Fractal

Η ιστορία μιας παρέας

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Μιχάλης Κατσιμπάρδης «Στα μούτρα σου!», Άνεμος Εκδοτική, σελ. 318

 

Το βιβλίο του Μιχάλη Κατσιμπάρδη «Στα μούτρα σου!» από τις πρώτες κιόλας γραμμές σε παίρνει από το χέρι και σε πηγαίνει μια βόλτα νοσταλγική σε εικόνες της παιδικής ηλικίας, ξεθωριασμένες ίσως, αλλά πάντα έτοιμες να αναδυθούν ολοκάθαρες με την πρώτη αφορμή: τα ισόγεια σπίτια, με την αυλή μπροστά, για να  περνούν οι γειτόνοι και να καλημερίζουν, τα τετράδια αντιγραφής με τη μισή σελίδα χωρίς γραμμές για τη ζωγραφική, τα κοντά παντελονάκια των αγοριών, οι μπλε ποδιές και οι κορδέλες στα μαλλιά των κοριτσιών.

Αλλά και για όλους, η παιδική ηλικία περιμένει πάντα να την επισκεφθούμε και παραμένει πάντα η πιο ασφαλής πατρίδα, η πιο γλυκιά καταφυγή. Εκεί είναι (κανονικά) ζωντανοί οι γονείς, είναι συνήθως ανοιχτά τα όνειρα, εκεί φωλιάζει η ανεμελιά, εκεί και η προσδοκία.

Στο βιβλίο, λοιπόν, πρωταγωνιστεί ένα παιδί, 9 χρόνων, ο Γιωργής, που θα μπορούσε να είναι αυτό το γλυκό μουτράκι του πετυχημένου εξωφύλλου, παιδί με ταλέντα και χαρίσματα, με ευθύτητα και τιμιότητα, επιμελής μαθητής, λίγο ατζαμής, με καλές καταβολές, που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή πόλη στις αρχές της δεκαετίας του 70 με μια οικογένεια που τον νοιάζεται. Έχει μια μικρότερη αδερφή, την Αθηνά, 5 χρόνων, η μητέρα του, η Φανή, όμορφη και δυναμική, υπάλληλος του Υποθηκοφυλακείου, ήθελε να γίνει δασκάλα, οι αντιλήψεις της εποχής την περιόρισαν στην εκμάθηση γραφομηχανής, παντρεύτηκε από έρωτα τον πατέρα του, τον κ. Ιάκωβο, ράφτη στο επάγγελμα, λεβέντη, καλοβαλμένο, καλοντυμένο, καλλιεργημένο, δημοκρατικό και με αρχές.Μια οικογένεια εργατική, που παλεύει για τα παιδιά της.

Το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από την παρέα του Γιωργή (ο Σάββας, ο Πέτρος, ο Νικόλας, ο Ηλίας, ο Θανάσης), παρέα συνομηλίκων, που βάζει πάνω απ’ όλα τη φιλία, και, παρά τις αναπόφευκτες σκανταλιές και τις μικρές απατεωνιές προς συνομηλίκους και μεγάλους (μικρές ενοχές μιας παιδικής αθωότητας), διακρίνεται από μια θαυμαστή αίσθηση δικαίου, ξέρει να συμπαραστέκεται σε όσους έχουν ανάγκη και να κλείνει στην αγκαλιά της όσους τη χρειάζονται. Για παράδειγμα, μια συγκινητική σκηνή στο σχολείο, όπου όλοι γονατίζουν πλάι στο φίλο που είχε ένα ατύχημα και, ευτυχώς προσωρινά, κινείται με αναπηρικό αμαξάκι, για να βρίσκονται όλοι στο ίδιο ύψος. Βεβαίως, κυριαρχούν τα ξέγνοιαστα παιχνίδια τους, οι φάρσες και τα πειράγματα.

