Fractal

Ειλικρινής εξομολόγηση σε δύο γυναίκες

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ocean Vuong, «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι». Μετάφραση: Έφη Φρυδά. Εκδόσεις Gutenberg. Αθήνα, 2021

 

«…Έχω το κουράγιο να σου διηγηθώ τη συνέχεια, απλώς και μόνο επειδή οι πιθανότητες να σε βρει αυτό το γράμμα είναι ελάχιστες-το γεγονός ότι δεν μπορείς να το διαβάσεις είναι ακριβώς αυτό που κάνει την αφήγησή μου εφικτή…», λέει κάπου στο μέσον του βιβλίου ο Όσιαν Βουόνγκ. Ολόκληρο το βιβλίο  ‘Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι’ (On Earth We are Briefly Gorgeous, 2019), στην πραγματικότητα, αποτελεί ένα γράμμα-ποταμό  που γράφει ένας άντρας που ονομάζεται ‘Μικρός σκύλος’ στη μητέρα του, κατά κύριο λόγο, που ακούει στο όνομα Ρόουζ. Ο νεαρός  δηλώνει ρητά τον σκοπό του γραψίματός του και συγκεκριμένα ότι θέλει να γυρίσει πίσω στον χρόνο, όπως τότε που ήταν νεότερος, τότε που η μητέρα του σοκαρίστηκε βλέποντας το ταριχευμένο κεφάλι ελαφιού που κρεμόταν πάνω στον τοίχο ανάμεσα στις τουαλέτες, κι’ ακόμα για να απελευθερωθεί όσο είναι εφικτό ο ίδιος, με τον ίδιο τρόπο που και οι πεταλούδες πετούν κάθε χρόνο νότια. Το μυθιστόρημα προχωρά με μια σειρά από μικρές και σύντομες σχετικά ιστορίες, που η μια δίνει αυτόματα τη θέση της στην άλλη. Ο Μικρός σκύλος θυμάται όταν ήταν παιδί, μόλις πέντε ή έξι ετών, και κρυβόταν πίσω από μια πόρτα στο διάδρομο παίζοντας με τη μητέρα του, αλλά η δική της αντίδραση παρέπεμπε στο τραύμα της από τον πόλεμο του Βιετνάμ που βίωσε κατάσαρκα, αφού μεγάλωσε  κατά τη διάρκεια εκείνου του άδικου και εξοντωτικού πολέμου που έγινε στην αντίπερα όχθη του Ειρηνικού Ωκεανού. Δεν είναι σαφές ακόμα ποιος είναι ο πραγματικός της πατέρας, επειδή η δική της  μητέρα, η Λαν,  αναγκάστηκε να δουλέψει ως πόρνη για να επιβιώσει αφού απέδρασε από έναν ανεπιθύμητο γάμο που της είχαν επιβάλλει. Ο νεαρός θυμάται την πρώτη φορά που η Ρόουζ τον χτύπησε σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών στο μικρό τους διαμέρισμα στο Κονέκτικατ. Τόσο η Λαν όσο και η Ρόουζ είναι ποικιλοτρόπως τραυματισμένες και στιγματισμένες από τον πόλεμο στη χώρα τους. Σε ηλικία πέντε ετών, η Ρόουζ είδε το σχολείο της στο Βιετνάμ να καίγεται ολοσχερώς μετά από μια αμερικανική επιδρομή με βόμβες ναπάλμ, δεν επέστρεψε ποτέ στο σχολείο, δεν έμαθε ποτέ να διαβάζει, γι’ αυτό και τώρα είναι αναλφάβητη. Ο Μικρός σκύλος αποφασίζει να γράψει το γράμμα του αφού ξαναδιαβάσει την γνωστή διεξοδική άποψη του Ρολάντ Μπαρτ. ‘Το ημερολόγιο πένθους’, συγκεκριμένα, που κρατούσε αναλυτικά ο Γάλλος κριτικός λογοτεχνίας και φιλόσοφος για έναν χρόνο μετά τον θάνατο της δικής του μητέρας. Η βασική βεβαίως διαφορά, όμως, είναι ότι ο Μικρός σκύλος γράφει ενώ η μητέρα του είναι ακόμα ζωντανή, αλλά το γενικότερο παράδοξο του μυθιστορήματος είναι ότι η Ρόουζ δεν μπορεί να διαβάσει, οπότε το όλο κείμενο  δεν θα φτάσει ποτέ σε αυτήν, ούτως ή άλλως. Ο Μικρός σκύλος  θυμάται πολλά επεισόδια από την παιδική του ηλικία που αφορούσαν αυτόν,  τη μητέρα και τη γιαγιά του. Τώρα είναι είκοσι οκτώ ετών και γράφει στη Ρόουζ επειδή δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο από το να προσπαθήσει να της γράψει και να της εκμυστηρευτεί κάποια πράγματα που τον βασάνιζαν. Κάποτε είχε διαβάσει πως όσοι πάσχουν από την γνωστή διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι πιο πιθανό να κακοποιήσουν τα παιδιά τους, και η Ρόουζ φαίνεται ξεκάθαρα πως  αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει το δικό της ψυχικό τραύμα. Ισχυρίζεται ότι το είδος αυτό του τραύματος επηρεάζει τόσο το μυαλό όσο και το σώμα το οποίο καταρρέει επίσης, εμφανώς κάτω από το πασιφανές άγχος. Περιγράφει τη γιαγιά του, Λαν, σκυφτή, σχεδόν λυγισμένη και διπλωμένη στη μέση, μια γυναίκα με ανείπωτες και πολύχρονες ταλαιπωρίες. Υπάρχουν φυσικά τόσα πολλά που ο Μικρός Σκύλος θέλει να πει στη μητέρα του στο γράμμα του, αλλά πολλά από αυτά χάνονται πίσω από τη σύνταξη των φράσεων. «… Έχω τόσο πολλά που θέλω να σου πω, μαμά. Κάποτε είχα την ανοησία να πιστεύω ότι η γνώση θα ξεκαθάριζε το τοπίο, όμως τόσα και τόσα κρύβονται πίσω από τα ομιχλώδη στρώματα του συντακτικού και της σημασιολογίας, πίσω από ημέρες και ώρες, ονόματα ξεχασμένα, σωσμένα και πεταμένα, ώστε το να ξέρεις απλώς την ύπαρξη του τραύματος διόλου δεν συντελεί στην αποκάλυψή του…», γράφει σχετικά.

