Fractal

«Στα βήματα της θεάς»

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

Ποιητικές ανιχνεύσεις στο βιβλίο του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου «Τα μεροκάματα ενός έρωτα», Εκδόσεις Εντευκτηρίου

 

  1. Θέμα η γλυκιά ουτοπία του έρωτα:

Πόσο ερωτικός είναι ο χώρος ενός εργοστασίου; Ποια κοινά στοιχεία υπάρχουν ανάμεσα σ’  ένα ερωτικό ημερολόγιο και μια ποιητική συλλογή; Αν αυτές οι ερωτήσεις σάς φαίνονται παράξενες, δεν έχετε παρά να διαβάσετε το πέμπτο  ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Παπαστεργίου «Τα μεροκάματα ενός έρωτα». Στο εξώφυλλο εικόνες προπαγανδιστικών εντύπων του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου δείχνουν τους εργάτες να τρώνε στο διάλειμμά τους, με χαμόγελα. Ένας άντρας και μια γυναίκα καθισμένοι πολύ κοντά μοιράζονται στιγμές ανεμελιάς. Άραγε, είναι τόσο ευχάριστη η ζωή στα εργοστάσια;

Το πρώτο κιόλας ποίημα με εντυπωσίασε: Ο ποιητής Δημήτρης Παπαστεργίου εκφράζει το ανέφικτο του έρωτα που συγκλονίζει την ψυχή του. Ποιος μπορεί να πει με αλάνθαστη βεβαιότητα τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, όταν κάτι γεννιέται κι ωριμάζει έστω και μόνο μέσα στο μυαλό μας; Όμως καθένας άνθρωπος δικαιούται να ονειρεύεται και να πλάθει δικούς του ιδανικούς κόσμους. Αλίμονο αν είχαμε λογοκρισία ακόμα και στο όνειρο! Ο ποιητής διεκδικεί το δικό του μερίδιο στην ουτοπία, δανειζόμενος τους στίχους του Edgar Allan Poe:

All that we see or seem

is but a dream within a dream

(Όλα όσα βλέπουμε ή μοιάζουν

δεν είναι παρά όνειρο μέσα σ’ όνειρο)

 

  2.Μια αγαπημένη με χίλια πρόσωπα:

  Ο έρωτας του Δημήτρη Παπαστεργίου είναι επίμονος, θερμός, γεμάτος νεανικό σφρίγος κι ενθουσιασμό. Είναι ένας έρωτας δυναμικός που κατακλύζει το μυαλό του, γεννώντας διαρκώς νέες σκηνές στο δικό του γλυκό παραμύθι:

   Η αγαπημένη του είναι ασφαλώς μια επίγεια θεά. Κάθεται στο προαύλιο του εργοστασίου και καπνίζει, καθισμένη πάνω σε μια πλαστική κλούβα, αλλά στη δική του φαντασία η κλούβα είναι ένας θρόνος, ένας ιερός βωμός. Τα πάντα εξυψώνει κι εξαγνίζει ο έρωτας, ακόμα και τα πιο ευτελή, αντιποιητικά υλικά. Ακολουθεί την αγαπημένη του με την αφοσίωση του πιστού. Καμιά λεπτομέρεια δεν περνάει απαρατήρητη. Γνωρίζει πως δεν μπορεί να την αγγίξει. Άλλωστε, είναι βέβηλη πράξη να απλώσει κανείς τα χέρια στη θεά. Αρκείται να την κοιτάζει, να την ακολουθεί, να τη μυρίζει, να την ονειρεύεται και να την ποθεί. Ο χρόνος στη συνείδηση του ποιητή μετριέται ανάλογα με το πόσο συχνά βλέπει την αγαπημένη του. Να, λοιπόν, που η εργασία είναι γι’ αυτόν ιδιαίτερα ευχάριστη, αφού μόνον εκεί μπορεί να βλέπει την καλή του:

Το πρόσωπό σου έχω καλαντάρι,

γιορτάζω τις εργάσιμες

θλίβομαι τις αργίες

(από το ποίημα «Καλαντάρι»)

