Fractal

«Μες απ’ το δυόσμο γιόκα μ’ θα μυρίζω πάντα την ανάσα σου»

Γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης // *

 

Μανόλης Πρατικάκης, “Τα Δερβενάκια των Rolling Stones”, Αρμός, Αθήνα 2021

 

Ποια σχέση μπορεί να έχει το 1821 με ένα διάσημο βρεττανικό ροκ συγκρότημα; Ποιες «αόρατες κλωστές» μπορεί να συνδέουν τους Rolling Stones με τον θρυλικό Γέρο του Μοριά, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη  και την ευφυέστατη τακτική του στα Δερβενάκια, η οποία έσωσε την Επανάσταση στη δύσκολη καμπή του Αγώνα;

Μόνο ένας ποιητής, ο οποίος επιχειρεί «να πλευρίσει το απρόσιτο» και «να συναρμολογήσει με τη γραφή τα όνειρα», θα μπορούσε να βρει τα μυστικά νήματα που συνδέουν την ελληνική εποποιία με ένα μουσικό συγκρότημα που ανέτρεψε κοινωνικές συμβάσεις στην εποχή μας. Μόνο ένας ποιητής θα μπορούσε να συλλάβει το υπέρλογο της στάσης των Ελλήνων και να αποδώσει με τρόπο ανάλογο τον Αγώνα.

Πρόκειται για τον ποιητή Μανόλη Πρατικάκη και την τελευταία του συλλογή με τον καινοφανή τίτλο Τα Δερβενάκια των Rolling Stones.  Μια έκδοση-κόσμημα από τις εκδόσεις «Αρμός», εικονογραφημένη έξοχα από τον Θανάση Μακρή. Σε συνέντευξή του («Ράδιο Κρήτη», Μ. Αργυράκης) ο ποιητής εξηγεί τη σύνδεση των Rolling Stones -το όνομα του μουσικού συγκροτήματος σημαίνει «κυλιόμενες πέτρες»- με τη νικηφόρο μάχη στα Δερβενάκια, σημειώνοντας ότι, «όπως το συγκρότημα έφερε τα πάνω- κάτω κόντρα στις κραταιές συμβάσεις της εποχής του, έτσι και οι Έλληνες, υπό τη στρατηγική ευφυΐα του Κολοκοτρώνη, κατάφεραν καίρια πολεμικά πλήγματα στον πανίσχυρο Οθωμανικό Στρατό του Δράμαλη».

Τα Δερβενάκια των Rolling Stones είναι ένα πολύστιχο, πολυεπίπεδο ποίημα σε λυρική πρόζα, με το οποίο, όπως έχει ήδη παρατηρήσει ο Μάνος Στεφανίδης στο περιεκτικό προλόγισμα της έκδοσης, ο Πρατικάκης συνεχίζει επάξια την επικολυρική παράδοση «που από τον Ερωτόκριτο και τα Ριζίτικα φτάνει στον Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου και από τον Σολωμό και την Γυναίκα της Ζάκυθος στ’ Ακριτικά του Σικελιανού και τον Καρούζο, τον ένθεο επαίτη του έαρος.»

Το ποίημα-ποταμός είναι ένας ελεύθερος και ασυγκράτητος συνειρμός εικόνων, που συνδέονται με μια διάχυτη λυρική διάθεση και δεν υπόκεινται στους όρους της έλλογης αλληλουχίας. Οι αγωνιστές, «μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα», γίνονται πέτρες που κατρακυλούν με βοή να κλείσουν το περιώνυμο στενό, να κλείσουν το δρόμο στο κακό. Ένας χορός αρχαίου δράματος μετακινείται μέσα στην ελληνική φύση, με σκοπό να προφυλάξει τα όσια και τα ιερά. Προεξάρχων του χορού ο «με το μικρό του δέμας» Γέρος του Μοριά, η πανάρχαια φωνή της Φυλής, που εμψυχώνει τους αγωνιστές: «Ακούτε ορέ. μη σκιάζεστε. καθότι εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά το ανάστημα».

Ο αφηγητής Κολοκοτρώνης, με την πηγαία λαϊκή γλώσσα του, προσλαμβάνει τον Αγώνα ως μια «ωριά συναυλία με πετροφιάμπολα που / ακόμα και οι ψακοταρές επήραν τα πλάγια να γένουν σαξόφωνα / και κλεφτοφάναρα. Για να ξυπνήσουν ορέ και οι επίλοιποι / Γκιαούρηδες οπού δεν είχαν εβγεί οι ύπνοι τους ακόμα από τα / καλοσιδερωμένα τους πανωσέντονα».

