Fractal

Μήγαρις έχω άλλο πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;

Από την Αρχοντούλα Διαβάτη //

 

Μια ανάγνωση του μυθιστορήματος διαμόρφωσης της Μαρίας Γεωργίου, «Σπασμένο ακορντεόν», εκδ. Πηγή 2019

 

Η Κύπρος, πατρίδα αγαπημένη της συγγραφέως, πρωταγωνιστεί στο βιβλίο ως γλώσσα, και βίωμα και ιστορική μαρτυρία. Το «σπασμένο ακορντεόν» καταφέρνει να γίνει το είδος εκείνο της Λογοτεχνίας- όπως το όρισε ο Κάφκα – που είναι ικανό να σπάσει σαν τσεκούρι την παγωμένη θάλασσα μέσα μας, ανακινώντας την ιστορία του τόπου, τις απαρχές της αδικίας, τους αγώνες, τις διεκδικήσεις ως την υπογραφή των συνθηκών και την κερδισμένη όποια αυτονομία. Έκλεισε ένας κύκλος κι ακολούθησαν κι άλλοι. Εμείς ξέρουμε το τέλος της ιστορίας έως σήμερα, προεκτείνοντας στο χρόνο, αλλά η συγγραφέας σταματάει την αφήγηση  στα 1959. Θέλει κυρίως να μνημειώσει πρόσωπα της οικογένειας, της γειτονιάς ή της πόλης της, ενδιαφέρεται για την προφορική ιστορία, γιατί η μεγάλη, η επίσημη ΙΣΤΟΡΙΑ, πολιτική και διπλωματική, έχει γραφτεί ήδη. Τώρα πρέπει να δώσει, όσο είναι καιρός, φωνή στους ανώνυμους ήρωες, στους αόρατους ανθρώπους, διαμεσολαβημένη έστω από μια μυθοπλαστική αφήγηση, σε ένα μυθιστόρημα διαμόρφωσης, κυνηγώντας τις ρεαλιστικές λεπτομέρειες με τον τρόπο του Γάλλου Ερίκ Βυιγιάρ στην ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ – «Τους είδα με τα μάτια μου να κοροϊδεύουν τους μελλοθανάτους, εκεί, στο καρακόλιν της φυλακής.» .«Όταν εφτάσαμε στο καρακόλιν, ένας από τους Εγγλέζους που μας παρέλαβεν, εχλέυαζεν τους θανατοποινίτες. Έκανε χειρονομίες, έπιανεν τον λαιμόν του, έβγαζεν τη γλώσσα έξω, τάχα πως πνίγεται…..»..

Το «σπασμένο ακορντεόν», είναι κατ’ αρχάς ένα συγκινητικό αντιστασιακό μυθιστόρημα ή ένα μυθιστορηματικό χρονικό ή ένα μυθιστόρημα διαμόρφωσης, όπου η γραφή, στο πρώτο μέρος παρακολουθεί τα βιώματα και την πορεία ενηλικίωσης του Γιαννάκη, από της Σκάλα της Λάρνακας. Οι στιχομυθίες εντός εισαγωγικών είναι μόνο σε κυπριακή διάλεκτο, όπως συμβαίνει αντίστοιχα στο παπαδιαμαντικό κείμενο, με υποσελίδιες υποσημειώσεις και γλωσσάρι στο τέλος.

Το βιβλίο είναι δομημένο σε δύο μέρη, το πρώτο με 25 επιμέρους κεφάλαια των τριών ή τεσσάρων σελίδων, αρχίζει από το 1937- Καρτερούμεν, μέχρι τον Σεπτέμβρη 1955- Επιστροφή.

