, σε ένα αριστοτεχνικό διαδραστικό παιχνίδι μεταξύ συντελεστών ταινίας και κοινού, στοχασμού και πράξης, κινηματογράφου και πραγματικότητας, το οποίο μας σαγηνεύει με την ευφυία τού εμπνευστή του.

Αμέσως αφότου ο Κρίστιαν κι η Αν έχουν κάνει έρωτα κι αφού ο πρώτος έχει γίνει μάρτυρας της παράδοξης εμφάνισης του χιμπατζή στο σπίτι, το ζευγάρι, ως είθισται, έρχεται σε σύγκρουση, για ένα φαινομενικά γελοίο λόγο: η Αν ζητά από τον Κρίστιαν το προφυλακτικό για να το πετάξει στα σκουπίδια, όμως ο Κρίστιαν αρνείται πεισματικά να της το δώσει, για κάποιον όχι και πολύ σαφή λόγο. Η Αν θίγεται από την αδικαιολόγητη άρνηση του Κρίστιαν και δείχνει να υποψιάζεται, ότι αυτός θεωρεί τον εαυτό του ένα είδος ‘celebrity’ κι ότι φοβάται κατά κάποιον τρόπο μην τυχόν κι η Αν κλέψει το σπέρμα του.

Μετά τη σύντομη σαρκική επαφή, τα δύο εγώ ανασυντάσσονται. Περιχαρακώνονται το καθένα στον προσωπικό του πνιγηρό μικρόκοσμο, αμυνόμενα, αλλά κι έτοιμα να επιτεθούν το ένα το άλλο ανηλεώς, με την πιο ασήμαντη αφορμή. “Οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να ζήσουν για πολύ μαζί, εάν δεν χρησιμοποιούσε ο ένας τον άλλο ως εργαλείο,” μας λέει ο Ροσφουκώ.[v] Η επιθετικότητα, η εχθρότητα κι η μικροπρέπεια επανακάμπτουν αυτόματα. Ανακτούν την ηγεμονία τους, μετά την προσωρινή τους νάρκωση από το αναισθητικό τού γενετήσιου εναγκαλισμού.

Όταν την επόμενη μέρα η Αν εκμυστηρεύεται στον Κρίστιαν, ότι γι’ αυτήν, η βραδιά που πέρασαν μαζί δεν σήμαινε απλά και μόνο σεξ, ο Κρίστιαν παραμένει αδιάφορος και μάλιστα, όταν αυτή του τηλεφωνεί το ίδιο απόγευμα, δεν της απαντά καν. Ο Κρίστιαν αποκαλύπτεται έτσι ως εγωιστής και χρησιμοθήρας, παρά την κατά τ’ άλλα ακράδαντη πεποίθησή του, ότι ισχύει το αντίθετο: ότι δηλαδή διακατέχεται από συναισθήματα συμπόνιας κι εμπιστοσύνης για τους συνανθρώπους του, αξίες τις οποίες υποτίθεται πως προωθεί κι ενεργά, τόσο σε επαγγελματικό επίπεδο (με το ίδιο το project τού ‘Τετράγωνου’), αλλά και σε επίπεδο προσωπικής ζωής (πράγματι, έσπευσε χωρίς πολλούς δισταγμούς να βοηθήσει την κοπέλα που φώναζε στο δρόμο, παρότι τελικά αποδείχθηκε πως επρόκειτο για μία πλεκτάνη). Σωστά μας υπενθυμίζει ο Σόπενχαουερ, ότι ο εαυτός, το εγώ τού ανθρώπου είναι μία αρένα, μία παλαίστρα μύριων όσων αντιθέσεων και τάσεων, χωρίς προκαθορισμένο ή μόνιμο νικητή: “Ο εαυτός του είναι η παλαίστρα. Γιατί κι όταν ακόμη συμβαίνει το ένα από αυτά να νικάει διαρκώς, το άλλο πάλι θα αντιπαλεύει διαρκώς, αφού είναι ζωντανό εφόσον αυτός ζει. Ως άνθρωπος αποτελεί δυνατότητα για πολλές αντιθέσεις.”[vi]

