Fractal

✔ Σταυρούλα Δημητρίου: «Ο έμπειρος αναγνώστης θα αντιληφθεί το αλφαβητάρι μου»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

 

 

«Η γλώσσα είναι το κρυπτογραφικό μέσον για να απεικονίσω όσα θέλω να πω, όπως στην παντομίμα οι χειρονομίες, όπως συμβαίνει στη μουσική, ο συνθέτης να προεπιλέγει το μακάμι.» Υποστηρίζει η γνωστή και σημαντική ποιήτρια και συγγραφέας που υπηρέτησε για χρόνια ως δικαστής, εφέτης, Σταυρούλα Δημητρίου, και το αποδεικνύει μέσα από τα ποιητικά και τα πεζά της: «Η χώρα του κασσίτερου», «Η ψυχή του καθρέφτη», «Η επιστροφή της Κίχλης», «Στον λήγοντα των αστεριών», «Τα ιοβόλα και η χαμένη αθωότητα, το πρόσφατο ποιητικό της βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μελάνι. Το έργο της αγαπήθηκε, εγκωμιάστηκε, μεταφράστηκε και ωστόσο «τα συρτάρια της (παραμένουν) γεμάτα σαν μυρμηγκοφωλιές».

Η Σταυρούλα Δημητρίου δέχτηκε για το χατίρι των αναγνωστών του fractal να τα ανοίξει. Όλα τα εκμυστηρεύτηκε. Ακόμα και τα μύχια και τα μελλοντικά:

«Γράφοντας έχω την αίσθηση ότι προσπαθώ να επιλύσω τον ένα και μοναδικό γρίφο: Τί είναι δύσκολο, να ζήσεις ή να πεθάνεις;»

Κι όσο για τα μελλοντικά: «Πρόκειται για ένα μικρό αφήγημα με τίτλο “Γράμμα στον κατηγορούμενό μου”. Το εμπνεύσθηκα όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Ζώρζ Σιμενόν με τίτλο “Γράμμα στο δικαστή μου”. Το βιβλίο αναφέρεται σε όσα ένας κατηγορούμενος θέλησε να πει στον δικαστή του έξω από κάθε τυπική ποινική διαδικασία και όσο διαρκούσε η δίκη του και τα οποία δεν μπορούσε να του πει. Διάβασα 3-4 σελίδες και αμέσως μου ήλθε η έμπνευση να αντιστρέψω το θέμα γράφοντας το δικό μου βιβλίο. Βιωματικό, εμπνευσμένο από την δικαστική μου ιδιότητα. Δηλαδή ανθρώπινες σκέψεις και συναισθήματα, όσα θα ήθελε να πει ένας δικαστής στον κατηγορούμενό του, έξω από την ποινική διαδικασία.»

Ας βυθιστούμε στον ποιητικό κόσμο της.

 

 

-Κυρία Δημητρίου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Γράφω, ή μάλλον νοιώθω ότι δημιουργώ, πάντα στο γραφείο μου. Βυθίζομαι στον αχανή ορίζοντά του, ανάμεσα σε βιβλία που στοιβάζονται και πλήθος από ετερόκλητα αντικείμενα, και με τα συρτάρια γεμάτα σαν μυρμηγκοφωλιές. Όμοια κάπως με το χάος. Όμοια με τις σκέψεις μου, όμοια με εμένα. Και αυτό μου δημιουργεί αρμονία χωρίς να μπορώ να εξηγήσω το πώς.

Πάντα τη νύχτα γράφω. Με επεισόδια από ιδέες για γραφή, επεισόδια φωτός θα έλεγα. Και πολλές φορές με τα μάτια μισόκλειστα από τη νύστα, σαν να θέλω αυτές τις ιδέες να τις αιχμαλωτίσω, να τις ναρκώσω για λίγο. Τελετουργικά, όπως λέτε, ασυνείδητα.

 

 

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Η ιστορία ξεκινάει με την έμπνευση, το επεισόδιο της ιδέας, όπως προείπα, που αιχμαλωτίζεται στους νευρώνες του εγκεφάλου. Καθόλου σαφές αν αυτό ωρίμαζε από καιρό ή βγήκε αναπάντεχα. Το ταξίδι της γραφής έχει κιόλας ξεκινήσει. Θα μπορούσα να κάνω έναν αδρό παραλληλισμό. Μπαίνω σε ένα τραίνο με άγνωστο προορισμό. Όμως ο προορισμός, ο κάθε προορισμός, είναι εκεί, υπάρχει. Χωρίς να ξέρω εκ των προτέρων ποια ξένα μέρη θα γνωρίσω, ποιους ανθρώπους θα συναντήσω και σε ποια γλώσσα θα τους μιλήσω, τί τρόπους θα βρω για να τους ‘’συναναστραφώ’’, και εννοώ τους ήρωές μου. Νοιώθοντας, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, όλη την ηδύτητα και το ποιητικό άλγος αυτού του ταξιδιού, εντέλει της δημιουργίας γραφής.