Η αφηγήτρια εντάσσει τον προσανατολισμό και την προσωπική βιογραφία του Γιαννάκη στον ιστορικό χρόνο σε μια συνεκτική αφήγηση διαμόρφωσης από τη θέρμη του φούρνου και τις ευθύνες στη μεγάλη του οικογένεια, στην καθημερινότητά του, καταφάσκοντας στη φύση και στον έρωτα, μέχρι να επωμιστεί στο δεύτερο μέρος του βιβλίου το τίμημα της ελευθερίας ,να κατανοήσει το νόημα της ύπαρξής του, να αναλάβει την ευθύνη των επιλογών του και να λογοδοτήσει για τον εαυτό. Το όραμα δεν είναι ένας αντικατοπτρισμός αλλά είναι αγώνας που συντείνει στην ατομική και κοινωνική αυτονομία. «Μόνο έλιωνε σιγά σιγά από μέσα ψάχνοντας δρόμους που δεν είχαν ακόμα γίνει, όνειρα που δεν μπορούσε να ονειρευτεί, γιατρειά για σεκλέτια που δεν ήξερε γιατί τα είχε».

Καρτερούμεν. Από το πρώτο κεφάλαιο του Α’ μέρους με την εμφάνιση στο προσκήνιο του γερο- Κολόμπο, εγγράφεται η αφήγηση στο μεγάλο πλαίσιο της αγγλοκρατίας που ο λαός της Κύπρου – απαξιωτικά οι Συπς, όπως μεταφέρει ο ΝΤΑΡΡΕΛ – «δεν έχουν προαχθεί σε ανθρώπους  και πρέπει να περιμένουν». «Να εκπολιτίσουν οι Εγγλέζοι τον βάρβαρο τόπο». Καρτερούμεν, ο στίχος του διαλεκτικού εθνικού ποιητή της Κύπρου μονολεκτικός, ακούγεται στην προμετωπίδα ως προσημείωση για την διεκδίκηση της ΈΝΩΣΗΣ, και την εξέγερση που δεν θ’ αργήσει.

Γλαφυρότητα της αφήγησης γεμάτη εικόνες και χρώματα και γεύσεις ξεχωριστές ,καθώς η αφηγήτρια μας συστήνει έναν έναν τους ήρωές της, τη μεγάλη πατριαρχική οικογένεια που δουλεύει στο φούρνο της, στη Σκάλα Λάρνακος. Τον Χριστόφορο που «είχε τρυφεράδα και νιάσιμο», αμετακίνητο στο ιδανικό του κι ας γίνεται εύκολα στόχος στα πειράγματα των γειτόνων, που έχει γιο τον Κωνσταντή, που είναι ο πατέρας αφέντης, «μάντζιπας- τεχνίτης φούρναρης» και τη γυναίκα του την Ευθυμού, που έχουν τέσσερα παιδιά , αγόρια και κορίτσια. Η ατίθαση Ελπίδα, τεχνίτρα των καπέλων και η Χρυσούλα, που παντρεύονται νωρίς και αποκτούν παιδί η καθεμιά, τον Γιαννάκη και την Ινώ αντίστοιχα. Χωρίζουν όμως γρήγορα και επιστρέφουν στο πατρικό σπίτι ασφυκτιώντας και εκεί, μέχρι να φύγουν και να αφήσουν οριστικά το μεγάλωμα των παιδιών στους παππούδες. Οι θείοι, ο Αρτέμης κι ο Σταυρής, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας είναι τώρα τα πρότυπα του Γιαννάκη, «παιδιού με τσαγανό», του ήρωα της αφήγησης που μεγαλώνει, γνωρίζει φίλους και δένεται με συμμαθητές και αρχίζει να υλοποιεί το μοναδικό όνειρο του παππού του, «να τελειώσει το ανώτερο σχολείο, να γίνει άνθρωπος», ανάμεσα σε τραγούδια και ψαρέματα με τους θείους και εκδρομές και με τους Τούρκους γείτονες κάποτε, ανάμεσα στην αγάπη του παππού του, στρωμένος κι ο ίδιος στη δουλειά, μαθαίνοντας τις νέες λέξεις, αυτοδιάθεση και λεφτεριά, έστω βάζοντάς τες για την ώρα στα έργα του Καραγκιόζη που ανεβάζει με τους φίλους του. Η κοινωνία της Κύπρου μέσα σε ΟΡΑΜΑΤΑ ΚΑΙ ΘΑΜΑΤΑ ζυμωμένη, ομνύει στον ΚΊΜΩΝΑ τον Κιτιέα, το άγαλμα του αρχαίου στρατηγού του Αθηναίου που ήρθε να ελευθερώσει την Κύπρο από τους Πέρσες τότε, στα αρχαία χρόνια. «Εδώ στην Σκάλαν τον είχαμε πάντα περί πολλού. Μας επήγαιναν εκεί οι δάσκαλοι και μας έλεγαν την ιστορίαν του. Που ήρθε με τις Αθηναϊκές τριήρεις εδώ, στην Σκαλαν που τότε την έλεγαν Κίτιον… Από ‘δω ο στόλος επήγε στη Σαλαμίνα, την άλλη Σαλαμίνα που λέει κι ο ποιητής, και εκατατρόπωσεν τους Πέρσες». Πατριωτικά κηρύγματα στο κατηχητικό και  πρώτη αγάπη. Όρθιος στο πόδι του παππού του ο Γιαννάκης αναλαμβάνει τον φούρνο όταν ο παππούς αδυνατεί να συνεχίσει, θυσιάζει το σχολείο, σταματάει τη φοίτηση. «Το φέρετρο φορτώθηκε στο κάρο που περίμενε έξω από το σπιτάκι της οδού Καλογερά κι από ‘κει ξεκίνησε πομπή στους δρόμους της πόλης. Προχώρησαν ανάμεσα στα μαγαζάκια, τα τσαγκαράδικα, τα πελεκανιά, τα σιδεράδικα, τα μπαρμπέρικα, κι οι μάστορες έβγαιναν στις εισόδους τους και σταυροκοπιόνταν κι οι κυράδες βγήκαν στα παράθυρα των ανωγιών και στα ξύλινα μπαλκόνια να δουν την πομπή…..». Το κείμενο εδώ φέρει αντηχήσεις από το ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΜΑΣ ΠΟΛΗΣ, του Δημήτρη Χατζή.

