Fractal

Γεράσιμος Δενδρινός: Κριτικά Φύλλα Απριλίου 2019: (16)

 

 

Εύα Στάμου, “Τα κορίτσια που γελούν”, Αρμός, Αθήνα 2018.

 

 

Α]. ΤΟ ΠΛΟΥΣΙΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΗΣ: Η Εύα Στάμου, γεννημένη στην Αθήνα, διαθέτει πλούσιο βιογραφικό, με ανώτατες σπουδές στην Αγγλία, σχετικές με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία (διατριβή για τη συγκρότηση της προσωπικότητας), εργάστηκε στην Πρότυπη Ψυχιατρική κλινική του Γιορκ και δίδαξε Ψυχιατρική Ηθική στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Σήμερα εργάζεται στην Αθήνα ως ψυχοθεραπεύτρια ατόμων και ζευγαριών. Μέχρι στιγμής, το σπουδαίο συγγραφικό της έργο είναι το εξής: Τα μυθιστορήματα Ελιγμοί 2004 και Ντεκαφεϊνέ 2005 από την Οδό Πανός, Εθισμός, 2011 και τη συλλογή διηγημάτων Μεσημβρινές συνευρέσεις από το Μελάνι 2009, το δοκίμιο «Η Επέλαση της ροζ λογοτεχνίας», Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2014, (πρώτη φορά στη χώρα μας έχουμε μια σοβαρή, εμπεριστατωμένη δουλειά για τα καθορισμένα όρια μεταξύ παραλογοτεχνίας και λογοτεχνίας), τα μυθιστορήματα Η Εκδρομή, το 2016 και πέρσι Τα Κορίτσια που γελούν από τον Αρμό 2018.

 

 

Β]. Τα κορίτσια που γελούν, Αρμός, 2018. Πριν καταθέσουμε την άποψή μας για τα κείμενα της συλλογής, ας προσθέσουμε πως αυτή η έκδοση είναι σαφώς πιο επιμελημένη από εκείνη του μυθιστορήματος Η Εκδρομή από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, ένα βιβλίο που κοσμεί, όπως όλα τα βιβλία της Εύας Στάμου, την νεότερη πεζογραφία μας. Στα Κορίτσια που γελούν η Στάμου αποδεικνύεται και πάλι ικανή χειρίστρια του λόγου, τόσο στο διήγημα, όσο και στη νουβέλα. Το βιβλίο δομείται από τα διηγήματα: «Ένα τέλειο σχέδιο», «Θερμοκοιτίδα», «Τα κορίτσια που γελούν», «Η κυρία με το καπέλο» και δύο νουβέλες: «Το δείπνο», και «Βοστόνη». Ας δούμε τα θέματα του βιβλίου: * 1]. Στο «Ένα τέλειο σχέδιο», κυριαρχεί η Αλίκη από το Χαλάνδρι (χωρισμένη από τον σύζυγό της τον Νίκο με μια κόρη, τη Δήμητρα που σπουδάζει βιολογία στο Λονδίνο. Η Αλίκη θέλει να κάνει οπωσδήποτε έναν φόνο και επιλέγει πρόσωπα, όπως, έναν τυχαίο, τον επιστάτη του σχολείου ή και την πεθερά της… Η φιλική σχέση με την Αμάντα, μια υπάλληλο καλλυντικών, που της προτείνει προϊόντα μακιγιάζ, και η σκέψη να γίνει αυτή δολοφονικός στόχος, της δημιουργεί ανησυχία, όπως και στη μητέρα της Αλίκης όταν την βλέπει μεταμφιεσμένη σαν αγόρι με την περούκα. Η καταδίωξη της υπαλλήλου και η διαπίστωση της Αλίκης πως η Αμάντα είχε δεσμό μ’ έναν μεγαλόσωμο νέο, αλλά το αναπάντεχο συμβάν με την πλανόδια πωλήτρια, την Κατερίνα, από την οποία αγόρασε τελικά το περιοδικό Ελπίδα, συνδυάζοντας την αγορά με την απόπειρα να ρίξει την πωλήτρια στις γραμμές του συρμού, η καταδίωξή της και η αποκάλυψη πως τελικά ο μεταμφιεσμένος ήταν γυναίκα (ομολογουμένως, ένα εξαιρετικό εύρημα για την ολοκλήρωση του διηγήματος), είναι (αν και θέμα ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο, τόσο εύστοχα δομημένο με απροσδόκητο τέλος), αυτό το γλίστρημα από το κορυφαίο-εξωπραγματικό γεγονός στην τυπική ζωή της μητέρας να επισκεφτεί την επομένη το σουπερμάρκετ για να αγοράσει κάποια τρόφιμα για την κόρη της, τη Δήμητρα, που θα επέστρεφε από την Αγγλία. * 2]. Στην «Θερμοκοιτίδα» το ντεκόρ είναι το Λακκί της Λέρου με τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες. Γνωριμία της Ντίνας με την ψυχολόγο, την Άννα, που είχε καταφθάσει στο νησί για αξιολόγηση και παρατηρούσε από απόσταση τις σκηνές της σίτισης, είναι υποδειγματικά καταγεγραμμένες. Η συμπεριφορά των Άγγλων απέναντι στους πεινασμένους, ιδιαιτέρως προκλητική. «…Στη δικιά μας κουλτούρα, πάντα δίνουμε προτεραιότητα στους αδύναμους», σχολιάζει η Άννα. Σκηνή στο Ψυχιατρείο: η Ντίνα και η Άννα να εκτελούν χρέη κηπουρού με κάποιους ασθενείς. Η Κατερίνα, φίλη της Ντίνας, είναι μόνιμη νοσοκόμα εκεί. Η Ντίνα συχνά από το στρατόπεδο των προσφύγων πετάγεται στο Ψυχιατρείο, «Από θερμοκοιτίδα σε θερμοκοιτίδα». Η ψυχολόγος μιλά στους τρόφιμους και στο προσωπικό και πιάνει κουβέντα με μια εξηντάρα με βραχνή φωνή από το κάπνισμα. Το περιστατικό με την ασθενή που εκλιπαρεί την ψυχολόγο να της χαρίσει το βραχιόλι της, είναι ένα εξαιρετικό εύρημα διαχωρισμού των δύο κόσμων: του (υποτίθεται) υγιούς και του ασθενούς. Η Ντίνα και η Κατερίνα οδηγούν την τρόφιμο στο δωμάτιό της. «Τουλάχιστον στο Hot Spot υπάρχει ελπίδα. Εδώ τα πάντα έχουν τελειώσει», αποφαίνεται η ψυχολόγος. Το εύρημα της Στάμου μας κάνει να εικάσουμε διαχωρισμούς που κάνει η ίδια η ζωή: α) οι υγιείς; β) οι καταρρακωμένοι πρόσφυγες, 7) οι ψυχασθενείς, οι οποίοι είναι δυνατόν, ανά πάσα στιγμή, να προέλθουν τόσο από τους υγιείς όσο και από τους πρόσφυγες (το πιθανότερο).