 

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Θεωρώ το μυθιστόρημά μου «Η Ψυχή του Καθρέφτη» που αναφέρεται στην πανούκλα που ενέσκηψε το έτος 1814 στην τουρκοκρατούμενη πολίχνη Φιλιάτι, στα ορεινά της Θεσπρωτίας. Πηγή έμπνευσής μου κατά πρώτη φορά αποτέλεσε η φράση που αναφέρει ο Γάλλος συγγραφέας Francois H.L.Pourqueville, ιατρός και πρόξενος της Γαλλίας στην Αυλή του Αλή Πασά, ο οποίος αναφέρει στο βιβλίο του ότι ως απεσταλμένος του Αλή Πασά, πήγε στο Φιλιάτι με σκοπό να καθοδηγήσει τους κατοίκους για τη λήψη μέτρων καραντίνας που έπρεπε να ληφθούν, πλην οι δερβίσηδες τον εμπόδισαν λέγοντάς του ότι η πανούκλα ήταν μία από τις τριακόσιες πύλες του Παραδείσου που έπρεπε να διαβούν. Έτσι, εξηγεί ο Πουκεβίλ, η πανούκλα ‘’θέρισε’’ 2500 ψυχές.

Δεν ήμουν αυτάρκης για να γράψω απλά ένα ρεαλιστικό χρονικό. Ήθελα να γράψω μυθιστόρημα και για μήνες βασανιζόμουν, ώσπου είδα ένα αμερικανικό ντοκιμαντέρ. Μέσα σ’ αυτό το φιλμ, ο αφηγητής περιέγραφε πώς ένα γκρουπ αμερικανών επιστημόνων γενετιστών, είχαν επισκεφθεί ένα αρχαίο κοιμητήριο στο Μπέρμινχαμ της Αγγλίας, όπου ήταν ενταφιασμένοι όλοι εκείνοι που επέζησαν από την επιδημία της πανούκλας το 1640. Μελετώντας το DNA αυτών ανθρώπων, οι γενετιστές προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν προσβλήθηκαν από την πανούκλα και ενδεχομένως, ποιό ήταν εκείνο το στοιχείο στο DNA τους που επέτρεψε ν’ αντισταθούν στην επιδημία. Αυτό αποτέλεσε την αφετηρία για να δώσω την δική μου λογοτεχνική απάντηση:

Το στοιχείο που επέτρεψε σ’ αυτά τα άτομα να επιζήσουν, ήταν το πάθος. ‘’Το πάθος τους για ζωή, το πάθος τους για τον έρωτα, ανεξάρτητα ποιό πάθος, κάθε πάθος’’.

‘’Είναι αυτό που με ενέπνευσε για να δημιουργήσω τους ήρωές μου. Ο καθένας είναι μόνος μέσα στο κείμενό μου και ο καθένας συνθέτει, δημιουργεί το προσωπικό του πάθος που θα τον προστατέψει από την πανούκλα και θα του επιτρέψει να επιβιώσει.

Το βιβλίο μεταφρασμένο από τον Μισέλ Βόλκοβιτς κυκλοφορεί και στη Γαλλία.

 

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Η σταθερή εμμονή μου όταν γράφω είναι η γλώσσα. Νοιώθω μια σχέση ‘’φετίχ’’ με τη γλώσσα. ‘Όπως λέει ο Ελύτης, ‘’Μονάχη μου έννοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου’’. Κάθε συγγραφή θεωρώ ότι είναι εγχείρημα λόγου. Και πάντα ψάχνω απάτητες αμμουδιές γλώσσας για να ψυχώσω το κείμενό μου. Ακόμη και να μιλήσω με ‘’φωνές’’ από το παρελθόν, αν χρειασθεί, ακόμη και αν δεν υπάρχει αμεσότητα επικοινωνίας με τον ‘’μη μυημένο αναγνώστη’’. Ο έμπειρος αναγνώστης θα αντιληφθεί το αλφαβητάρι μου. Η γλώσσα είναι το κρυπτογραφικό μέσον για να απεικονίσω όσα θέλω να πω, όπως στην παντομίμα οι χειρονομίες, όπως συμβαίνει στη μουσική, ο συνθέτης να προεπιλέγει το μακάμι.

Η γραφή σε μένα δεν λειτουργεί με κάποια τεχνική. Σε όλα τα βιβλία μου παρατηρώ μια ‘’μη συνειδητή’’ διαδικασία. Μετά το αρχικό ερέθισμα αναζητώ μέσα σε μια χαοτική κατάσταση να βρω ‘’εστίες’’, να τις ανασυντάξω και να τις βάλω σε μια τάξη για να συνθέσω το μοτίβο της ιστορίας. Ίσως και εδώ να βρίσκεται όλη η γοητεία. Στην αργοπορία του ερχομού της ιδέας. Και στην ενδιάμεση άγρια χαρά να την υλοποιήσω. Αφού περάσω την ιδέα από σαράντα κύματα, προσθέτω, αφαιρώ εικόνες και ξαναστέλνω την ιστορία στην αρχή, σαν το πιόνι στο Φιδάκι. Και εκεί ξεκινάει η επόμενη διελκυστίνδα: Αν όλη αυτή η κατασκευή θα μπορέσει να ισορροπήσει σαν αλήθεια σε μια πραγματικότητα. Και βλέπω ότι δεν μου φτάνει μόνο η ιστορία. Πρέπει να τη στήσω σε ένα συναρπαστικό σκηνικό με ακόμη πιο συναρπαστικά εφέ. Και δεν σταματάω εδώ. Επειδή η φαντασία στον καθένα είναι μεν πιο ευτραφής στις ιδέες αλλά πιο αδύνατη στις αισθήσεις, πρέπει να ψυχώσω το κείμενο το κείμενο, να του βάλω ψυχή, χρώμα, ήχο, άρωμα. Ένα άλλο τοπίο, σε μια άλλη διάσταση σαν να λέμε.