Σε αρκετές άλλες περιπτώσεις το αξιακό σύστημα κι η εικόνα που έχει ο Κρίστιαν για τον εαυτό του πρόκειται να δοκιμαστούν. Όπως για παράδειγμα, όταν ο μικρός μετανάστης, οργισμένος για τη ζημιά που έχει προκαλέσει στη ζωή του ο Κρίστιαν με την επιστολή του, θα τον επισκεφτεί στο σπίτι του. Αιφνιδιασμένος, ο Κρίστιαν θα προσπαθήσει κακήν κακώς να διώξει το αγόρι και να προασπίσει έτσι με κάθε μέσο τον περίκλειστο χώρο που έχει δημιουργήσει με πολύ κόπο για τον εαυτό του, όρια του οποίου αποτελούν η οικογένειά του, τα παιδιά του, το σπίτι του, η δουλειά του, η ευυποληψία του, η φήμη του ως μοντέρνου τεχνοκράτη και ειδήμονα στον τομέα της Τέχνης, ως ανθρώπου σε τελική ανάλυση, ο οποίος συν τοις άλλοις, διαθέτει και πληθώρα κοινωνικών ευαισθησιών. Όταν μάλιστα διαπιστώσει, ότι δεν είναι δυνατόν να διώξει το μικρό αγόρι με τα λόγια, δεν θα διστάσει να ασκήσει και σωματική βία εναντίον του, σπρώχνοντάς το στις σκάλες. Κι ενώ για αρκετή ώρα θα το ακούει να καλεί εμφατικά για βοήθεια, θα παραμείνει απαθής και δεν θα σπεύσει καν να το βρει και να το βοηθήσει. Επιβεβαιώνοντας τον Μπλεζ Πασκάλ, ο οποίος από νωρίς είχε το θάρρος να ομολογήσει, ότι “Είμαστε ψεύτες, διπρόσωποι, αντιφατικοί και κρυβόμαστε και μασκαρευόμαστε καταμπροστά σε ‘μάς τους ίδιους.”[vii] Και το Ροσφουκώ, που με το χαρακτηριστικά αφοπλιστικό του ύφος, μας έχει προειδοποιήσει ότι: “Ο εγωισμός παίζει πολλούς ρόλους, ακόμη κι αυτόν τού αλτρουισμού.”[viii] Πίσω από το προσωπείο τού κοινωνικά ευαίσθητου ανθρώπου, το οποίο επισταμένως και για πολύ χρόνο έχει καλλιεργήσει ο Κρίστιαν, κρύβεται στην πραγματικότητα ένας ακόμη εγωιστής άνθρωπος, ο οποίος χρησιμοποιεί ακριβώς αυτήν την προσεκτικά σχεδιασμένη δημόσια ‘περσόνα’ του, ώστε να αποκομίσει προσωπικά οφέλη από την κοινωνία και τους ανθρώπους. Ο Ροσφουκώ και πάλι, μας έχει περιγράψει αυτόν τον κόσμο με ενοχλητικά ευθύ τρόπο: “Επομένως, μπορούμε να πούμε, ότι αυτός ο κόσμος είναι ένας κόσμος γεμάτος από μάσκες.”[ix]

 

 

‘Ενοχή’: το φτηνό άλλοθι του πιθήκου

Αντιλαμβανόμενος ότι έχει προδώσει το προσωπικό του ‘αξιακό’ σύστημα – αυτό το οποίο έχει χρησιμοποιήσει τεχνηέντως για χρόνια, ώστε να καταξιωθεί επαγγελματικά και να επιτύχει οικονομικά – ο Κρίστιαν νιώθει ενοχές. Κατανοεί κάπου ενδόμυχα, ότι υπήρξε επιθετικός έναντι πιο αδύναμων από αυτόν ανθρώπων, προκειμένου να υπερασπιστεί τα υπάρχοντά του και τα υποτιθέμενα ατομικά του δικαιώματα. Αντιλαμβάνεται ίσως απροσδιόριστα, ότι τελικά, ίσως δεν υπήρξε ο ίδιος το θύμα, – μέσα στην υλική ευμάρεια και επιτυχία τής εγωπαθούς ζωής του, – αλλά μάλλον ο θύτης, εναντίον ανθρώπων, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να αποτελέσουν κάποιου είδους σοβαρή απειλή για τον ίδιο. Ενεργοποιείται τότε μέσα του ο μηχανισμός που του έχει ενσταλάξει ο Πολιτισμός, προκειμένου να αναχαιτίσει την εγγενώς εγγεγραμμένη στον ανθρώπινο ψυχισμό βία: η ενοχή: “Ο Πολιτισμός συνεπώς, αναλαμβάνει τον έλεγχο επί της επικίνδυνης επιθυμίας τού ατόμου για βία, εξασθενίζοντάς την κι αφοπλίζοντάς την και εγκαθιστώντας μέσα του [στο άτομο] έναν ενδιάμεσο να την παρακολουθεί, όπως ακριβώς συμβαίνει με ένα φρούριο σε κατακτημένη πόλη.”[x]

Ο Κρίστιαν αποφασίζει να επανορθώσει. Σε μία γεμάτη ένταση – κι όχι χωρίς κάποιες δόσεις υπερβολής – σκηνή, τον βλέπουμε να ψάχνει μανιασμένα στον κάδο των σκουπιδιών έξω από το σπίτι του κι υπό καταρρακτώδη βροχή, ένα σημείωμα με το τηλέφωνο του μικρού.  Μετά από ώρα το βρίσκει όντως, καλεί το νούμερο, όμως κανείς δεν απαντά. Τότε ξεκινά να γράψει με πάθος ένα video-μήνυμα απολογίας προς το αγόρι, χωρίς να μας γίνεται γνωστό εάν όντως αυτό φτάνει τελικά στο αγόρι ή όχι. Το μήνυμα ξεκινά ως μία φαινομενικά ειλικρινής απολογία, με την οποία ο Κρίστιαν φαίνεται πως έχει μετανιώσει πραγματικά για τα όσα δεινά προκάλεσε στη ζωή τού αγοριού, αλλά τελικά καταλήγει γρήγορα σε ένα φτηνό και πομπώδες λογύδριο, με τον Κρίστιαν να επικαλείται αόριστα κάποιους συστημικούς, εξωγενείς παράγοντες, όπως η κοινωνία γενικά, οι κοινωνικές τάξεις, η πολιτική σφαίρα κλπ., ως τα βαθύτερα πραγματικά αίτια, που ευθύνονται και για τη δική του απαράδεκτη συμπεριφορά.

