Fractal

Ένα ταξίδι στον τόπο και στον χρόνο με όχημα τις λέξεις

Της Μαρίας Φραγκιαδάκη // *

 

Ευαγγελίας Πετρουγάκη «Τα Ελληνικά της Κρήτης»

 

Ευαγγελία Πετρουγάκη έχει εκδώσει δύο επιτυχημένες ποιητικές συλλογές, «Ενθύμιο φως» (2009) και «Σχήμα δίκαιο» (2015). Εκτός από την αγάπη στην ποίηση, γνωστή είναι και η αγάπη της για τη γλώσσα. Το τρίτο της βιβλίο, «Τα Ελληνικά της Κρήτης», είναι ένα εξαιρετικό μελέτημα για τη μητρική μας γλώσσα, και πιο συγκεκριμένα, για τη γεωγραφική ποικιλία της ελληνικής γλώσσας που μιλιέται στο νησί, τα Κρητικά∙ μια ζωντανή διάλεκτο, σεβαστή κι αναγνωρίσιμη, σύμφωνα με την αρχή της ισοτιμίας και ανάδειξης της  διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας όλων των ομιλούμενων γλωσσών.

«Τα Ελληνικά της Κρήτης», καρπός πολύχρονης ενασχόλησης και μελέτης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συναρπάζει τον αναγνώστη. Δεν πρόκειται για λεξικό ή γραμματική ούτε για επιστημονική μελέτη, γλωσσολογική ή λαογραφική.  Τα δεκατέσσερα διαφορετικά δοκίμια που αποτελούν το σώμα του βιβλίου, αναφέρονται όλα -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- στη φυσιογνωμία της κρητικής ντοπιολαλιάς.

Σε μια «περιπλάνηση, έναν μικρό περίπατο στο απέραντο δάσος των λέξεων της τοπικής μας γλώσσας με τη σπουδαία λογοτεχνική παράδοση» μάς καλεί η συγγραφέας. Και γίνεται αυτή η περιπλάνηση ένα συναρπαστικό ταξίδι στο χρόνο με όχημα τις λέξεις, καθώς ανιχνεύεται η πορεία τους σε μια μακρά ιστορική διαδρομή που ξεκινά από την ομηρική εποχή, την κλασική περίοδο, τα ελληνιστικά χρόνια και το Βυζάντιο, περνά στη Βενετοκρατία και Οθωμανοκρατία και φτάνει ως σήμερα.

Αποδεικνύεται έτσι ότι λέξεις του Ομήρου επιζούν σχεδόν απαράλλακτες στη σημερινή γλώσσα των Κρητών. Άλλες που κάποτε, όχι πολύ παλιά, εκφράζανε έναν ολόκληρο κόσμο, είναι πλέον λησμονημένες, ενώ άλλες συνεχίζουν να ταξιδεύουν στο χρόνο, συστέλλοντας ή αλλάζοντας τη σημασία τους, ανάλογα με τις πολιτικο-οικονομικές συνθήκες και τα αξιακά πρότυπα της κάθε εποχής. Η γλώσσα μας λοιπόν έχει να επιδείξει ένα πλούσιο λεξιλόγιο που το αποτελούν λέξεις κληρονομημένες από μια παλαιότερη μορφή αλλά και λέξεις δάνεια από άλλες γλώσσες. Διαθέτει επίσης μουσικότητα και αξιοθαύμαστη ποικιλία και πολυσημία. Οι λέξεις, συχνά, προκειμένου να εκφράσουν ποικίλες αποχρώσεις της πραγματικότητας, δεν φυλακίζουν ένα μόνο νόημα∙ αποκτούν πολλαπλές σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, οι οποίες συνιστούν ενδιαφέρουσες διαστρωματώσεις σε όλο το εύρος του προφορικού και γραπτού λόγου.

«Είναι, βλέπετε, και των λέξεων η μοίρα απρόβλεπτη. Άλλες γεννιούνται με μια μόνο σημασία και στο μέλλον πλαταίνουν αγκαλιάζοντας και άλλες εννοιολογικές αποχρώσεις και σημασίες, ενώ άλλες συρρικνώνονται, φθείρονται, ή βουλιάζουν οριστικά στο ορμητικό ποτάμι της λήθης» (σ. 45) σημειώνει στοχαστικά η συγγραφέας.

