Fractal

«Το δικαίωμα του να είσαι άνθρωπος μέσα σε μια δική σου πατρίδα» 

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

  

 «Στη ζωή νωρίς νυχτώνει», Ελένη Πριοβόλου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 510

 


«Το ειρηνικό πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι ανέφικτο, ‘Αρια», της είπε κάποια στιγμή με τρόπο απόλυτο. «Ο άνθρωπος πρέπει να παιδεύεται για την τελείωσή του από την ώρα που γεννιέται, και κάθε άλλο παρά αυτό επιδιώκει η κοινωνία. Η πλειοψηφία εύκολα παρασύρεται από το ρεύμα, και το ατομικό συμφέρον προηγείται του κοινωνικού».

 

Με μαγιά τη μεγάλη Ιστορία η Ελένη Πριοβόλου ζυμώνει, με την ιδιαίτερη δική της γλώσσα -χαρακτηριστική του συγγραφικού της στυλ- τη μυθοπλασία της, τις μικρές ιστορίες των δύο κεντρικών ηρωίδων της και όλων των ανθρώπων που τις περιβάλλουν. Το κείμενό της βρίθει ιστορικών, κοινωνικοπολιτικών, πολιτισμικών και θρησκευτικών στοιχείων που αφορούν τους τόπους, όπου εξελίσσεται ο μύθος.

Οι ζωές των ηρώων επηρεάζονται από το ιστορικό γίγνεσθαι, αλλά και οι ίδιοι συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του. Ο πολιτικός λόγος της Πριοβόλου άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ο μύθος που μας αφηγείται με ενάργεια, επάνω στη γραμμή της προσωπικής ουμανιστικής- πολιτικής της θέσης.

Η Μεσόγειος, η Ελλάδα, ο Καναδάς, ο Λίβανος, το Παλαιστινιακό, ο πόλεμος των έξι ημερών, η χούντα, ο αναγκαστικός εκπατρισμός. Αθήνα και Βηρυττός από τη δεκαετία του ’60 μέχρι το 2015. Η Ελλάδα της κρίσης.

Η πολύπαθη περιοχής της Μέσης Ανατολής γίνεται χώρος οικείος από την πένα της. Η Βηρυτός, πόλη που ο αναγνώστης κινείται ανάμεσα στις λεωφόρους, στα στενοσόκακα, στην προκυμαία της – ένα σχεδόν ζωντανό ταξίδι, όχι μόνον ψυχής.

Είναι ολοφάνερο ότι η τοπιογραφία τής είναι απολύτως οικεία, εκεί κινεί την ηρωίδα της, την Οριάνθη εκεί ξετυλίγει ένα μεγάλο μέρος της ζωής της με γλώσσα λογοτεχνική και σκληρό ρεαλισμό. Ανάμεσα στις αιματοβαμμένες σκηνές φρίκης συχνά παρεμβάλλει ανάσες λυρισμού.

Εκεί το δίπολο επικράτηση – θάνατος επιβεβαιώνουν τη θέση του παραλογισμού στη διαμόρφωση της Ιστορίας. Ο άνθρωπος, για τη συγγραφέα, ακόμη και αυτός που σθεναρά αντιστέκεται, καθώς αποτελεί μέλος μιας συλλογικότητας, συχνά καταλήγει έρμαιο αλλότριων αποφάσεων. Διάσπαρτες πινελιές- στοιχεία ενδεικτικά του χρόνου που αφορά την αφήγηση – προσδίδουν ένταση και αυθεντικότητα στο άρωμα της εποχής.

Τα θέματα που πραγματεύεται το βιβλίο είναι δυστυχώς δραματικά επίκαιρα.

 

 

      «Η Άρια και η Οριάνθη γνωρίζονται το Καλοκαίρι του 1963 στην Αθήνα. Ένα μοιραίο γεγονός γίνεται αφορμή να διακοπεί η φιλία τους, που μπάζει την πρώτη σ’ έναν άγνωστο μέχρι τότε για εκείνη κόσμο. Οι δύο κοπέλες χάνονται μέσα στη δίνη προσωπικών δραμάτων και πολιτικών αναταραχών. Για την Άρια λιγότερο οδυνηρά, για την Οριάνθη όμως τραυματικά.

