Fractal

☆ «Θα γίνω η Μήδεια» στο Άβατον

Γράφει η Ελένη Αναγνωστοπούλου // *

 

 

Η αποτύπωση της αρχαίας τραγωδίας στη σκηνή του Άβατον ιδωμένη υπό το πρίσμα του κοινωνικού προβληματισμού. “Θα γίνω η Μήδειακανείς δεν μαρτυρεί για τον μάρτυρα.

 

 

 

Ο μύθος της Μήδειας, της παιδοκτόνου, παρουσιάστηκε στη σκηνή του θεάτρου Άβατον το Μάιο του 2022. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, κι ενώ η τεχνολογική εξέλιξη επέφερε σημαντικές προόδους όσον αφορά το μέλλον της ανθρωπότητας, το μήνυμα εστάλη ουκ ολίγες φορές, εντούτοις δεν έχει ακόμα παραληφθεί. Για να τοποθετήσω το ζήτημα κάπως διαφορετικά, θα έλεγα με ευθύτητα πως η κοινωνία νοσεί καθημερινά. Νοσεί συμπεριφοριστικά κυρίως κι έπειτα νοσεί και πάλι, εξαιτίας στρεβλών πεποιθήσεων και στερεοτύπων που εισάγονται στη ζωή της, ήδη από την πιο τρυφερή ηλικία. Η ομάδα θεάτρου Exitus, αφουγκραζόμενη τα νοήματα που κρύβονται πίσω από τα λόγια και τις πράξεις, “παίρνει” το μύθο, τον μεταπλάθει στηριζόμενη στη σύγχρονη εποχή, έχοντας ως στόχο να ταρακουνήσει, να αφυπνίσει και να φωτίσει τα σκοτάδια που επιμελώς οι άνθρωποι φροντίζουν να αποσιωπήσουν. Τον παρουσιάζει μπροστά στα μάτια μας ως ένα είδος ντοκουμέντου, σαν ένα πείραμα που επιδέχεται παρατηρήσεων, σκέψεων, σχολιασμών και σιωπηλής κριτικής που εκπορεύεται εκ των έσω. Το τελευταίο που αναφέρω, αφορά μια διαδικασία που μου συνέβη ενώ παρακολουθούσα την παράσταση και μου γέννησε ένα σωρό ερωτήματα.

 

Αγάπη # Εγωισμός: Δύο έννοιες που παραμένουν αταύτιστες κι όμως επιμένουν να συμπορεύονται στο όνομα των διαπροσωπικών σχέσεων. 

 

Ο άνθρωπος συνάπτει στη ζωή του σχέσεις όντας από τη φύση του κοινωνικό ον. Ο Αριστοτέλης είχε διατυπώσει πως ο άνθρωπος που δε συνάπτει σχέσεις είναι είτε θηρίο είτε θεός. Ξεκινάμε λοιπόν με δύο έννοιες που δεν συμπίπτουν η μία με την άλλη. Ερώτημα πρώτο: Υπάρχει κανείς να διδάξει τι σημαίνει ανιδιοτελής αγάπη;  Ερώτημα δεύτερο: Υπάρχει κανείς που μπορεί να κατανοήσει τα συναισθήματά του και να τα αποστασιοποιήσει από την εκάστοτε συνθήκη που βιώνει; Αυτά και άλλα πολλά θα μπορούσαν να καταγραφούν εδώ. Όμως αυτό που οφείλει να μας απασχολήσει είναι ο ψυχολογικός πυρήνας του ατόμου. Τι παρακινεί το άτομο να αντιδράσει χωρίς να σκέφτεται; Η παρόρμηση; Η ισχυρή επιθυμία που γίνεται τροχοπέδη εφ’όσον ξεπερνάει το απλό: “Θέλω”, αγγίζοντας τα όρια της υπερβολής; Η παράβλεψη της άρνησης της άλλης πλευράς; Το αίσθημα μεγαλείου και η ανάγκη για ολοκληρωτικό έλεγχο; Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι αναδύεται ο εγωισμός και βρίσκει κανάλι διοχέτευσης διαμέσου των συμπεριφορών που είναι αν μη τι άλλο, μη αποδεκτές. Το ερωτικό πάθος είναι η βάση στην τραγωδία που εξετάζουμε. Η πηγή του κακού, ο εσφαλμένος δρόμος που οδηγεί στην απόκτηση του άνδρα και την πλήρη κυριαρχία έναντι αυτού και των ατόμων που τον περιστοιχίζουν. Η Μήδεια, τυφλωμένη από το ερωτικό πάθος και πληττόμενη από την αδικία που διεξάγεται σε βάρος της, αποφασίζει να καταφύγει σε ακραίες εκδηλώσεις του πληγωμένου εγωισμού της, πιστεύοντας πως θα αποκατασταθεί τοιουτοτρόπως η διασαλευμένη υπόστασή της που έχει δεχτεί ριπές προσβολών από το κατά τα άλλα “ισχυρό φύλο”.  Ο άλλοτε πολυαγαπημένος σύζυγος μετατρέπεται σε άσπονδο εχθρό που φέρεται με ανανδρία.