Στο άγριο λοιπόν αυτό πανηγύρι δεν συμμετέχουν όλοι. Η ποίηση δεν διστάζει να θίξει τα αρνητικά του αγώνα (αυτά που επιμελώς αποσιωπούνται στους επετειακούς «εορτασμούς» των ημερών), το γεγονός ότι έσυραν σε δίκη ωσάν προδότη τον ήρωα Κολοκοτρώνη και «ακούστηκε εκείνο το φρικτό ‘εις θάνατον’». Αλλά ο Αγώνας στο σύνολό του καθαγιάζεται. Είναι συνέχεια άλλων ηρωϊσμών και το τραγούδι του μεταφέρεται «για κάθε ξέφρακτο αυτί» στη Μπολίβια, το Μεξικό, την Κολόμπια, την Αϊτή. Εμπνέει άλλους απελευθερωτικούς αγώνες.

Για τον ποιητή είναι ένας αγώνας ανάμεσα στο καλό και στο κακό. το δίκιο και το άδικο. την ψυχική δύναμη και τη σωματική ρώμη: «Και χρειάζεται στόχαση μέχρι το στάχυ να μεστώσει. Γιατί ορέ / η κάθε εξωτερική ρώμη του σώματος κρύβει μια αναπαράσταση / ψυχής. Κι αυτή η αναπαράσταση στο σύνολό της είναι του κάθε /  λαού οι αδούλωτες πολεμίστρες». Γιατί οι θυσίες προοικονομούν την Ανάσταση «σαν το σπόρο του κριθαριού που πρέπει να κατέβει / στα πεθαμένα χώματα για να κυματίσει ένας απέραντος / σιτοβολώνας» (η ιδέα αναπτύσσεται έξοχα σε δύο άλλες συνθέσεις του Πρατικάκη, στην Κιβωτό και στον Λιθοξόο). Για τον ποιητή η εποποιία του 1821, η ελληνική επανάσταση, αποτελεί τον θρίαμβο του αρχαίου ελληνικού σπόρου και λόγου καθώς, μέσα από το σκοτάδι της υπόδουλης πατρίδας, ανυψώθηκε η ελληνική ψυχή σε ιστορική αναλογία με τις αρχαίες Θερμοπύλες.

Οι ιδέες αυτές αισθητοποιούνται με μια σειρά εικόνων (η τέχνη «σκέφτεται με εικόνες», μας είπε ο Σκλόφσκι) που αποσκοπούν και πετυχαίνουν να εκφράσουν την έκσταση του ποιητή μπροστά στο μεγαλείο του Αγώνα: είναι η  βασική εικόνα των αγωνιστών  που κυλούν σαν πέτρες και κλείνουν με τα σώματά τους τα στενά. τα χίλια μικρά ποταμάκια  που  «σμίγουν σε ένα μεγάλο ορμητικό ποταμό που ξεριζώνει δέντρα / και σπίτια». είναι το Μανιάκι, το Χάνι της Γραβιάς, το Ναυαρίνο, τα Δερβενάκια. είναι τα αναμμένα κάρβουνα από το καπνισμένο καμίνι του στήθους του αγωνιστή που γίνονται τώρα τριαντάφυλλα. είναι ο ουρανός που χαμηλώνει τ’ άστρα του, «επειδής ορέ τον εκάλεσαν / τα αιματοβαμμένα μας σπλάχνα. Και επειδής ορέ / ήθελε κι ο ίδιος να γειτονέψει». είναι τα έχνη (ήμερα και άγρια ζώα) που «αποκρεμιούνται στους εγκρεμούς, μη χάσουν το θάμασμα». Είναι φανερό ότι οι εικόνες αυτές εκφράζουν την επενέργεια της ιστορικής πραγματικότητας στην ψυχή του ποιητή. Και ότι ο ονειρικός κόσμος τον οποίο αντικατοπτρίζουν είναι πιο πραγματικός από τον πραγματικό. Η τέχνη διαβάζει με τον δικό της τρόπο την ιστορία.

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Μέσα από την τέχνη του και με αφετηρία τον «μικρό αλωνάκι» του ιερού αγώνα ο ποιητής-προφήτης θα οραματιστεί έναν καινούριο κόσμο, θα περιπλανηθεί σε πνευματικά πεδία με μια εκπληκτική διακειμενικότητα, σε τόπους όπου ακόμη λειτουργεί το θαύμα. Αν και το ποίημα αυτό γράφτηκε θαρρείς με μια ανάσα, ο Πρατικάκης αντλεί από πολλές πηγές, απόλυτα αφομοιωμένες και υπογειωμένες στη σύνθεση. Διαβάζοντας, νιώθεις να συμπορεύεσαι με τον Σολωμό και τη Γυναίκα της Ζάκυθος (το κείμενο διαποτίζεται από τον σολωμικό λόγο), τον Καβάφη, τον Ελύτη και το Άξιον Εστί, τον Εγγονόπουλο και τον Μπολιβάρ, τον Όμηρο, τον Εμπεδοκλή, τον Ηράκλειτο, τους αρχαίους τραγικούς, τον Κάφκα, τον Χαίλντερλιν και  με άλλους πολλούς.