Φυσικά. Ο Κρίστιαν δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτεί ειλικρινά το πόσο φίλαυτη, επιθετική και άδικη υπήρξε η συμπεριφορά του απέναντι σε συντριπτικά πιο αδύναμα άτομα. Θα προσπαθήσει να εμφανίσει τον εαυτό του ως ειλικρινά μετανιωμένο, θα επιστρατεύσει όλες τις δικανικές του ικανότητες, απότοκες του υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τις αξιοζήλευτης οικονομικής κατάστασης που του προσδίδει η Σουηδική καταγωγή του, ωστόσο, μέχρι τέλους θα υπερασπιστεί τον εαυτό του, θα το δικαιολογήσει και θα επιχειρήσει με κάθε μέσο να τον απαλλάξει από κάθε υπόνοια λάθους ή αξιόμεμπτης πράξης. Είναι ο τρόπος τού σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου να κατανικήσει την ενοχή που ο ίδιος ο Πολιτισμός τού έχει εμφυσήσει, σε μία μάταιη προσπάθεια να τον καταστήσει λίγο πιο ηθικό από αυτό που πραγματικά είναι˙ είναι η πάγια τακτική με την οποία επιχειρεί να αποποιηθεί το δικό του μερίδιο της ευθύνης για το ότι δισεκατομμύρια άλλοι άνθρωποι ζουν υπό πολύ χειρότερες συνθήκες, προκειμένου αυτός να ζει στις καλύτερες δυνατές˙ εθελοτυφλεί έτσι, μπροστά στον αποκλεισμό στον οποίον ο ίδιος έχει καταδικάσει το μετανάστη, το φτωχό, τον άστεγο, το δυστυχή ‘Άλλο,’ αποκαθαίροντας ταυτόχρονα τη δική του συνείδηση από την οποιαδήποτε υποψία προσωπικής ευθύνης. Στο υποκριτικό video-μήνυμα του Κρίστιαν θυμόμαστε και πάλι το Ροσφουκώ: “Αντιλαμβάνεται κανείς, ότι οι άνθρωποι γνωρίζουν τα ελαττώματά τους καλύτερα από όσο υποψιαζόμαστε, αφού ποτέ δεν παραδέχονται τα λάθη τους όποτε μιλούν για τη συμπεριφορά τους. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, η έπαρσή τους, η οποία γενικά τους τυφλώνει, αίφνης τους διαφωτίζει και οξύνει τη σπιρτάδα τους, έτσι ώστε να μπορούν να καταπνίξουν ή να αποκρύψουν και το παραμικρό ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον τους.”[xi]

Και ξανά, ο Κρίστιαν θα προσφύγει στην ίδια αμυντική τακτική, όταν πια θα κληθεί να δώσει εξηγήσεις για το ακόμη σοβαρότερο ατόπημα στο οποίο θα υποπέσει, με το splatter video που θα μεταδοθεί μέσω των social media, ως επίσημο διαφημιστικό spot τού ‘Τετραγώνου’: στη συνέντευξη τύπου, όπου θα βρεθεί αναγκαστικά αντιμέτωπος με μία πλειάδα εξοργισμένων κι έτοιμων να τον ‘στήσουν στον τοίχο’ δημοσιογράφους, ο Κρίστιαν θα αποδεχθεί μεν, με ήπιους τόνους, την ευθύνη που του αναλογεί, ωστόσο, θα προσπαθήσει και να της αφαιρέσει βαρύτητα. Το επιχείρημά του, ότι ήταν απών από την καθοριστική συνάντηση της ομάδας με τους υπεύθυνους της διαφημιστικής εταιρίας φυσικά δεν πείθει κανέναν, αφενός διότι αυτός ήταν ο υπεύθυνος της ομάδας κι επομένως όφειλε να παρευρίσκεται, ειδικά στη συνάντηση κατά την οποία επρόκειτο να ληφθεί η τελική απόφαση κι αφετέρου, διότι ο ίδιος είχε αμελήσει το τελευταίο διάστημα τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, αφιερώνοντας δυσανάλογα περισσότερο χρόνο στις προσωπικές του υποθέσεις.