Ωστόσο, δεν θρηνολογεί για αλλοίωση ή θάνατο της γλώσσας, ούτε μιλάει για επικίνδυνη φθορά. Τονίζει μόνο πολύ καθαρά τις αναπόφευκτες, σταδιακές αλλά συνεχείς, αλλαγές και προσαρμογές. Διευκρινίζει πως η γλώσσα, μέσα από μια δυναμική διαδικασία, συνήθως αργή, χάνει μεν λέξεις αλλά εμπλουτίζεται και ανανεώνεται με άλλες, συμπληρώνοντας το κενό. Αυτός, νομίζω, είναι και ο βασικός σκοπός του βιβλίου: η προβολή της συνέχειας και της διαχρονικότητας της γλώσσας μας, έστω και μέσα από τη θραυ­σμα­τι­κή λειτουρ­γία των λέξεων.

Και δίνεται ίσως η εντύπωση πως το βιβλίο μιλά επιφανειακά μόνο για λέξεις και για γλώσσα. Μα οι λέξεις δεν ονομάζουν μόνο πράγματα και καταστάσεις∙ τους δίνουν υπόσταση. Η Πετρουγάκη χρησιμοποιεί, όντως, σε πρώτο επίπεδο τις λέξεις, για να μιλήσει όμως σφαιρικότερα για τον τόπο και την κουλτούρα του, για ένα κόσμο δικό της και δικό μας.

Ξεκινά, για παράδειγμα, από τον γκάρδιο και τα μιτόχτενα, και μιλά για την πανάρχαιη υφαντική τέχνη, τις μαντικές δοξασίες, τις κρητικές ανυφαντούδες, τις ονειροφαντασιές της ανυφάντρας και τον «αηδονισμό» της (κατά το δημοτικό τραγούδι) αλλά και για τις αποσπερίδες και για το ψίκι.

Αναφερόμενη στη χλωρίδα με τα αρχαιοπρεπή ονόματα, μιλάει για: οικιακή οικονομία, διατροφικές συνήθειες και φαγητά -υπό το πρίσμα  μάλιστα της κοινωνικής ταξικής διαστρωμάτωσης∙ για τοπικά προϊόντα, εποχικότητα και πολυκαλλιέργεια, αυτάρκεια και ολιγάρκεια∙ για την απλή, λιτή ζωή, το μοίρασμα «του βρισκούμενου» με φίλους και ξένους, αναφέροντας  ακόμη και τη μαρτυρία του Άγγλου περιηγητή Pashley για την «ευγενική και φιλόξενη υποδοχή των Κρητικών» (σ. 95).

Με αφορμή τα τερτίπια του καιρού, θα αναφερθεί ξανά στην περιγραφική δύναμη της τοπικής μας γλώσσας με την εξαιρετική εικονοπλασία, τον γλωσσικό πλούτο και τη μεγάλη ποικιλία μεταφορικών και κυριολεκτικών εκφράσεων «που αποτελούν ένα δείγμα όχι μόνο της εμπειρίας και της παρατηρητικότητας αλλά και της ποιητικής διάθεσης» των απλών ανθρώπων. Μα κυρίως θα τονίσει ότι οι «φυσικοί» άνθρωποι, ζώντας εναρμονισμένοι με τους ρυθμούς της φύσης και του κυκλικού χρόνου, «βίωναν τη φύση όχι μόνο ως αρχέτυπο του κάλλους και του θαυμαστού αλλά και ως έκφραση του ανέκφραστου. Κι έπλαθαν λέξεις με εικόνες ή εικόνες με λέξεις που συνδύαζαν την ευρηματικότητα, τη φαντασία, την παραστατικότητα με την ακρίβεια της περιγραφής, όπως: δροσολογά, κνησαρίζει, βρεχουλίζει, κάνει μια ομπρά, κάνει σύγκλυση και ρίχνει αστροπελέκια, κουκκοσαλίζει, ξεκαντηλίζει …» (σ. 173).

Ενδιαφέροντα επίσης τα κείμενα για την άυλη κληρονομιά μας, ηθική και πνευματική, για τα πρότυπα σεμνότητας και ανδρείας, ομορφιάς και κάλλους.

