Fractal

Ζυμώσεις καθημερινότητας στη φορτισμένη δεκαετία του ’60

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Μένης Κουμανταρέας, “Τα μηχανάκια”. Εκδόσεις Πατάκη. Αθήνα,  2019

 

Κάθε γενιά, ειδικά στον περασμένο αιώνα,  έγινε συχνά αντικείμενο και στόχος των πεζογράφων και λιγότερο των ποιητών, όπως με τη σειρά τους και πολλοί πεζογράφοι ομαδοποιήθηκαν, αργότερα, κάτω από ένα τίτλο που παρέπεμπε σε μια δεκαετία ή μια αντίστοιχη γενιά. Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και ακόμα χειρότερα ο εμφύλιος σπαραγμός που ακολούθησε στα χώματά μας, μια ολόκληρη δηλαδή δεκαετία πλήρους αποσυντονισμού και διάλυσης του κοινωνικού ιστού, εγκατέλειψαν τη χώρα έρμαιο και τρομακτικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι πεζογράφοι μας δε έμειναν αμέτοχοι σε αυτή την προσπάθεια αέναης ανάκαμψης από την δεκαετή λαίλαπα.  Ο Μένης Κουμανταρέας (1931-2014), βίωσε αυτές τις καταστάσεις αλλά άρχισε να κάνει την δημόσια εμφάνισή του αργότερα, στα τριάντα του περίπου  χρόνια, με την συγκεκριμένη συλλογή. Αναφερόταν προφανώς σε χαρακτήρες της δεκαετίας του ’60, που προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν στην παραπαίουσα πραγματικότητα. Η αστυφιλία της δεκαετίας βρισκόταν σε δρομολογημένη εξέλιξη, η αντιπαροχή και τόσα άλλα που γράφτηκαν κατά κόρον τα προηγούμενα χρόνια. Οι νέοι της, όμως, είχαν βαρύ παρελθόν. Πολλοί είχαν φυλακιστεί, συγγενείς τους είχαν υποφέρει ή εξαφανισθεί από αλλότριους και εσωτερικούς εχθρούς  και τώρα, θέλοντας και μη, βρίσκονταν μπροστά σε μια καινούργια κατάσταση πλήρους αβεβαιότητας. Όμως όλα αυτά έμειναν στην ιστορία, έστω την πρόσφατη. Μπροστά τους απλωνόταν μια άλλη πραγματικότητα την οποία έπρεπε να κατανοήσουν και φυσικά να χειριστούν με επιτυχία τις όποιες ευκαιρίες που θα ανοίγονταν μπροστά τους. Οι έννοιες του ναζισμού και του φασισμού, είχαν δώσει τόπο στην ιστορία και σε άλλα προβλήματα που εντοπίζονταν περισσότερο στην ατομικότητα, την προσωπικότητα ενός εκάστου και τη διαμόρφωσή της. Μαζί με αυτούς ακολούθησαν οι λογοτέχνες, σε παράλληλη πορεία με τους δημοσιογράφους, τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους.

Αυτή η περιβόητη δεκαετία του ’60, ξεδιπλώνεται ηθογραφικά και κοινωνιολογικά από το παραπάνω βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα.  Ο Αναστάσης στα «Μηχανάκια», γεννημένος στην προηγούμενη δεκαετία, εκείνη του ’50, τώρα είναι έφηβος. Ο πατέρας του προσπαθεί να ζήσει την οικογένειά του με το να δραστηριοποιείται στο λιανικό εμπόριο, λίαν κοινό επάγγελμα και απασχόληση στη συγκεκριμένη δεκαετία. Η μητέρα ανύπαρκτη στις σελίδες της καθημερινότητας. Δεν είχε δικό της όνομα, αλλά όμως διέθετε σπίτι από την προίκα της και τούτο μετρούσε σε πολλά. Ο Μένης Κουμανταρέας στα  «Μηχανάκια» του, προσπαθεί να έρθει κοντά στη νεολαία που δίνει τον αγώνα  της ωρίμανσης και ανεύρεσης σκοπού σε μια εποχή που όλα άλλαζαν αργά, αλλά δραματικά. Η κοινωνία είχε αισθανθεί στο πετσί της την αστυφιλία, την ανοικοδόμηση της πρωτεύουσας μέσω της αντιπαροχής, παλιές γειτονιές άλλαξαν και άλλες νέες δημιουργούνταν,  το παλιό έδινε τη θέση του στο καινούργιο και μαζί με όλα αυτά και οι αγωνίες των νεαρών χαρακτήρων των διηγημάτων του Κουμανταρέα. Ο  Αναστάσης στα «Μηχανάκια», εισέρχεται στον τόσο δημοφιλή κόσμο των καφενείων, σε ένα ξένο στην ουσία περιβάλλον γι’ αυτόν, αφού και εκεί δυσπνοούσε και προσπαθούσε να βρει διέξοδο, αποστασιοποιημένος από τα μέλη της οικογένειάς του, τους δύσκολους στην ανεύρεση φίλους και τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο. Στο αμέσως επόμενο μικρής έκτασης διήγημα, το «Λουτρό», ο  Χαράλαμπος,  παρά την προσπάθειά του «… να πετάξει ένα ανάθεμα και να φύγει…’,  βρίσκεται «πνιγμένος» στα πολυεπίπεδα γρανάζια της μάνας του  ερχόμενος με δραματικό τρόπο απέναντι στην περίεργη, ακραία και  παθολογική μητρική στοργή.  Ακόμα και η θητεία του, όσο και αν προοιωνιζόταν  ευκαιρία και «… δώρο από τον ουρανό να ξεκόψει από τον εφιάλτη του σπιτιού του…», αποδείχτηκε εν τέλει ανίκανη.

