Fractal

Πρώτη ανάγνωση

Γράφει ο Θάνος Γιαννούδης //

 

Δημήτρης Σολδάτος, «Στην δροσιά του Δροσίνη» (Λευκάδα, 2019)

 

Πολλές φορές βιαστική, άλλοτε παρελκυστική κι άδικη για την πραγματική της αξία και για το αποτύπωμα που θα αφήσει στο χρόνο, η πρώτη ανάγνωση μιας ποιητικής συλλογής εμπεριέχει πάντα ένα ρίσκο ως προς την τελική της τύχη. Αφήνοντας στην άκρη τις φορμαλιστικές του απόψεις και προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επιγραμματική παρουσίαση και την αναλυτική βιβλιοκριτική, ο Θάνος Γιαννούδης επιδιώκει να μιλήσει για τις εντυπώσεις που αφήνει η ‘’πρώτη ανάγνωση’’ μιας ποιητικής συλλογής. Μια ανάγνωση ενδεχομένως ατελής και άχαρη, απαραίτητη όμως ώστε να ακολουθήσουν η δεύτερη, η τρίτη και όλες οι επόμενες…

 

(Επιλέγουμε συνειδητά να ξεκινήσουμε τη σειρά αυτή κριτικής ποιητικών συλλογών –κατά βάση έμμετρων- με μια συλλογή που τυπώθηκε στην επαρχία, κυκλοφορεί εκτός εμπορίου και θυμίζει στο ύφος της εν μέρει την ποίηση παλαιότερων εποχών. Ο συμβολισμός είναι σαφής και δεικνύει προφανέστατα τις κατευθύνσεις που επιδιώκουμε να δώσουμε στη στήλη αυτή, η οποία και φιλοδοξεί να αποτελέσει το βήμα παρουσίασης φωνών που έχουν κάτι να συνεισφέρουν στο ποιητικό γίγνεσθαι και να αφήσουν ένα λιθαράκι στο λαμπρό ποιητικό μνημείο των επερχόμενων αιώνων, ανεξάρτητα από τη διαφήμιση και την ένταση που μπορεί το όνομά τους να περικλείει στα φώτα της εποχής τους. Εκκινούμε, οπότε, με μια συλλογή – φόρο τιμής στον περίφημο ποιητή της Β΄ Αθηναϊκής Σχολής Γεώργιο Δροσίνη και ταυτόχρονα με μια συλλογή – εκφραστή μιας παράλληλης ζωής, πραγματικότητας κι ευαισθησίας που επιζούν ακόμα κάτω από τον ισοπεδωτικό σύγχρονο χυλό).

 

-> Ποιος είναι ο καλλιτέχνης και τι έχει δημιουργήσει ως τώρα: Αν μη τι άλλο πολυγραφότατος ο ‘’ποιητής και μαραθωνοδρόμος’’ (όπως συστήνεται) Δημήτρης Σολδάτος, καθώς έχει δώσει μέσα στις προγενέστερες δεκαετίες σειρά ποιητικών συλλογών αρκετές εκ των οποίων υψηλού λυρικού διαμετρήματος, άλλες τους καυστικής σάτιρας, ενώ έχει επίσης βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών το 2007 με το Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα. Έχει, ακόμα, εκδώσει, μια σειρά διηγημάτων με άξονα την ιδιαίτερή του πατρίδα της Λευκάδας και παράλληλα έχει γράψει αρκετούς στίχους για τραγούδια, ορισμένοι εκ των οποίων ευτύχησαν να μελοποιηθούν. Επιλέγοντας συνειδητά να αφήσει την Αθήνα στην οποία έζησε τα πρώτα του νεανικά χρόνια και να επιστρέψει στο γενέθλιο τόπο του τον οποίο τόσο μα τόσο έντονα μνημονεύει, κατέδειξε σαφώς και την αντίληψή του για το πώς θεωρεί ότι μπορεί κάποιος καλλιτέχνης πραγματικά να δημιουργήσει και να συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο ανεξαρτήτως της τοπικής βάσης του.