Η αγαπημένη του γίνεται ξάφνου μια ταξιδιώτισσα, που επιβαίνει στον «Μεγάλο Ανατολικό». Οι ατίθασες μπουκλίτσες της ξεχύνονται από το καπελίνο της. Φοράει ρούχα, καλσόν κι εσώρουχα εποχής κι η κινηματογραφική σκηνή δεν αργεί να στηθεί, με ερωτικές περιπτύξεις και φωνούλες  που σμίγουν με τις ψηλές νότες των τενόρων της οπερέτας. Στους στίχους του Δημήτρη Παπαστεργίου διακρίνω γόνιμη ποιητική φαντασία και σκηνοθετική τόλμη:

Στο σαλόνι “ bella  figlia dell amore”

στους λοβούς σου το κρεσέντο του τενόρου,

στο καπελίνο αυθάδικες ν’ αποστατούν οι μπούκλες,

οι γάμπες σου ακυβέρνητες,

μικρή μου ζιγκολέτα,

λαχανητά,

κραυγούλες

και τα επιφωνήματα

εν πλήρει αρμονία

(από το ποίημα «Πικάντικη οπερέτα»)

Άλλοτε η καλή του είναι μια μικρή πόρνη που μετράει με χαρά τα χρήματα που πήρε από τους πελάτες της. Μνημονεύοντας στίχους του ποιητή Ezra Pound, πλάθει ξανά το δικό του σενάριο:

Και τότε, σε φαντάζομαι στου Πάουντ το νησί

να του ζητάς λίγο καπνό, με δύο πουτανάκια

(το ένα τα μαλλάκια του να φτιάχνει στη βιτρίνα

και τ’ άλλο ξέχειλο καθάρια προστυχιά).

 

Μετά, απέναντι απ’ το καπνοπουλειό του Έζρα

να στρίβεις το τσιγάρο σου με νάζι στη λιακάδα

αδιάφορη ποιον έχεις ξεμυαλίσει.

 

Ανέμελη τα γόνατά σου ανοιγοκλείνεις

κι ενώ, άθελά σου, το βρακάκι σου μοστράρεις,

σε βλέπω να καπνίζεις φυσώντας συννεφάκια.

(από το ποίημα «Το καπνοπουλειό»)

Μα, ποια είναι αυτή η γυναίκα που κυρίευσε αμαχητί την καρδιά του, χωρίς η ίδια να το επιδιώξει, χωρίς καν να το γνωρίζει; Τα πάντα περιστρέφονται γύρω της. Τα πάντα αποκτούν αξία, γιατί αυτή τα άγγιξε και τα μάγεψε. Κι όμως, η αγαπημένη του δεν είναι εξαιρετικά όμορφη. Δεν είναι καν νέα. Είναι μια γυναίκα μεσόκοπη, με σύζυγο και δυο παιδιά. Στα δικά του μάτια είναι όμως μια νεράιδα κι αυτός στην άκρη του ραβδιού της περιμένει με αγωνία το μαγικό της άγγιγμα, για να σωθεί. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να γράψει κανείς ερωτική ποίηση, χωρίς λεπτομερή περιγραφή της αγαπημένης του και χωρίς να ψελλίσει ούτε μια φορά το όνομά της! Ο ποιητής μας το καταφέρνει κι έχω την αίσθηση ότι αυτή η μεθοδευμένη παράλειψη ενισχύει την περιέργεια του αναγνώστη.

Κάθε κίνηση της καλής του σημαίνει κάτι. Τα πάντα γύρω της διαποτίζονται από την ενέργεια της παρουσίας της. Παίρνουν κάτι από το άγγιγμά της. Αποκτούν κάτι το σημαντικό, το -σχεδόν- ιερό. Έτσι τα απλά υλικά που χρησιμοποιούνται στο εργοστάσιο γίνονται στα χέρια της καλής του ιερά σκεύη, που μόνο με δέος μπορεί κανείς να τα αγγίξει. Τα θωπεύει κρυφά με αργές, σχεδόν τελετουργικές κινήσεις. Μυρίζει τον αέρα γύρω της και προσπαθεί ν’ αποτυπώσει στο μυαλό του κάθε μικρή λεπτομέρεια του προσώπου της. Γνωρίζει τις μικρές κι ανεπαίσθητες ρυτίδες της, τη λάμψη του ιδρώτα στον λαιμό της, πώς τινάζει τα μαλλιά της όταν βγάζει τον σκούφο της. Άθελά μου, αναζητώ τους πασίγνωστους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη στο  «Μονόγραμμα»:

