Fractal

«Είμαστε λίγοι για τόσα ποιήματα δεν μας ακούει κανείς»

Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης //

 

Μάνια Μεζίτη, «στόμα», εκδ. Κουκκίδα

 

Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Μάνιας Μεζίτη, φέρει τον τίτλο ‘στόμα’ και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Είχε προηγηθεί η ποιητική συλλογή ‘Η μαύρη ανάμεσα,΄ η οποία και κυκλοφόρησε το 2018.

Το ‘Στόμα’ διαρθρώνεται σε τρεις επιμέρους ενότητες, που εν προκειμένω τιτλοφορούνται ως εξής: ‘Νερό,’ ‘Γάλα’ και ‘Θειάφι.’ Οι τρεις ενότητες που από κοινού συνθέτουν το ποιητικό υπόστρωμα, λειτουργούν ως καμβάς πάνω στον οποίο η Μάνια Μεζίτη ξεδιπλώνει σκέψεις, καταθέτει ιδέες, υπονοεί και αφηγείται ελεύθερα.

Μορφολογικά, τα ποιήματα ως επί το πλείστον είναι μικρού μεγέθους,[1] δίχως όμως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως στερούνται βάθους και ενός ευρύτερου προβληματισμού, με τον ποιητικό λόγο, εξ αρχής, να θέτει ζητήματα αναγνώρισης: «Η κόλαση είναι οι άλλοι αν οι άλλοι είσαι εσύ τότε η κόλαση είσαι εσύ»,[2] γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα ‘Για μια σκέψη του Σατρ.’

Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως διαφαίνεται, εντός ποιήματος, μία εμπρόθετη αντιστροφή της γνωστής ρήσης του Γάλλου φιλόσοφου Ζαν-Πολ Σατρ, και πιο συγκεκριμένα, μία συγκεκριμενοποίηση του ορισμού της κόλασης, στο εγκάρσιο σημείο όπου η έγκληση ‘εσύ,’ προσλαμβάνει, ακόμη και ανώνυμα, έναν άμεσο και απτό χαρακτήρα, ενσαρκώνοντας την Σατρική ‘κόλαση’.

‘Κόλαση’ ευδιάκριτη στη γλώσσα, σε διάφορες προσλήψεις του άλλου, στον κομφορμισμό, στις μανιχαϊκές προσεγγίσεις. Και το ενδιαφέρον έγκειται στο ό,τι η Μάνια Μεζίτη φθάνει έως του σημείου να προσφέρει έναν δικό της ορισμό της κόλασης, χωρίς να ‘συγκρουσθεί’ εννοιολογικά με την ρήση του Ζαν Πολ Σατρ και με ό,τι αυτή εμπεριέχει, προσιδιάζοντας παράλληλα προς την κατεύθυνση συγκρότησης μίας συνθήκης καθημερινότητας ή αλλιώς, καθημερινής λειτουργίας: ‘Πόση κόλαση εμπερικλείει η καθημερινότητα σου;’[3]

Δίχως πολεμική ή ορθότερα συγκρουσιακή διάθεση, για να δανεισθούμε έναν όρο από το πεδίο της συγκρουσιακής πολιτικής,[4]  δίχως την εστίαση σε μία ιδιαίτερη «μικροπολιτική των προνομίων», σύμφωνα με τον Αλέξανδρο-Ανδρέα Κύρτση, ο ποιητικός λόγος τέμνει μικρές και καθημερινές στιγμές, κινείται στις παρυφές μίας λεπτής ευαισθησίας (που δεν καταπίπτει σε μελοδραματισμό), προσδιορίζοντας την δυνατότητα κατανόησης του τι μπορεί να επιτελείται σε «μια συγκεκριμένη στιγμή».