 

-> Πώς δομείται η συλλογή – Ποιες θεματικές επιλέγει:  Η συλλογή αποτελεί έναν φόρο τιμής στο ποιητικό άστρο του Γεώργιου Δροσίνη και ταυτόχρονα μια προσπάθεια επικοινωνίας με το έργο του, αλλά και επέκτασης προς ευρύτερες κατευθύνσεις ορισμένων εκ των εξακτινώσεων που είχε εκείνος θέσει. Με τη συγγραφή της να λαμβάνει χώρα –σύμφωνα με τα λεγόμενα του Σολδάτου στον απολαυστικό του πρόλογο- σε μόλις…36 (!) ημέρες, ο Λευκαδίτης ποιητής δείχνει πόσο βαθιά γνωρίζει το δροσίνειο σύμπαν και πόσο εύκολα είναι σε θέση να βασιστεί σε υπάρχοντα ποιήματα παραφράζοντάς τα ή να εκκινήσει από ένα στίχο ή μια εικόνα του Δροσίνη και να την φέρει στα συμφραζόμενα του καιρού του, του τόπου του όπως ήταν το παλαιότερο χρονικό διάστημα, αλλά και της ιδιαίτερης φωνής του. Ποιήματα ποιητικής, ποιήματα υπαρξιακά, διασκευές, αφηγήσεις ιστοριών, ακόμα και παιδικά τραγούδια συμπληρώνουν τις θεματικές μιας συλλογής πυκνότατης. Ιδιαίτερα ξεχωρίζουν τα ποιήματα που κάνουν λόγο για την ιδιαίτερη πατρίδα του ποιητή, ειδικά όσα μιλούν για την περίοδο της μετάβασης στη νεωτερικότητα και την αλλαγή συνειδήσεων στη λευκαδίτικη επαρχία και αποτελούν σαφέστατα το σημείο εκείνο της συλλογής που η ζυγαριά της φωνής γέρνει περισσότερο στον αμιγή Σολδάτο και λιγότερο στον τιμώμενο Δροσίνη.

-> Με ποιους επικοινωνεί:  Πέραν της εμφανούς και προφανούς απάντησης, η συλλογή ουσιαστικά αποτελεί μια προσπάθεια επικοινωνίας με όλη την κουλτούρα της Β΄ Αθηναϊκής Σχολής. Ηχοχρώματα Κρυστάλλη, Πορφύρα, Πολέμη, Μαλακάση, Παπαντωνίου στα πιο λυρικά και ‘’επαρχιακά’’, αλλά και Παλαμά στα πιο επιγραμματικά και υπαρξιακά είναι σαφώς εμφανή, διηθημένα βέβαια μέσα από το προσωπικό ύφος του Λευκαδίτη ποιητή. Ανοιχτός παραμένει και ο δίαυλος επικοινωνίας με τη ζωντανή πηγή παράδοσης του δημοτικού τραγουδιού, φέρνοντας έτσι από μια άλλη οδό κοντά το Δημήτρη Σολδάτο με σύγχρονους νεοφορμαλιστές ποιητές που ζουν από τη βρύση του δημοτικού τραγουδιού, όπως η Σοφία Πόταρη κι –εν μέρει- η Ελένη Χαϊμάνη.