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαϊδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το τι και το ε

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου

 

 

 3.Ένας δειλός, ανεπίδοτος έρωτας.

O έρωτας στην ποίηση του Δημήτρη Παπαστεργίου, απογυμνωμένος από τον πνευματικό του μανδύα, λατρεύει το σώμα και δεν επιδιώκει – φανερά τουλάχιστον- τη σύζευξη των ψυχών. Νομίζω όμως πως θα ήταν άδικο να τον ονομάσουμε σαρκικό ή πρωτόγονο, εφόσον αυτός ο χαρακτηρισμός ενδέχεται   να παραπέμπει σε κάτι το φτωχό και ταπεινό. Το ποιητικό υποκείμενο λατρεύει τη γυναίκα που του έκλεψε την καρδιά. Της αφοσιώνεται με απίστευτη εμμονή. Παρόλα αυτά, δεν την ενοχλεί. Αναρωτιέμαι αν κρατάει μια απόσταση ασφαλείας φοβούμενος την απόρριψη ή για να μην την ταράξει άσκοπα, διαισθανόμενος τους κοινωνικούς περιορισμούς. Κάποιες φορές, είναι προτιμότερη η εκ των προτέρων αποδοχή της ήττας που μας εγκλωβίζει σε έναν ασφαλή μικρόκοσμο αυτολύπησης, από την ανοιχτή μάχη που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διατάραξη της γνωστής και βολικής μας ζωής. Για τον εγκλωβισμό στον ασφαλή  «ιδιόκτητο» βυθό μας, ας θυμηθούμε τους υπέροχους στίχους:

[…]

Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.

(Γιάννης Βαρβέρης, «Πιάνο βυθού» 1991)

Είναι λοιπόν ένας έρωτας ανέφικτος και κυρίως ανεπίδοτος. Ενώ είναι αληθινός, δεν εκφράζεται, δε διεκδικεί να βγει στο φως. Κρυμμένος στα κατάβαθα της ψυχής σιγοκαίει και κανείς δεν υποψιάζεται την ύπαρξή του. Εκρήγνυται αθόρυβα στα βάθη του μυαλού, ξεσηκώνοντας την ψυχή και το σώμα, μεθώντας τις αισθήσεις, παρακάμπτοντας τη λογική. Θαυμάζω την εκφραστική τόλμη του ποιητή, στα σημεία που μιλάει σαν ασυγκράτητος έφηβος:

Η σάρκα σου αναστατωμένη

αφυπνισμένη ερωτικά

-γλουτοί, αιδοίο, γόνατα

μηροί, κοιλιά, στηθάκια-

(από το ποίημα «Υπόνοια – Purgatory»)

 

Σε όλες άλειψα με λάδι το κορμί σου

λαίμαργα φάγαμε καρπούζι σαν αγρίμια

ολόγυμνη γυαλιστερό σ’ ατένισα κοχύλι

σ’ όλες σου έκανα έρωτα, εκεί που σκάει το κύμα

(από το ποίημα «Κοινωνικός τουρισμός»)

 

Το πρωί στη δουλειά είδα μια λεπτομέρεια

από το λουλουδάτο δαντελένιο εσώρουχό σου

λουλούδια του παράδεισου

(από το ποίημα «Μια μέρα στη δουλειά»)

 

Να πέθαινα

επάνω σου,

στο αποκορύφωμά μας

σε ερωτικό ατύχημα και πλήρης ηδονών.

(από το ποίημα «Πλήρης ηδονών»)

 

Είναι οι ηράκλειες στύσεις μου,

πελώριες σαν του Γιβραλτάρ

τις φημισμένες στήλες.