Η αναγκαστική του ‘παραίτηση’ από το πόστο του είναι πια αμετάκλητο γεγονός, όμως ο Κρίστιαν ακόμη και την ύστατη στιγμή θα επιχειρήσει να περισώσει ότι απομένει από την απρόσμενα κατεστραμμένη καριέρα του και κυρίως την πληγωμένη υπόληψη και τον εγωισμό του. Και θα το κάνει ‘υποβιβάζοντας’ μεν προσποιητά τον εαυτό του δημοσίως, αποδεχόμενος αρχικά τις ευθύνες που τον βαρύνουν, μόνον όμως ως εφαλτήριο, προκειμένου να υπερασπιστεί το πανταχόθεν βαλλόμενο Εγώ του, για να το εξυψώσει πάνω από αυτό που τελικά του αναλογεί. Θα εμφανισθεί ως ταπεινόφρων, μόνο και μόνο για να κατευνάσει τα πνεύματα των επικριτών του, να τους φορτίσει συναισθηματικά υπέρ του και να βρεθεί και πάλι σύντομα σε θέση να μπορεί να διεκδικήσει αυτά που, λόγω κακών χειρισμών και ατυχών περιστάσεων, έχει προς το παρόν απωλέσει: “Η ταπεινότητα συχνά δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία προσποιητή υποταγή προς τους άλλους, την οποία χρησιμοποιεί κανείς, προκειμένου αυτός να καθυποτάξει τους άλλους˙ είναι ένα κόλπο, με το οποίο η υπερηφάνεια υποβιβάζει τον εαυτό της, μόνο και μόνο για να τον εξυψώσει αργότερα, και, παρότι [η υπερηφάνεια] εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, ποτέ δεν είναι τόσο καλά μασκαρεμένη, ούτε τόσο ικανή να εξαπατήσει, όσο όταν ενδύεται το μανδύα τής ταπεινότητας,” μας θυμίζει ο Ροσφουκώ.[xii]

 

Ο ηθικοδιδάσκαλος χιμπαντζής

Ξανά και ξανά, ο Κρίστιαν αποκαλύπτεται ως ηθικά ανεπαρκής, σε ευθεία αντιδιαστολή με τις διακηρύξεις του και την εικόνα που ο ίδιος έχει δομήσει διαχρονικά για τον εαυτό του. Και ολόκληρο το Square μας παρουσιάζεται τελικά ως μία πολυεπίπεδη και βαθυστόχαστη σπουδή πάνω στο κατά πόσο ο σύγχρονος άνθρωπος είναι πράγματι ‘ηθικός,’ – όπως ο ίδιος διατείνεται, – ή βαθιά ανήθικος κι επομένως, κατά πόσο έχει τελικά μετατοπισθεί έστω και στο ελάχιστο από την πρωτόγονη κατάστασή του – όπως διακηρύσσει ο σύγχρονος Δυτικός Πολιτισμός μας – ή όχι.

Ο Östlund και σ’ αυτήν την ταινία του θέτει τα πραγματικά μεγάλα ερωτήματα γύρω από την αληθινή μας φύση, γύρω από τις ψευδείς εικόνες που τείνουμε να κατασκευάζουμε για τον εαυτό μας, για την υποκρισία την οποία επιστρατεύουμε σε κάθε έκφανση της ζωής μας, προκειμένου να προωθήσουμε το ατομικό μας καλό παντί τρόπω, για τη βαθιά επιθετικότητα κι ανηθικότητά μας απέναντι στον ‘Άλλο,’ για τα άπειρα ρητορικά σχήματα που εφευρίσκουμε, ώστε να πείσουμε εαυτόν και αλλήλους για το αγνό των προθέσεών μας, όταν είναι πασιφανές, ότι το μοναδικό μας κίνητρο για κάθε λόγο και πράξη μας είναι ο εγωισμός μας και μόνο. Και, επ’ ευκαιρία αυτών των θεμελιωδών ερωτημάτων γύρω από την ανθρώπινή μας φύση γενικά, δημιουργεί ταυτόχρονα και μία ακόμη ταινία-καταπέλτη για την υποκρισία της σύγχρονης Σουηδικής κοινωνίας, η οποία έχοντας επενδύσει διαχρονικά στην εικόνα τής πιο ανοικτής, χωρίς προκαταλήψεις και διαχωρισμούς χώρας, που σέβεται τη διαφορετικότητα και προασπίζει την ατομικότητα του κάθε ανθρώπου, – πολίτη της η μη, – τελικά, δεν είναι ικανή συχνά να κατανικήσει τη θεμελιώδη σύγκρουση που υποκρύπτει κάθε προσπάθεια επιβολής επί της ανθρώπινης φύσης ενός συνόλου προμελετημένων ηθικών κανόνων, οι οποίοι επιχειρούν να την αναιρέσουν και να την αρνηθούν. Με μία προσεκτικότερη παρατήρηση, οι μάσκες πέφτουν. Ο χιμπατζής μέσα μας – Σουηδικής καταγωγής ή όχι – μάς ατενίζει χλευαστικά, πανηγυρικά, ως ο αδιαμφισβήτητος νικητής, ακριβώς όπως παρατηρεί τον Κρίστιαν κι ο χιμπατζής στο δωμάτιο της Αν.

