Fractal

Maker’s Mark

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //

 

Σημείωμα για το μυθιστόρημα «Σκιαμαχία» του Βασίλη Νάστου από τις εκδόσεις Βακχικόν

 

Ο τίτλος ήταν Η Αλλόκοτη Ζωή του Πέτερ Σλέμιλ του Chamisso. Δεν είχα την παραμικρή υποψία για το περιεχόμενο του μικρού αυτού βιβλίου, μα γρήγορα πείστηκα πως μερικές αλλόκοτες λέξεις και μια συναρπαστική παραβολή, φτιαγμένη μες στα όρια του κόσμου αρκούν για να αφηγηθούν την υπόκωφη μοναξιά μιας ψυχής.

Θυμήθηκα τον Chamisso όταν ξεφύλλιζα τις τελευταίες σελίδες από την Σκιαμαχία του Βασίλη Νάστου. Οι εκδόσεις Βακχικόν αναδεικνύουν τον Αθηναίο καθηγητή και περιστασιακό συγγραφέα όπως ο ίδιος σημειώνει στο λιτό του βιογραφικό σημείωμα. Όσα συνοψίζει η παρουσία του περιέχονται σε αυτήν την σύντομη αναφορά.

Τα υπόλοιπα διαχέονται στο μυθιστόρημά του και δεν είναι τίποτε λιγότερο από την ιστορία μιας ζωής. Εκείνης που στερεύει και μοιράζεται και βαθαίνει εκεί έξω, αυτής που γυρεύει την ανακάλυψη της σάρκας, την βαθιά συγκίνηση, ένα όνομα για αυτόν τον άγριο κόσμο. Η Σκιαμαχία συνιστά ένα αθηναϊκό μυθιστόρημα γεμάτο από μια αίσθηση noir και δροσάτης γαρδένιας, σαν αυτές που φύονται αδέσποτες και καχεκτικές στις ραφές των πολύ παλιών ιστοριών, σε εξώστες και χέρια εραστών. Έχει για πρόσωπό του μια λήψη του Φώτη Φωτόπουλου, ένα χρονικό που καίγεται, λόφοι και αντένες και αμφιθέατρα της ζωής μας, φωταγωγοί δίχως αετώματα. Μα για αυτό το τελευταίο ούτε κουβέντα και ας μιλούν οι φωτογραφίες τότε και τώρα την πιο τρυφερή μας γλώσσα, φωτογραφίες όπως αυτές οι τυχαίες που δεν διεκδικούν τις δάφνες της πρωτοτυπίας αλλά διαθέτουν ένα είδος μνήμης της πόλης, σχεδόν σωματικής.

Ήρωες και παράταιροι, κορίτσια και νευρωτικές μέρες, χαμηλόφωνες κουβέντες σε ποτοπωλεία σαν εκείνα του Νίκου Φωκά που ‘γινε κιόλας άστρο. Ψυχογράφημα θα πουν μα ετούτο το σημείωμα αντιτείνει τον χημισμό του νεοελληνικού κυττάρου που αναλύεται χαρισματικά στα χέρια του συγγραφέα. Παιδί τούτης της αθηναϊκής κομπανίας, της αιωνίως χειμαζόμενης, με το ένα πόδι του σε κόσμους ελληνιστικούς όπως πιστοποιεί η ακαδημαϊκή του εξέλιξη, ο Βασίλης Νάστος τραγουδά την μνήμη, πλάθει ανθρώπους που δεν φτάνουν στο θεϊκό, μετέωρους, πότε στο φως και πάλι στο σκοτάδι, ανθρώπους κινηματογραφικούς μες στην μεγάλη τους αφέλεια, την ονειρική και την πεζή, την τόσο σκληρή. Οξυδερκής παρατηρητής, σαν να λέμε ένα φίλτρο αυτής εδώ της εποχής, καταθέτει μια μαρτυρία διακριτική για την εποχή και τους χαρακτήρες της. Ο έρωτας, η φιλία, οι ρίζες, όλα διαθέτουν κάτι από την φωνή της ελληνικής κοινωνίας. Με μια θαυμάσια ισορροπία ο συγγραφέας που πραγματοποιεί την παρθενική του εμφάνιση στα ελληνικά γράμματα γυρεύει το νησί που μας κληροδότησε ο στοχασμός του Χρήστου Βακαλόπουλου, ανθρώπους και τοπία, ακουατίντες που μνημειώνουν την απλή ζωή και τόπους αυτόνομους, κάτι περισσότερο από ανθρώπους. Μνήμη, σκηνικά που κατέστησε απαρατήρητα ο πανδαμάτωρ χρόνος φωτίζονται ικανά στους κόλπους μια ευφυούς γραφής, γεμάτης από το πραγματικό, μες στα όρια του χρόνου που κομματιάζεται σε έναν ιδεώδη,  κατακόρυφο διαμελισμό. Φαράγγια, πεδιάδες, ξέφωτα, γκρεμοί και χάσματα συνθέτουν τον κόσμο του Γιάννη Λαρή, όπως είναι το όνομα του αντιήρωα που διατρέχει απόψε τις ζωές μας.