Κι ακόμα υπάρχει η Ναυσικά, η όμορφη μαθήτρια, καινουργιοφερμένη στον τόπο, που κι αυτή αγκαλιάζεται από τους συμμαθητές της, παρά τις διαφορετικές νουθεσίες πολλών γονιών, με την ευγενική ψυχή και την εντυπωσιακή ωριμότητα, ο έρωτας του Γιωργή, έρωτας με κριτήρια, με διάρκεια, με επιμονή, έρωτας άγουρος και ώριμος μαζί, παιδικός και ενήλικος, αγνός και δυνατός, κι ακόμα  ταιριαστός, παρότι η Ναυσικά έρχεται από διαφορετικό κόσμο, από την πρωτεύουσα, από άλλες εμπειρίες.

Το βιβλίο διαδραματίζεται στα όρια αυτής της επαρχιακής πόλης, που δεν προσδιορίζεται (με δυο μόνο πετάγματα: ένα στο βουνό, στο χωριό του ενός παππού, του κυρ Βασίλη, του αγροφύλακα, και της γιαγιάς Διαμάντως, τα Χριστούγεννα, κι άλλο ένα στο κυκλαδίτικο νησί, στο χωριό του άλλου παππού, του καπετάν Γιώργη, και της γιαγιάς Ευσταθίας, το Πάσχα),

Διαδραματίζεται επίσης στα όρια ενός χρόνου, της Δ΄ Δημοτικού (με ένα μόνο πέταγμα στο μέλλον, αφού στο τελευταίο κεφάλαιο συναντούμε τον κεντρικό ήρωα και ταυτόχρονα μαθαίνουμε για τους άλλους αρκετά χρόνια αργότερα).

Στην πόλη αυτή ζούμε κι εμείς μαζί με τους ήρωες, σκαρφαλώνουμε στις μάντρες της για να παίξουμε ή στις οικοδομές της για να κρυφοκοιτάξουμε μια ταινία, περπατάμε στους δρόμους της, κατεβαίνουμε στην πλατεία της, επισκεπτόμαστε τα σπίτια της, τα μαγαζιά της, διασταυρωνόμαστε με τους ανθρώπους της στα στενά, στα καταστήματα, στα καφενεία, στις δουλειές. Μας δημιουργείται η οικειότητα της ζωής, που μπορεί να είναι και η δική μας.

Το βιβλίο αρθρώνεται σε κεφάλαια, που το καθένα είναι ένα επεισόδιο της ζωής του μικρού ήρωα, του Γιωργή, επεισόδια αυτοτελή και μαζί κρίκοι που προωθούν τον χρόνο και την εξέλιξη. Επεισόδια που διακρίνονται και από μια κινηματογραφική ματιά.

Μέσα από τη λογοτεχνική εξιστόρηση ξετυλίγεται το μωσαϊκό της ζωής, αλλά επίσης και μια ολόκληρη εποχή, όλη η ελληνική επαρχία, ο μικρόκοσμος του καπηλειού, του καφενείου, του οινοπαντοπωλείου, οι τύποι των ανθρώπων, όπως ο τσιγγούνης μπακάλης ή ο ανοιχτόκαρδος ταβερνιάρης. Όλες οι λεπτομέρειες της καθημερινότητας και τα χαρακτηριστικά στοιχεία της εποχής παρελαύνουν και λειτουργούν ερεθιστικά για τη μνήμη: οι πρωτόλειες μηχανές προβολής, η νεοαφιχθείσα τηλεόραση, τα τραγούδια, τα έργα, τα πάρτι.

Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης καταφέρνει να αναπαραστήσει πιστά, να ζωντανέψει μπροστά μας όλον αυτόν τον μικρόκοσμο. Οι περίοικοι, οι γείτονες, και στην πόλη και στα χωριά, δεν είναι σκιές, έχουν παρελθόν, χαρακτηριστικά, δεν είναι μόνο τύποι, είναι χαρακτήρες, χαρακτήρες ποικίλοι, όλη η ανθρώπινη διαφορετικότητα. Πολλές ανθρώπινες ιστορίες παρελαύνουν στο βιβλίο. Οικογένειες που βάζουν τη σφραγίδα τους στα παιδιά τους, τα οποία ανάλογά τους πορεύονται.