Ο Κρίστιαν, ένας τυπικός σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος υψηλής μόρφωσης, με ένα μεγάλο βαθμό εξοικείωσης με τα αξιοθαύμαστα τεχνολογικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού μας, ο οικονομικά ευκατάστατος τεχνοκράτης, ο ειδήμων περί των ζητημάτων της τέχνης και της κουλτούρας, ο οποίος είναι ταυτόχρονα και κοινωνός και διαπρύσιος κήρυκας όλων των κοινωνικών ευαισθησιών που χαρακτηρίζουν τη Σουηδική κοινωνία στην οποία ανήκει, δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ένας ακόμη βαθιά ανήθικος, υποκριτής, εγωιστής και αλαζόνας άνθρωπος, που δεν διστάζει να εκμεταλλευτεί τους συνανθρώπους του, προκειμένου να προωθήσει το ατομικό του συμφέρον και μόνον. Μέσω της ιδέας τού ‘Τετραγώνου’ προβάλλει εαυτόν δημοσίως ως έναν άνθρωπο που διαπνέεται από αισθήματα αλληλεγγύης, εμπιστοσύνης κι αγάπης προς τον πλησίον, ενώ τα πραγματικά του κίνητρα είναι μόνον η επαγγελματική του ανέλιξη κι η ανάδειξη του εαυτού του ως ‘ηθικού’ κι αλτρουιστή ανθρώπου. Το σύνθημα που επιλέγει για το ‘Τετράγωνό’ του είναι ‘μία νησίδα εμπιστοσύνης και στοργής για τον άλλο,’ όμως ο ίδιος καθόλου δεν εμφορείται από τέτοιου είδους αξίες, όπως αποδεικνύει η σκληρή συμπεριφορά του απέναντι στην Αν, η επιπόλαιη επιλογή του να διανείμει τα απειλητικά σημειώματα στην πολυκατοικία των μεταναστών κι η άδικη και βίαιη συμπεριφορά του απέναντι στο μικρό μετανάστη. Επιβεβαιώνει έτσι τη διαπίστωση του Ροσφουκώ, ότι “Είναι ευκολότερο να διδάσκεις την αρετή, παρά να την εφαρμόζεις.”[xiii] Και το Σόπενχαουερ που έχει φροντίσει να μας προειδοποιήσει, ότι η υποτιθέμενη ‘Ηθική’ τού ‘πολιτισμένου’ ανθρώπου, δεν μπορεί ποτέ να δημιουργήσει πραγματικά ενάρετους ανθρώπους, διότι επιχειρεί να προσεγγίσει το πολύ πραγματικό βασίλειο της αρετής μέσω αφηρημένων εννοιών, φτηνών ηθικοπλαστικών διδαχών και νουθεσιών, ενώ στην πραγματικότητα, “… για τη βαθύτερη ουσία της αρετής καθαυτήν, η έννοια είναι κάτι στείρο, …” και γι’ αυτόν το λόγο “… κανένας δεν μπορεί με διαλέξεις ηθικής ή με κηρύγματα να φτιάξει έναν ενάρετο άνθρωπο, ακριβώς όπως δεν μπόρεσαν ως τώρα οι αισθητικοί φιλόσοφοι, με πρώτον τον Αριστοτέλη, να φτιάξουν έστω έναν ποιητή.”[xiv]

Τα σλόγκαν, οι εξεζητημένες ‘κοινωνικές δράσεις’, οι περισπούδαστες και ευφραδείς διαλέξεις, τα μεγάλα λόγια περί αλληλεγγύης, από μόνα τους, δεν καθιστούν βεβαίως τον Κρίστιαν έναν ηθικό ή ενάρετο άνθρωπο. Τουναντίον, πίσω από το στόμφο τής ενάρετης ‘περσόνας’ που αυτός έχει δημιουργήσει για τον εαυτό του, πυορροεί ακατάσχετα ακριβώς αυτός ο τελευταίος: ο εαυτός του. Διότι, σε τελική ανάλυση, “Σε όποιο απώτερο κίνητρο κι αν αποδίδει κανείς μία πράξη του, πάντοτε προκύπτει ότι τελικά το πραγματικό ελατήριό της είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το ατομικό καλό τού πράττοντος και ότι επομένως η πράξη είναι εγωιστική και κατά συνέπεια χωρίς ηθική αξία,” θα μας προσγειώσει και πάλι ο Σόπενχαουερ.[xv] Είναι από τη ‘φιληδονία’ του – κατά Μπλεζ Πασκάλ – που ορμάται στην πραγματικότητα ο Κρίστιαν, όπως κι από τη ‘φιληδονία’ όλων μας έχουν προκύψει οι ‘ηθικοί’ και άλλοι κανόνες που έχουμε εφεύρει και θεσμοθετήσει. Αυτήν και μόνον είχαν και έχουν ως στόχο να ικανοποιήσουν: “Όλοι οι άνθρωποι εκ φύσεως αλληλομισιούνται. Επιστράτευσαν κατά το δυνατόν τη φιληδονία για να εξυπηρετήσουν το δημόσιο καλό· αλλά πρόκειται για προσποίηση και για ψευδή εικόνα της αγάπης· κατά βάθος δεν είναι παρά μίσος.”[xvi]  Μπορούμε αντί του όρου ‘φιληδονία’ τού Πασκάλ να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ‘φιλοψυχία’ του Μίκελστετερ και να οδηγηθούμε στο ίδιο αποτέλεσμα: “… ἡ φιλοψυχία την κοινωνίαν συνέστησεν,” γράφει ο τελευταίος.[xvii] Κι εξηγεί, ότι εάν έχουμε επιλέξει να οργανωθούμε στα μορφώματα που ονομάζουμε ‘κοινωνίες’, αυτό οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αγάπη μας για τον εαυτό μας, για τη ζωή μας και όχι στο ενδιαφέρον μας για τις ζωές των άλλων: “… η προσκόλληση στη ζωή έχει γεννήσει την κοινωνία.”[xviii] Το άθροισμα, ωστόσο, πολλών επιμέρους εγωκεντρικών οντοτήτων, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε ένα όλον, το οποίο θα κυβερνάται επίσης από τις αρχές του εγωισμού, της φιλαυτίας, του ανταγωνισμού και του μίσους τού ενός προς τους άλλους. Θα οδηγήσει νομοτελειακά σε ‘κοινωνίες κακών,’ και πάλι σύμφωνα με τον όρο τού Μίκελστετερ.[xix]  Όπως ακριβώς το παρατηρούμε δηλαδή να συμβαίνει στην πράξη και στις σημερινές δικές μας δυτικές κοινωνίες. Ανεξάρτητα από τις όποιες λεκτικές διακηρύξεις, τις ευγενείς προθέσεις ή τα δεδηλωμένα υψηλά φρονήματά μας, η αρετή κι η καλοσύνη παραμένουν, μετά από πολλές χιλιάδες χρόνια βαρετής επανάληψής μας, τα ζητούμενα, παρουσιάζοντας μία εξοργιστική αντοχή στις όποιες προσπάθειές μας να τις κατακτήσουμε με κίβδηλα μέσα, ώστε εν συνεχεία να τις εμπορευτούμε κι αυτές, με σκοπό, όπως πάντα, την ανάδειξη κι ενίσχυση του Εγώ μας. Μετά από μία ατελείωτη πορεία μας από τον υποτιθέμενο ‘άγριο’ πρωτόγονο άνθρωπο, στο σύγχρονο ‘πολιτισμένο,’ “H κοινωνία, αυτό που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘ο κόσμος,’ δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν πόλεμο χιλιάδων μικροπρεπών, αντιτιθέμενων συμφερόντων,” σημειώνει ο Νικολά Σαμφόρ.[xx]

