Fractal

«Κάπου κάπου μεγαλώνω ξαφνικά και σκιάζομαι»

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης // *

 

Χρήστος Μπουλώτης,  ποιητική συλλογή «ΣΙΩΠΗΡΗ ΕΥΩΧΙΑ».  Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014.

 

Απ΄ το πρώτο ποίημα, με τον τίτλο «Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗΣ», ξεσηκώνεσαι. Ο ποιητής «παίρνει» την Αγάπη και την Ελευθεροφροσύνη και φτιάχνει απόσταγμα εξαιρετικό. Μέθυσα κι εγώ όπως τότε, πολύ παλιά∙ σαν χθες. Να δραπετεύουμε θέλουμε· υπονοεί. Να δραπετεύσω θέλω, «…με τραγουδιών τις λυγμικές φυτείες στην άκρη των χειλιών κλειστά που ηχούν ή που σφαδάζουν ελπίδα», κι ας πλέω πλησίστιος προς το εβδομηκοστό. Αφαιρώ το μηδέν και εκτυπώνομαι επτάχρονος με Μαρκ Τουαίην, Τομ Σώγιερ, φίλους πολλούς, έρωτες μέλι, και θησαυρούς σε μυστική σπηλιά. Εποχή που ο ποιητής  τόσο εύστοχα ορίζει ως «…χρωμολιθόγραφη δεκαετία των Κλασσικών εικονογραφημένων…». Ψηφίζω πειρατές του Μισισιπή, «Το ποταμόπλοιο. Κι εγώ, ντυμένος στα λευκά, μ΄ ένα γαρίφαλο σαξόφωνο στο αυτί, για να πενθώ ό, τι μ΄ αφήνει δίχως να μακραίνει.»

Πολύ θα ήθελα για πρωθυπουργό έναν Μαρκ Τουαίην. Ξέρει να φέρεται κατά πως πρέπει με κάθε Τόμας Σώγερ, με κάθε Χωκ  Φιν, με κάθε ομορφούλα Μπέκι Θάτσερ. Κι ας συνεχίζει το ποίημα με  την αλήθεια να υπομειδιά ξαπλωμένη πάνω σε έξη σφιχτοδεμένες λεξούλες, «Κάπου κάπου μεγαλώνω ξαφνικά και σκιάζομαι.»

Με παραμυθάδες και ποιητές Γιάνκηδες ή Γραικούς, ακουμπάς την αθανασία υπό την βαριά επήρεια ενός Μπουλώτη Χρήστου.

Κατά τη γνώμη μου Η ΣΙΩΠΗΡΗ ΕΥΩΧΙΑ είναι  μια εξαιρετική στιγμή  για τα ποιητικά πράγματα.  Και πάνω απ΄ όλα τα πανιά της τα φουσκώνει  ελληνικός άνεμος παρά την μοντέρνα και σύγχρονη φόρμα.

Πρόκειται για ποίηση με την δύναμη του αυθεντικού, την ομορφιά της ευαισθησίας,  την μεγάθυμη  αποδοχή του τετελεσμένου. Ποιητικός λόγος που θεμελιώνεται στην βαθιά γνώση μιας ιδιότροπης, πλούσιας και σύνθετης  γλώσσας από τότε ακόμη που ο Όμηρος είχε αρχίσει να οσμίζεται το μέλλον τούτης της θάλασσας. Και πιο πίσω, πριν απ΄ τον Ορφέα, ίσως πριν ο κάλφας Ήφαιστος καλομάθει για καμίνια στο νησί του ποιητή. Τραγουδάει για τις δικές μου απώλειες σε τέτοια μονοπάτια. Να μην γίνομαι εγωιστής, τραγουδάει για όλου μας… «Ανήμερα αγίου Δημητρίου του Μυροβλύτη εν Θρακίη θαλάσση άνεμος πορφυρός με οξείες απολήξεις φύσηξε άνεμος κι ούτ΄ ένα κυματάκι, ουτ΄ ένα φύλλο, τίποτα, αδιόρατες μόνο κάτι ρωγμές σε υμενόπτερων το διάφανο και σ΄ εκείνης τον ανήσυχο ύπνο, λήμνιο, καιρό τώρα φυλλοβόλο.»