 

 

* 3]. «Τα Κορίτσια που γελούν» είναι ένα σύντομο σχετικό διήγημα που είχαμε θαυμάσει στο περιοδικό Νέα Ευθύνη τεύχος 17, 2013 και που χαρίζει και τον τίτλο στη συλλογή. Εισαγωγή κειμένου: Τα γενέθλια της Μαριάνθης, μιας σαραντάρας καλοβαλμένης που χαμογελούσε σε όλους, η οποία έχει μια κόρη. Χωρισμένη εδώ και τρία χρόνια, βγαίνει ραντεβού μ’ ένα γνωστό, τον Χρήστο, της νονάς της κόρης της, της Ναταλίας, στο Χαλάνδρι, εργασιομανή ανύπαντρο 42 ετών, με πολλές επιτυχίες στις γυναίκες και με σπουδές και δουλειά στο Λονδίνο. Η Μαριάνθη  φτάνει νωρίς στο ραντεβού και καπνίζει μέσα στο αυτοκίνητο. Ο Χρήστος την ειδοποιεί στο κινητό πως την περιμένει στο μπαρ του Α’ ορόφου. Το αλκοόλ χαλαρώνει τον Χρήστο. Η Μαριάνθη είναι ήδη αγχωμένη. Τυπική η συζήτησή τους, έως ότου η Μαριάνθη καταφεύγει στην τουαλέτα για να σκεφτεί. Στο διπλανό τραπέζι κάθισαν δυο ξανθιά νεαρά κορίτσια. Ο Χρήστος  παραγγέλνει και δεύτερο μπουκάλι κρασί (η Μαριάνθη αφέθηκε κι αυτή στο ποτό), και αρχίζει να ανταλλάσσει ματιές με τις κοπέλες, που γελούσαν. Εξαιρετικό το τέλος – η Στάμου αποδεικνύεται σπουδαία γνώστης τόσο της αντρικής όσο και της γυναικείας ψυχής. Η κατακλείδα του κειμένου είναι μια ζοφερή απόδειξη, ένα απαράμιλλο τέλος: «Ήταν η βαθιά, οριστική γνώση ότι η ίδια δεν θα κατάφερνε ποτέ ξανά να νιώσει χαρούμενη κι ανέμελη, ότι δεν θα γινόταν ποτέ ένα από τα κορίτσια που γελούν». 4]. «Το δείπνο» είναι νουβέλα που διαδραματίζεται στην Κοπεγχάγη. Ο Δανός Λαρς, αριστοκρατικής καταγωγής, καλεί την φίλη του τη Λήδα, υπότροφο στο Ινστιτούτο Γυναικείων Σπουδών, σε δείπνο που ίσως να ήταν επίσημο, (κάποιος αρραβώνας με την Χριστίνα; τη φίλη της και υπάλληλο εστιατορίου σε ξενοδοχείο) –  γι’ αυτό και σκέφτηκε η Λήδα να στείλει μια γλάστρα με ορχιδέες. Σε παλιά συνάντησή της Λήδας με τον Λαρς (τα δανέζικά της φτωχά, γι’ αυτό και η συνεννόηση γινόταν στα αγγλικά) αυτός την είχε επικρίνει για την κατάσταση των προσφύγων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα όσα διάβαζε στις εφημερίδες. Ενοχή των Δανών που δεν έκαναν τίποτε για τους πρόσφυγες. Τότε, η πρότασή του για καφέ υποψίαζε τη Λήδα πως υπήρχε κάτι σοβαρό. Ο χαρακτήρας του όμως τον έκανε ιδιαιτέρως αντιπαθή. Η αναπάντητη συνάντησή του με τη Χριστίνα