Fractal

«…Και να θυμάσαι, η μοναξιά παραμένει χρόνος που μοιράστηκες με τον κόσμο…»

Γράφει η Κατερίνα Παππά // *

 

Ocean Vuong: “Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι” Μετάφραση: Έφη Φρυδά, εκδ. Gutenberg

 

«…Και να θυμάσαι,

η μοναξιά παραμένει χρόνος

που μοιράστηκες με τον κόσμο…»

 

Οι παραπάνω στίχοι από το ποίημα του Βουόνγκ  «ΜΙΑ ΜΕΡΑ Θ’ ΑΓΑΠΗΣΩ ΤΟΝ ΟΣΙΑΝ ΒΟΥΟΝΓΚ» ωθούν τον αναγνώστη, που έτυχε να έρθει σε επαφή και με τα ποιήματα και με το μυθιστόρημα του συγγραφέα, να σκεφτεί  μήπως η μοναξιά είναι ο χρόνος που μοιράστηκε ο αφηγητής και με μια μάνα βασανισμένη και συναισθηματικά ανώριμη.

Το μυθιστόρημα με αυτόν τον τόσο γοητευτικό και πολύσημο τίτλο είναι μια μεγάλη επιστολή που ο αφηγητής, ο  «Μικρός Σκύλος», όνομα που του επιφύλαξε η Λαν, η Βιετναμέζα γιαγιά του, γράφει στη μητέρα του, Ρόουζ. Το Όσιαν, το  κατά κόσμον όνομά του που σημαίνει Ωκεανός, το συνέλαβε και του το απέδωσε  η μητέρα του, όταν διέσχισαν τον Ειρηνικό. Το έργο  ξεκινά με την αιτιολόγηση της ανάγκης του  γι’ αυτήν τη μορφή επικοινωνίας, που αποκαλύπτει άλλωστε και την αμφιθυμία του, αφού έχει προσπαθήσει κι άλλες φορές  να συντάξει γράμμα προς τη μητέρα που ποτέ δεν ολοκλήρωσε.

 

Αγαπημένη μου μαμά,

Σου γράφω σε μια προσπάθεια να σε πλησιάσω – ακόμα κι αν κάθε λέξη που βάζω κάτω στο χαρτί με απομακρύνει περισσότερο από εσένα. (σελ. 25)

 

Ο νεαρός αφηγητής γράφει στα αγγλικά στη μητέρα του γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι εκείνη δεν θα διαβάσει ποτέ το κείμενο γιατί απλούστατα δεν γνωρίζει τη γλώσσα. Στόχος του είναι να ανασυντάξει όχι μόνο το δικό του παρελθόν, αλλά και το παρελθόν της οικογένειάς του πολύ πριν από το 1988 , χρονιά που γεννήθηκε ο ίδιος σ’ έναν ορυζώνα λίγο έξω από τη Σαϊγκόν. Της οικογένειας που αναγκάστηκε το 1990 να εγκαταλείψει το Βιετνάμ και να μείνει σ’ έναν καταυλισμό προσφύγων στις Φιλιππίνες, ώσπου να φθάσει στο Κονέκτικατ των Η.Π.Α  και να εγκατασταθεί  σε μια εργατική συνοικία του Χάρτφορντ.

Στο Χάρτφορντ ζει την παιδική και εφηβική του ηλικία  με την ψυχικά διαταραγμένη  γιαγιά του, τη σκληρά εργαζόμενη, πότε ως εργάτρια και πότε ως μανικιουρίστα, μητέρα του και την αδελφή της. Σε τρυφερή ηλικία θυμάται την αστυνομία να απομακρύνει από το σπίτι τον πατέρα του, που έκτοτε δεν θα επανεμφανιστεί,  εξαιτίας της βίαιης συμπεριφοράς του.

Αυτή η μητέρα προς την οποία απευθύνεται εκφράζεται με εκρηκτικούς τρόπους απέναντί του που κυμαίνονται από την άσκηση υπερβολικής βίας ως την επιδαψίλευση  μιας σπάνιας τρυφερότητας, με αποτέλεσμα το παιδί συχνά να  αισθάνεται μπερδεμένο.  Είναι εξαιτίας αυτής της αλλοπρόσαλλης στάσης της που θα γράψει:

 

Είσαι μάνα, μαμά! Κι είσαι και τέρας. Το ίδιο όμως ισχύει και για μένα – κι αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορώ να σου γυρίσω την πλάτη. (σελ.39)

 

Η βία στιγματίζει την παιδική ηλικία του Μικρού Σκύλου: το ξύλο από τη  μητέρα, οι  κοροϊδίες, οι απειλές και τα χτυπήματα των συμμαθητών, αλλά και η απαράδεκτη συμπεριφορά κάποιων δασκάλων αφήνουν τα ίχνη τους στον εσωτερικό του κόσμο. Το διαφορετικό χρώμα της επιδερμίδας, το μικροκαμωμένο σώμα, η άγνοια της γλώσσας, το ροζ  ποδηλατάκι, που επιλέχτηκε  από τη Ρόουζ  για την προσιτή τιμή του, είναι ικανά στοιχεία για να επιτρέψουν στην επιθετικότητα  των συνομηλίκων του να εκδηλωθεί πολλές φορές με τρόπο άγριο.

