Fractal

Δρομολογώντας το λογοτεχνικό είδος της ασυγκράτητης «καταδίωξης»

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Τζον Μπιούκαν, «Τα 39 σκαλοπάτια». Μετάφραση: Έφη Τσιρώνη. Εκδόσεις Μίνωας 2019. Αθήνα

 

Η ιστορία του εμβληματικού και επιδραστικού μυθιστορήματος-θρίλερ «Τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια» τοποθετείται χρονικά κατά τη διάρκεια μερικών εβδομάδων του διμήνου Μαΐου-Ιουνίου του 1914, πριν από το ξέσπασμα, τουτέστιν, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο κεντρικός χαρακτήρας του είναι ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ ο οποίος μόλις έχει  επιστρέψει στην Αγγλία από την Ροδεσία, μέρος τότε της παντοδύναμης Βρεττανικής Αυτοκρατορίας. Στο Λονδίνο, κατά λάθος παγιδεύεται σε μια αρκετά περίεργη κατάσταση με έντονα τα χαρακτηριστικά της συνωμοσίας, και η οποία φαίνεται πως αργά ή γρήγορα θα απειλήσει τα συμφέροντα της ίδιας της χώρας του.  Ο Μπιούκαν, παρουσιάζει τον Χάνεϊ ως έναν συνήθη πολίτη της Μεγάλης Βρεττανίας, αλλά πιστό άνθρωπο στη χώρα του και ο οποίος τοποθετεί τα συμφέροντά της πριν από την προσωπική του ασφάλεια. Έχοντας αυτά κατά νου, δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ιστορία αυτή τελικά έγινε μεγάλη επιτυχία με τους στρατιώτες να βρίσκονται κρυμμένοι μέσα στα χαρακώματα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αφήνει ο συγγραφέας να εννοηθεί στο τέλος του: «… Τρεις βδομάδες αργότερα, όπως γνωρίζει ολόκληρη η υφήλιος, ξέσπασε ο πόλεμος. Κατατάχτηκα στον Νέο Στρατό από τις πρώτες κιόλας μέρες,  και λόγω της θητείας μου στο Ματαμπέλε με έκαναν κατευθείαν λοχαγό. Νομίζω όμως ότι τις καλύτερες υπηρεσίες στην πατρίδα μου της είχα προσφέρει προτού βάλω το χακί».

Ο Μπιούκαν, και μετά απ’ αυτό το έργο, συνέχισε να γράφει καλύτερα μυθιστορήματα, είτε με τον Χάνεϊ, είτε χωρίς αυτόν, αλλά αυτή η ιστορία ενός ανθρώπου που ακολουθείται από αόρατες και επικίνδυνες  δυνάμεις, παραμένει η πιο γνωστή και είναι εκείνη που άσκησε στη συνέχεια τη μεγαλύτερη επιρροή στους επερχόμενους. Ανατρέχοντας στην ιστορία θα δούμε πως τόσο στην επαγγελματική όσο και στη δημόσια ζωή του, ο Μπιούκαν υπήρξε σταθερά προσκολλημένος στα ισχύοντα πολιτικά συστήματα και στις κυβερνήσεις της πατρίδας του, κάτι που γίνεται εύκολα αντιληπτό στα μυθιστορήματά του, ώστε η υπόθεση των «39 σκαλοπατιών» να φαντάζει περισσότερο ως παρωδία. Στα κείμενά του αποτύπωσε την πραγματικότητα και τον πολιτισμό της αγγλικής δημόσιας ζωής κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, γράφοντας και σχολιάζοντας την καθημερινότητα, με έναν τέτοιο τρόπο ώστε αργότερα να κατηγορηθεί για σκόπιμο εκλεκτισμό και αντισημιτισμό. Πάντως, διατήρησε την δημοτικότητά του καθ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, λόγω του διεθνών υποθέσεων των βιβλίων του. Αλλά και πρόσφατα το ενδιαφέρον πολλών αναγνωστών εστιάστηκε στο έργο του, όπως φαίνεται από τις πολλαπλές εκδόσεις των βιβλίων του. Η δύναμη του έργου του Μπιούκαν έχει τις ρίζες του  στην ευρεία πολιτιστική πείρα του, καθώς και στην αίσθηση ότι μεταξύ των άλλων υπάρχει πολύ κακό στην κοινωνία, γενικότερα. Το έργο του διαμόρφωσε πολλά από τα πολιτικά θρίλερ που διαβάζουμε σήμερα από γνωστούς συγγραφείς,  όπως ο Τζον Λε Καρέ (1931- ), ή  ο νεότερος Ρόμπερτ Χάρις (1957).

