Fractal

Αναζητώντας το ύψιστο αγαθό

Γράφει ο Παναγιώτης Τσιαμούρας // *

 

Κικέρων, «Τα όρια του αγαθού και του κακού» (De finibus bonorum et malorum), μετάφραση: Γιώργος Καραμανώλης & Ειρήνη Μητούση, εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια: Γιώργος Καραμανώλης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2021, σ. 400.

 

Τα όρια του αγαθού και του κακού είναι ένα διαλογικό έργο σε πέντε βιβλία το οποίο ο σπουδαίος Ρωμαίος ρήτορας, φιλόσοφος και νομικός Κικέρων έγραψε το 45 π.Χ. και πραγματεύεται το ζήτημα της φύσης του ύψιστου αγαθού που θα πρέπει να επιδιώκουμε και του μεγαλύτερου κακού, που οφείλουμε να αποφεύγουμε, με άλλα λόγια το σωκρατικό ερώτημα «πώς πρέπει να ζούμε».

Ο διάλογος, στα χνάρια του Πλάτωνα, αποτέλεσε συχνή επιλογή στα έργα του Κικέρωνα, καθώς του επέτρεπε να παρουσιάζει μια πληθώρα θέσεων, απόψεων και επιχειρημάτων, μεταφέροντας ολόκληρες συζητήσεις για φιλοσοφικά ζητήματα όπως η φύση των θεών (De natura deorum), η δυνατότητα της βέβαιης γνώσης (De Academica) ή όπως εδώ το ύψιστο αγαθό.

Ο ίδιος ο Κικέρων εξηγεί τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να πραγματευτεί το ζήτημα του ύψιστου αγαθού και του μέγιστου κακού: «Όποιος διαβάζει συστηματικά και προσεκτικά τα φιλοσοφικά μου έργα θα κρίνει ότι κανένα δεν αξίζει να διαβαστεί όσο αυτό που κρατά στα χέρια του. Γιατί τι αξίζει στη ζωή περισσότερο από την έρευνα των φιλοσοφικών ζητημάτων και μάλιστα του ζητήματος που ερευνάται στους τόμους αυτούς, ποιο δηλαδή είναι το τέλος, ο απώτατος και απόλυτος σκοπός με βάση τον οποίο κρίνονται όλες οι αρχές της ευτυχίας και της ορθής πράξης; Τι επιδιώκει η φύση ως απόλυτα επιθυμητό αγαθό, τι αποφεύγει ως απόλυτο κακό; Εφόσον υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των μεγαλύτερων φιλοσόφων για το ζήτημα αυτό, ποιος θα θεωρούσε ανάξιο του κύρους που μου αποδίδεται το να αναζητήσω το ανώτερο και αληθέστερο αγαθό για κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής;» (Ι.11).

Οι απαντήσεις δίνονται σε τρεις διαλόγους, ο καθένας από τους οποίους εστιάζεται σε μια φιλοσοφική θεωρία. Ο πρώτος διάλογος (βιβλία Ι-ΙΙ) μεταξύ Τορκουάτου και Κικέρωνα τοποθετείται στη βίλα του δεύτερου στην Κύμη και αφορά την επικούρεια ηθική θεωρία, η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στην πρόταση «το ύψιστο αγαθό έγκειται στην ηδονή/ απονία» ως φυσική παρόρμηση: «Πιθανότατα οι επικούρειοι δεν θα αρνούνταν ότι το ύψιστο αγαθό είναι για τους ανθρώπους όχι πολύ διαφορετικό από των άλλων ζώων και ότι έχουν απλώς άλλα μέσα για να το επιτύχουν, δηλαδή τον λόγο» (σ. 37). Ο Κικέρων, που θεωρούσε τους επικούρειους όχι ιδιαίτερα ικανούς στην επιχειρηματολογία, τους πολεμά με τα διαλεκτικά όπλα των στωικών.