 

Ευαγγελία Πετρουγάκη

 

Πιο βιωματικό το τελευταίο κείμενο, αρχίζει με πρωτοπρόσωπη αφήγηση-εξομολόγηση: «Κάποτε, σε κείνα τα χρόνια που συνηθίζομε να ονομάζομε ηλικία της αθωότητας …το Φθινόπωρο, αυτή η εποχή που υποβάλλει μια αίσθηση αποχαιρετισμού, περισυλλογής και μελαγχολίας, για μένα δεν είχε μόνο πρωτοβρόχια κι όμορφα χρώματα γερασμένων φύλλων. Είχε και την ευωδιά του φρέσκου μελιού…». Ύστερα, οι αναμνήσεις, ως βιωμένο παρελθόν με λέξεις, μυρωδιές και γεύσεις στην οικογενειακή εστία, συμπληρώνονται και ερμηνεύονται από τη φιλολογική γνώση, με λέξεις απ’ όλο το φάσμα, με αναφορά στη γλώσσα των μελισσών, στο μύθο για τη μινωική μέλισσα, με συγκινητικά σχόλια για το ήθος και τη βαθιά εμπειρική παιδεία του αυτοδίδακτου μελισσοκόμου πατέρα που συνομιλεί με τις μέλισσές του, όπως σε άλλη στιγμή, γονατίζει ασκεπής να προσκυνήσει με ανυπόκριτη ευλάβεια τους καρπούς της γης.  Και κλείνει το κεφάλαιο αλλά και ολόκληρο το βιβλίο με την εξαιρετική κατακλείδα: «Χρυσό μελισσολόι κι οι λέξεις, που ανασταίνουν μνήμες βαθιές ενός απολεσθέντος παραδείσου!».

Οι λέξεις λοιπόν πυροδοτούν ή πυροδοτούνται από ανεξίτηλες αναμνήσεις αλλά ύστερα το βαθύ προσωπικό βίωμα από την «ηλικία της αθωότητας» παίρνει πλατύτερες κοινωνικές διαστάσεις. Έτσι, με πρωταγωνίστριες τις λέξεις και αρκετά ετερόκλητα στοιχεία, δημιουργούνται κείμενα πολυεπίπεδα που αγγίζουν τα όρια του λογοτεχνικού, του στοχαστικού και του επιστημονικού δοκιμιακού λόγου.

Και είναι, στ’ αλήθεια, εκπληκτικό πώς οι απλές ιστορίες της γιαγιάς, το χαμηλόφωνο τραγούδι της μάνας ή η φωνή του πατέρα συστεγάζονται με τα γραπτά του Κορνάρου, ακόμα και του Πίνδαρου και του Αριστοτέλη.

Στο βιβλίο της η Πετρουγάκη, αν και πλούσιο σε παραπομπές και παραθέματα, δεν υιοθετεί αυστηρές ιεραρχήσεις και μονόπλευρες προσεγγίσεις, ούτε αφ’ υψηλού διδασκαλία και «αποστειρωμένο» ακαδημαϊσμό. Πιστή στις αρχές της γλωσσολογικής επιστήμης, επιλέγει να μιλήσει με τρόπο συνειδητά εκλαϊκευτικό, επειδή θέλει να απευθυνθεί σ’ ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό. Θέλει να καταστήσει κοινωνό τον οποιοδήποτε αναγνώστη, επιστήμονα και μη∙ αλλά κυρίως να ενημερώσει και να διαφωτίσει, υπεύθυνα και αξιόπιστα, τους μη ειδικούς. Το βιωματικό στοιχείο, ο λόγος που διανθίζεται από αρκετά στοιχεία προφορικότητας –κάτι που της επιτρέπει επιπλέον να επανέρχεται σε θέματα καίρια χωρίς να φοβάται τις επαναλήψεις– ακόμα και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες ενισχύουν αυτόν ακριβώς το χαρακτήρα του βιβλίου.

Έτσι η συγγραφέας, άλλοτε με τη νοσταλγική φωνή του κοριτσιού που αναθυμάται άλλοτε με τις εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις της φιλολόγου δασκάλας, συνομιλεί με τον αναγνώστη σα να διηγείται ιστορίες ή παραμύθια. Οι συναρπαστικές αυτές μικρο-αφηγήσεις, με τις ποιητικές εισαγωγές και τις στοχαστικές κατακλείδες, δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για να ερμηνευθούν και να κατανοηθούν τα δυσκολότερα: τεκμηριωμένες απόψεις από έγκυρες επιστημονικές πηγές, ειδικούς γλωσσολόγους και μελετητές (Κοντοσόπουλο, Χαραλαμπάκη, Κριαρά, Ερατοσθένη Καψωμένο), καθώς και ποικίλες διακειμενικές αναφορές.  Ενδεικτικά αναφέρω, από τον Όμηρο και τους κλασικούς, τον Διογένη Λαέρτιο, τον Διοσκουρίδη και τον Σέξτο Εμπειρικό ως τα χριστιανικά κείμενα και τα έργα της κρητικής σχολής (Φορτουνάτο, Ερωτόκριτο, Θυσία Αβραάμ, Ρίμα θρηνητική), μαντινάδες και δημοτικά τραγούδια, χωρία από νεότερους λογοτέχνες (Καζαντζάκη) αλλά και λαϊκούς δημιουργούς (Φραγκούλη και Γιάννη Βάρδα).

