Fractal

Ταξιδεύοντας στα Σύμπαντα

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Χλόη Κουτσουμπέλη «Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν», εκδ. Μελάνι, σελ. 211

 

«… ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ανάμεσα στους άπειρους κόσμους,  κάποιος μας φυσά κι εμείς ξεκολλάμε και ταξιδεύουμε στα Σύμπαντα. Του εδώ και του Αλλού. Και μόνον η αγάπη είναι η συγκολλητική ουσία, η επιλογή μας, αυτό που μπορεί να δώσει κάποιο νόημα στην παράξενη περιπέτεια, στο Χάος της ζωής μας»

Η δυστοπία, ο συμβολισμός και το αλληγορικό στοιχείο δίνουν το στίγμα τους από τις δύο πρώτες σελίδες του συναρπαστικού αυτού μυθιστορήματος της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Ο κεντρικός ήρωας της, ο Στέφαν Χήροου (σημειώστε τη μεταφορική έννοια του επιθέτου, herow ) μετά από ένα παρά λίγο θανατηφόρο ( ; ) ατύχημα βλέπει μπροστά του τον κ. Κλάιν (ειρωνική ονοματοδοσία: Κλάιν = μικρός) με τον οποίο είχε ραντεβού για να εργασθεί ως επιστάτης κατά κάποιο τρόπο,  στην ιδιόκτητη πολυκατοικία του. Καθώς προσπαθεί να προλάβει τον εργοδότη, που προπορεύεται, η πολυκατοικία προβάλλει μπροστά του λουσμένη από ένα εκτυφλωτικό φως που φόβισε τον Στέφαν. «Τότε είδε μπροστά του μια τεράστια φάλαινα, ένα κήτος που ανέπνεε, με το εσωτερικό να πάλλεται, τα μπαλκόνια να σείονται, τα τούβλα, τα μπετόν, τους αρμούς να σαλεύουν. Ύστερα ένα σύννεφο κατάπιε πάλι τον ήλιο και η αίσθηση χάθηκε».

 

 Ο Στέφαν είχε την αίσθηση μπαίνοντας στην πολυκατοικία ότι κατέβαινε επίπεδα κάτω από την επιφάνεια της γης.

Η ”ιστορία” εκτυλίσσεται τον 21ο αιώνα, σε χρόνο μετά το σήμερα. Το μη συμβατικό στοιχείο είναι προφανές. Ο Στέφαν είναι υπόρρητα νεκρός και ο κ. Κλάιν είναι ο ίδιος ο θάνατος ή ο Άγγελος Θανάτου (Γκάμπριελ Κλάιν), όπως συστήνεται προς το τέλος της αφήγησης. Ο κ. Κλάιν του δίνει τα κλειδιά και του γνωρίζει τους ενοίκους της πολυκατοικίας με αλλεπάλληλες κοινές επισκέψεις τους στα διαμερίσματά (για έλεγχο χρήσης). Οι επισκέψεις παραπέμπουν σε θεατρικές σκηνές – καπιαμέντο. Ο κ. Κλάιν συνιστά την αυστηρή τήρηση προγράμματος και κανόνων θυρωρού, που θα πρέπει ο Στέφαν να ακολουθήσει πιστά για Σαράντα ημέρες (ο γνωστός χρόνος πένθους κατά τη χριστιανική θρησκεία, όπου υποτίθεται, σύμφωνα και με παραδόσεις, η ψυχή πλανάται). Η όλη εργασία του Στέφαν θα αμειφθεί με 100 χρυσές λίρες, ποσό σημαντικό- συμβολικό της ”επώδυνης πάλης” με τον παλιό εαυτό.

Η επίσκεψη στον πρώτο όροφο, στην οικογένεια Μουρν, (mourn = θλίψη μετά την απώλεια – πενθώ) σε ώρα γεύματος, με τέσσερα σερβίτσια στο τραπέζι, ενώ είναι παρόντες μόνο το ζεύγος και η κόρη τους Ελίζαμπεθ. Ο γιος τους Μπίλλυ, απουσιάζει από μακρού. Το όνομα, όπως εξομολογείται η συγγραφέας, παραπέμπει στον αδελφό της Βασίλη, στον οποίο έχει αφιερώσει το βιβλίο.