Αφού μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ, η Ρόουζ παντρεύεται έναν άντρα που την κακοποιούσε, αλλά αργότερα χωρίζουν. Εργάζεται σε ινστιτούτο αισθητικής μανικιούρ-πεντικιούρ και ζει στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ με την Λαν, την αδελφή της Μάι και τον Μικρό Σκύλο.  Μια εντυπωσιακή περιγραφή δίνεται στο κείμενο όταν μια μέρα στο ινστιτούτο εκείνο, η Ρόουζ έχει για πελάτισσα  μια ηλικιωμένη γυναίκα και θέλει να της κάνουν πεντικιούρ, δηλαδή περιποίηση των νυχιών των ποδιών της. Πριν η πελάτισσα της Ρόουζ χαμηλώσει τα πόδια της μέσα στο θερμαινόμενο δοχείο,  απλώνει το χέρι της και αποσπά ένα προσθετικό πόδι από το ύψος του γονάτου. Αφού η Ρόουζ κάνει μασάζ στη γάμπα της γυναίκας, η πελάτισσα της προτείνει να συνεχίσει την ίδια τακτική στο πόδι που της λείπει! Η Ρόουζ δεν λέει τίποτα και αρχίζει να κάνει κινήσεις στο χαμένο πόδι της γυναίκας, να δουλεύει με το φανταστικό μέλος, επαγγελματικά, με τις κινήσεις της να περιγράφουν σχηματικά αυτό που στην ουσία δεν υφίσταται. Η Ρόουζ στεγνώνει το πόδι της γυναίκας και στη συνέχεια δίνει στη Ρόουζ ένα καθόλου ευκαταφρόνητο φιλοδώρημα, τουτέστιν  ένα χαρτονόμισμα των εκατό δολαρίων.

