Fractal

Η ποιητική αλήθεια μέσα απ’ τον μύθο

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

Άννα Γρίβα «Σκοτεινή κλωστή δεμένη», εκδ. Γαβριηλίδης 2017

 

Η Άννα Γρίβα είναι μια ποιήτρια ενεργή με ανακοινώσεις, δουλειά in progress, παρουσιάσεις. Είναι μαχόμενη δημιουργός που συνεχώς μας δείχνει την αγάπη και το θαυμασμό της για την αρχαία ελληνική γραμματεία.

Στο βιβλίο της «Σκοτεινή κλωστή δεμένη» με αφορμή αρχαίους  ήρωες, γνωστούς, κάνει βουτιές στη μυθολογία, αντλεί υλικό για τα ποιήματά της και το διαχειρίζεται με τον δικό της τρόπο. Με ελευθερία κινείται για να αναδημιουργήσει ή να δώσει άλλη διάσταση στα πράγματα. Οι ήρωες μιλούν από τον κάτω κόσμο και σε κάνει να τους αγαπήσεις μέσα από τη γραφή της, έτσι ατελείς και τρωτοί που είναι. Έχουν πάθει και μάθει, αλλά αυτό τους καθιστά ακόμα πιο εύθραυστους, ευάλωτους και γοητευτικούς. Φιλτράρει με στίχο στιβαρό την αντίθεση φως-σκοτάδι, την έννοια της ύβρεως, τους αξιακούς κόσμους των αρχαίων ηρώων.

Το πρώτο ποίημα του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Αχιλλέας» και αμέσως φέρνουμε στο μυαλό τον θυμό του ομηρικού ήρωα πάνω στον οποία στηρίζεται το έπος Ιλιάδα. Μάταια τα πράγματα στη συνείδηση του οργισμένου με τον Αγαμέμνονα Αχιλλέα. Πίκρα και απογοήτευση στον Άδη. Διαβάζω: «[…]τη μάνα μου την ξέχασα/σαν τον επάνω κόσμο/Μόνο κοιτάζω το νερό/και το ταράζω με το δάκρυ μου/μήπως ανοίξω μια σχισμή και μέσα του κυλήσω/».

Ο Αχιλλέας αναφέρεται και στο δεύτερο ποίημα του βιβλίου στα λόγια της αφηγήτριας του ποιήματος «Πενθεσίλεια», που ήταν η αρχηγός των Αμαζόνων και που έλαβε την ευχή να σκοτώσει το δυνατό παλικάρι. Όμως λαβώθηκε από τον έρωτα η ίδια: «[…]όμως κανείς δεν μου ευχήθηκε απ’ την αγάπη να σωθώ/ απ’ την αγάπη/που είναι φρέσκο μανταρίνι /κι εμείς με θάνατο μόνο τη γευόμαστε/στον ύστατο προορισμό μας /τον δίχως άνοιξη και φρούτα.» Κανείς δεν την προειδοποίησε για το τι είναι ο έρωτας και πού μπορεί να την οδηγήσει. Εκτός από τον σκοπό που τάσσεται να υπηρετήσει κάποιος, υπάρχει και ο έρωτας που όλα τα ανατρέπει, τα διαλύει, τα ματαιώνει για να τα συνθέσει αλλιώς.