      Μετά πολλά χρόνια οι συμπτώσεις τις φέρνουν πάλι κοντά για να αφηγηθούν τις προσωπικές περιπέτειές τους, που ο χρόνος και η μνήμη τις ξεγελούν σαν να μην τις βίωσαν πραγματικά οι ίδιες, αλλά κάποιος άλλος. Και οι δύο υπήρξαν πιο πολύ θύματα όχι των επιλογών τους, αλλά της ίδιας της Ιστορίας.

      Η Άρια, ηλικιωμένη πλέον, ζει μόνη, σε απόσταση από τα τρία παιδιά της, χωρισμένη από τον άντρα της, μ’ έναν ανεκπλήρωτο έρωτα πάντα στο νου. Χτυπημένη από τον καρκίνο, παλεύει να κερδίσει ακόμη λίγη ζωή.

   

 «Η μοναξιά του ενός είναι υποφερτή. Μαθαίνεις να την ανέχεσαι, και στο τέλος νιώθεις τρυφερότητα γι αυτήν. Την αποζητάς όταν σου λείπει. Η συντροφική μοναξιά είναι βαριά και αφόρητη. Και αυτού του είδους τη ζωή την άντεξε για χρόνια, μέχρι που ένα “άι στο διάολο” κι έμεινε ν’ αναρωτιέται: “Πού πήγε τόσος έρωτας, τόσο πάθος, τόσες λέξεις;”»

 

Η ‘Οζ, η νεαρή γιατρός που της πρότεινε μία νέα θεραπεία γίνεται αφορμή να έρθει σε επαφή με την μακρινή της φίλη την Οριάνθη.

Η Οριάνθη, κόρη ενός διπλωμάτη, αναγκάζεται να εκπατρισθεί στον Καναδά λόγω των πολιτικών της φρονημάτων, στην περίοδο της χούντας, και αργότερα στη Βηρυτό, όπου υπηρετεί ο πατέρας της. Εκεί ερωτεύεται τον Εμίλ, τον τρυφερό Εμίλ, τον μουσικό, τον ποιητή, και τον Εμίλ πολέμαρχο, με μεγάλη δράση πριν και κυρίως τον καιρό του εμφυλίου. Δυο πρόσωπα διαφορετικά. Οι θέσεις του Εμίλ υπέρ της δυτικοποίησης του Λιβάνου, (πρωτεργάτης της Φάλαγγας- Μαρωνίτης) σε αντίθεση με τον ουμανιστή πατέρα της Οριάνθης, που υποστήριζε τους μουσουλμάνους – την πατρότητα της δικής τους γης. Η Οριάνθη βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες που αγαπά και τις εκ διαμέτρου αντίθετες πολιτικές τους πεποιθήσεις.

      

«Αν οι μουσουλμάνοι πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, θα μας διώξουν απ’ τον Λίβανο. Αν γλιτώσουμε από την Τζιχάντ, σίγουρα θα πρέπει να πάρουμε τον δρόμο της προσφυγιάς. Εμείς, τόσα χρόνια κυβερνάμε τη χώρα πολιτισμένα»

«Αλλά όχι δίκαια… Έπειτα, τι στο διάολο εννοείς “πολιτισμένα”; Να γίνει με τη βία η Ανατολή Δύση;»

 

Από την αφήγηση περνά όλη η Ελλάδα από την περίοδο της χούντας, την μεταπολίτευση, την επί Παπανδρέου εποχή με τη συμμαχία του Αραφάτ, την πλαστή ευημερία και την νεοπλουτίστικη νοοτροπία των επόμενων δεκαετιών, μέχρι την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, «Η Ελλάδα είναι ένα πειραματόζωο της απάνθρωπης εξουσίας των αγορών, όπου η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καμία αξία».

Η Πριοβόλου στέκεται επικριτικά απέναντι στην προηγούμενη γενιά που κληροδότησε αυτή την οικτρή κατάσταση στους σημερινούς νέους.