 

Τα γέλια δεν πρόκειται να βοηθήσουν. Ας αντικρίσουμε το χιμπατζή κατάματα!

Αν και τελικά ανεπαρκής ως προς τα ευγενή του συναισθήματα, ο Κρίστιαν βρίθει  προσποίησης, ρητορικών τεχνασμάτων και ψεύδους. Οι συνεντεύξεις που παραχωρεί, οι λόγοι που εκφωνεί, το video-μήνυμα που ετοιμάζει για το μικρό αγόρι, είναι όλα τους ρητορικά σχήματα, έμπλεα κενολόγων σοφιστειών, υποκρισίας και ψεμάτων. Από την ασφάλεια της κοινωνικής και οικονομικής του θέσης θεωρεί πως νομιμοποιείται να παρουσιάζει τον εαυτό του ως έναν ηθικό και κοινωνικά ευαίσθητο άνθρωπο, ενώ στην πραγματικότητα είναι μάλλον αναίσθητος και απαθής απέναντι στους υπόλοιπους. Ο Ντε Λα Μπρυγιέρ το έχει επισημάνει σωστά για την περίπτωσή του: “Η υγεία και ο πλούτος αποτρέπουν τους ανθρώπους από το να βιώνουν ατυχίες κι έτσι, τους κάνουν αναίσθητους απέναντι στον πόνο των συνανθρώπων τους.”[xxi]

Υπ’ αυτήν την έννοια, ο Κρίστιαν δεν διαφοροποιείται τελικά σε τίποτε από τον πρωτόγονο άνθρωπο του Νεάντερνταλ, παρότι οποιαδήποτε τέτοια σύγκριση θα τον εξόργιζε ή θα του προκαλούσε ειρωνικά γέλια.

Οι ευκατάστατοι χορηγοί τού ‘Τετραγώνου’ βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο επίσημο δείπνο που τους παραχωρεί το Μουσείο. Η αίθουσα είναι υπερπολυτελής κι η ενδυμασία των συνδαιτυμόνων δεν αφήνει αμφιβολίες για την κοινωνική τάξη από την οποία προέρχονται. Μία performance πρόκειται να διαδραματιστεί σε λίγο στην αίθουσα, ως καλλιτεχνική προσφορά εκ μέρους του Μουσείου προς τους εκλεκτούς καλεσμένους του. Ο performer εμφανίζεται. Γελάκια αρχίζουν να ‘σκάνε’ μεταξύ των καλεσμένων˙ το ίδιο και στην αίθουσα προβολής τής ταινίας (εδώ λίγο πιο έντονα): ο performer είναι ντυμένος ως πρωτόγονος άνθρωπος. Είναι γυμνόστηθος, μυώδης, με έντονα προβεβλημένα ζυγωματικά. Οπτικά, ανταποκρίνεται από κάθε άποψη στο στερεότυπο που έχουμε στο μυαλό μας για τη σωματική διάπλαση του πρωτόγονου ανθρώπου. Κινούμενος με φυσικότητα και βγάζοντας άναρθρες κραυγές, πλησιάζει τους συνδαιτυμόνες. Αρχίζει να τους περιεργάζεται. Τα γελάκια εντείνονται μεταξύ των καλεσμένων. Είναι όλοι τους διψασμένοι για διασκέδαση, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο σε αντίστοιχες τελετές. Ο πρωτόγονος μετακινείται από καλεσμένο σε καλεσμένο και με την αθωότητα άγριου ζώου, εντυπωσιάζεται από τις πιο απίθανες λεπτομέρειες των σωματικών χαρακτηριστικών και της ενδυμασίας τους.