Το επόμενο πρόσωπο είναι η μοιχή και συζυγοκτόνος «Κλυταιμνήστρα». Στο ποίημα της Γρίβα η Κλυταιμνήστρα αναρωτιέται πού πήγαν όλοι, όλα τα πρόσωπα της ζωής της. Πρώτα ρωτά για την κόρη της Ιφιγένεια που θυσίασε ο Αγαμέμνονας για χάρη των θεών και επέσυρε το δικό της μίσος και οργή. Γράφει: «Πού είναι η Ιφιγένεια;/Mια φήμη έλεγε πως ζει./Μα εγώ θαρρούσα πάντοτε πως ήταν λόγια του Αγαμέμνονα/Εκείνος τα έβαζε κρυφά/στο στόμα των ανθρώπων/για να υπνώσει τη μανία μου/» Η Κλυταιμνήστρα με τον εραστή της τον Αίγισθο σκότωσαν τον Ατρέα όταν επέστρεψε από τον πόλεμο στης Τροίας. Το γεγονός πραγματεύονται ο Αισχύλος στην «Ορέστειά» του (Αγαμέμνων-Χοηφόροι-Ευμενίδες), ο Σοφοκλής στην «Ηλέκτρα» του και ο Ευριπίδης επίσης στην δική του «Ηλέκτρα». Στην «Ορέστεια» γενικά το έγκλημα το υπαγορεύει η Θεία Δίκη, είναι απολύτως δικαιολογημένο. Ο Αγαμέμνονας θυσίασε την κόρη του και άρα πρέπει να πληρώσει γι’ αυτό. Την αμαρτία (=αστοχία) και την Ύβρη ακολουθεί η Νέμεσις και μετά η Τίσις.

Ο Ορέστης, ο γιος της Κλυταιμνήστρας, ο μητροκτόνος, «βρήκε γαλήνη στην Αθήνα» θα μας πει η ποιήτρια. Στην «Ορέστεια» αθωώνεται από το δικαστήριο των ανθρώπων. Οι Ερινύες θεές, από σκοτεινές αιμοβόρες και εκδικητικές γίνονται στο τέλος Ευμενίδες. Στο Σοφοκλή ο Ορέστης διψά για εκδίκηση. Εκείνος και η Ηλέκτρα δεν διστάζουν καθόλου, είναι αποφασισμένοι και γεμάτοι μίσος, δεν έχουν πισωγυρίσματα ούτε διάθεση για μεταμέλεια. Στον Ευριπίδη όμως παρουσιάζονται να έχουν τύψεις και ενοχές. Αλλά και η Κλυταιμνήστρα εδώ δεν παρουσιάζεται τόσο μισητή όσο στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή. Παρουσιάζεται να νοιάζεται πιο πολύ για την κόρη της, εύκολα πέφτει στην παγίδα των επικείμενων φονιάδων της ότι αυτή είναι έγκυος και πάει να τη δει. Η ηρωίδα της Γρίβα φωνάζει και τον γιο της και την άλλη κόρη της και τον εραστή και τον πρώην άντρα της από τον τόπο του θανάτου όπου πια κατοικεί. Φαίνεται πως κανείς δεν την ακούει. Η ερημιά της άλλης ζωή της είναι φανερή. «Μα εδώ κανείς δεν με ακούει/εδώ γίνονται όλοι/του ήλιου νοσταλγοί/»[σελ.13]

Το ποίημα που ακολουθεί φέρει το όνομα του «Ορέστη» και ισχύει και εδώ όσα σημειώσαμε για αυτόν παραπάνω. Μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, σχολιάζει την κατάστασή του: «Ο δρόμος που περπάταγα /ήταν γεμάτος σκυλιά/μυρίζονταν το αίμα /και τρέχανε ξοπίσω μου/και κάθε νύχτα γρύλιζαν/για να πεθάνω απ’ τον τρόμο/» Είναι κι αυτός ένας ήρωας που μένει αθάνατος μέσα στους αιώνες και πορεύεται στο αιώνιο συγκεντρώνοντας απάνω του το φως και το σκοτάδι.

Παραμυθία σημαίνει παρηγοριά και ένα ποίημα της Γρίβα φέρει αυτόν τον τίτλο. Υπάρχει παρηγοριά για το θάνατο; Υπάρχει φως σε τόπους σκοτεινούς; Εκεί που η καρδιά μένει μόνη, μαύρη και ακίνητη «σαν γύρη μυστική μιας άγριας άνοιξης». Ο θάνατος παραγράφει τα χρέη, την ύβρη, τα σφάλματα ή είναι μάταιο όλοι αυτοί να ζητούν ηρεμία σε έναν άλλο τόπο, σε μια άλλη ζωή. Όταν ο μύθος μπλέκεται με το σκοτάδι όλα δείχνουν αλλιώς και η ποιητική φαντασία της Γρίβα κάνει τους απολογισμούς, μετρά τις απώλειες, αφουγκράζεται τις εξομολογήσεις.