και το δέσιμό της με τον Λαρς ήταν δεδομένο. Το βράδυ του δείπνου την υποδέχτηκε στο σπίτι του Λαρς η Αννέ, φίλη του Λαρς, η κοπέλα του Λίο, παιδικού φίλου του Λαρς. Υπήρχαν εκεί και η Χριστίνα και άλλοι δυο άντρες. Η Λήδα αισθάνεται παγιδευμένη. Παραδεχόταν πως ο Λαρς, λόγω της υπεροψίας του, δεν ήταν καλός για τη Χριστίνα. Το κείμενο εμπλουτίζεται με αναδρομές. Η μητέρα της, η Ελένη, 63 ετών μετά τον θάνατο του συζύγου της απέκτησε ψυχολογικά προβλήματα, ενώ ο γιος της, ο Νικόλας, πήγε στην Αγγλία, όπου παντρεύτηκε, κι έκτοτε η Λήδα είχε αναλάβει τη φροντίδα της μητέρας τους. Κατά το δείπνο, ο Γιόχαν κάθισε δίπλα της. Η Λήδα επιχειρεί μια βαθιά υποθετική ανάλυση του χαρακτήρα του.  Η Χριστίνα τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τη Λήδα σχετικά με τις εμπειρίες της με τους πρόσφυγες ως κοινωνική λειτουργό στη Λέσβο. Μιλάνε για το βιβλίο της Κάρεν Μπλίξεν που η Λήδα δεν μπόρεσε να διαβάσει στα αγγλικά. Η μητέρα του Λαρς ήταν ειδική στο έργο της. Στην κουβέντα συμμετέχει και η Αννέ, η δασκάλα, που σκέφτεται να πάνε με τον Λίο στην Αμερική. Η Λήδα παραξενεύεται που η Χριστίνα θέλει να γνωρίσει τον Λαρς στους δικούς της. Ο Γιόχαν ρωτάει τη Λήδα αν της αρέσει η Κοπεγχάγη. Επιπροσθέτως, μαθαίνουμε πως το όνειρο κάθε Δανού είναι να ζήσει στη Μεσόγειο με τον συνεχή ήλιο. Τέλος του δείπνου. Η Λήδα θυμάται τον Ντίνο, το αφεντικό της Χριστίνας στο εστιατόριο και την καλή άποψη που είχε για την υπάλληλό του. Στον γυρισμό, ο Γιόχαν προσφέρεται να πάει τη Λήδα στο σπίτι της, αλλά αυτή, ενώ αρνείται στην αρχή, στο τέλος αυτός της ζητάει να πάει για λίγο στην τουαλέτα. Η Λήδα θυμώνει πολύ όταν ο Γιόχαν επιμένει να πιει καφέ. Στην ερώτησή του αν της αρέσει, αυτή απαντά κοφτά «όχι». Δοκιμάζει να τη φιλήσει, κι αυτή τον απωθεί. Του ρίχνει τον καφέ στο πρόσωπό του.  Τον απειλεί πως θα βάλει τις φωνές, αν δεν φύγει. Την αποκαλεί λεσβία, κάτι που φαντάζει σαν να ρίχνει το τελευταίο χαρτί για να την κάνει να υποχωρήσει, προσθέτοντας συγχρόνως πως ο Λαρς και η φίλη του γνωρίζουν πως γουστάρει γυναίκες. Η Λήδα, σοκαρισμένη από τη συνωμοσία των φίλων της, του λέει πως θα καλέσει ταξί και τον ρωτάει ποια είναι η διεύθυνσή του. Ο Γιόχαν καταρρέει στο πάτωμα και η Λήδα καλεί την αστυνομία.