Ακολουθούν πρωτοβουλίες τολμηρές ενός ερωτευμένου νέου, μια εκδρομή, η σύγκρουση με τον θείο Σταυρή και η κρίση και η μεταμόρφωση – ακριβώς χαρακτηριστικά στα μυθιστορήματα διαμόρφωσης – και η χειραφέτηση κι η αυτονομία όταν σπάει το ακορντεόν του, περνά στην ωριμότητα, φεύγει για τα Λεύκαρα και οργανώνεται στην ΕΟΚΑ, κατά των άγγλων κατακτητών, για την Ένωση με την Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1955. «…..δεν ήταν Συπς, είχαν καρδιά, θέληση, τόλμη, είχαν όνειρα, δύναμη να παλέψουν…»

 

Μαρία Γεωργίου

 

Στο δεύτερο μέρος, με μότο του ποιητή Κώστα Μόντη ολοκληρώνεται αφήγηση τεσσάρων χρόνων- 1955-59, σε 17 κεφάλαια με χαρακτηριστικούς τίτλους.

Αρχίζει εδώ τώρα ένα εξομολογητικό κείμενο, αυτοαναφορικό, μια θαυμαστή πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας εσωτερικός μονόλογος στην κυπριακή ιδιόλεκτο που απογειώνει την αφήγηση παρακολουθώντας την ένταξη του νέου ανθρώπου στην αντίσταση κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας ( 1955-1958 ), όπου μαζί με τους συντρόφους του και με το πρόταγμα της ένωσης με την μητέρα Ελλάδα, ολοκληρώνει πρότυπα αρετής και αγιότητας στα χέρια των βασανιστών του, ανθρωποφύλακες πριν τους ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΛΑΚΕΣ του Κοροβέση της δικής μας χούντας. Το όραμα άπιαστο, είναι όμως  ικανό  να τον δέσει με τους άλλους, σφραγίζοντας και καταξιώνοντας τη ζωή του ολόκληρη μια για πάντα, δίνοντας τόπο μέχρι το τέλος της ζωής στον αναστοχασμό, τη φωτεινή συγκίνηση και την απαντοχή.