Σταδιακά, ωστόσο, οι κινήσεις κι οι κραυγές του γίνονται πιο έντονες. Αρχίζει να εκδηλώνει επιθετικότητα απέναντι στους συνδαιτυμόνες. Φαίνεται να τον ερεθίζει η τόσο μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων μέσα σε μία αίθουσα, τα πολλά και έντονα οπτικά ερεθίσματα που τον κατακλύζουν, ίσως και η όλη ‘πολιτισμένη’ επιτήδευση που αντικρύζει σε τόσο μεγάλες δόσεις μπρος στα μάτια του. Όσο αγριεύει η διάθεσή του, όσο οι κινήσεις κι οι κραυγές του γίνονται πιο απειλητικές, τα γελάκια μεταξύ των καλεσμένων αρχίζουν να ‘παγώνουν,’ μέχρι που μετατρέπονται σε χαμόγελα αμηχανίας (ίσως και φόβου). Αντίστοιχα αντιδρά και το κοινό στην αίθουσα προβολής. Επικρατεί ένταση κι αμηχανία.

Μέχρι που, κάποια στιγμή, η προσοχή τού πρωτόγονου πέφτει σε μία εντυπωσιακή κοκκινομάλλα συνδαιτυμόνα. Την πλησιάζει, την περιεργάζεται αναγνωριστικά, σταδιακά αρχίζει να χαϊδεύει τα διάφορα μέρη του σώματός της. Ώσπου αίφνης, αγριεύει. Την αρπάζει βίαια, τη ρίχνει στο πάτωμα, τη σέρνει, την ακινητοποιεί κι αρχίζει να της σκίζει τα ρούχα, με προφανείς προθέσεις απέναντί της. Τα γέλια έχουν κοπεί απότομα στην ομήγυρη. Μετά από κάποιες στιγμές δισταγμού (και τρόμου;) από κοινού, σαν μία καλά οργανωμένη αγέλη, όλοι οι συνδαιτυμόνες σηκώνονται, τρέχουν προς το μέρος της γυναίκας και, με μία βιαιότητα που ξεπερνά κατά πολύ την αντίστοιχη τού πρωτόγονου, αρχίζουν να τον χτυπούν ανελέητα για να την απελευθερώσουν.

Η σκηνή τελειώνει. Από τη στιγμή αυτή και μετά, ο Östlund έχει κόψει βίαια κάθε επιφανειακό γέλιο, τόσο επί της οθόνης, όσο και εντός της αίθουσας προβολής. Τελικά, ίσως δεν επρόκειτο για μία ακόμη κωμωδία – όπως πιθανόν την προέβαλαν οι συνήθεις ύποπτοι, τα εμπορικά κανάλια διανομής, για τους γνωστούς ευνόητους λόγους, – αλλά για μία απολύτως σοβαρή ταινία, η οποία πραγματεύεται εξίσου σοβαρά ζητήματα κι η οποία δεν είχε ως αποκλειστικό σκοπό της την τέρψη ενός διψασμένου για εύκολη διασκέδαση κοινού.

Ο Östlund μας έχει δώσει ένα κινηματογραφικό αριστούργημα, με το οποίο μας έχει μιλήσει για τον εαυτό μας, σε τέτοιο βάθος, που κανείς μας δεν έχει τολμήσει να φτάσει για δικό του λογαριασμό. Μας έχει εξηγήσει, ότι το να διακηρύττει κανείς απλά πως είναι αλτρουιστής, κοινωνικά ευαίσθητος κι ενάρετος, δεν είναι αρκετό, ώστε να κατακτήσει πραγματικά την περιπόθητη αρετή. Έχει αποδομήσει με ανατομικό τρόπο το μηχανισμό των εικόνων που δημιουργούμε ακατάπαυστα για τον εαυτό μας, με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυσή του και την αποκόμιση πολλαπλών ατομικών μας κερδών, από μία κοινωνία βασισμένη ακριβώς στις αρχές τής ‘φιληδονίας’ (κατά Πασκάλ) ή ‘φιλοψυχίας’ κατά Μίκελστετερ. Μας έχει αποκαλύψει την κτηνώδη, φίλαυτη, βίαιη όψη αυτού του ανθρώπινου εαυτού μας και σε πόσο ευθεία αντίθεση έρχεται με τις διακηρύξεις μας και την ‘περσόνα’ του ενάρετου ανθρώπου που προβάλλουμε κοινωνικά, με σκοπό πάντα το ίδιο συμφέρον. Μας έχει εξομοιώσει με χιμπατζήδες και μας το έχει αποδείξει πως πράγματι είμαστε, όχι θεωρητικά, αλλά εμπράκτως, επί κι εκτός της οθόνης, στην ίδια την αίθουσα της προβολής: μας προσέφερε προς στιγμήν το κωμικό περιτύλιγμα το οποίο τόσο διακαώς επιθυμούμε σε κάθε περίσταση, ως μέσο για την έστω προσωρινή λήθη τού βαρετού εαυτού μας, για να μας το αρπάξει εξίσου απότομα μέσα από τα χέρια, όταν μας έδειξε ανάγλυφη την εσώτερη κτηνώδη κι απεχθή μας φύση. Το πορτοφόλι που άφησε ο Östlund με όλα τα χρήματα και τις κάρτες του στην αίθουσα της Ν. Υόρκης όπου προβλήθηκε η ταινία, ‘έκανε φτερά,’ αποδεικνύοντας έτσι, ότι το Square δεν είναι μία ακόμη διασκεδαστική ταινία κι ότι πολλοί από εμάς δεν ‘περνάμε το τεστ’ τού ‘Τετραγώνου,’ στην πράξη κι όχι θεωρητικά.