Το βιογραφικό σημείωμα του Τζον Μπιούκαν (1875-1940), είναι πλουσιότατο. Η χρόνια ταλαιπωρία του, όμως, από έλκος δωδεκαδακτύλου, ίσως να μην του επέτρεψαν να υπηρετήσει στο στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η θεωρία του ελικοβακτηριδίου του πυλωρού και η εκρίζωσή του, όπως και η εισαγωγή της ομεπραζόλης και των παραγώγων της στην φαρμακευτική φαρέτρα των δύσκολα  ιάσιμων  πεπτικών ελκών, βρίσκονταν πολύ μακρυά ακόμη. Γιος ιερέα της Πρεσβυτεριανής Εκκλησίας, ο Μπιούκαν γεννήθηκε στο Περθ της κεντρικής Σκωτίας, και εξελίχτηκε σε έναν  αναγνωρισμένο λόγιο, με κάπου εκατό βιβλία στο ενεργητικό του. Μετά από αρκετές και πολυποίκιλες σταδιοδρομίες, σε διάφορα μέρη του κόσμου, υπηρέτησε ως γενικός κυβερνήτης του Καναδά μέχρι το θάνατό του το 1940, με την αποδοχή του τίτλου του Λόρδου του Τουήντσμιουρ.

Ο Ρίτσαρντ Χάνεϊ, για να επανέλθουμε στο βιβλίο,  μόλις έχει  επιστρέψει στην Αγγλία από την Αφρική και νοιώθει πολύ βαριεστημένος με την καινούργια του ζωή στην αγγλική πρωτεύουσα. Εκεί συναντά έναν τρομοκρατημένο Αμερικανό που άκουγε στο όνομα Φράνκλιν Σκάντερ και ο οποίος εξομολογήθηκε στον Χάνεϊ ότι προσπαθούσε να έρθει στα χνάρια μιας συνωμοσίας αναρχικών για την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης, μέσω της δολοφονίας Έλληνα πολιτικού, εμπλέκοντας άμεσα και τους Γερμανούς. Όπως υποθέτει, «…τα περισσότερα μέλη του εν λόγω κινήματος ανήκαν στο είδος των μορφωμένων αναρχικών που ξεκινούν τις επαναστάσεις, οι συγκεκριμένοι, ωστόσο, είχαν πίσω τους χρηματοδότες που πήγαιναν για τα λεφτά. Ένας έξυπνος άνθρωπος μπορεί να βγάλει μεγάλο κέρδος από μια αγορά που καταποντίζεται. Συνεπώς εξυπηρετούσε και τα δύο μέρη το να βάλουν τους Ευρωπαίους να φάνε τα μουστάκια τους… ».  Αυτά μέχρι τη στιγμή που βρέθηκε μαχαιρωμένος στο σπίτι του Χάνεϊ, μ’ ένα μαχαίρι στην καρδιά, και τότε αρχίζουν και δρομολογούνται όλα. Υποψιαζόμενος τόσο το γερμανικό κατασκοπευτικό δίκτυο όσο και την βρεττανική αστυνομία, ο Χάνεϊ καταφεύγει στη Σκωτία.