«Με τα μάτια στο χρώμα της στάχτης απευθείας απ’ τον κάτω κόσμο περνάμε ολόκληρα μερόνυχτα στα νεκρομαντεία πιάνουμε τον Τειρεσία απ’ το λαιμό αλλά δεν μας κάνει τη χάρη απαντάει με τη φωνή του Μπένγιαμιν: το ν’ αντιληφθείς τι ακριβώς συμβαίνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή είναι πιο αποφασιστικό απ’ το να γνωρίζεις από πριν τα πλέον απόμακρα».[5]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αλληλεπίδραση του ποιητικού λόγου με το Μπενγιαμινικό ‘σύστημα ιδεών,’ είναι που δύναται να παραγάγει ως αποτέλεσμα την δυνατότητα ή αλλιώς, την επιθυμία της κατανόησης της στιγμής και δη της ιστορικής στιγμής, κάτι που προτιμάται έναντι του ιστορικά απόμακρου, του ανείπωτου και του ακόμη ενδεχομενικού, με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (το ποίημα φέρει έναν υπόγειο διαλογικό άξονα), να μεταμορφώνεται σε ίδιο και σε άλλοι Τειρεσία, για να διακηρύξει την αξία που έχει, ιστορικώ τω τρόπω, το ‘τώρα.’

Για την ακρίβεια, το ‘εδώ και τώρα.’ Ιδιαίτερο ρόλο για την ‘οικονομία’ της ποιητική αφήγησης, διαδραματίζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στον οποίο η Μάνια Μεζίτη επιφυλάσσει ρόλο υποβολέα, ‘μάντη’ (βλέπε την αναφορά στον Τειρεσία), που προτού αναζητήσει ακροατήριο, προκρίνει, όχι την αυτο-εκπληρούμενη προφητεία ως Νόμο, αλλά την γνώση εκείνη[6] που ερείδεται στο ‘τώρα’ και σε μία αισθητή πραγματικότητα.

Η δια-κειμενικότητα εντός του ποιήματος λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να σημασιοδοτηθεί η δυνατότητα της μετάβασης. Και από εκεί και έπειτα, στον αναγνώστη έγκειται το να προσδώσει περιεχόμενο σε αυτή την μετάβαση.

 

Μάνια Μεζίτη

 

Εντός της ποιητικής συλλογής, ιδιαίτερη θέση καταλαμβάνουν η μνήμη και δη η οικογενειακή μνήμη, με όρους μάλιστα μίας, κατά την ανάλυση του Eviatar Zerubavel «αναμνηστικής πυκνότητας»,[7] μέσω της οποίας η Μάνια Μεζίτη οργανώνει εκ νέου τις προτεραιότητες της και οριοθετεί γεγονότα των οποίων ο απόηχος, πρωτίστως για την ίδια, φθάνει έως το σήμερα (επρόκειτο για γεγονότα που κάτι ‘έχουν να πουν’), οι αναφορές σε σεξουαλικές προτιμήσεις και επιλογές, χωρίς αυτές μάλιστα να εμβαπτίζονται στα νάματα της ‘παραδοξότητας,’ μιας κάποιας ασυμβατότητας[8].

Επίσης, δεν εκ-λείπει και η ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο η γλωσσική επαναληπτικότητα, που λειτουργεί και ως μηχανισμός που συντελεί στη θεμελίωση μίας άποψης σε αυταπόδεικτη αλήθεια, παραγάγει αποτυπώματα, ενίοτε έντονα. «Είναι καλή η Λίνα, λέω είναι καλή η Λίνα, λέει είναι καλή η Λίνα, λένε είναι καλή η Λίνα, λέγεται είναι κακός ο Πέτρος, λέω είναι κακός ο Πέτρος, λέει είναι κακός ο Πέτρος, λένε είναι κακός ο Πέτρος λέγεται τι κουτορνίθια θε μου αφού έχουν ακούσει για τον Γκαίμπελς».[9]

Το ύφος είναι παιγνιώδες και ιδιαίτερα εκφραστικό (έως ‘γαργαλιστικό), εφόσον θέτει ως επίδικο την υπονόμευση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο μηχανισμός της γλωσσικής επαναληπτικότητας, εκεί όπου, στο τέλος του ποιήματος (οφείλουμε να δούμε εδώ και την πολιτική νύξη), ο Γκαίμπελς τίθεται στο προσκήνιο, με την παρουσία του υπενθυμίζει το ‘ποιος είναι’ και όχι το τι ‘έχει’: Και είναι ο γεννήτορας αυτού του μηχανισμού, πρόσωπο που αντιλήφθηκε την δύναμη του λόγου και την ικανότητα του στο να ανατρέπει τον κανόνα.