Παρακάτω συναντάμε στη «Ιοκάστη» γυναίκα και μάνα ταυτόχρονα του Οιδίποδα. Ο Οιδίποδας δεν γνώριζε και έπραττε τυφλωμένος. Ξεπέρασε τα όρια, διέπραξε ύβρη και τιμωρήθηκε γι’ αυτό. Έκανε ό,τι ο χρησμός του είχε πει να αποφύγει. Η πορεία του είναι μια πορεία από την άγνοια προς την οδυνηρή γνώση. Συγκρούεται με τον μάντη Τειρεσία, ο οποίος γνωρίζει όλη τη φρικτή αλήθεια, αλλά φοβάται να την αποκαλύψει. Η Ιοκάστη αυτοκτόνησε επειδή δεν άντεξε την ατίμωση της αιμομιξίας. Εμβληματικό έργο του Σοφοκλή ο «Οιδίπους Τύραννος» γεμάτος συγκρούσεις. Η Γρίβα εμπνέεται εδώ και βάζει την Ιοκάστη τρυφερά να εξομολογείται και να σχολιάζει την θέση της από τον κάτω κόσμο. Λέει: «[…] κι έτσι η μπάλα/τριγυρνά /και σκαρφαλώνει τους αιώνες/εάν τη βρείτε αγγίχτε τη/γυρίστε τη στα χέρια/πετάχτε την ψηλά/μέχρι των δέντρων τ’ άνθη/μήπως λυθεί η κατάρα μου/για το παιχνίδι που έκοψα/άγος ακόμη πιο σκληρό/κι από την κλίνη του Οιδίποδα.»

Η «Αντιγόνη» έχει ανυψωθεί σε σύμβολο. Πρωτοπόρα για την εποχή της, είχε το σθένος να αντιταχθεί στην εξουσία, να υπηρετήσει τους άγραφους ηθικούς νόμους, να αντιταχθεί στον μονολιθικό Κρέοντα. Έχει το αυτεξούσιον, θέλει η ίδια να ορίζει τη ζωή της και να αποφασίζει γι αυτήν. Δεν διστάζει πουθενά, το λέει η καρδιά της. Από τον Σοφοκλή εμπνεόμενος- αιώνες μετά -ο Γάλλος δραματουργός Ανούιγ θα γράψει τη δική του Αντιγόνη και θα προκαλέσει πάταγο. Κάποιοι ωστόσο, είπαν πως είναι κατώτερη η Αντιγόνη του από την αρχαία προγονή της, κάποιοι άλλοι την εκθείασαν. Η Αννα Γρίβα πάντως της βάζει στο στόμα τα εξής λόγια: «Κάποτε ένα παιδί με ρώτησε/αν φοβάμαι να πεθάνω/κι έσφιξε στο λαιμό μου μια κορδέλα./Για εκείνο ήταν μόνο ένα παιχνίδι: πού να ήξερε πως είχα δει την κρεμασμένη/στο δοκάρι του σπιτιού/ Ήμουν μικρή/μου κλείσαν τα μάτια/μου κλείσαν το στόμα/άκουσα μόνο το σώμα/καθώς έπεφτε /με κρότο/στη γη/»

Η «Κασσάνδρα» η μάντισσα είναι το λάφυρο του Αγαμέμνονα. Ο Αισχύλος τη βάζει στον «Αγαμέμνονα» της Ορέστειας να θανατώνεται από τον Αίγισθο κι αυτή. Εδώ από τον κάτω κόσμο αφηγείται τη δική της ιστορία. Η μοίρα της είναι τα μέλλοντα να προβλέπει, τα καλά και τα κακά. Ευχή και κατάρα μαζί.Αλλά το λέει η καρδιά της να κάνει μικρά θαύματα. «Κι εκείνος πώς γελά!/Μου δίνει κόκκινα υφάσματα/μου δίνει πέπλα στο μετάξι/μου δίνει νήμα από χρυσό/να τα κεντώ φορέματα./Μα εγώ τ΄ απλώνω στα κρυφά/όταν θα πέφτουν τα παιδιά/απ΄ τα πηγάδια ευθύς στα πόδια μου/να τα τυλίγω καταγής/και να τα στέλνω πάλι πάνω/»