Έθεσε επίσης τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων και ως προς το κατά πόσο η Σουηδία αποτελεί πράγματι μία χώρα τής ανεκτικότητας, της δέσμευσης στην ισότητα και το σεβασμό των δικαιωμάτων όλων ανεξαιρέτως των ατόμων, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της εμπιστοσύνης τού ενός προς τον άλλον, ζητήματα ιδιαίτερα ευαίσθητα για τη Σουηδική κοινωνία όπως γνωρίζουμε. Κι ως γνωστός κινηματογραφικός provocateur, άφησε σοβαρές υπόνοιες, ότι ίσως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ισχύει στην πραγματικότητα κι ότι ενδεχομένως, ολόκληρη η Σουηδική ρητορική περί ανθρωπισμού κι αλληλεγγύης δεν αντανακλάται και σε επίπεδο πραγματικής ζωής και πράξης.

Σηκώνεσαι να φύγεις από την αίθουσα. Η διπλανή σου – στην οποία δεν άντεξες να μην υποδείξεις επανειλημμένα, ότι η συγκεκριμένη ταινία δεν είναι μία κωμωδία κι ότι επομένως, τα ακατάπαυστα ηχηρά γέλια της υπήρξαν τουλάχιστον άκαιρα κι άτοπα – σε κοιτά απαξιωτικά, με ένα εμφανές ειρωνικό μειδίαμα ζωγραφισμένο στο, φανερά απογοητευμένο γιατί της χάλασαν τη διασκέδαση, πρόσωπό της, ως κάποιον που δεν κατάλαβε καν τι είδους ταινία μόλις παρακολούθησε. Εύχεσαι να έχει δίκιο κι αποχωρείς από την αίθουσα.

 

 

Ελευθέριος Μακεδόνας – Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

– Γεννημένος στο Τορόντο Καναδά.

– Εργασία: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας – Πιστοδοτήσεις Επιχειρήσεων (από το 2001).

– Σπουδές: Διδακτορικό Δίπλωμα στα Οικονομικά (Παν/μιο Μακεδονίας), Μεταπτυχιακό Δίπλωμα (MBA) στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Οργάνωσης-Διοίκησης Επιχειρήσεων (Παν/μιο Μακεδονίας), Πτυχίο Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού (ΕΑΠ).

– Δημοσιεύσεις στον τομέα των Οικονομικών και των Ισπανόφωνων Σπουδών, σε ακαδημαϊκά περιοδικά του εξωτερικού (ενδεικτικά: Trent University Nottingham, University of Sydney, Delaware University)

– Δημοσιεύσεις σε ελληνικά περιοδικά (Athens Review of Books, ο Αναγνώστης).

 

____________________

[i] Άρθουρ Σόπενχαουερ, Στοχασμοί, στιγμή, Αθήνα 1993, σ. 30.

[ii] Τζάκομο Λεοπάρντι, Σκέψεις, Opera, Αθήνα 1993, σ. 31.

[iii] Ό.π., σ. 85.

[iv] Ό.π., σ. 86.

[v] François de La Rochefoucauld, Maxims, Branden Books, Wellesley MA 2003, p. 41.

[vi] Σόπενχαουερ, ό.π., σ. 35.

[vii] Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σ. 76.

[viii] Rochefoucauld, ό.π., σ. 22.

[ix] Ό.π., σ. 54.

[x] Sigmund Freud, Civilization and its Discontents, W. W. Norton & Company Inc., New York 1962, pp. 70-71. Διαθέσιμο στο:

http://www.yorku.ca/dcarveth/freud_civilization_and_its_discontents%5B1%5D.pdf

[xi] Rochefoucauld, ό.π., σ. 88.

[xii] Ό.π., σσ. 53-54.

[xiii] Ό.π., σ. 34.

[xiv] Σόπενχαουερ, ό.π., σ. 44.

[xv] Ό.π., σ. 46.

[xvi] Πασκάλ, ό.π., σ. 65.

[xvii] Carlo Michelstaedter, Persuasion and Rhetoric, Yale University Press, New Haven & London 2004, σ. 141.

[xviii] Ό.π.

[xix] Carlo Michelstaedter, La Melodía del Joven Divino [Η Μελωδία του Θεϊκού Νέου], Editorial Sexto Piso, Coyoacan (México) & Madrid 2011, σ. 45-46.

[xx] Nicolas de Chamfort, The Cynic’s Breviary, Elkin Mathews, London 1902, p. 36. Διαθέσιμο στο: https://archive.org/details/cynicsbreviaryma00chamiala

[xxi] Jean de la Bruyère, The Characters, John C. Nimmo, London, 1885, σ. 300. Διαθέσιμο στο: https://ia802605.us.archive.org/30/items/charactersofjean00labriala/charactersofjean00labriala.pdf

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top