[…Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, αναζητά απαντήσεις στο παρελθόν. Εκεί συναντά φιγούρες ξεχασμένες, αλλοιωμένες, νεκρές, φαντάσματα. Επιστρέφει στο παρόν, και πάλι μόνος. Μοιάζει αλαζόνας ωστόσο είναι αδύναμος. Αντιλαμβάνεται την μοναξιά του πότε ως καταδίκη και πότε ως καταφύγιο…]

Χαρακτήρες υπερθετικοί, πόλεις και στέκια που φύγανε μαζί με τους νεκρούς. Πότε πότε η πλάτη ενός όμορφου κοριτσιού, ένα βαθύ κοίταγμα και στο φόντο το μεταλλείο των μετεώρων που σκαλίζει επίμονα ο Αθηναίος συγγραφέας, Βασίλης Νάστος. Η Αθήνα με τα καρφωμένα της παράθυρα, τις φυλές της, τα Εξάρχεια και το μεταμοντέρνο της εφεύρημα. Οι άνθρωποι με τα τυχαία συναπαντήματα, οι βιογραφίες που σημαδεύονται, το θαύμα του απλού που όλα τα παρασέρνει, σκαριά και ράτσες της ζωής μας που πέρασαν. Η Σκιαμαχία των εκδόσεων Βακχικόν εισβάλλει και μπαίνει με το άρμα της δικαίωσης. Ο παρατηρητής πετά το τσιγάρο του κάπου στην αρχή του φιλμ του κ. Νάστου. Ακολουθεί ο έρωτας, η πάλη, ένας κεραυνός στο φτερό του ανθρώπου. Και ο άγγελος σαρώνει μικρά και μεγάλα δράματα με τα νεκρά του τα φτερά. Ο κόσμος ριγά κάτω από τα μάτια της Νίνας και ένα σύμπαν υγρό φθάνει από τα έγκατα για να αναμετρηθεί με τον σκληρό, γλυκό ρυθμό αυτής εδώ της έξαλλης εποχής, όλο θάλασσα και ανάμνηση και ατμόσφαιρες φτιαγμένες από αληθινή ζωή και μνήμη και επιθυμία.

Στο οπισθόφυλλο η έκδοση του Βακχικόν αναφέρει. [Ο Γιάννης Λαρής, γιος του εκλιπόντος εκδότη Ιωσήφ Λαρή, είναι ένας άνθρωπος νέος, ανήσυχος, ιδιότροπος που η ζωή τον κάλεσε να αναλάβει ξαφνικά την διεύθυνση του «Οίκου Λαρή.»…] Και έπειτα συνεχίζει. […Το μοναδικό κίτρινο χαμομήλι κάποιας πλαγιάς και ένας χειμερινός κολυμβητής αδύνατο να απαντήσουν…] Μια αίσθηση κούρασης, πυρετού και φθοράς διατρέχει απ΄άκρη σε άκρη το μυθιστόρημα του Βασίλη Νάστου. Άνθρωποι και πράγματα ξεψυχούν για δεύτερη φορά και ο συγγραφέας εκτελεί τα χρέη της βάρδιας του απέναντι στην σελήνη αλλά και την ζωή την ίδια. Εκείνη που έχει χόμπυ τις γρήγορες μοτοσικλέτες, τις δολοφονίες, τις αναθεωρήσεις και την βαθιά εγκαρτέρηση, τον φόβο του Θεού και τις καρτ ποστάλ από την πόλη. Τίποτε δεν αξίζει να χαθεί από αυτήν την Αθήνα που ξεδιπλώνεται με το πρόσχημα της πραγματικότητας μέσα από το κουρνιαχτό των ανθολογιών και τον νεοκλασικό της εαυτό. Μια Αθήνα άρρωστη, δίχως έξαψη μα ανθεκτική, γεμάτη άσκηση, σκληρά μεσημέρια, σιωπές μα και εμπνεύσεις.