Πλούτος ύφους, λέξεων, εικόνων. Πλούτος με αρχοντιά που ευεργετεί. Είτε γράφει για την ΚΥΡ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΤΣΑΛΗ, είτε για την καπνισμένη και μυστηριώδη κυρία ΖΥΡΑΝΝΑ ΖΑΤΕΛΗ, είτε για το κυρό ΝΙΚΟ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, είτε για την ΘΕΙΑ ΚΑΤΙΝΑ ΛΟΥΟΜΕΝΗ, είτε για μια ΜΗΧΑΝΗ BMW… IV, «Αριστερά Κεραμεικός, δεξιά το Γκάζι, μαρσάρω, χάνομαι βολίδα, η τέχνη, τελικά, ταμιευτήρας μνήμης.».

Ψυχή πάλλουσα. Έκταση που συμπεριλαμβάνει  το άλλο. Όγκος ελαφρύς να μεταδίδει συγκίνηση, τρυφερότητα, αποδοχή, κατανόηση. Με αφαίρεση και ελλειπτικότητα. Λέξεις συναγερμοί. Λέξεις σιωπής. Σημεία στίξης αόρατα ή προκλητικά. Εμπόδια να υπερπηδήσεις  προς την ελευθερία όπου μια ανοικτή έννοια ορίζοντα…  «Κι ενώ μεσοδρομίς επιθυμίας και ουράνιου ύψους -τι επίφοβο ύψος!-  ομοβροντίες τότε τουφεκιών και φυσεκλίκια, άνδρες γενειοφόροι που ακοίμητοι της προσδοκίας, άπλυτοι και ωραίοι εν σκιά μόνο στην ξερολιθιά με τις φραγκοσυκιές, όπου μια σαστισμένη ακρίδα παλαιόθεν.»

Και αλλού, «Θα μπει στο γλυκό υποβρύχιο ο πατέρας, κοστούμι, γραβάτα φορώντας το άσπρο πουκάμισο, στους γιακάδες μπαλένες και θα φύγει πάνω απ΄ τις στέγες, Κυριακή, ξαφνικά στην πλατεία, φαντασία και θάνατος χρειάζονται τόλμη.»

 

Χρήστος Μπουλώτης

 

Ποίηση που αποκαλύπτει αποδεικνύοντας πως τίποτε δεν είναι ελάχιστο. Μας οδηγεί με την εμπειρία ενός παθιασμένου ξεναγού που γνωρίζει  να ελέγχει τον ατμό του. Με  πείσμα καλλιεργητή. Μονοπάτια και πεζούλες στην πέτρα. Η πέτρα πριν από άγαλμα είναι χωραφάκι μαρτυρίων. Και οι λέξεις πριν γίνουν ποίημα είναι μόχθος. Έτσι νοιώθω  πως γράφει ο Χρήστος Μπουλώτης, χρησιμοποιώντας πόδια, χέρια, δόντια, αυτί και μάτι, νου. Εργαλεία θεού. Πρωτοκυκλαδική ΙΙ, Δαιδαλικός ρυθμός, Δεκαπεντασύλλαβοι, σκίτσα λιόδεντρων σε σοβάδες της Κνωσού, ήρωες πόσοι. Και να ένα κτέρισμα, «…Καλπάζοντας μέσα από ιδεογράμματα ερωτικά και ζουμερά καρπούζια, ημίγυμνος και κάθιδρος σ’ ένα τοπίο  φθεγγόμενο απόκρυφα της Γραμμικής Α λαλιά. Τοπίο χτυπημένο απ΄ τον ήλιο σαν χταπόδι και χαϊδεμένο της πανσελήνου μινωικής όπως λέμε Πασιφάη, Αριάδνη κι ελθέτωσαν οι μέλισσες σε κύκλια  κερήθρα, αλωνάκι.»

Άνεμος στα καλώδια. Πειθαρχία λέξεων. Και λαλιές συλημένες μ΄ επιδεξιότητα. Αρώματα σε αυλή με τούμπες πορφύρας. Λουόμενες στις αστραπές της θάλασσας, γαία σίδερο πατώντας πριν. Παγκοσμιοποίηση τοπίων. Και τι είναι η Μεσόγειος κι ο Εύξεινος και η Μαιώτις αν όχι η ραχοκοκαλιά τριών ηπείρων κι  ενός αρχιπελάγους.

Και πάλι απ’ το ποίημα ΜΕ ΜΗΧΑΝΗ  BMW, «…να πάρουμε παξιμάδια κρητικά για το ταξίδι/τυρί Λήμνου μελίχλωρο/τη ρέμβη της βροχερής ματιάς, αδιάβροχα/και το σκουφί και το κασκόλ που έπλεξε η μάνα μου/ μαύρα για τον Αντρέι Ρουμπλιώφ και για σένα/-τι όμορφη ταινία!».