Το πένθος της για εκείνον αποτέλεσε την έμπνευση για το μυθιστόρημά της.

Στον δεύτερο όροφο μένει η αινιγματική Μπόνυ Μεντράνο, αρτίστα, η πιο ρευστή και ίσως πιο συναρπαστική ύπαρξη της ιστορίας, που ενδιαφέρεται για τον Στέφαν και την ”απώλειά” του, που ίσως υπήρξε ”…μια ρωγμή στην τελειότητα του σύμπαντος …μια μαύρη τρύπα”.

Ο Στέφαν έχασε στην παιδική ηλικία τη μητέρα του και στη συνέχεια τη μοναδική του αγάπη την Λούσυ, δικηγόρο που υπερασπιζόταν τους αδικημένους – κάτοικο της ‘‘Παλιάς Πόλης”.

…………………………………………..

Και τώρα; τον ρώτησε.
Αυτός καθόταν σε μια καρέκλα σκηνοθέτη
με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια.
Φορούσε μαύρα γυαλιά.
Τώρα, της είπε με βραχνή φωνή,
είσαι απλώς μία συλλογή ποιημάτων που τελειώνει.

Από την ποιητική συλλογή της ”Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ -2018)

 

Ο κ. Κλάιν ζητά να επιδιορθωθούν τα ”υδραυλικά” πριν η βλάβη γίνει ανεπανόρθωτη. Η Μπόνυ αρνείται να ανοίξει ένα κλειστό δωμάτιο όπου κοιμάται η ”Μπέμπα”, το υποτιθέμενο εξώγαμο παιδί που απέκτησε ( ; ).  Στον τρίτο όροφο κατοικεί η κ.Ήβ΄Ερθ (γήινη Εύα) μαζί, υποτίθεται, με τον Χου (Who), που έχει να φανεί από καιρό στην πολυκατοικία.

Στον τέταρτο ο κ. Ίντιπους (παραπομπή στον Οιδίποδα) μαζί με την παράξενη μητέρα του και τη βοηθό τους Λαρίσα, μία μετανάστρια που έχασε το παιδί της (Σβεν) στη θάλασσα.

Στον πέμπτο όροφο κατοικεί ο κ. Χηλ (Heal – θεραπεύω) συγγραφέας, που συνδεόταν με τον Στέφαν με μία ιδιαίτερη σχέση. Ο κ. Χηλ συγκατοικεί με τη νεαρή Τζέην.

Ο Στέφαν θα μείνει στον ειδικά προετοιμασμένο γι’ αυτόν, ημιώροφο, έναν τακτοποιημένο χώρο με όλα όσα χρειάζεται. Σκέφτεται τη γυναίκα του Κρίστυ, χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί της, της στέλνει μόνο την αμοιβή του, ως μια πράξη επανόρθωσης. Η  Κρίστυ ανησυχεί, τον έχει χάσει.

………………………………………………………

«Ύστερα κάποιος μετατόπισε τους δείκτες
στο κουρδιστό ρολόι τοίχου στο σαλόνι
κι άργησα είκοσι χρόνια.
Θα σε ειδοποιούσα σίγουρα
αλλά τα ταχυδρομικά περιστέρια
καθηλώθηκαν υπέρβαρα στα σύρματα.»

(από την ποιητική της συλλογή «Κλινικά απών» (2014)

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Με την πάροδο του χρόνου, που διαφαίνεται ρευστός καθώς προχωρεί η αφήγηση, ο Στέφαν, άνθρωπος με ανεξέλεγκτα πάθη, έρχεται σε επαφή με τους ενοίκους, που αποδεικνύονται όλοι πρόσωπα που σχετίζονται με το παρελθόν του. Γίνεται κοινωνός των μυστικών και των βαθύτερων αισθημάτων τους, τους παρηγορεί για τις απώλειες αγαπημένων τους, καθώς σταθερά επαναπροσδιορίζεται και ο ίδιος, ανακαλύπτει τη χαμένη ανθρωπιά, την αλληλεγγύη, τη συμπόνια, την ενσυναίσθηση, την αγάπη που είναι η συγκολλητική ουσία που δίνει νόημα στο χάος της ζωής. Σταδιακά απαλλάσσεται από τα πάθη, τις εξαρτήσεις του, όπως τη χαρτοπαιξία, τον αλκοολισμό, τη συνάφεια – συναλλαγή με ύποπτα πρόσωπα της

”Παλιάς Πόλης” (κακόφημη συνοικία). Στο μεταξύ νιώθει ότι χάνει διαρκώς από τη φυσική του υπόσταση, τα ρούχα του πέφτουν από το σώμα του, ένα άλλο ακόμη στοιχείο που παραπέμπει στη μεταθανάτια φθορά.