Τα πάμπολλα αποσπάσματα από την αρχαία και νεότερη γραμματεία, εγκατασπαρμένα σε όλο αυτό το γεμάτο ψυχή και γνώση βιβλίο, γίνονται οι αδιάσειστοι μάρτυρες μιας μακρόχρονης αναζήτησης και κοπιώδους έρευνας.

Η Πετρουγάκη επιδιώκει τη διάδοση ορθών επιστημονικών γνώσεων, γιατί την ενδιαφέρει να δημιουργήσει γόνιμο προβληματισμό γύρω από το ευαίσθητο θέμα της γλώσσας, για το οποίο συχνά ακούγονται, είτε από άγνοια είτε εκ του πονηρού, παραπλανητικές και επικίνδυνες απόψεις.  Γι’ αυτό και ο λόγος της, αν και ήπιος, τρυφερός, συναινετικός, είναι πάντα ψύχραιμος, αποδεικτικός, ισορροπημένος. Κι όταν το βλέμμα της συναντά τοπία συναισθηματικής φόρτισης, τα αποτυπώνει με συγκίνηση και ειλικρίνεια, αποφεύγοντας μαρτυρίες σπαρακτικές ή φτηνές φιλοφρονήσεις. Ακόμα κι όταν αναφέρεται σε προ­γο­νι­κές μνή­μες από ένα βαθύ παρελθόν, πχ. το μινωικό, μιλά στοχαστικά, διακριτικά, δί­χως έπαρ­ση. Ο λόγος ποτέ δεν ξεπέφτει σε εξάρσεις άγονης πατριδοκαπηλίας.

«δεν θα ήθελα να θεωρηθεί πως προσπαθώ να ανακηρύξω τη γλώσσα μας ως ύψιστη και ως δημιούργημα ενός περιούσιου λαού. Απλώς, αναφέρομαι στα δώρα που μας χαρίζει αυτή η γλώσσα όταν σκύψομε υπομονετικά ανασκάπτοντας τις παμπάλαιες λέξεις της, που με το καθαρό τους μέταλλο μπορούν να ακονίσουν την ευαισθησία μας και να γονιμοποιήσουν τη σκέψη μας…».

Σκοπός λοιπόν, η ανάδειξη της αλήθειας και η ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, μέσω της γνώσης και της εμπειρίας, χωρίς άσκοπους εξωραϊσμούς. Ωστόσο, μια αύρα ρομαντικής κατάθεσης- διάθεσης σαν να χρωματίζει την ατμόσφαιρα. Μοιάζει να εξιδανικεύεται η αγροτική κοινοτική ζωή. Σαν να μην τονίζονται οι δυσκολίες, η στέρηση, ο κόπος, ο πόνος, οι αρρώστιες, οι ανισότητες, η εκμετάλλευση. Μα η αλήθεια είναι πως δεν αποσιωπούνται.  Η συγγραφέας, για παράδειγμα, αναφερόμενη στο πρόσφατο παρελθόν, σχολιάζει τη μεγάλη τομή της δεκαετίας του ’70, σαν μια μεγάλη με­τάλλ­αξη όλου του κό­σμου μας.  Στο κεφάλαιο «Τα χρήματα και τα πράγματα» αποδεικνύει ότι η μετάβαση από το χρήμα στο νόμισμα, έφερε τεράστιες ανατροπές διαχρονικά. Σχολιάζοντας μάλιστα την καπιταλιστική οργάνωση και το αφύσικο κέρδος, αντιπαραβάλλει τις αχρήματες συναλλαγές του πρόσφατου παρελθόντος.