Είναι ορατές επίσης οι σταθερές της ποίησης του ποιητή όπως ο αποφθεγματικός λόγος («Εκεί που δε σε σπέρνουν να φυτρώνεις», «Μα είχαν μάρτυρα τον ουρανό», «Και χρειάζεται στόχαση μέχρι το στάχυ να μεστώσει»). Στη λυρική αυτή εξιστόρηση του Αγώνα εισχωρούν από χαραμάδες αθέατες το μυστικό βίωμα της δημιουργίας, η κοσμοαντίληψη του Τάο, η διδασκαλία Ζεν, η εσωτερική αναζήτηση της απωανατολικής φιλοσοφίας, ο βαθύς λόγος του Ηράκλειτου, ο μυστικισμός των προσωκρατικών. Όπως στο προηγούμενο έργο του ο Πρατικάκης προχωρεί πέρα από την αντίληψη που έχει αρμολογήσει η δυτική φιλοσοφία, υπερβαίνει τα αδιέξοδά της, τον ατομοκεντρικό  πολιτισμό μας, τη μηχανοκρατία, τη φενάκη του αστικού-προσωπικού ευδαιμονισμού, τον κατακερματισμό της σκέψης. Η ανθρώπινη ζωή εντάσσεται μέσα στη φυσική της μήτρα, αναγεννάται και εμφανίζεται πλέον ως ολότητα. «Εξ ενός πάντα και εκ πάντων Εν»:

 

Καθώς το Τέλος έχει γένει ένα με την Αρχή. Και ο Ένας

Ήταν πάντα σαν Όλοι και Όλοι μαζί σαν Ένας. (σ. 29)

 

Όπως τότε στην Αρχαία Αθήνα που ο καθείς εσήκωνε την

Πόλη στους ώμους του ως να ήτουνε το εδικό του σπίτι. Και

εκείνους που δεν εσυμμετείχαν στα κοινά όπου εφωσφόριζε και

το εδικό τους, τους ονόμαζαν Ιδιώτες που θα πει κρετίνους.

Και τους εκοίταζαν ως να εκοίταζαν αρουραίους που ετρύπωναν

στις τρύπες τους σαστισμένοι με ένα ξεροκόμματο. (σ. 15)

 

Ιδιαίτερη θέση στη σύνθεση, όπως και στο προηγούμενο έργο του Πρατικάκη, κατέχει η φύση. Μόνο που εδώ δεν επιχειρείται επανασύνδεση με την αρχέγονη εσωτερική και εξωτερική φύση μας, ούτε μια επιστροφή στην φυσική ευτοπία της γενέθλιας γης (βλ. Κιβωτός). Πρόκειται για μια αγωνιζόμενη στο πλευρό των μαχητών φύση («ωσάν να σήκωναν σάλαγο εξεπιτούτου της / φύσης τα στοιχειά!»), για μια φύση-άγρια και επιθετική τίγρη, «όπου κινούμενη εστραφτάλιζε με όλα της τα / θέλγητρα, βαθυχαιτήεσσα, να σπαράξει το θήραμα». Ένας ανιμισμός λοιπόν όμοιος με εκείνον της Ρωμιοσύνης του Ρίτσου, μια φύση που συντρέχει τους αγωνιστές.

Και όλα αυτά υπό τη σκέπη μιας γλώσσας γνήσια λαϊκής, που δεν καταδέχεται στολίδια και μαλάματα, γιατί μιλά για την αλήθεια και για το δίκιο. Γιατί εκπορεύεται από «εσωτερικές ψυχικές υποθέσεις» και εκφέρεται χωρίς ρητορείες. Μια καλά σμιλεμένη γλώσσα στα χέρια τεχνίτη έμπειρου, γλώσσα χειροποίητη, «τριμμένη με στρατσόχαρτο». Για τον ποιητή, η γλώσσα αυτή είναι «η αληθινή εσώτατη πατρίδα», καθώς «πιο πολύ από μια χώρα κατοικούμε μια γλώσσα». Είναι η γλώσσα του Γέρου του Μοριά, είναι η γλώσσα του Αγώνα. Είναι το μοιρολόι της μάνας:

 

«Μες απ’ το δυόσμο γιόκα μ’ θα μυρίζω πάντα την ανάσα σου».

 

Την ανάσα αυτή του νέου, που έδωσε τα νιάτα του για τη λευτεριά, αφουγκράζεται η τέχνη, την συνδέει με τις ανατρεπτικές μελωδίες των Rolling Stones και έτσι -μακριά από την κακόγουστη αισθητική και ιδεολογική μεταχείριση του ’21- τιμά τον Αγώνα.

 

 

* Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top