Fractal

CINEπιλογές: “Ο άγνωστος κόσμος” / “The new world” (2005) του Terrence Malick

Γράφει ο Γιώργος Ξανθάκης // *

 

 

 

“Ο άγνωστος κόσμος” / “The new world” (2005) του Terrence Malick

· Σενάριο:Terrence Malick

· Φωτ:Emmanuel Lubezki

· Μουσ: James Horner

· Ερμ: Colin Farrell, Christopher Plummer, August Schellenberg, Q’orianka Kilcher, Christian Bale, David Thewlis

· Διάρκεια: 150 λεπτά

 

Η αφήγηση ανοίγει στην αυγή του 17ου αιώνα, λίγο πριν από τον αποικισμό της Βόρειας Αμερικής – όταν ο πληθυσμός αποτελούταν από μια σειρά γηγενών φυλών Ινδιάνων. Τον Απρίλιο του 1607, τρία πλοία πλησιάζουν την άγνωστη ήπειρο, με 103 ναυτικούς. Οι εξερευνητές φέρουν έναν βασιλικό χάρτη για να συστήσουν μια νέα κοινωνία. Ο 27χρονος καπετάνιος John Smith (Colin Farrell) βρίσκεται αλυσοδεμένος και καταδικασμένος σε απαγχονισμό ως πρωταίτιος σε ανταρσία. Ωστόσο, ο επικεφαλής της αποστολής, Christopher Newport (Christopher Plummer) αναγνωρίζοντας τις ικανότητες του Smith στην εξερεύνηση, του δίνει χάρη. Μετά την αποβίβαση, ο Smith ζητά βοήθεια από τοπικές φυλές ιθαγενών, αλλά αρχικά συλλαμβάνεται και στη συνέχεια ερωτεύεται την έφηβη πριγκίπισσα Pocahontas (Q’orianka Kilcher), κόρη του παντοδύναμου Αρχηγού Powhatan (August Schellenberg). Φυσικά αυτό δεν αρέσει στον Powhatan και την υπόλοιπη φυλή που όμως αφήνει ελεύθερο τον Smith με την προοπτική ότι οι Άγγλοι θα φύγουν την επόμενη άνοιξη. Όταν αυτό δεν συμβαίνει εξοργισμένος εξορίζει την Pocahontas που μεταφέρεται στο Τζειμστάουν. Ο Smith δέχεται μια πρόσκληση από τον βασιλιά και φεύγει για την Αγγλία. Πιστεύοντας ότι είναι νεκρός, η Pocahontas παντρεύεται, με την ευλογία του πατέρα της, τον ιδιοκτήτη μιας φυτείας John Rolfe (Christian Bale),ένα καλό και ευγενικό άντρα. Τον ακολουθεί στην Αγγλία, όπου γίνονται δεκτοί από τον βασιλιά, ως σύμβολα του εκπολιτισμού και εκχριστιανισμού των ιθαγενών. Ωστόσο τι θα κάνει η Pocahontas όταν μάθει ότι ο Smith ζει;

 

 

Στη 4η ταινία του ο Terrence Malick «μυθοποιεί» μια πραγματική ιστορία φέρνοντας σε πρώτο πλάνο το ρομάντζο ανάμεσα σε έναν άποικο και την κόρη του αρχηγού των Ινδιάνων. Στο φόντο βλέπουμε τη δίψα των αποίκων για χρυσάφι, την ανακάλυψη του καπνού, την εξόντωση ή τη βίαιη απώθηση των Ινδιάνων στο εσωτερικό της χώρας, μέχρι και την ανθρωποφαγία, ανάμεσα στους πεινασμένους αποίκους.

Ο Malick χρησιμοποιεί συστηματικά τη τεχνική του voice over για να προσθέσει «πεζογραφική» διάσταση και διάθεση φιλοσοφικής ενδοσκόπησης. Οι στοχασμοί των βασικών χαρακτήρων ακούγονται με τόνο ιεροτελεστίας πάνω από τη μουσική και τις εικόνες της φύσης. Ο Smith περιγράφει την Pocahontas, ενώ τη βλέπουμε να παίζει ανέμελα στα χωράφια: «Ξεχώριζε από τους άλλους όχι μόνο στην ομορφιά αλλά και στο πνεύμα». Και αργότερα ο Rolfe: «Όταν την είδα για πρώτη φορά, έδειχνε τσακισμένη, χαμένη». Βέβαια η Pocahontas του Malick δεν είναι θύμα, αλλά ένα δυναμικό, ανοιχτόκαρδο κορίτσι που κάνει τολμηρές αλλά ηρωικές επιλογές και που τελικά βρίσκει την ευτυχία και την ειρήνη. Η στάση του πατέρα της απέναντι στους λευκούς δεν είναι άδικη, αλλά η προσέγγιση της Pocahontas ξεπερνά τη δικαιοσύνη και φτάνει σε ένα είδος χάριτος.

