Fractal

Κωπηλάτης του χρόνου

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Γεωργία Καλαμποκά «Τ’ αγίνωτα», εκδ. Ατέχνως, 2020

 

Η ποιητική συλλογή «Τ’ αγίνωτα» είναι η πρώτη της Γεωργίας Καλαμποκά. Ήταν, ωστόσο,  αναμενόμενη. Γιατί η Γεωργία Καλαμποκά ήταν πάντα ποιήτρια – κι όταν έγραφε πεζά. Άλλωστε και στο μυθιστόρημά της «Εμένα μου το ’παν τα πουλιά» είχε συμπεριλάβει στίχους – μάλιστα, ένα ποίημα της συλλογής προέρχεται από το βιβλίο αυτό. Η καρδιά της χτυπούσε σε ρυθμό ιαμβικό/τροχαϊκό και το μυαλό της έπλεκε ομοιοκαταληξίες και δεκαπεντασύλλαβους. Η ζωή της είχε κεντηθεί από τα τραγούδια της μάνας και του ποιητή λαού.

Ήταν η ώρα να έρθουν στο φως, όσα υπέβοσκαν και υπέφωσκαν μέσα της. Μοιάζει σαν σχεδόν κάθε τι να την οδηγεί στο να εκφραστεί με στίχους. Μια τρικυμία, μια ταραχή φαίνεται να την διακατέχει κι η ποίηση γίνεται καταφύγιο – για εκείνην και για εμάς.

Ο τίτλος της συλλογής «Τ’ αγίνωτα» είναι όμορφος και προέρχεται από το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, το οποίο αναφέρεται στα ποιητικά της δάνεια / χρέη, υπονοώντας, εντούτοις, μια προσωπική αίσθηση περί πρωτόλειου έργου. Για τον αναγνώστη, ωστόσο, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το βιβλίο της είναι γινωμένος καρπός βαθιάς ωριμότητας και ακριβής συλλογής. Προσφέρει ποίηση υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας, που προκαλεί κραδασμούς και συγκίνηση.

Το εν λόγω ποίημα, πάντως, αποτελεί και μια αναφορά στην ίδια τη διαδικασία της γραφής, που, κατά την ποιήτρια, είναι μαζί και μια διαδικασία «κλοπής» – είναι οι λέξεις που πετούν από στόμα σε στόμα, όπως εξάλλου δούλεψε ο ποιητής λαός, που η Γεωργία τοποθετεί σε εικονοστάσι και προσκυνά με σεβασμό. Τα αγίνωτα αμύγδαλα της παιδικής ηλικίας, που έκλεβε μικρή (και που τόσο εκφραστικά αποδίδει στο σχέδιο του εξωφύλλου η Αλεξάνδρα Βαλαή), γίνονται «κλεμμένοι» στίχοι, γίνονται τιμαλφή. Ό,τι την διαπέρασε στη νεανική ηλικία επιστρέφει ώριμο, συνετό, μετατρέπεται σε στίχους, η αφομοιωμένη, διαβασμένη ποίηση παίρνει αντίδωρο τη δική της πνοή.

Ένα αχ διαπερνά το βιβλίο – ο πόνος πρωταρχικό συναίσθημα. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι η ποίηση της Γεωργίας Καλαμποκά δεν είναι σκοτεινή, δεν είναι κλειστή, δεν είναι απαισιόδοξη. Είναι ολόφωτη, παρά τη θλίψη, γιατί τα λόγια της πλημμυρίζουν ανθρωπιά, ευαισθησία και έγνοια για τον άλλον. Ο καημός και τα πάθη του ανθρώπου, αλλά και ο έρωτας, η υπαρξιακή και φιλοσοφική αναζήτηση διαποτίζουν τον λόγο.

Κωπηλάτης του χρόνου η ποιήτρια, περιδιαβαίνει στους αιώνες, κουβαλώντας αρχέγονα σύμβολα, μυθολογικές, χριστιανικές και λαϊκές μορφές, που αναμειγνύονται θαυμαστά σε ιστορίες και συναιρούνται από την ενοποιητική λαϊκή δύναμη. Στα ποιήματά της παρελαύνουν  οι ατομικές και συλλογικές μνήμες.

Ένα καίριο χαρακτηριστικό για την ποίηση της Γεωργίας Καλαμποκά είναι η ρέουσα γλώσσα, το μέτρο, ο ρυθμός, η μουσικότητα. Η ποιήτρια, μαστόρισσα τόσο στον ελεύθερο όσο και στον παραδοσιακό στίχο, κινείται κατά βούληση ανάμεσα στα δυο. Θρεμμένη, πάντως, από τα νάματα της παράδοσης, ξαναβαφτίζεται σ’ αυτήν, καταθέτοντας μια ομολογία πίστεως στο δημοτικό τραγούδι, τον Κορνάρο και τον Σολωμό, υπηρετώντας τον γνήσιο λαϊκό λόγο, ξυπνώντας λέξεις αποξεχασμένες και δίνοντάς τους νέα πνοή με καρδιά και παλμό.