Θεωρώ ότι η γραφή είναι γλώσσα και ύφος και στο μυθιστόρημα της Μαρίας Γεωργίου πρωταγωνιστεί η γλώσσα, πέρα από την σπαρακτική θεματική Στο βιβλίο «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» εκδ.Το Ροδακιό 2012, που ανθολόγησε η Νίκη Μαραγκού, είχα ζήσει παρόμοια συγκίνηση από την άρθρωση του λόγου σε κυπριακό ιδίωμα, όπου ιστορούνταν οι φόβοι, οι σκέψεις και τα πάθη των γυναικών, ό,τι έζησαν στην καθημερινότητά τους πριν την τραγωδία του ’74.Βγαίνει κι εδώ όπως εκεί «μια εικόνα της Κύπρου, που δύσκολα θα μπορούσε να αποδοθεί από έναν ιστορικό ή έναν κοινωνιολόγο.». Πολλοί σύγχρονοι Έλληνες πεζογράφοι εξάλλου μετά τον Σωτήρη Δημητρίου έχουν επιχειρήσει με επιτυχία αφηγήματα σε ντοπιολαλιά. (βλ. Τ.Βενέτη, ο Μ.Γκανάς, ο Α.Γκέζος, ο Δ. Παπαμάρκος κ.ά ).

Στον Απόστολο Παύλο συναντάει τον παιδικό του φίλο, που τον οργανώνει στην ΕΟΚΑ. «Τι άλλο μας έμενε; Ο αγώνας κι η θυσία, αυτό μας έμενε….. έπρεπε να πάρω την μεγάλην απόφασην. Ήρθεν η ώρα. Εφούσκωσεν το προζύμι. Αν δεν ζυμώσεις τώρα, πάει, θα ξινίσει και θα το πετάξεις.». Με τη γνώση του τεχνίτη, του μάστορα του φούρνου, αναγνωρίζει τον καιρό και μυείται στην μυστική οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών με τον Νάνο και τον Ανδρέα. Γράφει συνθήματα, πετάει προκηρύξεις, ρίχνει βόμβες, συλλαμβάνεται, ανακρίνεται, φυλακίζεται, ζει στιγμές συντροφικότητας και συναδέρφωσης στη φυλακή με συνθήματα και τραγούδια, ενδυναμώνεται απέναντι στην υπεροψία των Εγγλέζων. «Αυτός ήρθεν από μιαν μακρινή πατρίδαν, εδώ στην Κύπρο, να υπερασπιστεί την αποικίαν του. Η δική του αποικία ήταν η δική μας πατρίδα.». Μαθαίνει και μαθαίνει από τους συγκρατούμενους που ξεχώριζαν για τη μόρφωσή τους, την τιμιότητα, το φιλότιμο, και την παλληκαριά. Τους θαυμάζει και τους ονομάζει αγγέλους. «Τα τραγούδια , πώς ενώνουν τους ανθρώπους όταν τα τραγουδούν μαζί…». «Χωρίς το όνειρον ήμασταν έναν μεγάλον τίποτα.» Ένοχος που είναι μόνο πολιτικός κατάδικος, παρακολουθεί τις εκτελέσεις των συντρόφων του, ή πανικοβάλλεται στην απομόνωση. Βασανίζεται στην Ομορφίτα.

« Οι Εγγλέζοι μας έλεγαν τρομοκράτες. Εμείς την ελευθερίαν της πατρίδας μας εθέλαμεν.».

Το 1957 μπαίνουν οι Τούρκοι στο παιχνίδι, αυτοί που δεν θέλουν την ΈΝΩΣΗ. «Διαδηλώσεις και λεηλασίες στο κέντρο της πόλης.. Και τότε «αρχίζει το προαιώνιο μίσος, κομμάτι της ιστορίας μας».