Άλλοτε χαμηλόφωνα και άλλοτε δυναμικά, με έναν λόγο περιεκτικό, επικαιρικό, μνημονικό  και πυκνό σε συμβολισμούς, χωρίς όμως να χάνει από τον ορίζοντα της την πραγματικότητα, η Μάνια Μεζίτη αποδεικνύει πως η ‘θητεία’ της στην ποίηση και στον ποιητικό λόγο καθίστανται έργο εν εξελίξει, έργο ανοιχτό, με άδηλο προορισμό αλλά με σαφή απεύθυνση: ‘Εσύ.’ «Συνάντησα τον ποιητή ω του θαύματος ήταν καλός πατέρας άλλαζε ο κόσμος ερήμην μου».[10]

 

 

______________

 

[1] Η απουσία σημείων στίξης, θεωρούμε πως απηχεί την πρόθεση της ποιήτριας να διαμορφώσει ένα άμεσο και οικείο ποιητικό περιβάλλον, εντός του οποίου ο αναγνώστης βοηθιέται ώστε να θέσει τις κατάλληλες ερωτήσεις.

[2] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, ‘Για μια σκέψη του Σατρ,’ Ενότητα ‘Νερό,’ Ποιητική συλλογή ‘στόμα,’ Εκδόσεις Κουκκίδα, Αθήνα, 2021, σελ. 15.

[3] Σε μία σειρά ποιημάτων που παρεμβάλλεται μεταξύ των ποιητικών ενοτήτων, λειτουργώντας συμπληρωτικά, ή αλλιώς, ως γέφυρα μετάβασης από ενότητα σε ενότητα, η Μάνια Μεζίτη, όπως προσφέρει έναν ορισμό της κόλασης, της κόλασης που την θέλει να είναι ορατή, ατομική και συνάμα ‘μοναδική,’ έτσι όπως συγκροτείται και αναπαράγεται, έτσι παρέχει και έναν ορισμό της ποίησης. Και η ποίηση είναι «στόμα» (ας κρατήσουμε τον τίτλο της συλλογής), από το οποίο εκβάλλουν λέξεις, λέξεις που σχηματίζουν ιδέες, νοήματα, εκεί όπου, η ποίηση-«στόμα» συναρθρώνει την αυτο-αναφορικότητα με την ετερο-αναφορικότητα, που δεν είναι, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, παρά  ο τρόπος με τον οποίο η ποιήτρια προσλαμβάνει το σύνθετο γίγνεσθαι, επενδύοντας στην ποίηση η οποία ομνύει, χαμηλόφωνα, στη χρησιμότητα της: «Ξέρω τι είναι ποίηση η ποίηση είναι στόμα μιλάει εναντίον ή σχετικά εκ μέρους των ανθρώπων ή του εαυτού της Στην ερώτηση ασχολείστε με την Τέχνη περνάει μια γροθιά ένα πράμα οριστικό αλλά δεν τα καταφέρνω απλώς ενημερώνω για το πένθος». Βλέπε σχετικά, Μεζίτη, Μάνια, ‘Ποιοι είστε εσείς όλοι ποιοι είστε…ό.π., σελ. 39. Είναι η ποίηση ως ‘στόμα’ που μπορεί να επιχρωματίσει δραστικά την πραγματικότητα συμβάλλοντας στη επανεπινόηση της φιγούρας του ποιητή ως υποκειμένου που κατα-γράφει και κατά-θέτει.