Είναι αλήθεια πως το μεγάλο της χάρισμα, χάρισμα από γέννα θα τολμούσα να πω, είναι η παραδοσιακή ποίηση. Νιώθει τόσο βαθιά μέσα της τη μουσικότητα, έρχεται με τόσο φυσικό τρόπο το μέτρο και συχνά η ομοιοκαταληξία, που αισθάνεσαι ότι κάθε άλλο παρά θυσιάζει οτιδήποτε σ’ αυτήν την ανάγκη. Αντίθετα, η ποίησή της γεννά το πιο αποφασιστικό στοιχείο που πρέπει να χαρακτηρίζει, κατά τη γνώμη μου, την ποίηση και να αποτελεί εντέλει κριτήριο κατάταξης στο είδος, κι αυτό είναι η συγκίνηση. Η Γεωργία Καλαμποκά συγκινεί και κατακτά τον αναγνώστη της, τον κρατά δέσμιο και υποταγμένο στο μεστό της λόγο. Μυρωμένη από το λαϊκό μύρο, το σκορπίζει σε μας.

Δεν λείπουν, πάντως, και τα ευφυή παιχνίδια με τις λέξεις και τους φθόγγους, τα γράμματα γίνονται ήχοι πονετικοί, σύμβολα κι αισθήματα («Στερητικό α»: Γεννήθηκα/ Μ’ ένα μακρόσυρτο α στο στόμα/ … Κάμποσες φορές με χ στο τέλος … /πόσο πολέμησα/ Να μην μπει αυτό το α ως στερητικό/ Μπροστά απ’ το -δικο.)

 

Γεωργία Καλαμποκά

 

Επιπλέον, με την ιδιαίτερη αφηγηματική της δύναμη, που επίσης την διακρίνει, η ποιήτρια ξετυλίγει μπροστά μας ιστορίες, παραμύθια. Η σάγκα, το έπος συνυπάρχει με τον πηγαίο λυρισμό της. Τα μακροσκελή ποιήματα, όπως ο «Εφιάλτης» και η «Σύναξη των Αγίων» είναι τελικά παραλογές, με άλογα στοιχεία, με περιπέτειες, με την αφήγηση της γιαγιάς, με τον καημό των ανθρώπων, τα πάθη και τις θυσίες των γυναικών, των ερώτων, με κατάλοιπα από την αρχαία μυθολογία και τη χριστιανική παράδοση, με αναφορές στη σύγχρονη ιστορία, τους πολέμους και τις ματωμένες μέρες, στα απομεινάρια που άφησαν και στις πληγές. Μνήμες του εμφυλίου, αλλά και μνήμες προσωπικές μπολιάζουν το λόγο, παρελαύνουν οι αιώνες, τα ανθρώπινα πάθη, οι δικοί της άνθρωποι, οι δικοί της άγιοι. Μας μεταφέρει σε άλλες εποχές, αλλά στην ίδια, παντοτινή ανηφόρα του ανθρώπου.

Η ποιήτρια κορφολογεί στιγμές, συμπληρώνοντας το ψηφιδωτό της ζωής με τις «σπουδαίες, ατελείς ιστορίες μας»…

Τα σύντομα, πάλι, ποιήματα, που κυλούν σαν τραγούδια, τα ομοιοκατάληκτα, με μέτρο, με μια ανάλαφρη ευκολία, παρότι συχνά τα διατρέχει εκείνος ο λυγμός κι ο πόνος που χαρακτηρίζει όλη τη συλλογή ή τα κατακλύζει ο έρωτας, τοξοβόλος, συνήθως χαμένος,  έρχονται, ωστόσο, στα κατάλληλα σημεία να απαλύνουν με το ρυθμό τους το βάρος που κάποια άλλα άφησαν, ακόμα κι αν είναι πικρά, ακόμα κι αν είναι ανοιχτές πληγές. Κι εδώ κάποτε παρούσα η μυθολογία, η αρχαία, αλλά και η προσωπική.

Ο κόσμος της αυθεντικός και μαγικός, φυσικός, γήινος και ουράνιος, ονειρικός και προσγειωμένος.

Η Γεωργία Καλαμποκά κοιτάζει τον άνθρωπο, αλλά και την ανθρωπότητα. Είναι μαζί προσωπική και κοινωνική, συλλογική και μοναχική. Συχνά αισθαντική, ερωτική, μοιάζει να συναιρεί όλες τις γυναίκες στην υπαρξιακή αναζήτηση, στην επιζήτηση της θέσης στον κόσμο.

 

 

Η συλλογή, πάντως, περιλαμβάνει και δυο αφιερωματικά ποιήματα σε δυο άντρες που χάθηκαν, ο πρώτος είναι ο Αλέκος Ζούκας, φίλος από τα Γιάννενα, χαμένος πρόωρα, μουσικός, ποιητής, σύντροφος στον αγώνα. Ο άλλος είναι ο πατέρας της, που τα στιχάκια του ανήκουν στα πολύτιμα ποιητικά λάφυρα της νιότης, στα τιμαλφή. Με το αφιερωμένο σ’ εκείνον ποίημα, «Βράδυ Πρωτοχρονιάς», κλείνει η συλλογή – ένα πικρό, σπαρακτικό ποίημα, σημαδεμένο από μια αναμονή που μένει μετέωρη, ανικανοποίητη. «Καληνύχτα πατέρα», ο ακροτελεύτιος στίχος.

Εντέλει, τα ποιήματα της Γεωργίας Καλαμποκά νικούν το χρόνο, «δραπετεύουν απ’ τα δίχτυα του», καθώς διαπνέονται από ευγένεια, αρετή, ανθρωπισμό, στοχασμό, αφοσίωση σε ιδανικά, περηφάνεια, ανεξαρτησία, φλόγα, γνήσια και βαθιά λαϊκότητα, στραμμένη στον άνθρωπο του πόνου και του μόχθου.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου, Δρ. Φιλόλογος, Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top