Fractal

Αφιέρωμα στη σύγχρονη Αραβική Λογοτεχνία

Επιμέλεια- Μετάφραση: Πέρσα Κουμούτση //

 

taha

Taha Hussein

 

Απόσπασμα από την εμβληματική νουβέλα του μεγάλου Αιγύπτιου λογοτέχνη Ταχά Χουσέιν “Η προσευχή του αηδονιού”

 

Όταν τον ένιωσα να πλησιάζει στη σκοτεινιά που δέσποζε στο δωμάτιο, σαν να ήταν φίδι ή κλέφτης, πετάχτηκα όρθια. Εκείνος τρόμαξε. Δεν είχε υπολογίσει ότι θα με έβρισκε ξύπνια να τον περιμένω σε μια τόσο προχωρημένη ώρα της νύχτας. Με είδε να πετάγομαι μπροστά του φορώντας ένα ξέθωρο χαμόγελο, ένα χαμόγελο όπως εκείνο των φαντασμάτων. Έκανε μερικά βήματα πιο πίσω και ύστερα μόλις ηρέμησε κάπως τη ρώτησε με ταραγμένη αρχικά φωνή, που όμως άρχισε σιγά σιγά να ηρεμεί και να παίρνει τη φυσική της χροιά. « Ακόμα ξύπνια είσαι; Ξέρεις πόσο αργά είναι;» «Ξέρω. Έχουν περάσει τα τρία τέταρτα της νύχτας, «αλλά δεν γινόταν να κοιμηθώ πριν επιστρέψει ο αφέντης μου. Σκέφτηκα ότι ίσως χρειάζεται κάτι». Έχοντας τώρα συνέλθει εντελώς από το ξάφνιασμά του, ο άντρας απάντησε με εκείνη την γνώριμη αυθάδεια και τον σαρκασμό που τον διέκρινε , « Δεν μου έχει ξανασυμβεί να έχω στη δούλεψη μου υπηρέτρια σαν του λόγου σου. Να φροντίζει το αφεντικό της και να ξενυχτά ως το ξημέρωμα, περιμένοντας τον να επιστρέψει από τα ξεφαντώματά του. Νόμιζα ότι κοιμόσουν, όπως έκαναν κι οι άλλες πριν από εσένα. Πίστευα μάλιστα ότι θα δυσκολευόμουν πολύ να σε ξυπνήσω αν σε χρειαζόμουν. Συνήθως οι υπηρέτες πέφτουν ξεροί από την κούραση». «Ήθελα να σε απαλλάξω, αφέντη από αυτή την αγγαρεία, για αυτό σε περίμενα . Το ίδιο έκανα με τα προηγούμενα αφεντικά που ξενύχταγαν έξω από τα σπίτια τους. Διατάξτε λοιπόν, τι θέλετε;» Ο άντρας άφησε ένα τρανταχτό γέλιο και άπλωσε το χέρι του προς τη μεριά μου. Λαχτάρησα να του το κόψω, αλλά οπισθοχώρησα πριν προλάβει να με αγγίξει. Γιατί, όταν ο αφέντης σου προστάζει δεν μπορείς να του αρνηθείς τίποτα. Αλλά εκείνος με προσπέρασε και μπήκε στο δωμάτιο και εγώ τον ακολούθησα σιωπηλά.