 

 

Ο Malick είναι ένας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος που χρησιμοποιεί την σελιλόιντ ως καμβά του. Παράγει κινηματογράφο με τρόπο που κανένας άλλος δεν το έκανε στο παρελθόν. Η αφήγηση του είναι χαλαρή, δίνει χρόνο για πειραματισμούς με συνδυασμούς εικόνων, ήχου και φωνής, έως ότου μεταβιβαστούν αδιάκοπες συνδέσεις και νοήματα στον θεατή. Με ελλειπτικές και ασυνήθιστες λήψεις σφυρηλατεί στιγμές συγκλονιστικής συναισθηματικής ρώμης. Ο θεατής παρασύρεται σε μια οπτική έκσταση και σε τακτά χρονικά διαστήματα έρχεται μια σειρά μαγευτικών εικόνων να τον κατακλύσουν. Υπάρχει μια τέτοια τρυφερή σκηνή όπου η Pocahontas και ο Smith διδάσκουν ο ένας στον άλλο απλές λέξεις στις δικές τους γλώσσες, λέξεις για τον ουρανό, τα μάτια, τα χείλη.

Μνημειώδης είναι η εισαγωγική σεκάνς της ταινίας. Με υπόκρουση το πρελούδιο από τον «Χρυσό του Ρήνου» του Wagner, ο Malick συνθέτει καθηλωτικά κάδρα αναμειγνύοντας τους αποίκους στα πλοία και τους Ινδιάνους που σαν μπαλέτο κινούνται μέσα από το δάσος, ανήσυχοι και περίεργοι. Η αμερικανική ιστορία πρόκειται να ξεκινήσει. Η άφιξη των Άγγλων απεικονίζεται με ασύγκριτο μεγαλείο ανάλογο της ανυπολόγιστης ιστορικής σημασίας, αλλά και τραγωδίας – για τους ιθαγενείς που στέκονται εκεί με πλήρη αθωότητα. Αυτή είναι η αρχή των πάντων αλλά και το τέλος των πάντων.

Η δύναμη των εικόνων, των ήχων, των ερμηνειών είναι υψηλής στάθμης. Η κινηματογράφηση του Emmanuel Lubezki χρησιμοποιεί τις ζωγραφικές εικόνες και τα αποσπάσματα της φύσης που συνηθίζει ο Malick, αλλά καλύτερα ενσωματωμένα στη θεματική δομή της ταινίας. Απόλυτα πειστικοί οι Farrell και Bale ,αλλά πραγματική αποκάλυψη η νεαρή Kilcher που καταφέρνει να μεταδώσει, μέσα στο ίδιο πλάνο, όλα τα συναισθήματα της τραγικής ηρωίδας. Εξαιρετική και η μουσική James Horner.

 

 

Ο «άγνωστος κόσμος», σε πρώτη ανάγνωση, είναι ένα ρομαντικό και ιστορικό δράμα. Όμως ο Malick είναι ένας οραματιστής του κινηματογράφου. Υπερβαίνει τις συμβάσεις των ειδών για να μένει πιστός στην πανθεϊστική φιλοσοφία του. Η παρθένα γη, είναι «ο κήπος του Θεού». Οι Ινδιάνοι είναι τα αθώα παιδιά του. Οι Άγγλοι άποικοι είναι οι βεβηλωτές. Και η γλυκύτατη μικρή Ινδιάνα, με τις μικρές δυνάμεις της, είναι μια γέφυρα μεταξύ δύο λαών, δύο πολιτισμών, δυο κοσμοθεωριών.

Στον λυρικό επίλογο η κάμερα εκτοπίζει από το κάδρο τον άνθρωπο. Αιχμαλωτίζει την ατέρμονη ροή του νερού ανάμεσα στα βράχια και έπειτα κοιτάζει ψηλά, τον αιώνιο ουρανό, τα ψηλά δέντρα με τα πουλιά, το άσβεστο φως. Η μεγαλειώδης φύση στέκεται μάρτυρας της ανθρώπινης απληστίας και βαρβαρότητας.