Πολλοί, μάλιστα, από τους δευτερεύοντες, περιφερειακούς χαρακτήρες είναι πολύ ισχυροί, κάποιοι μας σημαδεύουν, όπως ο κυρ Σπύρος, ο τσαγκάρης, ο επιστάτης «μάλαμα» του σχολείου, ο Αχιλλέας, και ο μπάρμπα Ισίδωρος στο νησί, λεβέντης, θυμόσοφος, αυτάρκης, ευγνώμων στη στερημένη του ζωή. Άνθρωποι ταπεινοί χωρίς εγκύκλια μόρφωση, διακατέχονται από δικαιοσύνη, καλοσύνη, στοχασμό κι από εκείνο το ένστικτο της αγάπης και της ορθής κρίσης. Είναι από μόνοι τους κεφάλαια ζωής, μεταδίδουν αρχές και αξίες, χωρίς να διδάσκουν – αυτό το αποφεύγει έντεχνα ο συγγραφέας και είναι από τις μεγαλύτερες αρετές του: δεν έχει διδακτισμό, μολονότι θέλει να μεταδώσει στάσεις ζωής. Αντίθετα, διακρίνεται από μιαν αξιοθαύμαστη ταπεινότητα.

 

Μιχάλης Κατσιμπάρδης

 

Και στο φόντο (και όχι μόνο) όλων αυτών βρίσκεται η πολιτική κατάσταση της εποχής, η χούντα, οι εκτοπίσεις στα νησιά, οι δυσμενείς μεταθέσεις, οι βίαιες αλλαγές στη ζωή των οικογενειών (η Ναυσικά βρίσκεται στην επαρχιακή πόλη λόγω δυσμενούς μετάθεσης του πατέρα της), η ανάλγητη συμπεριφορά του κράτους, οι απαιτήσεις της πολιτείας και των τοπικών αρχών (και για τους μαθητές), η ανάμειξη της εκκλησίας στη ζωή της επαρχιακής πόλης και βέβαια ο φόβος, οι ψίθυροι –γιατί ψιθυριστή ήταν η δυσανασχέτηση για το καθεστώς, και κάποια (αβάσιμη;) αισιοδοξία ότι θα αλλάξει η κατάσταση ( πού θα πάει;),   αλλά και η υποταγή, παρά τις κάποιες μικρές αντιστάσεις (όπως την άρνηση του πατέρα του Γιωργή να τον προμηθεύσει με την εικόνα του δικτάτορα που ζήτησε το σχολείο – οι περισσότεροι όμως γονείς έδωσαν). Αυτή είναι η μεγάλη εικόνα, εντός της οποίας αναπτύσσονται οι μικροί κόσμοι των ηρώων, και η οποία άλλοτε επιδρά στη ζωή τους, εισχωρεί στο σχολείο, στο ραφείο, στο γραφείο, στις ψυχές, κι άλλοτε όχι.

Εκεί και το εκπαιδευτικό σύστημα της εποχής, ο τυπικός δάσκαλος, με τη βίτσα από λυγαριά  ή το τράβηγμα της φαβορίτας και των αυτιών, ο κύριος Διομήδης, φυσικά εθνικόφρων, πάντα βλοσυρός, κι ο Διευθυντής, ο κύριος Θεοχάρης, εξίσου αντιπαθής, ακόμα πιο τυπικός, πιο εθνικόφρων και πιο βλοσυρός, οι τάξεις με τη φωτογραφία του Παπαδόπουλου και όλα τα σύμβολα της εθνικοφροσύνης, η εκπαίδευση που δεν συγχωρεί κανένα λάθος, καμιά παρέκκλιση, το σχολείο αυστηρό και αγέλαστο, με εξορισμένη τη χαρά, το σχολείο που καταπνίγει τις αναζητήσεις των παιδιών και τη φυσική τους περιέργεια, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός που καθιστούσε και την Κυριακή εργάσιμη μέρα (και που όποιος έλειπε την πλήρωνε με 20 ξυλιές). Τα παιδιά βιώνουν την πολιτική κατάσταση περισσότερο ως σχολική καταπίεση και νιώθουν την ανάγκη να αντισταθούν, και καταγράφουν μάλιστα και κάποιες μικρές αντιστασιακές πράξεις στο μέτρο των χρόνων τους. Ταυτόχρονα, μ’ έναν τρόπο πίσω από την περιγραφή του εκπαιδευτικού συστήματος εκείνης της εποχής, ίσως να βρίσκεται εκ του αντιθέτου και ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης ως δάσκαλος, ως το αντίθετο, δηλαδή, των δικών του δασκάλων, με την επιθυμία να υπηρετήσει ένα άλλο σχολείο.