Ο δραματικός χώρος του δεύτερου διαλόγου (βιβλία ΙΙΙ-IV) μεταξύ Κάτωνα και Κικέρωνα είναι η βιβλιοθήκη του Λούκουλλου και το προς κρίση ζήτημα είναι η ηθική θεωρία των στωικών. O Κάτων υποστηρίζει ότι η ευτυχία συνίσταται στην αρετή, νοούμενη ως πρακτική ζωής σύμφωνη προς τους κανόνες του φυσικού λόγου και εναντιώνεται στις ηθικές θεωρίες των περιπατητικών. Και οι στωικοί, όπως και οι επικούρειοι, καθορίζουν τον δρόμο επιδίωξης της ευτυχίας με βάση την αντίληψή τους για την ανθρώπινη φύση. Για τους στωικούς, πρωταρχικές στην ανθρώπινη φύση δεν είναι η επιθυμία για ηδονή και η αποφυγή του πόνου, όπως για τους επικούρειους, αλλά η αγάπη ή η φροντίδα για τον εαυτό μας και κυρίως η τάση να διατηρηθούμε στη ζωή. Για τους ίδιους, βασικός στόχος είναι μια ζωή σε αντιστοιχία με τη φύση ή με τον λόγο. Επειδή όμως η φύση του ανθρώπου αλλάζει, όταν από την παιδική ηλικία περνά στην ωριμότητα, τότε ανατέλλει η λογική και διαχειριστής των επιθυμιών και των παραστάσεών μας γίνεται πια αποκλειστικά ο λόγος. Η κεντρική ιδέα της στωικής φιλοσοφικής θεωρίας είναι πως το μοναδικό αγαθό είναι το ηθικά ορθό. Για τον Κικέρωνα, το πρόβλημα με την άποψη των στωικών είναι ότι αγνοούν τη σωματική πλευρά του ανθρώπου, μια σειρά από σχετιζόμενα με αυτήν αγαθά όπως η υγεία, η καλή εμφάνιση, η καλή φήμη, η οικογένεια κ.ά. – τα οποία θεωρούν «προτιμώμενα αδιάφορα», αλλά όχι αγαθά. «Ο Κικέρων καταλήγει ότι το στωικό ιδεώδες οδηγεί τους στωικούς σε ένα αδιέξοδο, από το οποίο μπορούν να βγουν μόνο εφόσον εγκαταλειφθεί το ηθικά ορθό όπως αυτοί οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Δεν πρόκειται απλώς για ένα λογικό, διαλεκτικό αδιέξοδο αλλά, καθώς τονίζει ο Κικέρων, και για πραγματικό, αφού κανείς άνθρωπος και κανείς Ρωμαίος ειδικότερα δεν μπορεί να ζήσει μια ευτυχισμένη ζωή κατά την αντίληψη των στωικών για το ύψιστο αγαθό» (σ. 44).

Η Ακαδημία του Πλάτωνα είναι το σκηνικό του τελευταίου διαλόγου (V) μεταξύ Πείσωνα και Κικέρωνα και εκεί παρουσιάζεται και κρίνεται η ηθική θεωρία του Αντίοχου του Ασκαλωνίτη, «ενός πλατωνικού φιλοσόφου με ισχυρές αριστοτελικές καταβολές» (σ. 32), για τον οποίο το ύψιστο αγαθό είναι ο συνδυασμός της αριστείας νου και σώματος, μία σύνθετη εκδοχή των προηγούμενων. Είναι με βάση αυτή την ηθική θεωρία που ο Κικέρων είχε ασκήσει τον έλεγχο στη στωική θεωρία. «Ο Πείσων πιστεύει ότι η λογική πλευρά του ανθρώπου είναι ανώτερη από τη σωματική, χωρίς όμως να παραγνωρίζει την τελευταία. Η θεωρία του ενσωματώνει στοιχεία αριστοτελικής τελεολογίας που εξυπηρετούν μια εξελικτική θέση, κατά την οποία η εξέλιξη του ανθρώπου επιβεβαιώνει τη φυσική μας τάση για την αρετή, τη γνώση αλλά και τη φροντίδα του σώματος. Έτσι, ο Πείσων διαφέρει τόσο από τους επικούρειους, που τονίζουν τη σωματική πλευρά του ανθρώπου και την τάση για ηδονή, όσο και από τους στωικούς, που υποτιμούν τη σωματική πλευρά. Ενάντια στους δεύτερους, υποστηρίζει ότι το ίδιο το λογικό μας δείχνει πως έχουμε καλούς λόγους να φροντίζουμε το σώμα μας, για την εμφάνισή μας, για την υγεία μας, για την κοινωνική μας υπόσταση και την πατρίδα μας, μια θέση για την οποία ο αναγνώστης προετοιμάστηκε στο τρίτο και το τέταρτο βιβλίο. Κατά τον αντιόχειο Πείσωνα, η συγκεκριμένη θεωρία του ύψιστου αγαθού είναι τέλεια και πλήρης, καθώς το ύψιστο αγαθό συνίσταται στον συνδυασμό των αγαθών και από τις δύο πλευρές του ανθρώπου, της λογικής και της σωματικής» (σ. 45). Σύμφωνα με τον Αντίοχο, το ύψιστο αγαθό είναι ο συνδυασμός της αριστείας νου και σώματος. Ο Κικέρων αμφισβητεί και τη θεωρία του Αντίοχου, μολονότι ο αδερφός του Κόιντος εκφράζει τον θαυμασμό του για αυτή και τη βρίσκει «πιο οξυδερκή από τις άλλες» (V.95).