 

Η ελεύθερη βούληση ως μέσο διερεύνησης. 

 

Η ελεύθερη βούληση λειτουργεί σαν κινητήριος μοχλός που ωθεί το άτομο στο να παίρνει αποφάσεις για να προχωράει στη ζωή του, είτε πρόκειται για καίριες εκτιμήσεις που τον επηρεάζουν εις βάθος είτε πρόκειται για την ικανοποίηση προσωπικών αναγκών και την πραγματοποίηση στόχων. Σε πρώτο πλάνο έρχεται η έννοια της αβεβαιότητας. Κι όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός φυσικά γελάει. Το αναφέρω σχηματικά όμως έχει τεράστια σημασία που με πυροδοτεί να αναφερθώ σ’αυτή τη συνθήκη. Ο εχθρός της Μήδειας είναι πρωταρχικά το ίδιο της το μυαλό, μέσα στο οποίο συντελούνται διεργασίες που ούτε καν τις διανοούμαστε. Η ψυχή της βρίσκεται σε εκτεταμένη αναταραχή και αυτό εύστοχα έχει αποτυπωθεί στο εξώφυλλο του προγράμματος. Το κίτρινο κουβάρι έχει περικυκλώσει τους ανεξερεύνητους λαβυρίνθους του μυαλού της, την αιχμαλωτίζει και εντέλει την κυριεύει. Την τυφλώνει, αποσυντονίζοντας κάθε ψήγμα λογικής που μπορεί να είχε απομείνει. Η γυναίκα βυθίζεται στο άγριο πάθος και πάσχει με τρόπο απροσδόκητο για τους θεατές. Η ελεύθερη βούληση είναι μια επιλογή. Από μια επιλογή, συνεπάγονται συνέπειες που δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον περίγυρο που την πλαισιώνει τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ο πάσχων άνθρωπος δημιουργεί μια νοητή μαύρη τρύπα όπου πέφτουν μέσα κι άλλοι – οι λεγόμενες παράπλευρες απώλειες-. Ο Ιάσονας επιλέγει να στοχεύσει στον τρόπο με τον οποίο θα επιτύχει την κοινωνική ανέλιξη που τόσο ποθεί, συνάπτοντας για αυτό το σκοπό ένα γάμο, συγγενεύοντας με τους άρχοντες της πόλης. Διαπράττει λοιπόν μια μορφή ύβρεως εφ’όσον καταστρατηγεί τις υποσχέσεις που έδωσε στη Μήδεια, φερόμενος αποκλειστικά με αλαζονεία εγωκεντρισμό. Η Μήδεια αποφασίζει να ανταποδώσει τα πυρά, εκδικούμενη, αφαιρώντας τις ζωές των πολύτιμων τέκνων της. Επάνω της κυριαρχεί η υπεροψία. Στη μέση, ο Χορός των γυναικών που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα λες και βρίσκεται σε μια μορφή παραζάλης, ανίκανος να αντιδράσει, με έκδηλο το αίσθημα του μουδιάσματος. “Παγώνει”, είναι συμμέτοχος και τρόπον τινά συνένοχος στα πολλαπλά εγκλήματα, τελείως ευνουχισμένος για να αποτρέψει το κακό που έρχεται. Στον αντίποδα, η βασιλοπούλα Γλαύκη και ο πατέρας της, ο Κρέων, ο άρχοντας της Κορίνθου. Η εξουσία που έχει τον πρώτο λόγο στα θέματα της πολιτείας, βρίσκεται τώρα σε συγκαλυμμένο δίλημμα που προφανώς δεν γίνεται αντιληπτό λόγω του επικείμενου φόβου και της ανησυχίας που επικρατούν. Η εξουσία είχε τον πρώτο λόγο. Η εξουσία ηττήθηκε κατά κράτος από την ηθική πανουργία.