Η παιδική αθωότητα μοιάζει να αντιμάχεται την ένοχη πολιτική κατάσταση.

Και πώς γίνεται, λοιπόν, να νοσταλγείς αυτή την εποχή; Και πώς γίνεται διαβάζοντας το βιβλίο και ενώ έρχονται στη μνήμη πράγματα που ίσως έχεις ξεχάσει ή απωθήσει, πράγματα που αντιπαθούσες ήθελες να αλλάξεις, να θες να γυρίσεις εκεί;

Η νοσταλγία – είναι αλήθεια – παραδοξολογεί, επιστρέφει με λαχτάρα και στα δυσάρεστα, κι είναι πάντα νοσταλγία, παρά τη σχολική και την πατρική καταπίεση, παρά τα όσα θα θέλαμε διαφορετικά ή μήπως ακριβώς γι’ αυτό; Ίσως γιατί μέσα στην τότε εποχή, μέσα στον τότε εαυτό μας κρυβόταν και η λαχτάρα της αλλαγής, της ενηλικίωσης, το όνειρο που μας καθοδηγούσε. Επιστρέφουμε, λοιπόν, όχι μόνο στην ανεμελιά και την ελευθερία της παιδικής ηλικίας, μα και στις προσδοκίες μας, σ’ εκείνα τα χρόνια όπου η ζωή ήταν μπροστά μας, σε όσα εμέλλοντο να γίνουν και τώρα είτε πραγματοποιήθηκαν είτε διαψεύστηκαν. Στην πατρική καταπίεση βρίσκονται τα σπέρματα της ανεξαρτησίας, στα κοντά παντελονάκια των αγοριών η επιθυμία να φορέσουν μακριά (όπως δηλώνεται και στο βιβλίο).

Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης αποδεικνύει ότι κατέχει τα μέσα της λογοτεχνικής γραφής, πολύ συχνά οι περιγραφές του είναι αριστοτεχνικές, όπως και η τοποθέτηση και η σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Συστατικό στοιχείο της αφήγησης είναι ακόμη το χιούμορ, που εμφαίνεται και στον τίτλο και διανθίζει τις παιδικές αταξίες και αστοχίες και ελαφραίνει την εξιστόρηση.

Χαρακτηριστική επίσης η γλωσσική ευαισθησία του Μιχάλη, η γλώσσα του ρέουσα δημοτική, πολύ πειστική η γλώσσα στο στόμα του κάθε ήρωα (εξαιρετικός, για παράδειγμα, ο λαϊκός ιδιωματικός λόγος του μπάρμπα Ισίδωρου στο νησί του), ικανοποιεί την απαίτηση της πολυφωνικότητας. Πολύ φυσικοί, πολύ εύστοχοι όλοι οι διάλογοι του βιβλίου.

Η ματιά της αφήγησης, ματιά παντογνώστη αφηγητή, συχνά, αλλά όχι πάντα, με την οπτική γωνία των παιδιών, επιτρέπει να διεισδύσουμε στα εσώτερα στρώματα της ψυχής των ηρώων, πρωταγωνιστών ή δευτεραγωνιστών, επιτρέπει να γνωρίσουμε σκέψεις, ταλαντεύσεις, συναισθήματα.