Γράφοντας έχω την αίσθηση ότι προσπαθώ να επιλύσω τον ένα και μοναδικό γρίφο: Τί είναι δύσκολο, να ζήσεις ή να πεθάνεις;

 

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρέπει να έχει αναγνωρίσιμα ποιητικά στοιχεία. Γενικός όρος, αφού έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι Ποίηση. Επομένως δεν έχει σημασία τί θα πεις, αλλά πώς θα το πεις, πώς θα το αναπαραστήσεις. Για να αντιστρέψω το Αριστοτελικό ώστε ‘’πάσα μίμησις είναι Ποίησις’’.

 

 -Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Έχω μια αδυναμία σε ψυχές ανεμισμένες, άλλοτε γειωμένες, που κινούνται σε αντιρομαντικά τοπία, στη γη τους, στον ουρανό τους ή στην κόλασή τους, εν μέσω ελέους και οριακών βιωμάτων.

 

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Τόσκα, πάλι στην ‘’Ψυχή του Καθρέφτη’’. Ένα σπίτι παλαιοπρογονικό στο Φιλιάτι, με πολλές ζωές που πέρασαν μέσα σ’ αυτό και πολλούς θανάτους. Ανάμεσά τους μια γυναίκα πολύ όμορφη, που θρηνούσε μέχρι τον θάνατό της έναν χαμένο έρωτα. Δεν ξέρω πώς συνέβη, αλλά η περσόνα του βιβλίου μου, η Τόσκα φτιάχτηκε πάνω σ’ αυτή τη γυναίκα. Αναπόφευκτα, λοιπόν, και το σπίτι λειτούργησε σαν σκηνικό.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Η ‘’Φόνισσα’’ του Παπαδιαμάντη. Μοναδικό, παγκοσμίως θα έλεγα, στη σύλληψή του. Δαρβινικό κείμενο. Ο Παπαδιαμάντης εμπνεύσθηκε τη γραία Χαϊδούλα, τη Φραγκογιαννού, ως προσωποποίηση της δαρβινικής φύσης, η οποία, ως άλλη σίριαλ κίλερ, αναλαμβάνει να λειτουργήσει ως δύναμη ‘’φυσικού ελέγχου’’, εξολοθρεύοντας τα θηλυκά όντα, συμβάλλοντας έτσι στην αρχή της επιλογής της Φύσης και στον αφανισμό τους.

 

 

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Το σήμα που εκπέμπει σ’ εμένα ένα βιβλίο, διαρκεί όσο η ανάγνωσή του. Ίσως να αθροίζεται με κάποιο ‘’φέρον κύμα’’ από αλλού σε βάθος χρόνου. Αναστοχασμούς μπορεί να μου προκαλέσει, νέα εκκίνηση όχι. Πάντως, για ν’ αλλάξω τα παπούτσια μου, πρέπει αυτά να με στενεύουν.

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Είναι πολλοί. Τούτο θα πω μόνο. Με συναρπάζει ο συγγραφέας ή ο ποιητής που θα μου εξιστορήσει το ‘’μύθο’’ με τρόπο ανατρεπτικό και θα θαυμάσω την τεχνική έκφρασής του μέσα από τη γλώσσα, τις εικόνες, το συναίσθημα που ψυχώνει το κείμενό του.

 

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Θα έλεγα έχω ανάγκη από απόλυτη σιωπή. Να είμαι με τον εαυτό μου, να σκέφτομαι.

 

– Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Πρόκειται για ένα μικρό αφήγημα με τίτλο «Γράμμα στον κατηγορούμενό μου». Το εμπνεύσθηκα όταν έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο του Ζώρζ Σιμενόν με τίτλο «Γράμμα στο δικαστή μου». Το βιβλίο αναφέρεται σε όσα ένας κατηγορούμενος θέλησε να πει στον δικαστή του έξω από κάθε τυπική ποινική διαδικασία και όσο διαρκούσε η δίκη του και τα οποία δεν μπορούσε να του πει. Διάβασα 3-4 σελίδες και αμέσως μου ήλθε η έμπνευση να αντιστρέψω το θέμα γράφοντας το δικό μου βιβλίο. Βιωματικό, εμπνευσμένο από την δικαστική μου ιδιότητα. Δηλαδή ανθρώπινες σκέψεις και συναισθήματα, όσα θα ήθελε να πει ένας δικαστής στον κατηγορούμενό του, έξω από την ποινική διαδικασία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top