 

Βασίλης Νάστος

 

Σας αρέσουν οι καταχρήσεις; Εμένα πολύ, απάντησε το σημείωμα. Κάπως έτσι έφερε στο προσκήνιο εκείνη την φράση από την εξαιρετική βιογραφία της Σιμόν ντε Μποβουάρ που αναγνώριζε την ποίηση ως μια χειρονομία προς την ενηλικίωση και με αφόπλισε. Ο Βασίλης Νάστος, ο Γιάννης Λαρής, η Νίνα, εκείνοι που χάνονται, εκείνο το δύσκολο που θέλει να κερδίζεις στα σημεία τον ίδιο σου τον εαυτό, όχι τον κόσμο, η πολιτεία που καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες για να οξύνει την αισθητική μας και να μας παραχωρήσει την ιδανική δόση της αιωνιότητας που πάντοτε χρειαστήκαμε. Όλα τα πορτραίτα του Βασίλη Νάστου ανταποκρίνονται σε αυτήν την εποχή και εντός της, οι άνθρωποι μοιραία σπαράζονται. Ο πολύτιμος πλούτος αυτής εδώ της καταδικασμένης ζωής, το πολύχρωμο σκηνικό που μετατρέπεται στην φυλακή μας, ο κόσμος που μιλά μέσα από τις γραμμές του βιβλίου. Σκέτο μολύβι για να τον ζήσεις. Όλο να καταδιώκεσαι από τις σκιές και εκεί έξω, ένα ακατόρθωτο, κολασμένο χάος. Σε αυτήν την ζωή ανήκουν οι ήρωες μαζί με τους συγγραφείς που τους εμπνεύστηκαν. Όχι μεγάλες ιδέες, μονάχα μοντέρνα σώματα, φαντάσματα νοσταλγικά, μορφές λανθάνουσες που παλεύουν μες σε ξένες εποχές. Ατμόσφαιρα παλιού μπαρ και η μνήμη που μας καταδιώκει, όσο οι καιροί μας κερνούν μελαγχολία.

Ο Βασίλης Νάστος και οι εκδόσεις Βακχικόν, προτείνουν μια φρέσκια, μυθιστορηματική γραφή, βγαλμένη από τις μικρές ζωές εκεί έξω. Όλα φαντάζουν πιθανά και έχουμε πια πειστεί πως η ζωή γράφει κάθε μέρα μερικές ανεπανάληπτες ιστορίες. Η πικρή μαρτυρία της Σκιαμαχίας γυρεύει να ξανακάνει τα πράγματα όπως ποτέ δεν θα είναι ξανά. Στα χέρια του Βασίλη Νάστου το πραγματικό διαθέτει την λάμψη του θαύματος, κομματιάζεται εδώ και εκεί εντός μας, σε ηπείρους ξεχωριστές και μέρη αυτόνομα. Μια ζωή, μισή από μνήμη, μισή τωρινή, να κλίνει το γόνυ εμπρός στην ψυχή που δοκιμάζεται και γερνά, νιώθοντας κάθε μέρα όλο και περισσότερο το βάρος του εαυτού της. Υπάρχουν έρωτες, πράγματα της ζωής, μικρά ποιήματα, αποχαιρετισμοί και σφαίρες. Υπάρχουν σκιές μα ο Βασίλης Νάστος ανάβει με τις λέξεις του το φως και το ρεπερτόριο μιας ζωής, σκέτο θέατρο θα πείτε, ξαναζεί. Όσο διαρκεί το καινούριο βιβλίο των εκδόσεων Βακχικόν που δικαιώνονται για άλλη μια φορά με την Σκιαμαχία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top