Μέσα στο κείμενο το υπερβατικό αναμειγνύεται με πολλά ρεαλιστικά στοιχεία, όπως οι καθημερινές εργασίες τις οποίες πρέπει να κάνει ο Στέφαν και οι λοιποί ήρωες, η διάταξη- διακόσμηση χώρων, η προετοιμασία ενός γεύματος, το άναμμα κεριών. Ωστόσο ενώ η μυρωδιά ενός φαγητού εγείρει την όρεξη, ο Στέφαν δεν πεινάει πια και η γεύση του κρασιού μυρίζει μούχλα. Η συγγραφέας παίζει με τον ρεαλισμό και την αλληγορία συγχρόνως, με έμφαση στη δεύτερη, ενώ ”συνομιλεί” με το ποιητικό της έργο.

Σταδιακά, οι επιμέρους σκηνές παύουν να φωτίζονται, ορισμένοι ένοικοι της πολυκατοικίας αποχωρούν ενώ ο Στέφαν ”αισθάνεται πολύ ανάλαφρος, σαν να αιωρείται κάποια εκατοστά πάνω από τον καναπέ” όταν συναντά και πάλι, τρεμάμενος, τον πανεπόπτη κ. Γκάμπριελ Κλάιν.

Ενώ το θέμα του βιβλίου προοιωνίζεται θλιβερό, η συγγραφέας με μαεστρία εντάσσει στο λόγο της ειρωνεία, υποδόριο χιούμορ, σκηνές που παρασύρουν τον αναγνώστη έξω από το δυστοπικό περιβάλλον, και άλλες που αναδεικνύουν την ψυχική ανάταση από τη συνύπαρξη με τον άλλο, τον διαφορετικό, τον ξένο, τον μετανάστη. Εξαίρει μέσα από την πορεία της αφήγησης τη δοτικότητα, το μοίρασμα, με συνέπεια την απάλυνση της θλίψης από την απώλεια. Χαρίζει τη δυνατότητα μιας δεύτερης ευκαιρίας για αναγνώριση των καλών στοιχείων του εαυτού, για την αυτογνωσία. Θέτει ερωτήματα, όπως  τι είναι πιο σημαντικό στη ζωή εκτός από τη δόξα, το χρήμα, ακόμη και τα βιβλία. Η αφηγηματική ροή ανακόπτεται με συχνά flash back, στις ζωές των ηρώων με έμφαση στα παιδικά χρόνια, ιδίως όταν αυτά είναι τραυματικά. ”Η ορφάνια. Η Ιερή Πληγή. Η δικαιολογία. Η πρόφαση  για όλα. Η αφετηρία. Η επιστροφή. Η κοίτη. Σκέφτηκες ποτέ Στέφαν ότι ήταν το δώρο σου; ‘‘. Ωστόσο, η Κουτσουμπέλη ελέγχει πλήρως τη δομή του κειμένου της, παρά ακόμη και τα πετάγματα στο μέλλον. Το βιβλίο είναι σημαντικό πέρα από την πολύ καλή γραφή του (συχνά ποιητική), γιατί δίνει διεξόδους σκέψης, για τη ζωή και τον θάνατο, για τη θλίψη του πένθους, θίγει τρέχοντα ζητήματα, πέραν των προαναφερθέντων, όπως το μεταναστευτικό. Συγκινητική η πρωτοπρόσωπη αφήγηση στο κεφάλαιο ”Σβεν” – μονόλογο του μικρού μετανάστη που πνίγηκε (γιος της Λαρίσα),

 

Το χέρι της όμως έμεινε μαζί του.
Κοιμάται με αυτό τις νύχτες.
Τον χαϊδεύει στοργικά.
Μ’ αυτό το χέρι γράφει.