 

TERRENCE MALICK (1943- )

Ο Αμερικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Terrence Malick είναι μια από τις πιο αινιγματικές προσωπικότητες του κινηματογράφου. Ασύγκριτος οπτικός στιλίστας, εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της χρυσής εποχής της δεκαετίας του 1970 στην αμερικανική παραγωγή ταινιών, φέρνοντας στην οθόνη μια ονειρική, ποιητική και αιθέρια ομορφιά που συνδυάζεται με ελλειπτική, συχνά γριφώδη αφήγηση. Οι ταινίες του φωτίζουν τα θέματα του έρωτα, της ζωής κυριαρχία στα εκφραστικά μέσα, με ανεξίτηλες εικόνες που διακρίνονται για την οικονομία και την ακρίβεια τους. Ο Malick αποπειράται να συνδυάσει το πειστικό δράμα με τη φιλοσοφική έρευνα επηρεασμένη από τους Heidegger και Wittgenstein. Ο τολμηρός συνδυασμός αυτών των διαφορετικών παρορμήσεων και κινήτρων άλλοτε δίνει συναρπαστικά αποτελέσματα κι άλλοτε μένει μετέωρος.

Ο Malick έχει κάνει λαμπρές σπουδές: Φιλοσοφία στο Χάρβαντ και Κινηματογράφο στο Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Εργάστηκε ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος και δίδαξε για λίγο φιλοσοφία. Από ενδιαφέρον για τη φαινομενολογία, μετέφρασε την «Ουσία των λόγων» του Γερμανού φιλοσόφου Martin Heidegger το 1969.

Το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, «Badlands» (1973), είχε ως πρωταγωνιστή έναν εξεγερμένο νεαρό( Martin Sheen) που πείθει μια αφελή έφηβη (Sissy Spacek) να φύγει μαζί του, καθώς αυτός ξεκινά μια σειρά εν ψυχρώ φόνων. Η ταινία ,εμπνευσμένη από πραγματικά περιστατικά, υμνήθηκε για τη μαγευτική της κινηματογράφηση, τον ήσυχα στοιχειωτικό τόνο, και τον εξέχοντα ρόλο του voice-over που θα γινόταν σήμα κατατεθέν στο έργου του Malick. Η δεύτερη ταινία του, «Days of Heaven» (1978), αναφέρεται στους εποχιακούς εργάτες στο Τέξας των αρχών του 20ου αιώνα. Είναι ένα οπτικά μαγευτικό αγροτικό δράμα που κέρδισε εξαιρετικές κριτικές και το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών.

Στη συνέχεια ο Malick “χάθηκε” δηλώνοντας ότι δεν θα ξανασκηνοθετήσει. Παρόλα αυτά δούλευε στη σκιά, μεταξύ ΗΠΑ και Παρισιού. Ωστόσο το κοινό θα έπρεπε να περιμένει 20 χρόνια για την επόμενη ταινία του, «The Thin Red Line» (1998), χαλαρά βασισμένη στο μυθιστόρημα του James Jones, που αναφέρεται στη μάχη του Guadalcanal στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο . Το φιλμ είναι συγκλονιστικό: αντιπολεμικό έπος και υπαρξιακός διαλογισμός, που εστιάζει στην καταστροφική επίδραση του πολέμου τόσο στη Φύση όσο και στους στρατιώτες που σπρώχνονται στη σφαγή. Αν και ασύγκριτα ουσιαστικότερη, η ταινία του Malick επισκιάστηκε από τη μονότονη «αντίπαλη» ταινία του Spielberg «Saving Private Ryan».

Θα περάσουν 7 χρόνια για να δούμε στις οθόνες το αριστουργηματικό «The New World» (2005). Η ταινία, γνωστή για την ιστορική της ακρίβεια, απεικονίζει την ίδρυση του οικισμού Jamestown και εξερευνά τα άθικτα εδάφη της Βόρειας Αμερικής όπου ο αυτόχθονος πληθυσμός ζούσε σε αρμονία με τη Φύση μέχρι να φτάσουν οι Άγγλοι αποικιστές. Κατά παράδοξο τρόπο, στην πρώτη προβολή της η κριτικές ήταν χλιαρές, αλλά με τη πάροδο των ετών πολλοί τη θεωρούν την πιο ολοκληρωμένη και συναισθηματικά ισχυρή ταινία του.