Σε ηλικία δεκατεσσάρων  ετών, το καλοκαίρι του 2003, ο Μικρός Σκύλος  εργάζεται σε ένα αγρόκτημα καπνού, όπου γνωρίζει ένα αγόρι ονόματι Τρέβορ, που είναι ένα χρόνο μεγαλύτερό του. Ένα βράδυ, ενώ ακούνε έναν αγώνα ποδοσφαίρου στο ραδιόφωνο, ο Μικρός Σκύλος και ο Τρέβορ ξεκινούν μια στενή σχέση. Λίγο αργότερα, ο Τρέβορ αναπτύσσει εθισμό στα ναρκωτικά. Ο Τρέβορ ζει με τον πατέρα του, ο οποίος είναι αλκοολικός, σε ένα τροχόσπιτο και το δωμάτιο του Τρέβορ είναι γεμάτο με σπόρους μαριχουάνας και επιθέματα φεντανύλης. Είναι αδύνατο για τον Μικρό Σκύλο να μιλήσει για τον Τρέβορ  χωρίς να μιλήσει για ναρκωτικά, οξυκωδόνη και κοκαΐνη. Η σχέση τους είναι έντονη, αλλά δεν διαρκεί πολύ, επειδή ο Τρέβορ παλεύει με την  ομοφοβία. Πέντε χρόνια μετά τη γνωριμία με τον Μικρό Σκύλο, ο Τρέβορ πεθαίνει από υπερβολική δόση, ενώ ο Μικρός Σκύλος εργάζεται στη Νέα Υόρκη ως συγγραφέας. Ο αφηγητής φεύγει αμέσως για το Χάρτφορντ και μόλις φτάνει, κατευθύνεται προς το σπίτι του Τρέβορ, αλλά σταματάει γιατί ξέρει ότι απλώς θα ενοχλήσει τον πενθούντα πατέρα του Τρέβορ. Ο Μικρός Σκύλος πηγαίνει αντ’ αυτού στο σπίτι του, και είναι περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Μικρός Σκύλος ανοίγει την πόρτα του δωματίου της μητέρας του. Ξαπλώνει δίπλα της στο χαλάκι στο πάτωμα και αρχίζει να  κλαίει. Επτά μήνες αργότερα, ο Μικρός Σκύλος στέκεται δίπλα στο κρεβάτι της Λαν, καθώς εκείνη πεθαίνει. Έχει διαγνωστεί με μεταστατικό καρκίνο των οστών και της απομένουν μόνο λίγες μέρες ζωής. Καθώς κάθεται δίπλα στη Λαν  τις τελευταίες μέρες της, σκέφτεται τον Τρέβορ. Και μετά το θάνατο της Λαν, ο Μικρός Σκύλος και η Ρόουζ μεταφέρουν τις στάχτες της πίσω στο Βιετνάμ για ταφή. Ενώ βρίσκεται κοντά στο χωριό της Λαν, το Γκο Κονγκ, ο Μικρός Σκύλος ξυπνάει τη νύχτα από τους ήχους της μουσικής και του γέλιου. Βγαίνει έξω και βρίσκει τους δρόμους ζωντανούς από γιορτή, με μια σκηνή στο βάθος όπου πολλοί τραγουδούν και χορεύουν. Το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται με τον Μικρό Σκύλο να θυμάται μια συζήτηση που είχε με τη Ρόουζ, και εκείνη γελάει στο τέλος της, ενώ ο Μικρός Σκύλος δεν καταλαβαίνει το λόγο.

 

Ocean Vuong

 