[4] Βλέπε και, Σεφεριάδης, Σεραφείμ, ‘Συγκρουσιακή πολιτική, συλλογική δράση, κοινωνικά κινήματα: Μια αποτύπωση,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, Τεύχος 27, Μάϊος 2006, σελ. 7-42.

[5] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, ‘Πρόβλεψη…ό.π., σελ. 33.  Σε αυτό το σημείο, η ποιήτρια του ‘στόματος’ δεν τείνει προς τον άξονα μίας δημιουργικής επανεπινόησης του μύθου, όπως πράττει ο Γιάννης Ρίτσος σε ποιήματα της ‘Τέταρτης Διάστασης,’ αλλά, αντιθέτως, μεταπλάθει σε ποιητικό λόγο πολλαπλών σημασιολογικών αποχρώσεων βασικές κατευθύνσεις του Μπενγιαμινικού λόγου (εδώ το απόσπασμα από τον ‘Μονόδρομο’).

[6] Ακόμη και με τις αντιφάσεις της. Το στοιχείο της δια-κειμενικότητας το εντοπίζουμε και σε άλλα ποιήματα της συλλογής, όπως αυτό στο οποίο η ποιήτρια ξεκινά την αφήγηση της με το ποίημα ‘Matière de Bretagne’ του Πάουλ Τσέλαν. «Εσύ μαθαίνεις μαθαίνεις στα χέρια σου να μαθαίνεις μαθαίνεις στα χέρια σου να κοιμηθούν». Βλέπε σχετικά, Μεζίτη, Μάνια, ‘Στόμα…ό.π., σελ. 24. Επίσης, το ποίημα ‘Μέσα στα πόδια μου έχω σπίτια,’ (ένδειξη ενός ιδιαίτερου ‘μαγικού ρεαλισμού; ), ανα-δημιουργεί, και όχι μηχανικά, μία οικεία ατμόσφαιρα (το σπίτι ωσάν ‘κόσμος’) που παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Κολομβιανού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ‘Εκατό χρόνια μοναξιά.’ Μεζίτη Μάνια, ‘Μέσα στα πόδια μου έχω σπίτια…ό.π., σελ. 59.

[7] Βλέπε σχετικά, Zerubavel, Eviatar, ‘Social Mindscapes: An invitation to cognitive psychology, Cambridge, 1997. Οι συχνές αναφορές στην μητέρα και στον πατέρα, σε περιστατικά κοινής συμβίωσης, συνδράμουν δραστικά στο να λάβει χώρα ό,τι θα προσδιορίσουμε ως ‘εργασία της μνήμης.’

[8] Το ποίημα ‘Το αυτονόητο’ είναι ενδεικτικό αυτής της προσέγγισης, καθώς και ενός ύφους (και ήθους) που ονομάζει ρητά και μη υστερόβουλα: «Η ουρά κάθε πρωτεύοντος θηλαστικού κουνιέται ο θείος Κώστας ήταν γκέι». Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, ‘Το αυτονόητο…ό.π., σελ. 22. Το ποίημα ‘Το queer φίλοι,’ δεν είναι δηλωτικό ταυτότητας, αλλά καταγραφής της βαθιάς ανθρώπινης επιθυμίας για την έκφραση των συναισθημάτων, για την υπέρβαση ουσιοκρατικών προσλήψεων. Και αυτή η υπέρβαση μπορεί να συντελεσθεί εν-σώματα και διαδραστικά.

[9] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, ‘στόμα…ό.π., σελ. 44. Στο ποίημα ‘Της Ηχώς και της Κρίστεβα,’ η ποιήτρια αφήνει να διαρρεύσει μία σχεδόν Ηρακλείτεια αίσθηση κίνησης του νερού, δυσκολίας κατανόησης του («δεν ερμηνεύεται το νερό»), που αντανακλά την δυσκολία μίας έστω και κατά προσέγγιση ερμηνείας της ανθρώπινης φύσης.

[10] Βλέπε σχετικά, Μεζίτη Μάνια, ‘στόμα….ό.π., σελ. 37.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top