Όπως διαπιστώνεται, οι τρεις θεωρίες δεν εξετάζονται αυτόνομα, αλλά ως ανταγωνιστικές μεταξύ τους, αφού η καθεμία εμφανίζεται να απαντά στα φιλοσοφικά ερωτήματα καλύτερα από την άλλη. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Καραμανώλης, «ένα σημαντικό τέχνασμα της όλης παρουσίασης είναι ότι κάθε θεωρία κρίνεται με τη χρήση αντεπιχειρημάτων της αντιπάλου της· η επικούρεια με βάση στωικά και περιπατητικά επιχειρήματα και η στωική από τη σκοπιά του Αντίοχου» (σ. 34). Με τον τρόπο αυτόν οι τρεις διάλογοι συνέχονται μεταξύ τους. «Ο Κικέρων όχι μόνο έχει παρουσιάσει και σχολιάσει κριτικά τις σημαντικότερες ηθικές θεωρίες της εποχής του αλλά μας έχει προκαλέσει να σκεφτούμε πώς θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα με τα οποία αυτές καταγίνονται. Καμία από τις θεωρίες που εξέτασε δεν άντεξε στον έλεγχον που τις υπέβαλε. Ο αναγνώστης όμως μαθαίνει πολλά σχετικά με τις προϋποθέσεις των συγκεκριμένων θεωριών και τους λόγους για τους οποίους οδηγούνται σε αδιέξοδο» (σσ. 48-49).

Αξίζει να σημειωθεί πως το De finibus ολοκληρώνεται χωρίς να αναδειχθεί νικητής. Καμία από τις θεωρίες που εξέτασε δεν άντεξε στον έλεγχο που τις υπέβαλε ο Κικέρων και έτσι μένει ανικανοποίητος και τις απορρίπτει για διαφορετικούς λόγους την καθεμία. Στο σημείο αυτό είναι καίριας σημασίας η παρατήρηση του Καραμανώλη: «Το απορητικό τέλος όχι μόνο μάς θυμίζει την ιδιαίτερη φιλοσοφική φυσιογνωμία του Κικέρωνα, που είναι ο ακαδειμικός σκεπτικισμός, αλλά μας επισημαίνει ακόμη κάτι σημαντικό. Ενώ οι ηθικές θεωρίες που αναπτύσσονται στο De finibus είναι τρεις, η επικούρεια, η στωική και η αντιόχεια, το έργο φιλοξενεί τελικά τέσσερις φιλοσοφικές σκοπιές, δηλαδή τις τρεις προηγούμενες και επιπλέον την ακαδειμική σκεπτική, την οποία εκπροσωπεί ο Κικέρων. Η τελευταία δεν έχει φυσικά θέσεις και απαντήσεις. Είναι όμως υπεύθυνη για όσα ερωτήματα τίθενται, αλλά και για την κριτική που ασκείται. Η κριτική αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του έργου –τόσο ποσοτικά όσο και, ιδιαίτερα, ποιοτικά– και συνέχει τις τρεις θεωρίες σε μια ενότητα φιλοσοφικού προβληματισμού» (σ. 34). Άλλωστε ο Κικέρων μελετήθηκε και ως σκεπτικός φιλόσοφος, και μάλιστα της ακαδημεικής κατεύθυνσης, της λεγόμενης σκεπτικής Ακαδημίας, του Αρκεσίλαου, του Καρνεάδη κ.ά., σύμφωνα με την οποία όλες οι θέσεις κρίνονται και ελέγχονται χωρίς καμία να υιοθετείται.