Εκτός όμως από την καθημερινή σκληρότητα ο αφηγητής εισπράττει από τις αποσπασματικές αφηγήσεις της Λαν και  τον πραγματικό πόλεμο, αυτόν που η γιαγιά βίωσε στο Βιετνάμ. Οποιοσδήποτε δυνατός θόρυβος την  παραπέμπει στις εκρήξεις βομβών, στον τρόμο για επικείμενη καταστροφή και θάνατο. Η Ρόουζ, καρπός από την ένωση της μάνας της με έναν ανώνυμο λευκό Αμερικανό ναύτη, δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Η εκπαίδευσή της σταμάτησε στην ηλικία των πέντε ετών όταν το σχολείο της βομβαρδίστηκε. Ο Αμερικανός με τον οποίον αργότερα  παντρεύτηκε η Λαν  από έρωτα – έναν γάμο που ποτέ δεν αποδέχτηκε η οικογένειά του –   είναι αυτός που καλύπτει την ανάγκη του αφηγητή για έναν παππού.

Η Ρόουζ στην πατρίδα της γίνεται αντικείμενο κακοποίησης για το λευκό της χρώμα. Η χλεύη και οι απειλές που δέχεται είναι αγριότερες από αυτές που θα υποστεί ο γιος της ύστερα από λίγα χρόνια για τους ίδιους λόγους σε μια άλλη ήπειρο. Οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και το μίσος για το διαφορετικό  των ανθρώπων δεν γνωρίζουν φυλή και εθνικότητα. Το νέο καθεστώς του Βιετνάμ μετά το τέλος του πολέμου δεν επιτρέπει στη Ρόουζ να εργαστεί  νόμιμα στη χώρα της επειδή ανήκει σε μικτή φυλή. Κι έτσι, ως μόνη λύση μένει η μετανάστευση. Όταν σε «διώχνει» η πατρίδα σου μπορείς, άραγε, να  νιώσεις επιθυμητός στην «ξένη» χώρα; Μήπως είναι και αυτός ένας από τους λόγους που αρνείται η Ρόουζ να μάθει τη νέα γλώσσα;

 

Ocean Vuong

 

Η συνάντηση του νεαρού, εργαζόμενου σ’ ένα καπνοχώραφο, Όσιαν  με τον Τρέβορ, έναν Αμερικανό συνομήλικό του, και το αμοιβαίο ερωτικό ενδιαφέρον που γεννιέται αποτελούν τις προϋποθέσεις για να συμφιλιωθεί με το σώμα του και να το αγαπήσει. Ο Τρέβορ, εγκαταλειμμένος από τη μητέρα του και με πατέρα αλκοολικό, παίζει με όπλα, οδηγεί αυτοκίνητο, αγαπά τη βία, είναι χρήστης ναρκωτικών – που θα τον οδηγήσουν στον θάνατο – και υποτιμά βαθιά τους ομοφυλόφιλους όπως και αυτήν την  πλευρά του εαυτού του. Συνδέονται με έντονο ερωτικό πάθος ως τη στιγμή που ο Μικρός Σκύλος φεύγει για το πανεπιστήμιο. Παρούσα η βία και σ’ αυτήν τη σχέση, όπως γράφει ο αφηγητής  στην ανεπίδοτη επιστολή προς τη μητέρα του:

 

Στο μεταξύ, η βία ήταν ήδη κάτι κοινότοπο για μένα, ήταν αυτό που γνώριζα, τελικά, για την αγάπη. Επιτέλους μπορούσα να ονοματίσω αυτό που συνέβαινε σε μένα σ’ όλη μου τη ζωή. (σελ. 170)

 

Σταθερός άξονας όλου του μυθιστορήματος η μνήμη. Στηριγμένος σ’ αυτήν ο αφηγητής φέρνει στο φως  κοινές  στιγμές με τη μητέρα, τραυματικά επεισόδια που τους συνδέουν ή της μεταφέρει γεγονότα, καταστάσεις και βιώματά του που εκείνη  αγνοεί. Η μνήμη θα τον βοηθήσει να οργανώσει το πρόσωπό του και να πάρει τις απαραίτητες αποστάσεις από όσα καθόρισαν τον βίο του.