Ο Κίτσος, με τη σειρά του,  στην «Επαρχία Λοκρίδος»,  ενηλικιώνεται και ταυτόχρονα βυθίζεται ολοένα και πιο πολύ στον βρώμικο βούρκο της ελληνικής επαρχίας, χωρίς διαφαινόμενη σχισμή απόδρασης απ’ εκεί.  Όλα αυτά μέσα σε ένα μετεμφυλιακό κλίμα έντονων πολιτικών αντιπαλοτήτων, με τους μισούς να ψηφίζουν Φιλελεύθερους και τους υπόλοιπους Συναγερμό, τη μητέρα εδώ κυριολεκτικά  να είναι «ανύπαρκτη»,  τον πατέρα να προσπαθεί να νουθετήσει το γιο του,  έρχονται σε συνεχή βάση στο προσκήνιο οι γλωσσικές προτιμήσεις, οι δημόσιοι υπάλληλοι της εποχής με τις μικρότητές τους, οι εθνικές γιορτές με τους πανηγυρικούς λόγους, οι προσπάθειες των ξένων δυνάμεων για αποτελεσματικότερο έλεγχο της χώρας με τους πολίτες να βρίσκονται διαχρονικά χωρισμένοι σε αγγλόφιλους, ρωσόφιλους και γαλλόφιλους, για την εποχή φυσικά που αναφέρεται ο Κουμανταρέας στο βιβλίο, γιατί οι Αμερικανοί δεν  είχαν έρθει τότε με δυναμικό τρόπο στο προσκήνιο και εις τα καθ’ ημάς, κοινώς για την νεότερη ελληνική ιστορία με τα σκάνδαλα, τα ρουσφέτια, τη φαυλοκρατία και  τις εκλογές, τουτέστιν για όλα εκείνα που  σε μικρό χρονικό διάστημα θα έδιναν τη θέση τους στην επταετή δικτατορία.  «…Πως είναι δυνατό μια επανάσταση να πετύχει τους σκοπούς της, όταν σήμερα εμείς τη διδάσκουμε λαθεμένα και μονόπαντα, τονίζοντας μόνο τον αγώνα ενάντια στον Τούρκο, παραλείποντας τη μάχη την ουσιαστική  που στάθηκε η αντίσταση του λαού και των φωτισμένων απέναντι στους ευγενείς και το σκοταδισμό», λέει σε λόγο-ποταμό  σε εθνική εορτή ο δάσκαλος του χωριού.

 

Μένης Κουμανταρέας

 

Στο τελευταίο διήγημα, τη «Δόξα του σκαπανέα», ο Δημητρούλης Καρδακαρέας, ασουλούπωτος φαντάρος, υπενθυμίζει με έναν γλυκόπικρο τρόπο στους μεγαλύτερους  εκείνες τις δεκαετίες την προσαρμογής των νεοσυλλέκτων στον κυκεώνα του στρατού, ο οποίος ενείχε και σωφρονιστικό συν τοις άλλοις χαρακτήρα και κυρίως την ατμόσφαιρα της σιδηράς πειθαρχίας την οποία προσπαθούσε με κάθε τρόπο να επιβάλλει. Οι σκαπανείς σημειωτέον υπήρξαν, παλιότερα, ξεχωριστή ειδικότητα στη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας.

Με τη συλλογή αυτή των τεσσάρων διηγημάτων, τα «Μηχανάκια», ο Μένης Κουμανταρέας έκανε το 1962 την πρώτη του παρουσία στο αναγνωστικό κοινό και στην ελληνική πεζογραφία. Η συγκεκριμένη δεκαετία ήταν σημαδιακή για την νεότερη ελληνική ιστορία. Οι πολίτες, κυρίως οι νέοι, προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν σ’ έναν δύστροπο κόσμο που βρέθηκε μπροστά τους δίχως τη δική τους ευθύνη και μέσα στον οποίο, όμως, καλούνταν τώρα να συνεχίσουν να επιβιώνουν. Τα όσα συσσώρευσε εκείνη η περίοδος ήρθαν στην επιφάνεια λίγο μετά, με τους λογοτέχνες φυσικά να ακολουθούν κατά πόδας. Τα τέσσερα κείμενα σε αυτή τη συλλογή διακρίνονται από τον άκρατο ρεαλισμό τους, απεικονίζοντας το κλίμα της εποχής όπου μεγαλύτερο  βάρος δίνουν οι ήρωες του συγγραφέα σε  τρέχοντα καθημερινά προβλήματα, όπως στη σχέση τους με τους γονείς, τους φίλους, τους συμμαθητές, το αντίθετο φύλο και δείχνοντας ότι μάλλον διατηρούν μια κάποια απόσταση  από πολιτικές ή ιδεολογικές ζυμώσεις, στις οποίες θα εμβαπτισθούν κάποιοι άλλοι, αργότερα, στην περίοδο της επταετούς δικτατορίας και στη δεκαετία του 1970.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top