 

Κικέρων

 

Στην κατατοπιστική εισαγωγή του ο Γιώργος Καραμανώλης, αναπληρωτής καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, αναδεικνύει ορισμένες πλευρές της σκέψης του Κικέρωνα οι οποίες σχετίζονται άλλοτε λιγότερο ή περισσότερο με το εν λόγω έργο και την παρούσα μετάφραση, αλλά σε κάθε περίπτωση μας εισάγουν στον ευρύτερο στοχασμό του Ρωμαίου, όπως μαρτυρούν και κάποιοι επιμέρους τίτλοι: «Κικέρων ο φιλόσοφος», «To De finibus bonorum et malorum», «Ο Κικέρων μετά το De finibus», «Ο ακαδημεικός σκεπτικισμός του Κικέρωνα», «Η ηθική του Κικέρωνα». Εκεί ο Καραμανώλης θα επιχειρήσει να σκιαγραφήσει και τον τρόπο με τον οποίο ο Κικέρων σε άλλα κείμενά του (Tusculanae disputationes, De officiis) κινητοποιείται να υπερβεί την αμφιβολία που εκφράζει στο τέλος του De finibus και πώς η σκεπτική φιλοσοφική στάση του εφαρμόζεται στην ηθική συζήτηση: στο Tusculanae disputationes o Κικέρων θεωρεί ότι «οι στωικοί έχουν δίκιο να ισχυρίζονται ότι η ευτυχία είναι στο χέρι μας», εντούτοις δεν συντάσσεται συνολικά με τους στωικούς, αλλά με μία θέση που αυτή υποστηρίζουν και μάλιστα φροντίζοντας να υπογραμμίσει πως ουσιαστικά πρόκειται για μια σωκρατική θέση. Έτσι «η έρευνα του De finibus για το summum bonum ή το finis bonorum λαμβάνει ένα πρώτο τέλος στις Tusculanae disputationes V. Ως finis bonorum, ύψιστο αγαθό, αναγνωρίζεται το ηθικά ορθό (honestum), η ηθική αρετή (honestas) και μόνο» (σ. 52). Ωστόσο «η δέσμευσή του στη θεωρία που παρουσιάζεται και ενστερνίζεται είναι περιορισμένη, μόνο στον βαθμό που κρίνει πως είναι πειστικότερη από τις ανταγωνιστικές ως προς αυτή θεωρίες, αλλά όχι βέβαιη, πράγμα που σημαίνει ότι η συζήτηση και η έρευνα για το θέμα δεν έχουν τελειώσει. Ο ίδιος έχει τις αμφιβολίες του· ποτέ δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο ένας στωικός για μια θεωρία της σχολής του. Αυτό είναι σήμα κατατεθέν του ακαδημεικού σκεπτικού [του Κικέρωνα]» (σ. 56), γιατί ο Κικέρων, ακόμη και όταν συντάσσεται σε κάποιον βαθμό με μία θέση, φροντίζει να δηλώνει πως παραμένει ζητητικός και με την έννοια αυτή απορητικός. Ο μεθοδολογικός σκεπτικισμός τού επιτρέπει να συντάσσεται με απόψεις που θεωρεί πειστικές, αλλά ταυτόχρονα να αφήνει ανοιχτή την πόρτα ενός περαιτέρω ελέγχου.

Το De finibus συγκαταλέγεται στα πολυτιμότερα κείμενα της αρχαίας ηθικής φιλοσοφίας όχι μόνο ως βασική πηγή των ελληνιστικών ηθικών θεωριών, αλλά και για την ενδελεχή διερεύνηση των ηθικών ερωτημάτων και των δυνατών απαντήσεων, η οποία εμπλέκει τον αναγνώστη με τρόπο ανάλογο των σωκρατικών διαλόγων.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το άρτιο της μετάφρασης, το εισαγωγικό κείμενο, το πλήθος των υποσημειώσεων, η βιβλιογραφία, ο κατάλογος των φιλοσοφικών όρων (των λατινικών και των αντίστοιχων αρχαιοελληνικών) και το ευρετήριο καθιστούν την έκδοση ιδανικό εργαλείο για όσους θέλουν να έρθουν σε επαφή με τα σημαντικά ερωτήματα της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής σκέψης ή να εμβαθύνουν περαιτέρω σε αυτά.

 

 

* O Παναγιώτης Τσιαμούρας είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top