Ο Αχιλλέας αναφέρεται ξανά στο βιβλίο στο ποίημα Ανδρομάχη αυτή τη φορά. Αξέχαστη μένει από την Ιλιάδα η περίφημη ραψωδία Ζ. Ο Έκτορας λίγο πριν βγει να πολεμήσει με το «τέρας» τον Αχιλλέα πάει να αποχαιρετίσει την γυναίκα του και το παιδί του έχοντας την απόλυτη γνώση ότι δεν θα τους ξαναδεί ποτέ.

Η «Εκάβη» η γυναίκα του Πριάμου και μάνα του Έκτορα παρουσιάζεται μέσα στο ομότιτλο ποίημα ως εξής: «…είμαι η Εκάβη/η Εκάβη/του εαυτού μου θήραμα/των χθόνιων εργάτης/κρυφτό η μοίρα μου/αγγείο συντριμμένο/είμαι η Εκάβη/». Λίγο παραπάνω έχει κάνει ένα εξαιρετικά δραστικό αυτοσχόλιο: «η μάνα μου έλεγε/πως φταίει τ’ όνομά μου: /λιγάκι μόνο διέφερε/της σκοτεινής Εκάτης/ Ήτανε λάθος τ’ όνομα/γι αυτό και με φωνάζανε/φρέσκο κλαρί/δροσάτο αγέρι/και ευωδιά των κάμπων/» Βιώνει έντονα την κατάληψη της Τροίας: «τη μέρα εκείνη/έβρεχε μάγια.»

Ο γέρο Πρίαμος, συντετριμμένος, πήγε στο τέλος της Ιλιάδας να ζητήσει το σώμα του γιου του τού Έκτορα που είχε πέσει από το χέρι του Αχιλλέα, για να του αποδώσει τις πρέπουσες νεκρικές τιμές. Ο Αχιλλέας του επέτρεψε να θρηνήσει και να φροντίσει τον νεκρό. Αθέλητα χάνει το παιδί του, αθέλητα ατενίζει «βροχή τα δόρατα και το σφαγμένο αίμα.»

Η Αφοσιωμένη στον άνδρα της Μίνωα Πασιφάη κάνει μάγια αθάνατα στις γυναίκες για να μην τον πλησιάζουν. «Ξόρκια τραγουδά, να γίνει η λάσπη της από δαίμονες». Εκείνες «ξυπνούν μια μέρα /κι είναι φίδια/βάτραχοι αστράπτοντες/ ή νυχτερίδες των σπηλαίων»

 

Άννα Γρίβα

 

Έχοντας ασχοληθεί ξανά με την ποιητική της Άννας Γρίβα, παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από παλαιότερο κείμενό μου: «Είναι γεγονός ότι τους βλέπει με αγάπη, ανθρωπισμό και κατανόηση η Γρίβα τους ήρωες, δεν είναι καθόλου σκληρή με τα λάθη και τις αστοχίες τους. […]οι άνθρωποι κολύμπησαν /σε μαύρο νέκταρ/κι αυτή η αθανασία τους /ο τρόπος τους ο σκοτεινός/να πορευτούν στο αιώνιο.[..] «ΟΡΕΣΤΗΣ». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μας χαρίζει δακρύβρεχτα ποιήματα. Αντίθετα, κρατά στο ύψος τους τον πόνο, την απώλεια, την ανασφάλεια! Οι ήρωες αφηγούνται, εξιστορούν την ιστορία τους μοναδικά με τρυφερότητα και μουσικότητα και σε πρώτο πρόσωπο που χαρίζει αμεσότητα και κυρίως δραματικότητα. Ως νεκροί μπορούν και αφηγούνται μέσα στο έργο της Γρίβα, μπαίνοντας πάλι δυναμικά στις συνειδήσεις των αναγνωστών. Οι υποψιασμένοι αναγνώστες που γνωρίζουν την ιστορία τους δεν μπορούν να μην γοητευτούν από το ανοίκειο βλέμμα της ποιήτριας και των «δικών της» πια ηρώων. Εκείνο που έχει σημασία είναι ο τρόπος που φιλτράρει η ποιήτρια την παράδοση και την «διασκευάζει» (ας μου επιτραπεί η έκφραση) εντέχνως ώστε να έχει νόημα λειτουργικό και σε καιρούς σαν τους δικούς μας. Να σημειώσω την θεατρικότητα στα σημεία του εγχειρήματος και να σημειώσω ακόμα ότι για το λόγο αυτό περιλαμβάνω δύο ποιήματα της Γρίβα στην Ανθολογία που έχω εκπονήσει με θέμα ποιήματα για το θέατρο που φέρει τον τίτλο «Το Θέατρο στην Ποίηση», Μomentum 2017. Στην εισαγωγή μου γράφω χαρακτηριστικά:

«Από τα σκοινιά της θηλιάς της πιάνεται και η καταραμένη Ιοκάστη της Άννας Γρίβα και μονολογεί, διατηρώντας μέσα της την ελπίδα να λυθεί αυτή η κατάρα που την κατατρέχει. Ενώ η Κλυταιμνήστρα της εναγωνίως ρωτώντας αναζητά όλα τα πρόσωπα -κλειδιά που μοιραία συνδέονται με τα οικεία κακά συμπληρώνοντας το παζλ μιας κατεστραμμένης ζωής: Πού είναι τα πρόσωπα του ανορθόδοξου δράματος, πού η τύχη τους και ποια; (Πού είναι η Ιφιγένεια; Πού ο Ορέστης; Πού είναι η Ηλέκτρα; O Aίγισθος πού είναι; Πού είναι ο Αγαμέμνων;)» [ σελ.11]

Στην Νέκυιά της λοιπόν η Άννα Γρίβα ανα-συνθέτει βιογραφίες ή ακόμα και τα ψυχολογικά προφίλ ήδη γνωστών ηρώων που κουβαλούν στην πλάτη τους μια σημειολογία. Είναι γοητευτική η συνομιλία με το μύθο και τις προεκτάσεις του. Η ποιήτρια αναδημιουργεί τον χωροχρόνο μέσα στον οποίο οι ψυχές των ηρώων (αυτή τη φορά) αποκτούν υπόσταση και ψηλαφίζουν τις μνήμες, τις πράξεις, τα συναισθήματα, τις «εσωτερικές» ζωές τους. Ο θάνατος ενεργεί λυτρωτικά, τους απελευθερώνει και μιλούν ανοιχτά για ό,τι τους αφορά. Όταν η ζωή τελειώνει έρχεται μόνο το σκοτάδι; Kι αν μετά αρχίζει κάτι νέο; Kι αv το τέλος είναι μια αρχή, όπως λέει και ο Έλιοτ και o χρόνος ξαναμετρά απ’ την αρχή; Κι η επανόρθωση ξεκινά ώστε να κριθούν τα λάθη. Kαι οι πληγές άραγε απαλύνονται ή διαιωνίζονται; Όλοι οι ήρωες έχουν φύγει για τον Κάτω Κόσμο αλλά η ψυχή τους συνεχίζει να ζει και να παλεύει με ό,τι την ταλαιπωρεί. Η πληγή διατηρείται μέσα στους αιώνες, το τραύμα εξακολουθεί να υπάρχει και να γίνεται ένα με τον μύθο της άλλης ζωής αυτή τη φορά.

Τέλος, παραθέτω ένα απόσπασμα από το τελευταίο ποίημα του βιβλίου της Άννας Γρίβα, με τίτλο «Νερό». Αισθάνομαι ότι αποτελεί αυτοσχόλιο και είναι σαν η ίδια να προτείνει στον αναγνώστη πώς να την διαβάσει:

 

[32]

 

Κλείσε τα μάτια

κι άκου την καρδιά σου στο σκοτάδι

το τύμπανο που κρούει τον πιο τρελό χορό

και γύρω του ένα ποτάμι μυστικό

με σκοτεινό νερό

 

Με αυτό την κούπα γέμισε:

συμποτικό τραγούδι η σιωπή

και πρόποση στο χάος.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top