***

Στις διαταγές σου, καλό μου πουλάκι. Ξενυχτώ περιμένοντας τον ερχομό σου. Δεν γινόταν να κοιμηθώ πριν σε νιώσω κοντά μου, πριν ακούσω τη θεϊκή σου φωνή, ν’ ανταποκριθώ στην προσευχή σου. Εδώ και είκοσι χρόνια σε περιμένω την ίδια ώρα. Στις διαταγές σου λοιπόν όμορφο πουλί. Πόσο λατρεύω τη φωνή σου; Κάθε φορά που ακούω το κελάιδημα σου θυμάμαι εκείνη τη δύστυχη κοπέλα. Και οι δυο υπήρξαμε μάρτυρες του φόνου της εκείνη τη φρικτή, τρομακτική νύχτα , και της ερημιάς που έπνιξε τα απελπισμένα ουρλιαχτά, τις μάταιες ικεσίες της. Στις διαταγές σου, καλό μου πουλί. Πλησίασέ με, σε παρακαλώ. Άκουσέ με, μίλα μου. Αν πραγματικά κρατάς συντροφιά στους πονεμένους ανθρώπους , έλα εδώ κοντά μου. Έλα να θυμηθούμε την τραγωδία που βιώσαμε μαζί και που δε μπορέσαμε να αποτρέψουμε εκείνη τη τραγική νυχτιά. Είναι αλήθεια, δεν καταφέραμε να σώσουμε εκείνο το βασανισμένο πλάσμα, ούτε να εμποδίσουμε να χυθεί το αθώο της αίμα. Για αυτό, έλα να θυμηθούμε μαζί, να ανακαλέσουμε τα ουρλιαχτά της που τρύπησαν τα αφτιά μου, αλλά που δεν έφτασαν ποτέ στην καρδιά εκείνου του πατέρα, παρότι υψώθηκαν ως τον ουρανό. Έλα, να θρηνήσουμε πάλι εκείνο το όμορφο, κομματιασμένο κορμί , ενώ κατέρρεε στο λάκκο που είχε σκαφτεί για να το αγκαλιάσει. Ενώ το χώμα σκέπαζε το άψυχο κορμί της, σε άκουσα, άκουσα τη προσευχή σου. Κανείς άλλος δεν την άκουσε, παρά μόνο εγώ. φώναζα και ωρυόμουν, αλλά κανείς δεν ανταποκρίθηκε στα ουρλιαχτά μου, κανείς δεν με λυπήθηκε, εκτός μόνο από εσένα. Έλα λοιπόν να θυμηθούμε. Βλέπω ακόμα εκείνη τη γερόντισσα. Τη βλέπω καθισμένη στην άκρη του δρόμου να χτυπιέται και να θρηνεί σιωπηλά. Τη βλέπω να καταρρέει. Οι δυνάμεις της την εγκαταλείπουν ενώ ο γέροντας πατά το χώμα με τα πόδια του για να ισιώνει τη σκαμμένη γη και να απαλείψει τα ίχνη της φρικιαστικής του πράξης. Μαζί τον είδαμε να τινάζει από πάνω του τη σκόνη, να διώχνει το αίμα από τα ρούχα του και έπειτα να υψώνει τη φωνή του ανέκφραστα, ‘τελειώσαμε, ώρα να φύγουμε’. Από τότε κάναμε αυτή τη συμφωνία ,εγώ και εσύ, ν’ ανακαλούμε αυτή την τραγωδία, κάθε βράδυ την ίδια ώρα, ώσπου να εκδικηθούμε τον άδικο και απάνθρωπο χαμό της. Το θάνατο εκείνου του κοριτσιού που προδόθηκε σ’ αυτήν εδώ την ερημιά. Αν δεν εκδικηθώ γα χάρη της, δε θα ηρεμήσει η ψυχή της. Χρόνια τώρα συναντιόμαστε κάθε βράδυ την ίδια ώρα, αγαπημένο μου πουλί και κάνουμε πάντα την ίδια κουβέντα.

………………………………………………………

 

Hussein TahaΤαχά Χουσέιν: Κορυφαίος Αιγύπτιος συγγραφέας. Γεννήθηκε στο χωριό Μαγάγα της Αιγύπτου και σε ηλικία 2 χρόνων έμεινε τυφλός, χωρίς όμως ούτε το μειονέκτημα αυτό, ούτε η ταπεινή καταγωγή του να τον εμποδίσουν να σπουδάσει στη θεολογική σχολή Αλ – Άζχαρ του Καΐρου πρώτα και να συνεχίσει ύστερα τις σπουδές του στη Γαλλία, όπου πήρε διδακτορικό δίπλωμα, γράφοντας μια διατριβή για τον Ιμπν Χαλντούν, του οποίου αμφισβητεί τη γνησιότητα των έργων, προκαλώντας έτσι μεγάλη αίσθηση στους Άραβες διανοούμενους. Βαθύς γνώστης της κλασικής αρχαιότητας, της αραβικής φιλολογίας και της νεότερης ευρωπαϊκής, αγκαλιάζει, με την τεράστια λογοτεχνική παραγωγή τους πολλαπλούς τομείς, από τη λογοτεχνική κριτική (Αναμνήσεις του Άμπι’λ-Άλα, Κουβέντες της Τετάρτης) έως το μυθιστόρημα (Ο γραμματισμένος, Το δέντρο της αθλιότητας, Στο περιθώριο στη Σίρα, το βιβλίο των ημερών). Το έργο του ωστόσο δεν σταμάτησε εκεί: η αγάπη του για κάθε μορφή γνώσης τον έσπρωξε να επιχειρήσει, υπό την ιδιότητά του ως υπουργού Παιδείας, το τεράστιο έργο διάδοσης της παιδείας και καταπολέμησης του αναλφαβητισμού, που, στο πρακτικό πεδίο, εκδηλώθηκε με την εισαγωγή της δωρεάν και υποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top