Πανηγύρι γεύσεων και ήχων στο πανηγύρι του Κατακλυσμού, στη Σκάλα -«σουτζούκον και κιοφτέρια, συκόπιτες, μέλιν, τερατσόμελον, κρασί , ζηβανίαν, αθάσια, καρύδια, στραγάλια ανακατωμένα με ψιλά κουφέτα, λουκούμια, …….παιχνίδια με τσίγγινη λάμψη…» . Και μετά, «Μέσα από τη θάλασσαν, ανέτειλε έναν φεγγάριν πυρακτωμένο, να το βλέπεις και να τρελαίνεσαι, γιατί θέλεις να το καταλάβεις να πιάσεις την ομορφιάν του, την μαγείαν του…… αυτή η στρογγυλάδα του, όλοι οι αγώνες μας, οι αναζητήσεις μας, ο έρωτας, οι ωραίες ιδέες μας, όλα για να φτάσουμε να ολοκληρωθούμε, να γεμίσουμε σαν τούτον το φεγγάριν.» Πολύτιμος στοχασμός για την αυτοπραγμάτωση, το όριο των αγώνων. Ο γυρισμός όμως στη Σκάλα ήταν γυρισμός στην κόλαση. Η εμπλοκή των Τούρκων και το ξύπνημα του προαιώνιου μίσους, ο πατριωτικός πόνος στα ποιήματα του Κύπριου εθνικού ποιητή και οι στρεβλώσεις. Η σφαγή Ελλήνων στο ΚΙΟΝΕΛΙ, από τους Τούρκους. Η παγίδα των εγγλέζων.

Η εκτέλεση που δεν έγινε- παρόμοιος τρόπος σκέψης όπως στο βιβλίο του ΧΑΒΙΕΡ ΘΕΡΚΑΣ, ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΤΗΣ ΣΑΛΑΜΙΝΑΣ, «Είναι άλλο να πυροβολείς  από μακριά, κι άλλο να πατάς τον άλλον κάτω σαν το σφαχτάριν». Ωστόσο ενοχοποιείται και κρύβεται. Μαθαίνει για το θάνατο του Νάνου, του παιδικού του φίλου, το ίνδαλμά του. “Ήξερε απέξω όλην την 9η Ιουλίου», το ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη, του Κύπριου εθνικού ποιητή. Τρέχει να τον βρει στο νεκροτομείο και ανάβει τσιγάρο, ανανεώνοντας έτσιδα απέναντί του τον όρκο στην πατρίδα και στον αγώνα. Βγαίνει από το κρυσφήγετο … για να φάει κούπες, τον περικυκλώνουν επιτόπου στην ταβέρνα και του φορούν χειροπέδες. Υφίσταται βασανιστήρια και καταλήγει στο κρατητήριο της ΟΜΟΡΦΙΤΑΣ, θεωρώντας ωστόσο ότι «κι εκεί, στην κόλαση μπορεί η ζωή να σου δώσει στιγμές ανάτασης.»-  μια αποκάλυψη, όπως στο βιβλίο «Άνθρωπος χωρίς πεπρωμένο» ο Ίμρε Κέρτες μιλάει για την ευτυχία του στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Αλλά αντέχει, δεν «σπάει» και γυρνάει ευτυχισμένος στα κανονικά κρατητήρια του Αγίου Λουκά, «Σαν να είδεν από ένα παράθυρο τον παράδεισο. Κι η παράδεισος δεν είναι η Ελλάδα, ούτε καν η ελευθερία κι η δημοκρατία. Αυτά είναι ωραίες αφορμές. Ο παράδεισος είναι να υπάρχεις με τον άλλον. Να λιώνεις μέσα στην αγάπην του…». Υπογράφηκαν οι συμφωνίες, τέλειωσαν οι απαγχονισμοί. Οι ήρωες γυρίζουν σπίτι, σε κοσμοπλημμύρα αγάπης που εμένα μου θυμίζει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, όταν το ’44 μπήκε ο ΕΛΑΣ, απελευθερωτής στην πόλη. «Τώρα ήμασταν εμείς τα κάδρα στους τοίχους«Ήταν το τέλος του ένοπλου αγώνα. Εξαιτίας του αγώνα, είδαμε μέσα μας τον καλύτερον και τον χειρότερον εαυτόν μας». «Η πραγματική ένωση δεν είναι να έχεις την ίδιαν κυβέρνησιν. Όταν ξέρεις ποιος είσαι, ποια είναι η ουσία σου, τότε είσαι  ενωμένος με όποιον έχει την ίδιαν ουσίαν με σένα.», έτσι καταλήγει με παρρησία ο ήρωας, επανεξετάζοντας τον βίο του.

(Ο Αγώνας τέλειωσε. Ο αγώνας για αυτογνωσία και νοηματοδότηση της ζωής συνεχίζεται.)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top