Ο θάνατος με την κυριολεκτική του σημασία –  γιατί μεταφορικά κυκλοφορεί σε ολόκληρο το έργο –  έχει κι αυτός τη θέση του. Στην αποχώρηση  της Λαν από τη ζωή είναι παρόντες και οι τρεις: οι δύο αδελφές και ο εγγονός. Η αφοσίωση στο πρόσωπο της μελλοθάνατης, η σπάνια ευγένεια και ο σεβασμός προς το γεγονός του θανάτου συγκινούν τον αναγνώστη.

Ο Βουόνγκ με το συγκεκριμένο έργο, που είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό στην ουσία, μιλάει για τη σχέση με τη μάνα του, για τη σχέση του με τη γλώσσα και τη γραφή. Η γλώσσα μπορεί να είναι πατρίδα. Ποια γλώσσα όμως;  Η βιετναμέζικη που δεν μπόρεσαν ποτέ να κατακτήσουν σε βάθος και εύρος και οι δύο ή  η αγγλική που δεν είναι η  μητρική κανενός;

 

 Άρα η μητρική μας γλώσσα δεν είναι καθόλου μητρική – ορφανή είναι. (σελ. 61)

 

Ο αφηγητής συλλαμβάνει ευτυχώς από πολύ νωρίς τη δύναμη και την ιαματική λειτουργία  των λέξεων. Από τότε που δεκαετής φεύγει από το σπίτι παίρνοντας μαζί του δύο βιβλία. Συγγραφέας πια θα γράψει σ’ αυτό το επιστολικό μυθιστόρημα:

 

Είναι σε τούτες τις στιγμές, πλάι σου, που ζηλεύω τις λέξεις γιατί μπορούν να κάνουν αυτό που ποτέ δεν θα μπορέσουμε εμείς – που μπορούν να πουν τα πάντα για τον εαυτό τους, με το να στέκονται απλώς και μόνο ασάλευτες, με την ύπαρξή τους και μόνο. (σελ. 230)

 

Είναι οι λέξεις και η εμπιστοσύνη του σ’ αυτές  που θα ανασύρουν από την αφάνεια  όσα έχει βιώσει, όσα αισθάνεται και σκέπτεται. Ο πόλεμος, ο ξεριζωμός και η μετανάστευση, η φτώχεια, η προσπάθεια να ριζώσει σ’ έναν νέο κόσμο άγριο και απειλητικό επίσης, η σεξουαλική του ταυτότητα θα ντυθούν με τις δικές του λέξεις για να κομίσουν τη δική του ματιά, τη ματιά ενός Βιετναμέζου, που μεγάλωσε και σπούδασε στην Αμερική, είναι ομοφυλόφιλος και επέλεξε να εκφραστεί με τη γραφή.

Στο ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ αποκαλύπτει  την αγριότητα της φύσης και του ανθρώπου αλλά και την ανάγκη του για αγάπη και αποδοχή. Στοχάζεται για  την ομορφιά επισημαίνοντας ότι είναι ισχυρότερη από τον πόλεμο και το σκοτάδι και αναδεικνύει το ψέμα του αμερικάνικου ονείρου. Με ελλειπτική γραφή προβάλλει εικόνες από το Χάρτφορντ που χωνεύει στους κόλπους του τους μετανάστες που ψάχνουν για ληγμένα τρόφιμα αλλά και τους επιτυχημένους ασφαλιστές.

Η αφήγηση πρωτοπρόσωπη συνήθως  ενίοτε μεταβάλλεται σε τριτοπρόσωπη, όταν ο αφηγητής στοχεύει στην αποστασιοποίηση από αυτά που εκθέτει. Άλλοτε γραμμική και άλλοτε συνειρμική επιτρέπει στον ρεαλισμό να συνυπάρχει μ’ έναν βαθύ λυρισμό. Λέει ο  Βουόνγκ σε μια συνέντευξή του  που αποσπάσματά της μας μεταφέρει στο κατατοπιστικό εισαγωγικό της σημείωμα η μεταφράστρια Έφη Φρυδά: «Ως συγγραφέας ήθελα να αρχίσω με αλήθεια και να τελειώσω με τέχνη. Αυτό ήταν κεφαλαιώδες για μένα». (σελ. 10)

Από το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου πληροφορούμαστε μεταξύ άλλων  ότι ο συγγραφέας βραβεύτηκε με το T.S Eliot Prize για την πρώτη του ποιητική συλλογή ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ ΜΕ ΤΡΑΥΜΑΤΑ ΕΞΟΔΟΥ και σήμερα διδάσκει στο τμήμα Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης.

Αυτό το σπαρακτικά  εξομολογητικό έργο με το οποίο ο Βουόνγκ προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό του και τον κόσμο μεταφράζει με ευαισθησία η Έφη Φρυδά.

 

 

* Η Κατερίνα Παππά γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα όπου και ζει. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Ε.Κ.Π.Α. και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση επί τριάντα δύο χρόνια. Διαβάζει ελληνική και ξένη λογοτεχνία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top