 

 

 

 

Η Αναστασία Μπάρκα σκηνοθετεί την παράσταση της Μήδειας. Αντιμετωπίζει τόσο την ηρωίδα που βρίσκεται στο προσκήνιο όσο και τα υπόλοιπα πρόσωπα που βρίσκονται πλησίον της ως ανθρώπους της διπλανής πόρτας που έχουν σαν θεμελιώδες αίτημά τους να εισακουστούν από τους θεατές, οι μύχιες σκέψεις και οι προβληματισμοί τους. Σ’ αυτό συνετέλεσαν προπαντός, η σύλληψη και η ερμηνεία του Σταύρου Μόσχη, οι οποίες έδωσαν άλλη διάσταση στο σκηνικό εγχείρημα. Ποτέ άλλοτε η αρχαία τραγωδία δεν αντιμετωπίστηκε με σύγχρονη ματιά που όμως παράλληλα, σέβεται το πρωτότυπο κείμενο- σημαντικό και σπουδαίο βήμα- και στήνει ένα θεατρικό δυστοπικό καμβά όπου αποτυπώνονται οι έννοιες του ανεκπλήρωτου και του ανέκφραστου με χειμαρρώδη λόγο που παρασύρει και τον πιο δύσκολο και αμετάπειστο θεατή. Ο Σταύρος Μόσχης δεν υποδύεται, ούτε παίζει κάποιο ρόλο, εντούτοις αγγίζει την ουσία ως το μεδούλι, το πρωτογενές υλικό που συνθέτει τους ήρωες του δράματος. Ερμηνεύει. Ζει το κάθε λεπτό, ρουφά και απορροφά κάθε λογής συναίσθημα  και το εξωτερικεύει επάνω στη σκηνή, κατασκευάζει το σύμπαν του αρνητισμού και μας μεταλαμπαδεύει το αδύνατο που καθίσταται δυνατό και τελικά το ανέφικτο που μετατρέπεται σε εφικτό. Πράγματι, είναι γεγονός όπως λέει και ο υπότιτλος του έργου ότι: “Κανείς δεν μαρτυρεί για το μάρτυρα”. Οι μάρτυρες, η πρωταγωνίστρια Μήδεια και ο δευτεραγωνιστής Ιάσονας, αναλώνονται σε αγώνες λόγων όπου άδηλος και έμμεσος στόχος τους είναι να προκληθεί αμφοτερόπλευρη οδυνηρότητα εκατέρωθεν, πράγμα που γίνεται άμεσα αντιληπτό. Όσο για τα υπόλοιπα πρόσωπα, έχω να παρατηρήσω πως ζωντανεύουν επάνω στο πρόσωπο και το σώμα του ερμηνευτή, αλλάζοντας τελείως την οπτική και την ψυχολογία του.Το ηχητικό περιβάλλον που καλλιεργεί ο Γιώργος Μαγαλιός εντείνει το αβίωτο κλίμα που κινούνται τα πρόσωπα της ιστορίας υπό τους φάλτσους ήχους του βιολιού. Η Ζενεβιέβ Αθανασοπούλου επέλεξε σοφά τη λιτή σκηνή του Άβατον για να τοποθετήσει εκεί τον ερμηνευτή, ενδεδυμένο από την κορυφή ως τα νύχια στα μαύρα. Τη μαύρη μονοτονία σπάει το κίτρινο αδιάβροχο, χρώμα έντονο που υποδηλώνει δυνατά συναισθήματα όπως αυτά του μίσους και του ανεξέλεγκτου θυμού. Έδωσε ιδιαίτερη φροντίδα και έμφαση στα σκηνικά αντικείμενα και ειδικότερα, επιλέγω να σταθώ στη χρήση του νερού καθώς και στην επικάλυψη του σκηνικού πατώματος από πλαστική διαφάνεια. Αρχικά, έχω να πω πως το νερό στην τέλεση της τραγωδίας λειτουργεί εξαγνιστικά, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση της Μήδειας, όχι μόνο την εξαγνίζει άθελά της, χωρίς να βρίσκεται σε θέση να το κατανοήσει αλλά δημιουργεί ένα τείχος προστασίας όπου οτιδήποτε και να διαπράξει, αυτό το ζωοποιό τείχος την κρατά ανέπαφη όπου οι ενδεχόμενες συνέπειες δεν την αγγίζουν στο ελάχιστο. Η πλαστική διαφάνεια που καλύπτει την επιφάνεια  της σκηνής, καλλιεργεί την εντύπωση ότι η ψυχολογική κατάσταση της Μήδειας διέπεται από ευθραυστότητα που κλονίζεται ανά πάσα στιγμή. Ο κόσμος που είχε πλαστεί εντέχνως με ρόδα, με δάφνες και με απόλυτη ευτυχία,- σε φαντασιακό επίπεδο- χωρίς τον υπολογισμό της  αντίξοης πραγματικότητας, γκρεμίζεται συθέμελα και αποκαλύπτονται σκοτεινές πτυχές και αδυναμίες που φουσκώνουν σαν καταπέλτης και καταβροχθίζουν τους ήρωες, καθιστώντας τους φιγούρες κενές, στερούμενες λογικής και ενσυναίσθησης.

 

 

 

 

 

* Η Ελένη Αναγνωστοπούλου είναι απόφοιτος του τμήματος θεατρικών σπουδών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top