«Και το νόμισμα γέννησε τις Τράπεζες, τους τραπεζίτες και τους τοκογλύφους.  Η τοκογλυφία (η βολοστατική) έγινε πρόβλημα στην αρχαία Ελλάδα … και ήταν μισητή αφού, όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης, είναι ο πιο αφύσικος τρόπος απόκτησης πλούτου […] Παρά ταύτα, οι πάσης φύσεως χρηματισμοί, όσο κι αν τους καταδικάζουν οι μέγιστοι ανά τους αιώνες ποιητές και φιλόσοφοι, ζουν και βασιλεύουν. Από τότε που τα χρήματα έπαψαν να είναι πράγματα, κι έγιναν μόνο νομίσματα, δεινοπαθεί η Οικουμένη […] Η«αχορταγιά» και η θεοποίηση του πλούτου είναι η ρίζα κάθε κακού ανά τους αιώνες» (σ. 64).

Η Πετρουγάκη έχει στις αποσκευές της ένα πολύτιμο οπλοστάσιο γνώσεων τόσο από μνημονικές βιωματικές εμπειρίες όσο και από αποκτημένες θεωρητικές σπουδές –είναι φιλόλογος. Αυτή η ευτυχής σύζευξη λόγιου και λαϊκού πολιτισμού που εγκατοικεί στα κείμενά της, αποτυπώνεται τόσο στον γνήσιο προφορικό ιδιωματικό λόγο όσο και στην καλλιεργημένη γλωσσική της ευαισθησία. Έτσι τα κείμενά της, με την αλήθεια τους, προκαλούν σκέψεις μα και συγκινούν, καθώς τα ζεσταίνει η αγάπη , ο σεβασμός αλλά και η γλώσσα που, αν και ακριβής, είναι χαριτωμένη, κάποτε με χιούμορ, ενίοτε και με ποιητικές αποχρώσεις.

Ακόμα και η νο­σταλ­γία γίνεται γο­νι­μο­ποιός με τη λα­κω­νι­κό­τη­τα των εκ­φρά­σε­ων και των εικόνων. Και διαχέεται μία αισιόδοξη, στο βάθος της, αίσθηση που δεν κραυγάζει με βεβαιότητες ή αφορισμούς κι ούτε προτείνει αφελώς επιστροφή στις ρίζες. Απλώς δείχνει καθαρά κάποιες σημαντικές απώλειες. Τονίζει ότι χάνεται η ολιστική αντίληψη και θεώρηση της ζωής, η αρμονία, η ισορροπία ανθρώπου-φύσης, η ηθική και οι αξίες της αλληλεγγύης, της απλότητας, της ολιγάρκειας, αξίες δοκιμασμένες στο χρόνο. Το ιδεολογικό ετούτο σκεπτικό και η ωραία καθαρή γλώσσα συγκροτούν την ποιητικότητα του ύφους και του ήθους της συγγραφέως.

Αυτή η όμορ­φη πε­ρι­πλά­νη­ση, μέσω του βιβλίου, στο απώτερο και πρόσφατο πα­ρελ­θόν αλλά και στο πα­ρόν, μπορεί να γίνει οδηγός και για το μέλλον. Τώρα που όλο και περισσότερο πυκνώνουν οι φωνές για επιστροφή στο Όλον, προς αναζήτηση του Ενός, αυτό που ήταν το ήθος της δι­κής μας πα­ρά­δο­σης, αυτό που μας δί­δα­ξαν οι παππούδες μας, αυτό που συναντούμε, ας πούμε, στον Παπαδιαμάντη. Αυτό μας δείχνει και το πόνημα ετούτο: ότι ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να δει με κριτική στάση πώς λειτουργούν τα πράγματα στον κόσμο της φύσης, να δει και τον εαυτό του, με σεβασμό και ενσυναίσθηση, ως αναπόσπαστο μέρος αυτού του κόσμου. Εκεί έγκειται, νομίζω, και η μεγάλη του αξία.

Το βιβλίο λοιπόν της Ευαγγελίας Πετρουγάκη αποτελεί πολύτιμη κατάθεση για το μέλλον της γλώσσας και του πολιτισμού της Κρήτης. Και βέβαια, ένα θαυμάσιο βοήθημα για τους φοιτητές-μελετητές του πανεπιστημίου μας στο αμέσως προσεχές μέλλον.

«Τα Ελληνικά της Κρήτης» γραμμένα με γνώση, σοβαρότητα, ευαισθησία και αγάπη, είναι ένα βιβλίο για όλους! Εξάλλου, σ’ αυτό το ταξίδι είναι όλοι καλεσμένοι!

 

 

 

* Η Μαρία Φραγκιαδάκη είναι Φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top