 

 

Γ]. ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Η άρτια καταγραφή των ανθρωπίνων σχέσεων, η αδιάκοπη αναμέτρηση της γυναίκας και του άντρα, ή μιας οικογένειας στην οποία η συντροφικότητα και η αγάπη έχουν πια ατονήσει και αποτελματωθεί είναι τα θέματα του βιβλίου. Και τα πρόσωπα επιβιώνουν με συνεχείς αναμετρήσεις, πότε με συμβίωση, με εξωσυζυγική σχέση, με απόρριψη, μέσα στη φθορά της κοινωνικής κι επαγγελματικής ζωής. Το βλέμμα της Στάμου δεν είναι μόνο ντόπιο, αλλά και παγκόσμιο, και η ικανότητά της αυτή απορρέει από τη βαθιά της κατανόηση για τον κόσμο που συνθέτει και αποδομεί τις ερωτικές σχέσεις, στις οποίες η μοναξιά έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Σπανίως συναντάμε σε βιβλία τέτοια άρτια γλώσσα και θέματα τόσο μεστά της σύγχρονης ζωής. Οι διάλογοι είναι σύντομοι και όχι επιπόλαια εκτενείς και τα πρόσωπα πρότυπα. Επίσης, η Στάμου στο βιβλίο της μας μιλά για τον Ελληνισμό της Διασποράς που λόγω ύφεσης-κρίσης ξενιτεύεται καθώς και τις ποικίλες σχέσεις των Ελλήνων με τους ξένους. Συνοπτικώς, η τέχνη της εμπλουτίζεται: α) με αναδρομές, β) ερωτικές-αδιέξοδες σχέσεις, γ) άψογη τοπογραφία, γ) θαυμάσια ψυχολογική ανάλυση των προσώπων, κάτι που σπάνια συναντούμε στη λογοτεχνία μας – κι εδώ που τα λέμε σε αυτή την εκδοχή βασίζεται και η σπουδαία ποιότητά των βιβλίων της Εύας Στάμου, δ) η άρτια γλώσσα και  ευρηματική τεχνική της και ε) η επιμελημένη καταγραφή του κοινού βίου των σύγχρονων ανθρώπων (πανεπιστήμιο, εσωτερικό σπιτιού, μπαρ, περιπλάνηση σε πόλη), και όλ’ αυτά με ήρωες τόσο πραγματικούς, αλλά συγχρόνως μαραμένους, διχασμένους ερωτικά και με εσπευσμένες αποφάσεις να σώσουν μια ήδη διαλυμένη σχέση, για να μην αντιμετωπίσουν τη μοναξιά-καταδίκη σ ξένο τόπο. Η εξαιρετική κινηματογραφική της γραφή –  μακάρι να δώσει την ευκαιρία για να χρησιμοποιηθούν τα βιβλία της στην 7η Τέχνη, μιας που οι ταινίες των Ελλήνων σκηνοθετών πάσχουν συχνά από σενάριο, γι’ αυτό και η καταφυγή σε λεκτικές ακροβασίες και ανερμάτιστες σκηνές στις σύγχρονες ταινίες είναι πια κανόνας. Εμείς, πάντως, και όχι μόνο για τα Κορίτσια που γελούν, αλλά και για τα υπόλοιπα βιβλία της, της το ευχόμαστε ολόψυχα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top