Ο Όσιαν Βουόνγκ (Ocean Vuong, 1988-  ), είναι γνωστός για την ποιητική συλλογή, του 2016, που αναφερόταν στις συνέπειες του πολέμου του Βιετνάμ και  έφερε τον τίτλο ‘Night Sky with Exit Wounds’, η οποία κέρδισε και τα βραβεία Whiting Award και  T.S. Eliot Prize.  Το ντεμπούτο μυθιστόρημά του,  ‘Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι’ (On Earth We’re Briefly Gorgeous, 2019), είναι, θα μπορούσαμε άφοβα να υποστηρίξουμε,  εξίσου λυρικό  με την ποίησή του. Ο Μικρός Σκύλος είναι ένας εργαζόμενος συγγραφέας που αναστοχάζεται την παιδική του ηλικία και τη βασανισμένη ποικιλοτρόπως εφηβεία του ως ομοφυλόφιλος μετανάστης στην εργατική τάξη του Χάρτφορντ, στο Κονέκτικατ. Μέσα από τα κείμενά του, λαμβάνουμε σκληρές αναμνήσεις, όπως εκείνη τη φορά που η Ρόουζ οδήγησε τον γιό της  και τη γιαγιά του, τη Λαν, στο σπίτι που νόμιζε ότι ήταν της αδελφής της, για να συνειδητοποιήσει, αφού χτύπησε την πόρτα της, ότι η αδελφή της είχε μετακομίσει στη Φλόριντα, πέντε χρόνια πριν. Ή τις αναμνήσεις του Μικρού Σκύλου  απ’ το ξύσιμο της πλάτης της μητέρας του με ένα κουτάκι και ένα νόμισμα, μελανιάζοντας το δέρμα της σε αυτή τη μικρή πράξη ανακούφισης μετά την ολοήμερη εργασία της. Κι’ ακόμα, τις αποκαλύψεις για το πρώτο του ειδύλλιο με ένα αγόρι, τον Τρέβορ, στη φάρμα καπνού όπου δούλευε, ανήλικος ων και παράνομα. Μέσα από τις επεισοδιακές ιστορίες που αφηγείται, το συνοθύλευμα αναμνήσεων του παιδιού αυτού χτίζει μια αφήγηση για την αναπόφευκτη  γήρανση του σώματος, τη χαμένη παιδική αθωότητα, το μετατραυματικό στρες  και το τραύμα που διαχέεται και διαπερνά τις γενιές  και γύρω από την σύνθετη, τη μικτή και περίπλοκη αμερικανική ταυτότητα. Ο αναγνώστης βυθίζεται στην πλοκή για να του υπενθυμίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα ότι ο αφηγητής μιλάει σε κάποιον και ότι το μυθιστόρημα είναι μια μορφή εξομολόγησης, στην πραγματικότητα στη μητέρα του και εμμέσως και σε μικρότερο εμφανώς βαθμό στη γιαγιά του. Καθώς ο Μικρός Σκύλος αφηγείται τραυματικές αναμνήσεις βίας, πολέμου, απομάκρυνσης και κακοποίησης, κάποιες φορές  στα χέρια της μητέρας του, μαζί με αναμνήσεις αγάπης, χαράς και ανακάλυψης, ο αναγνώστης μένει να αναρωτιέται αν η Ρόουζ θα το διαβάσει ποτέ, αν θα γνωρίσει κάποτε τις απόκρυφες πτυχές του μυαλού και της νοοτροπίας του γιου της. Μια κεντρική ειρωνεία, σε ολόκληρο το βιβλίο είναι η προσπάθεια του γιού να κατανοήσει τον τρόπο του σκέπτεσθαι της μητέρας του. Στην ποίησή του, ο Βουόνγκ μεταδίδει  δυσφορία, σύγχυση και θλίψη, αλλά στο  μυθιστόρημά του, ωστόσο, ακολουθεί μια πιο διανοητική προσέγγιση της χρήσης ή της κατάχρησης της γλώσσας. Ο Μικρός Σκύλος ασχολείται με τη σχέση ανάμεσα στη μητρική γλώσσα και τα παιδιά της. Τι γίνεται όμως αν η μητρική γλώσσα είναι καχεκτική, αναρωτιέται, αν αυτή η γλώσσα δεν είναι μόνο το σύμβολο ενός κενού, αλλά είναι η ίδια ένα κενό! Ο Μικρός Σκύλος, η Ρόουζ και η γιαγιά παλεύουν όλοι με τον δικό τους τρόπο με τη γλώσσα και τη μνήμη. Για τη Ρόουζ και τη Λαν, η γλώσσα δεν μπορεί να εκφράσει επαρκώς τη μνήμη του τραύματός τους, ειδικά σε ένα άγνωστο μέρος, όπως οι ΗΠΑ, όπου είναι ξένοι και κανείς δεν φαίνεται να τους καταλαβαίνει. Για τον  Μικρό Σκύλο, ο οποίος είναι συγγραφέας και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη γλώσσα, η δυσκολία έγκειται στην αδυναμία του να επικοινωνήσει σε εκείνη τη γλώσσα που καταλαβαίνουν οι δύο γυναίκες. Τα βιετναμέζικα που κατέχω, λέει στη μητέρα του, είναι εκείνα που μου έδωσες εσύ, εκείνα που το λεξικό  και το συντακτικό τους φτάνουν μόνο στο επίπεδο της δευτέρας τάξης του δημοτικού. Η σχέση τους χαρακτηρίζεται από την απουσία γλώσσας και την αδυναμία έκφρασης. Αυτό το βιβλίο είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί γιατί ενώ δείχνει πως  είναι μυθιστόρημα, η μορφή και η κίνησή του θυμίζουν ένα εκτεταμένο δοκίμιο που πλέκεται δαιμονικά γύρω από τα τρία στην ουσία άτομα. Ωστόσο, αυτό που είναι πιο σημαντικό από το είδος είναι το γεγονός ότι το βιβλίο περιέχει μια ιστορία ενηλικίωσης για ένα queer αγόρι από το Βιετνάμ, στις οποίες δεν μας είχαν συνηθίσει έως τώρα οι σελίδες της αμερικανικής λογοτεχνίας. Επομένως, το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως επιστολές προς τις δύο γυναίκες που μεγάλωσαν τον Μικρό Σκύλο και ως μια αναγκαία και απελπισμένη έκφραση του ίδιου του αφηγητή. Ο συγγραφέας και αφηγητής βάζει στο κείμενο, όλον τον πόνο, την ευτυχία και την αυτογνωσία του  και δίνοντας ένα όνομα σε αυτές τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες, τις φέρνει στην πεζή καθημερινότητα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top