-> Ύφος συλλογής : Ο Σολδάτος, βασιζόμενος μεν στο Δροσίνη αλλά διαβαίνοντας και με τα δικά του όπλα τον ποιητικό Ρουβίκωνα και κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, κατορθώνει να οικοδομήσει ένα στέρεο σύμπαν ηρώων, καημών, συνειδήσεων, μια συλλογή με συγκεκριμένο στόχο, όραμα και –προπάντων- συνοχή, πράγμα σπανιότατο για τα συγκαιρινά ποιητικά δεδομένα. Με πλήρη συναίσθηση της φωνής του και της γλώσσας του, στρέφει τον στίχο προς την κατεύθυνση που επιθυμεί και δομεί ποιήματα με αρχή, μέση και τέλος, είτε στην πιο εκτεταμένη, αφηγηματική εκδοχή τους, είτε στην πιο σύντομη και επιγραμματική. Τόσο στο ιαμβικό όσο –σπανιότερα- σε άλλα μέτρα, δείχνει για μια ακόμα φορά πως κατέχει σε βάθος τους μετρικούς κανόνες, κάνοντας ενίοτε κι εσωτερικά παιχνίδια παρηχήσεων, συνιζήσεων και χιουμοριστικά λογοπαίγνια, δηλωτικά ενός πεπαιδευμένου τεχνίτη.

-> Αρνητικά σημεία: Αν και τίποτα δεν μειώνει την εξαιρετική δουλειά του Σολδάτου και την πανέμορφη αισθητικά έκδοση, τα ζητήματα της επικοινωνίας του έργου με ευρύτερο κοινό με δεδομένη μόνο την αυτοέκδοση στην επαρχία, αλλά και η ελλιπής εξοικείωση της πλειοψηφίας του σημερινού αναγνωστικού κοινού με το δροσίνειο πρότυπο τίθενται επιτακτικά στο τραπέζι και οφείλουν να καταγραφούν ως προβληματισμοί μας, μιας κι επιθυμούμε μια όσο το δυνατόν πιο ολιστική θέαση. Πέραν τούτου, ορισμένες φορές κάποια μοτίβα του Σολδάτου (επαρχία, αγάπη κτλ) φαίνεται να επαναλαμβάνονται και κάποιες άλλες οι διθύραμβοι στο Δροσίνη να καθίστανται υπέρμετροι, γίνεται όμως ολοφάνερο πως πηγάζουν από αγάπη άδολη από πλευράς συγγραφέα.

-> Στίχοι που ξεχωρίζουμε:

‘’Σ΄ απάτητες ηλιοκορφές ανέβηκες

και στάθηκα σ’ ανήλιαγες ραχούλες.

Καλόκαρδες βοσκούλες είχες Μούσες σου

κι εγώ ακατάδεχτες αρχοντοπούλες.

 

Εσύ βοτάνι της αγάπης έκοψες

κι εμένα η αγάπη έχει μαράνει.

Στεφάνι δεν γυρεύω από δαφνόφυλλα-

έναν σου στίχο να ‘γραφα μου φτάνει.’’ – ‘’Συνοδοιπόροι’’

 

΄΄Λογάδες μεγαλόστομοι,

φανταχτερά παγώνια

μιμήθηκαν τ’ αηδόνια

της κορυφογραμμής.

Κι όπου του στίχου κράξιμο

γίνονται εκείνοι κρότοι

για να περνάνε πρώτοι,

ν’ ακολουθούμε εμείς.’’ – ‘’Ύμνος των επιγόνων’’

 

‘’Πρώτη αν χαθείς, θ’ αναπαυθείς

απ’ την ελιά από κάτου:

<<Τιτού, η γάτα του ποιητού

Δημήτριου Σολδάτου>>,

 

έτσι θα γράψω. Κι αν εγώ

πάρω πιο πριν τη στράτα,

στο στήθος μου να κοιμηθείς

έλα, γλυκιά μου γάτα.’’ – ‘’Τιτού’’

 

‘’Μια ποδολόγα είν’ ο καιρός,

κορμί πετσοκομμένο.

Αχ, γλώσσα λευκαδίτικη,

άμα σ’ ακούω πεθαίνω!

 

Σαν ξεκαμπίζω μέσα σου,

το νου μου ξαραχνιάζω.

Ω, γλώσσα! Πώς <<ντοπιολαλιά>>

Μπορώ να σε φωνάζω;’’ – ‘’Γλώσσα λευκαδίτικη’’

 

‘’Σαν μονόφθαλμοι φεγγίτες

μοιάζαν τα πολυβολεία,

γύρω τ’ αραιό χορτάρι

τρίχες σε παλιά ουλή.