 

Τζον Μπιούκαν

 

Οι δημιουργοί κινηματογραφικών ταινιών φάνηκε να αγαπούν διαχρονικά αυτό το βιβλίο και υπήρξαν αρκετές ταινίες και τηλεοπτικές εκδόσεις, ξεκινώντας από εκείνες του Άλφρεντ Χίτσκοκ,  το 1935, αν και κάποιες απ’ αυτές μικρή ομοιότητα είχαν με το πρωτότυπο κείμενο. Το μυθιστόρημα, «Τα 39 σκαλοπάτια», γράφτηκε από τον Μπιούκαν,  ενόσω εκείνος βρισκόταν  άρρωστος στο κρεβάτι, μια εποχή διεθνών εντάσεων καθώς ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε όλο και πιο κοντά. Ο Χάνεϊ, για να γλυτώσει, κατευθύνθηκε βόρεια προς τη Σκωτία με αστυνομικούς και κατασκόπους να τον καταδιώκουν. Η πλοκή του, για να είμαστε ειλικρινείς, μπορεί να  είναι γρήγορη, αλλά είναι πλημμυρισμένη από απίστευτες και συνεχόμενες συμπτώσεις και βεβαίως κάποιες ανάλογες υπερβολές οι οποίες θέτουν την συνολική αξιοπιστία εν αμφιβόλω. Όταν βρέθηκε φυλακισμένος και κλειδωμένος σε μια αποθήκη, διέφυγε με εκρηκτικά που βρήκε εκεί μέσα, τραυματίστηκε αλλά, ω του θαύματος, ανέρρωσε ταχύτατα. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι ο Μπιούκαν περιέγραψε πολύ όμορφα το καταπράσινο τοπίο, τις πεδιάδες και τους απαλούς λόφους, καθώς και τους ανθρώπους της Σκωτίας, ακριβώς πριν από έναν αιώνα, όταν οι επαρχιακοί δρόμοι της περιοχής σπάνια ταλαιπωρούνταν από αυτοκίνητα που χρησιμοποίησε ο Χάνεϊ στην προσπάθειά του για απόκρυψη από τους διώκτες του και φυγή. Μεγάλο μέρος της δράσης του μυθιστορήματος, επικεντρώνεται σε ένα σιδηροδρομικό ταξίδι από τον σταθμό Σαιν Πάνκρας, στο βόρειο Λονδίνο, με κατεύθυνση τη Σκωτία, και ένα γρήγορο κυνήγι του πρωταγωνιστή μέσα στην ύπαιθρο της νότιας Σκωτίας. Πολλές από τις τοποθεσίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, ήταν γνωστές στον Τζον Μπιούκαν, όπως για παράδειγμα το κεφάλαιο που αναφέρεται στο σπίτι στο Πόρτλαντ Πλέις, περιοχή του κεντρικού Λονδίνου, όπου ο συγγραφέας έζησε από το 1912 έως το 1919. Στη Σκωτία, ο πρωταγωνιστής ταξιδεύει, μεταμφιεσμένος, μέσα σε «γνώριμο» τοπίο, με τα πόδια, τρένο και αυτοκίνητο, περιγράφοντας το σκηνικό υπέροχα, αφού ο Μπιούκαν πέρασε πολλές καλοκαιρινές διακοπές εκεί όταν ήταν μικρός. Το ίδιο θα μπορούσαμε ένα ισχυριστούμε και για την ευρύτερη περιοχή του Κεντ  στο τέλος του βιβλίου, όπου πέρασε ένα διάστημα το έτος 1914. Το θέμα πάντως ενός κυνηγημένου άνδρα, και η επακόλουθη καταδίωξή του σε ποικίλα τοπία, έγινε ακολούθως βασικό στοιχείο μυθιστορημάτων κατασκοπείας και θρίλερ. Πολλοί ήταν εκείνοι που εμπνεύστηκαν από τα μυθιστορήματα του Μπιούκαν, όπως οι Ίαν Φλέμινγκ, Τζον Λε Καρέ και Γκράχαμ Γκρην.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top