(από το ποίημα «Παραμυθολογία»).

Πυροτεχνήματα, λάμψεις και κρότοι πλαισιώνουν την ανάσταση του έρωτα, που θριαμβευτικά νικά τη φθορά του θανάτου. Παραφράζοντας το «Θανάτῳ θάνατον πατήσας», ο αναστημένος έρωτας του Δημήτρη Παπαστεργίου αναδύεται από τα σκοτάδια της μίζερης καθημερινότητας, λαμπερός, εορταστικός και πάντα όμορφος. Το πρόσωπο της μυστηριώδους γυναίκας που συγκλονίζει την ύπαρξή του, το όνομά της που παραμένει ως το τέλος του βιβλίου μυστικό, μα κυρίως, το θεϊκό, αν και μεσόκοπο κορμί της, ξυπνούν μέσα του τη χαρά της ζωής.  Άλλωστε, έτσι βιώνεται συνήθως ο έρωτας: Σαν ένας μικρός θάνατος και μια μικρή ανάσταση. Ο ποιητής τον δοξάζει. Θαυμάζει τη λαμπρότητά του και την ικανότητά του να ρίχνει άπλετο φως στα σκοτάδια της ζωής.

Η άνοιξη γιορτάζει ξανά κι η φύση ομορφαίνει μετά τη φθορά του χειμώνα. Ο ποιητής καλεί νοερά την αγαπημένη του έξω στα χωράφια, εκεί όπου ανθίζουν τα λουλούδια κι όλα τα ζώα, μικρά και μεγάλα, ζευγαρώνουν ελεύθερα. Την καλεί σε ένα ζευγάρωμα παθιασμένο, παραμερίζοντας τους ηθικούς φραγμούς που η κοινωνία επιβάλλει.

 

  4.Τολμηρές ποιητικές πρωτοτυπίες:

Το βιβλίο του Δημήτρη Παπαστεργίου αποτελείται από 37 ολιγόστιχα ποιήματα που ο αναγνώστης χαίρεται να διαβάζει ξανά και ξανά. Συνήθως, στις μονοθεματικές συλλογές, είναι δύσκολο να κρατήσει κανείς αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Νομίζω ότι τα ποιήματα θα μπορούσαν να παρουσιαστούν άτιτλα και με αρίθμηση, ως μέρη ενός μεγάλου σπονδυλωτού ποιήματος. Σ’ αυτό το ερωτικό ημερολόγιο που μετατρέπει ένα εργοστάσιο σε ναό του έρωτα, έχω την άποψη πως δε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προσδιορισμοί μιας γραμμικής χρονικής εξέλιξης, που θα έδιναν την εντύπωση της αρχής, της μέσης και του τέλους. Χωρίς ημερομηνίες, έχει κανείς την αίσθηση ότι ο διακαής έρωτας του ποιητή διαρκεί έξω από τα φυσικά όρια της αφήγησης. Φανταζόμαστε τον ποιητή να ακολουθεί παντού την αγαπημένη του και μετά το τέλος του βιβλίου, γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή εξέλιξη στην ιστορία. Μοιάζει σαν να έχει  παγώσει ο χρόνος.

Η καλή του κινείται στον χώρο ανάλαφρα σαν νεράιδα του παραμυθιού. Είναι ένα βουβό μυστηριώδες πρόσωπο. Άλλα βουβά πρόσωπα είναι ο σύζυγος της αγαπημένης του, ο γιος της, η κόρη της, ο επιστάτης του εργοστασίου, το αφεντικό κι ένας νεοφερμένος εργάτης. Κανείς τους δε φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στις μικρές του ιστορίες. Είναι σαν να μας λέει ο ποιητής ότι ο κόσμος γύρω του χάνεται και σβήνει, γιατί έχει μάτια μόνο για την καλή του.