(από την ποιητική συλλογή της «Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης» 2016 )

 

Στο κεφάλαιο ”Η καρδιά”, με προμετωπίδα ένα ποίημα της Έμιλυ Ντίκινσον, θίγει το ζήτημα της δωρεάς οργάνων σώματος. Είναι το κεφάλαιο εκείνο, όπου συντελείται το θαύμα της αγάπης, μέσα από την ενσυναίσθηση και τη συναίσθηση του τέλους του τέλους.

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει

δεν ήρθα μάταια στη ζωή

……………………………………  EMILY DICKINSON

 

 

 Η Χλόη Κουτσουμπέλη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1962. Σπούδασε νομική στο ΑΠΘ και εργάστηκε για δεκαοκτώ χρόνια στον τραπεζικό τομέα. Το 1984 σε ηλικία 22 ετών, εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “Σχέσεις σιωπής (εκδ. Εγαντία) και ακολούθησαν οι εξής ποιητικές συλλογές: “Η νύχτα είναι μια φάλαινα” 1990, εκδόσεις Βιβλιοπωλείου Λοξίας, “Η αποχώρηση της λαίδης Κάπα” 2004, εκδόσεις Νέα Πορεία, “Η λίμνη, ο κήπος και η απώλεια” 2006, εκδόσεις Νέα Πορεία, “Η αλεπού και ο κόκκινος χορός”, 2009, εκδόσεις Γαβριηλίδης, “Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς” 2012, εκδόσεις Γαβριηλίδης, “Κλινικά απών” 2014, εκδόσεις Γαβριηλίδης, “Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης” 2016 , εκδόσεις Γαβριηλίδης (Κρατικό βραβείο ποίησης, από κοινού με τη συλλογή “Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες” του Στ. Πολενάκη, 2017), “Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ”, 2018, εκδόσεις Πόλις. Έχουν κυκλοφορήσει επίσης τα μυθιστορήματά της “Ψιθυριστά” 2002, εκδόσεις Παρατηρητής, “Ο βοηθός του κυρίου Κλάιν” 2017, εκδόσεις Μελάνι, και τα θεατρικά της έργα: “Ορφέας στο μπαρ” 2005, εκδόσεις Πάροδος, “Το ιερό δοχείο”, 2015, εκδόσεις Θίνες. Το τεσσαρακοστό έβδομο τεύχος του λογοτεχνικού περιοδικού “Πάροδος” του Κώστα Θ. Ριζάκη τον Σεπτέμβριο του 2011 είναι αφιερωμένο στο έργο της. Έχει συνεργαστεί με τα λογοτεχνικά περιοδικά “Παρατηρητής”, “Ρεύματα”, “Εντευκτήριο”, “Νέα Πορεία”, “Πάροδος”, “Εμβόλιμον”, “Πλανόδιον”, “Μανδραγόρας”, “Κουκούτσι”, “Πόρφυρας”, “Ένεκεν” (στο οποίο υπήρξε υπεύθυνη των σελίδων λογοτεχνίας), “Δίοδος”, “Νέα Ευθύνη” καθώς και σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως τα e-poema, poeticanet, diastixo, poiein, thraca, Bibliotheque και άλλα. Κυκλοφορούν στο διαδίκτυο οι τέσσερις πρώτες ποιητικές της συλλογές σε e-book καθώς και δύο ακόμα ηλεκτρονικά βιβλία με τίτλους “Απαγόρευση κυκλοφορίας” και “Η κρυφή ζωή των ποιημάτων” με ποιήματά της και φωτογραφίες του Παναγιώτη Παπαθεοδωρόπουλου. Το 2013 εκδόθηκε στον Καναδά μία ανθολογία ποίησης με τίτλο “Cloe and Alexandra”, εκδόσεις Libros Libertad, που περιλαμβάνει ποιήματα δικά της και της Αλεξάνδρας Μπακονίκα μεταφρασμένα στα αγγλικά από τον Μανώλη Αλυγιζάκη (Manolis Aligizakis). Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της Εταιρείας Συγγραφέων και του Κύκλου Ποιητών. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Ιταλικά και δημοσιευτεί στο ιταλικό περιοδικό “Voce de la luna”, στα Βουλγαρικά (περιοδικό “Πάροδος”, τεύχος 47), στα Γερμανικά και στα Γαλλικά.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top