Μα ποιος θέλει να περάσει;

Κάποιος ψάχνει ασυλία

ή ο δαίμονας να είναι

που κοντά του μας καλεί;’’ – ‘’Το συρματόπλεγμα’’

 

‘’Αυτά π’ αντίκρισες μην πεις ζωή σου.

Κι ό,τι φαντάστηκες μην πεις απάτη.

Μια ιδέα, μια έμπνευση, μια συλλογή σου,

 

μία συγκίνηση  κρυφή για κάτι,

είναι ο πλούτος που ‘χει η ψυχή σου

στη φτώχεια η πλάση που ‘ναι γεμάτη.’’ – ‘’Όσα δεν έζησες’’

 

Δημήτρης Σολδάτος

 

-> Αγαπημένο μας ποίημα:

 

Το ραντιστικό

 

Βρου και βου και βρου, τσίγκινο γεράκι
πάνω από τον κάμπο τρέχει βιαστικό.
Πίσω του αφήνει μια χρυσή βροχούλα,
τ’ αεροπλανάκι το ραντιστικό.

Βρου και βου και βρου, στο βουνό ανεβαίνει,
έσκιαξε τα γίδια του Παλιοχωριού.
Κούτρησε τα τσίγκα τ’ αχουριού η Μπούμα,
βέλαξε στον ήχο τ’ άγριου θεριού.

Βρου και βου και βρου, βγαίν’ η θεια-Καψούλω
τον σταυρό της κάνει και μονολογεί:
«Του Θεού σημεία!» Σαν σταυρός της ’φάνη
τ’ αεροπλανάκι, που ‘πεφτε στην γη.

Βρου και βου και βου, τώρα χαμηλώνει,
μέσα στα καλώδια μπλέκει της ΔΕΗ,
θρύψαλα, συντρίμμια σκόρπισαν τριγύρω,
του πιλότου έφυγ’ η στερνή πνοή.

Βρου και βου και βου, κάποτε ακούω
στον βαθύ μου ύπνο, σ’ όνειρο κακό,
κι είμ’ εγώ ο πιλότος, κι είναι η ζωή μου
τ’ αεροπλανάκι το ραντιστικό.  

 

 

->Γενική αποτίμηση: Η ‘’Δροσιά του Δροσίνη’’ δεν έρχεται από το παρελθόν, καθώς ο ποιητής Σολδάτος έχει κατανοήσει τους μοντέρνους καημούς και τους γνωρίζει σε βάθος, επιλέγει ωστόσο συνειδητά να τους παρακάμψει  -ή έστω να αφήσει να διαχυθεί μόνο τόση νεωτερικότητα όση είναι απαραίτητη ώστε να μην χαλάσει το παραμύθι. Το πώς μπορεί να μιλήσει μια τέτοια τολμηρή προσπάθεια σε παιδιά –και τις ενήλικες απολήξεις τους- που δεν ‘’μεγάλωσαν με Δροσίνη’’ (για να παραφράσουμε μια υποενότητα της συλλογής) και μάλιστα έχουν μάθει να θεωρούν παλαιικούς ακόμα και ποιητές δύο και τριών γενιών μετέπειτα είναι βέβαια ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Σε κάθε περίπτωση ο κελαρυστός στίχος, η λεπτοδουλεμένη και πλούσια ρίμα, η -γνωστή και δεδομένη- μαεστρία του Δημήτρη Σολδάτου στην αφήγηση καθιστούν τη συλλογή απολαυστική στην ανάγνωση κι αφήνουν στον αναγνώστη εντέλει ένα διάχυτο αίσθημα μελαγχολίας για την επαρχιακή ζωή και την κοσμοαντίληψή της που τείνει πια να εξισωθεί τελείως με την αστική.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top