«Τον καμαρώνει, όπως και όλη αυτή την άτυχη γενιά που μεγαλώνει στα απόνερα του βόθρου όπου προηγούμενοι έριξαν τη βρομιά τους. Και όμως είναι τόσο καθαρή γενιά. Τόσο λαμπερή μέσα στην ομοιομορφία του στυλ και των επιλογών της. Τα αγόρια κοντό μαλλί και απαραίτητα μουσάκι και τα κορίτσια ντυμένα με τα πολυεθνικά ρούχα που ράβονται από χέρια παιδικά στα πλωτά εργοστάσια των εταιρειών. Από Κίνα μέχρι Ευρώπη ο διάπλους, και έτοιμη η παραγωγή. Της ξυπνούν μέσα της παλμούς άγνωρους τα νέα παιδιά, ή γνώριμους αλλά αφημένους σε μια παγωμένη λήθη. Τα συμπονάει, συναισθανόμενη βαθιά τη συνυπευθυνότητα στην κατασκευή του κοινωνικού οχετού τον οποίο αυτά προσπαθούν να καθαρίσουν».

 

Όσον αφορά τον Λίβανο και τις όμορες χώρες, με αφορμή την ιστορία του Εμίλ και της Οριάνθης ξετυλίγει όλο το κουβάρι της δραματικής Ιστορίας των τελευταίων δεκαετιών. Οι κινηματογραφική αφήγηση δίνει εικόνες υψηλής ευκρίνειας της κατάστασης που επικράτησε από τον άκρατο φανατισμό που υποκινούσαν οι ξένες δυνάμεις. Η περιγραφή της πολιορκημένης Βηρυτού αξεπέραστης φρίκης. Και όμως τα παιδιά τραγουδούσαν για την ειρήνη και την αγάπη του κόσμου. Μια φρεναπάτη και ένα όνειρο που το έκαναν μέσα από την τέχνη να υπάρχει για να μπορούν να συνεχίσουν να ζουν.

Η Οριάνθη θέλει να ζήσει, να προστατεύσει την κόρη της. Ακόμη και μέσα στην αιματοβαμμένη φρίκη στολίζει Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Η Πριοβόλου παρά την επίγνωση της κατάντιας του κόσμου τούτου, είναι υπέρ της ζωής.

 

«Ακόμα και μέσα στα ερείπια μπορείς ν’ ακούσεις τη θωπεία μιας υπερούσιας μουσικής. Ακόμα και  μέσα στο επιβεβλημένο σκοτάδι μαθαίνεις την ανεκτίμητη αξία μιας γραμμής από φως που κατάφερε να διασχίσει τις αδιαφανείς επιφάνειες. Και γραπώνεσαι επάνω της σαν σανίδα σωτηρίας».

   

Ένα πολύ καλοδουλεμένο μυθιστόρημα με άπειρες ιστορικές, κοινωνικοπολιτικές πληροφορίες. Ο μύθος του διαδραματίζεται ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ανάμεσα στην καταστροφή και την αναγέννηση. Ένα βιβλίο που αξίζει πραγματικά να διαβαστεί σήμερα αλλά και από τις επερχόμενες γενιές, γιατί κυρίως αφορά το δικαίωμα του να είσαι άνθρωπος μέσα σε μια δική σου πατρίδα, όπως αναφέρει και το εξώφυλλό του.

 

  

 

Η Ελένη Πριoβόλου γεννήθηκε στο Αγγελόκαστρο Μεσολογγίου όπου και έζησε μέχρι τα 18 της. Ζει στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Γράφει αναζητώντας την ευρυθμία και την καθαρότητα του λόγου. Η τάση να αναπαριστά με σύμβολα τον κόσμο τη στράτευσε στο παραμύθι, το οποίο υπηρετεί επί είκοσι τρία έτη. Αγαπάει πολύ τα παιδιά και στα βιβλία της προσπαθεί να πλησιάσει τον παιδικό κόσμο και την ευαίσθητη παιδική ψυχή. Έχει καταθέσει είκοσι ένα βιβλία για παιδιά και εφήβους, επτά μυθιστορήματα για μεγάλους, μία νουβέλα και ένα βιβλίο με ιστορίες. Το μυθιστόρημά της για ενήλικες, “Όπως ήθελα να ζήσω” (Καστανιώτης, 2009) τιμήθηκε το 2010 με το “Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ”. Επίσης έχει αποσπάσει το Βραβείο για Μεγάλα Παιδιά του περιοδικού “Διαβάζω” για το βιβλίο της “Το σύνθημα” (2009).

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top