Ο συγγραφέας χειρίζεται με σύνεση την εκτύλιξη της ιστορίας, την αφηγηματική πλοκή και τον ρυθμό, που συντηρεί αδιάλειπτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά της γραφής του είχαν φανεί από το προηγούμενο βιβλίο του («Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι»), που μολονότι πολύ διαφορετικό (ιστορικό ντοκουμέντο, κοινωνικό μυθιστόρημα), μοιράζεται αρκετά κοινά στοιχεία με το τωρινό. Ένα είναι ακριβώς η συγγραφική άνεση, η λογοτεχνικότητα, η ικανότητα στο χειρισμό του λόγου, η δυνατότητα να στήνει σκηνές, να μυθιστορεί, πράγμα που εδώ το τελειοποιεί. Επίσης, η ανάγκη για ερμηνεία πίσω από το καθετί, που χαρακτήριζε το πρώτο βιβλίο, εμφανίζεται κι εδώ ως ψυχολογική διείσδυση στους χαρακτήρες κι ακόμα με αναφορά στην προϊστορία των ανθρώπων, προκειμένου, παρότι ίσως εμφανίζονται μόνο σε μια σκηνή, να γίνεται κατανοητή η συμπεριφορά τους. Την ίδια ώρα, είναι κι εδώ εμφανώς παρούσα η ιστορική συνείδηση. Τέλος, και πάνω απ’ όλα, είναι ο βαθύς ανθρωπισμός και η ευαισθησία που διαπερνά τα βιβλία του Μιχάλη Κατσιμπάρδη, γιατί η κύρια έγνοια του συγγραφέα είναι, πιστεύω, η ανάδυση ενός κόσμου δικαίου, ισότητας και αρετής. Αυτός είναι ίσως και ο βασικός, κοινός παράγοντας, που μαζί και με τα υπόλοιπα τον καθιστούν συγγραφέα.

Γιατί ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης καταφέρνει, πάνω απ’ όλα, να μας συγκινήσει και να αναμοχλεύσει τα ευγενικά μας στοιχεία. Να μας διαποτίσει με τρυφερότητα. Και για μένα η λογοτεχνία, όπως και κάθε τέχνη, πρέπει να έχει τη δύναμη να συγκινήσει τον δέκτη της. Πρέπει να μπορεί να κινητοποιήσει τα ευγενικά του χαρακτηριστικά, να τον κάνει καλύτερο άνθρωπο. Το βιβλίο του είναι ένα νοσταλγικό άγγιγμα που σε κάνει να ονειρεύεσαι, και μαζί ένα τρυφερό χάδι που σε ξυπνά με αβρότητα.  Η κύρια αίσθηση στον αναγνώστη παραμένει η τρυφερότητα και η γαλήνη, παρά το ότι όσα διαδραματίζονται δεν είναι μόνον ευχάριστα.

Το βιβλίο του έχει κάτι από τα παλιά, έχει τη γεύση μιας καραμέλας τσάρλεστον και μιας γκοφρέτας ΜΕΛΟ, μεταδίδοντας την πίστη ότι η ζωή διατηρεί στο βάθος της μια ζεστασιά, που μπορεί να τυλίξει προστατευτικά την ύπαρξη, σαν πατρικό χάδι, σα μητρική ανάσα.

Ο Μιχάλης Κατσιμπάρδης, ανήσυχος, στοχαστικός, αισθαντικός φέρνει στα μάτια μας τα γλυκόπικρα της ζωής, τις στερήσεις και τον πλούτο της, τη σοβαρή και την αστεία πλευρά της, σαν εναλλαγή σέικ και μπλουζ σ’ ένα νεανικό πάρτι, όπως το περιγράφει στο βιβλίο, και μ’ έναν τρόπο τη βάζει να περνά από μπροστά μας, να μας σκουντά και να μας πετά καταπρόσωπο αστειευόμενη ένα «στα μούτρα σου!» και να προσπερνά…

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων, Δρ. Φιλολογίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top