Θαλασσινός, Στεριανός, Παραμυθάς, Αρχαιολόγος, («αρχαιοφύλαξ», όπως ένας στρατηγός αυτοαποκαλείται με καμάρι «απλός στρατιώτης», ενώπιον εθνικού κυριολεκτικά καθήκοντος), και λιθοξόος εννοιών, βασανιστής λέξεων, δάσκαλος, γιος, φίλος, συνάδελφος, ομοτράπεζος, ερωτευμένος, συνταξιδιώτης. Κυρίως ποιητής – μαχητής που ξεπετάγεται πάνοπλος απ΄ την άβυσσο εικόνων και γλώσσας εμπρός στις απλοϊκές και καταπτοημένες ημέρες μας. Γραφή παράπονο σφοδρού  έρωτα. Εραστής ανθρώπων.

Δύσκολο το καθήκον στα σιωπηλά μετόπισθεν. Πλάτη μιας ηρωικής εκστρατείας, της επιβίωσης. Ουσία ουμανισμού. Το θεμέλιο της ελπίδας, ειδικά σήμερα. Ό,τι προσδίδει στις λέξεις ιερότητα. Χειμαρρώδης ειλικρίνεια. Αίφνης, ήδη απ’ το δεύτερο ποίημα της συλλογής, απαντώντας στο πρώτο για ν’ ανατρέψει τα συναισθήματα μιας ηθελημένης ελευθεριότητας, εξομολογείται, «Η μεταφυσική μου δύσπνοια με βγάζει στο σφυρί/ όποτε της καπνίσει με αφαιρεί/ απ΄ τα παρόντα -παιχνίδι ανηλεώς ποιητικό∙/ δεν κατοικώ της παιδοσύνης μου το τέμπλο /αυτοσαρκάζοντας εν πλω».

Κινηματογραφεί. Ουσία κίνησης. Μα τούτη η αποτύπωση δεν είναι μια ακόμη τρομαγμένη ημέρα στο μίξερ. Αλλά συσπείρωση που ανακουφίζει τη μοναξιά. Οι φίλοι εισβάλουν από παντού και η άνοιξη προβλέπεται απαιτητική όσο κανένας χειμώνας. Στο ποίημα ΑΚΟΥΜΠΩΝΤΑΣ  ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, μέρος VI, ψιθυρίζει, «Έτσι όπως κτητικό το έαρ/απ΄ το ανοικτό παράθυρο,/ «σώπα δάσκαλε, ν΄ ακούσουμε το πουλί!».

Και αλλού σαν επίκληση, σαν χάδι ορφικού ύμνου, ψέλνει, «…ένα επτάχρονο αγόρι από Λήμνο/την αμιχθαλόεσσα/που μια μέρα ,να μου το θυμάστε, / θα με γυρεύει από Εξάρχεια εμένα/ίσαμε Τροίης ιερόν πτολίεθρον/να μου χαρίσει κουρδιστή μαϊμού/μια σβούρα/κι ένα τέλος SOS λυτρωτικά/ εξαπτέρυγο». Στύβοντας λέξεις μένει το  απλό του θεού. Έννοιες αντίδωρο.

Εδώ μέσα η δύσκολη ηλικία από 07 έως 070 μας ξεσηκώνει απ΄ την αρχή με τρυφερότητα∙ με προσμονή.

Σταματώ κι ελπίζω. Να μου επιτρέψουν τα καθημερινά να επανέλθω σε τούτη την ευωχία που κάθε άλλο παρά σιωπηρή είναι. Ευχαριστώ για

την αγρύπνια∙ για την αφύπνιση προπάντων.

 

 Αθήνα 2015

 

 

* Ο Σταύρος Σταμπόγλης είναι Αρχιτέκτων DESA-Μέλος ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και ΤΕΕ. Γεννήθηκε το 1946  στην Αθήνα. Δημοσίευσε για πρώτη φορά  το 2007. Έχει δημοσιεύσει 8 ποιητικές συλλογές και δυο συλλογές διηγημάτων. Τελευταία ποιητική συλλογή «Διηγήσεις πόλεων» Κέδρος 2016. Είναι μέλος του «Κύκλου Ποιητών». 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top