Αν και χρειάστηκαν περισσότερα από 32 χρόνια για να πραγματοποιήσει τις τέσσερις πρώτες ταινίες του, η δεκαετία του 2010 αποδείχθηκε υπερ-παραγωγική για τον Malick. Τα φιλμ «Τhe Τree of life» (2011), «To wonder» (2013), «Knight of Cups» (2015) και «Song to Song» (2017), είναι στην πραγματικότητα ενδιαφέροντα αλλά ημιτελή θραύσματα μνήμης και όχι πλήρεις αφηγήσεις. Συνιστούν μια ενιαία πλατφόρμα κινηματογραφικών διαλογισμών για τους τόπους, τις εμπειρίες και τις επιθυμίες της ζωής. Άλλωστε ο Malick είναι ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που έχει την ικανότητα να κατακτήσει το αιθέριο ύφος και την οπτική ποίηση που ταιριάζει σε ένα τόσο υπερβατικό στόχο. Αν εξαιρέσουμε το βραβευμένο στις Κάννες «Τhe Τree of life», οι άλλες τρεις ταινίες δεν άγγιξαν κριτική και κοινό, αλλά τους αξίζει μια επανεκτίμηση.

Το «The Tree of Life» (2011), είναι ένα ιμπρεσιονιστικό δοκίμιο για τη θέση της ανθρωπότητας στο σύμπαν, που παρουσιάστηκε μέσω της εστίασης σε μια προβληματική οικογένεια στο Τέξας της δεκαετίας του 1950. Το ρομαντικό μελόδραμα «Το the wonder» (2012), η πρώτη ταινία του Malick που διαδραματίζεται σε παρόντα χρόνο, αντηχεί το ελλειπτικό, ατμοσφαιρικό στυλ των προγενέστερου έργου του. Το «Knight of Cups» (2015) εξιστορεί τις σουρεαλιστικές περιπλανήσεις και συναντήσεις ενός επαγγελματία της κινηματογραφικής βιομηχανίας -σε υπαρξιακή κρίση- με μια σειρά κεφαλαίων που πήραν το όνομά τους από τις κάρτες ταρώ. Ακολούθησε το «Song to Song» (2017), μια στροβιλιζόμενη απεικόνιση ενός ερωτικού τριγώνου μεταξύ δυο μουσικών και ενός ισχυρού μουσικού παραγωγού.

Ενδιάμεσα, το 2016, προβλήθηκε σε δυο διαφορετικές εκδοχές, το ντοκιμαντέρ «Voyage of Time», το οποίο απεικονίζει όλη την ιστορία του σύμπαντος, από την δημιουργία ως την καταστροφή του, και έχει περιγραφτεί από τον ίδιο ως “ένα από τα μεγαλύτερά του όνειρα”. Στη συνέχεια ο Malick επέστρεψε στον Β ‘Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκοντας μετά από χρόνια θετική αποδοχή από τους κριτικούς, με το «Ηidden life» (2019), ένα δράμα που βασίζεται στη ζωή του αυστριακού αγρότη Franz Jägerstätter, ενός αντιρρησία συνείδηση που αρνήθηκε να ορκιστεί όρκος πίστης στον Αδόλφο Χίτλερ.

Μεταξύ της συγγραφής και της σκηνοθεσίας των δικών του ταινιών, ο Malick περιστασιακά δούλευε σενάρια για άλλους και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ίδρυσε μια εταιρεία παραγωγής. Ωστόσο, ποτέ δεν ήθελε να επικοινωνεί με τον Τύπο ή με το κοινό, γεγονός που τον κατέστησε ένα αίνιγμα μεταξύ των κορυφαίων σκηνοθετών του Χόλιγουντ.

 

 

 

* Ο Γιώργος Ξανθάκης σπούδασε στη Σχολή Θετικών Επιστημών του ΕΚΠΑ. Αργότερα σπούδασε «Ιστορία Κινηματογράφου – Πρακτικές & ΒΑσικές αρχές Σκηνοθεσίας» επίσης στο ΕΚΠΑ. Διδάσκει Φυσικές Επιστήμες στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αρθρογραφεί για κινηματογράφο σε τοπική εφημερίδα της Σύρου και στο Διαδίκτυο

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top