Ο ποιητής αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να περιορίσει τη δράση μέσα στον χώρο του εργοστασίου. Ένα εργοστάσιο καλύπτει πολύ χώρο, όμως ο υπόλοιπος του είναι παντελώς άχρηστος: Επικεντρώνεται στην καλή του και μόνο στο σημείο που εκείνη εργάζεται. Για να διανθίσει την αφήγηση με πιο ενδιαφέροντες χώρους, από τη μια την καλεί ερωτικά στα χωράφια όπου όλα ανθίζουν και λουλουδιάζουν, κι από την άλλη, την ακολουθεί με τη φαντασία του στην αγορά, στον μανάβη και τον χασάπη, αλλά και στις όμορφες ακρογιαλιές, όπου κάνει τις διακοπές της. Αλλού τολμά να σκηνοθετήσει έναν εντελώς δικό του χώρο, μεταφέροντας τη δράση με τη φαντασία του πίσω στον χρόνο και πάνω σε ένα πολυτελές κρουαζιερόπλοιο. Με το τέχνασμα αυτό, ούτε εγκαταλείπει τον χώρο του εργοστασίου – αυτό ίσως θα σήμαινε πως μειώθηκε το ενδιαφέρον για την καλή του- ούτε διακινδυνεύει να καταντήσει η αφήγησή του βαρετή κι ανούσια.

Στο ποιητικό του ημερολόγιο, ο Δημήτρης Παπαστεργίου αναζητά τρόπους να καλύψει την απουσία διαλόγου. Ένα έργο που γράφεται με καθαρά αφηγηματικές τεχνικές δεν μπορεί να περιέχει μόνο αφήγηση και περιγραφή.  Αντί για διαλόγους, ο ποιητής, (όπως και πολλοί διηγηματογράφοι), δίνει μονολόγους. Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο έργο ταιριάζουν απόλυτα, γιατί έρχονται να υπογραμμίσουν με πολύ έντονο τρόπο τη μοναξιά του αφηγητή: Η αγαπημένη του ανύποπτη για το δράμα της ψυχής του παραμένει αμέτοχη μέχρι το τέλος.  Για τον λόγο αυτό, μουρμουρίζει μόνος του τα λόγια που της αναλογούν, αυτά που ως υποτιθέμενη πόρνη, δήθεν, λέει:

«Πάλι με έριξε η τσατσά».

«Γκαρνταρόμπα κάνε χώρο».

«Τελειώνει γρήγορα ο όμορφος ξανθός·  γαμώτο».

«Με γεια σου κούκλα μου, οι κόκκινες οι γόβες».

«Όμορφα που μοσχοβολούν τα νέα παλικάρια!»

«Για τον πελάτη που ‘φυγε σφυρίζοντας,

παλιόχαρτα,

σας ρίχνω στη φωτιά».

(από το ποίημα «Ημέρα πληρωμής»)

Αλλού, μιμείται τις φωνές των εμπόρων της αγοράς, που την καλησπερίζουν. Θα ήθελε να είχε το θάρρος να την κολακέψει κι αυτός:

«Τι θα ήθελε η κυρία»

«Κάθε φορά που έρχεστε, το μαγαζί ομορφαίνει».

«Τα πιο εκλεκτά για εκλεκτές κυρίες σαν κι εσάς».

(από το ποίημα «Μια μέρα στη ζωή σου»)

Σημαντικά στοιχεία της ποιητικής τέχνης του Δημήτρη Παπαστεργίου είναι ο απλός, ανάλαφρος κι ανεπιτήδευτος λόγος, η φαντασία που πλάθει με κινηματογραφικό τρόπο ολόκληρα σενάρια, η αφοπλιστική ειλικρίνεια, η χαμηλόφωνη αφήγηση που αποκτά την αξία εκμυστήρευσης, μα κυρίως αυτή η “σκανταλιάρικη υπερένταση” που διαφαίνεται παντού πίσω από τα λόγια του, στοιχείο “εφηβικής πονηριάς” κι ευφυΐας. Ο ποιητής μέσα από μάτια νεανικά που δε γερνούν, βλέπει τον έρωτα σαν παιχνίδι. Είναι το αιώνιο παιχνίδι της ζωής.

 

 

* Ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top