Fractal

Ένα σχεδόν ντοκουμέντο, για το μακρύ ταξίδι της ελευθερίας μέσα στο καθεστώς του ολοκληρωτισμού.

Γράφει η Ελένη Στασινού //

 

Τηλέμαχος Κώτσιας «Σινική μελάνη», εκδ. Πατάκη

 

«Οι πέτρινες σκεπές της πόλης, γυάλιζαν σαν ασημένιες -εξ ού και Αργυρόκαστρο- το φρεσκοπλυμένο καλντερίμι κάτω από την αυλή σαν να σε καλούσε για ένα περπάτημα μέσα στην βροχή.» Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, στο βιβλίο του «Σινική Μελάνη» σχεδόν ξεκινά με την περιγραφή αυτή δίνοντάς μας την αίολη ελπίδα, ότι ανοίγεται μια ζηλευτή ζωή σε μια πόλη που η «ασημάδα» θα έχει παρεισφρήσει στις ζωές όλων των κατοίκων, που θα έχει επικονιάσει ακόμα και την φτώχεια τους, την κούραση τους, την ασθένειά τους, τις ελλείψεις τους, σε ένα καθεστώς που έδειχνε ακριβοδίκαιο.

Σελίδα με την σελίδα όμως, ο συγγραφέας θα μας βγάλει από την ψευδή αυτή αίσθηση, θα μας φέρει πρόσωπο, με την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «απίθανη», δεδομένου του ότι, η ζωή αυτή, είναι η ζωή που εφαρμόστηκε από το καθεστώς που πολλοί ονειτρεύτηκαν, πολλοί γι αυτό αγωνίστηκαν ή και για χάρη του θυσιάστηκαν, ώστε οι εναπομείναντες να γευτούν τους γλυκείς καρπούς του. Όμως, εκείνο που θα ανακαλύψουμε και που τονίζεται έμμεσα, αργά και ήρεμα, δίχως στόμφο ή μένος, είναι απλώς, πως η ιδέα -η κάθε ιδέα εν τέλει- από την στιγμή που θα «πέσει» στα ανθρώπινα χέρια, από την στιγμή που θα επιδιωχτεί να πραγματωθεί, θα χάσει πολλά από τα συστατικά που την καθιστούσαν ηθική, ωραία, δίκαια, πανανθρώπινη. Αφού αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος με τα πολυπληθή χαρακτηριστικά του, θα την «εξανθρωπίσει», πράγμα που σημαίνει πως θα την φέρει στα μέτρα του, θα την μολύνει, θα την παρα-βιάσει πολλάκις, θα την αλοιώσει τόσο, ώστε πλέον να μην αναγνωρίζεται.

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας, στην «Σινική Μελάνη», θα χρησιμοποιήσει βιώματα ανθρώπων του και με την αρωγή της φαντασίας, θα μας γνωρίζει απ΄την αρχή, με όσα μπόρεσαν να κρύβονται πίσω από μια καλογιαλισμένη βιτρίνα, που εν προκειμένω είναι η ζωή και οι συνθήκες διαβίωσης στην γειτονική μας Αλβανία, την εποχή του Εμβέρ Χότζα.

Έτσι, θα παρακολουθήσουμε τους αθώους, ευέλπιδες ήρωες, κατοίκους του χωριού Δερβιτσιάνη της Eλληνικής μειονότητας της Αλβανίας, που φοιτούν στο Λύκειο Αργυροκάστρου, να επιχειρούν απογοητευμένοι, να κινήσουν τα λημνάζοντα ύδατα της καθεστηκυϊας τάξης, με μια απλή αφισσοκόλληση, που όμως θα επιφέρει αποτελέσματα δυσανάλογα της φαντασίας, όχι μόνο των μικρών στασιαστών, μα και κάθε εχέφρονος ανθρώπου.

Η Αλβανία, όπως και όλα τα κράτη που ανήκουν στην βαλκανική χερσόνησο- έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες και βιαιότητες. Γι αυτό από πάντα και για το ότι έτσι χαρακωμένη που είναι από τα βουνά της, έζησε σε ένα είδος κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης. Ας αναρωτηθούμε πόσοι ασχοληθήκαμε με τον σχεδόν αφανή , («σιωπηλό» κάπου είδα να χαρακτηρίζεται) κομμουνισμό της, που όχι μόνο επαγρυπνούσε, μα επιβαλλόταν με υπόγειους τρόπους σε αντιπάλους πραγματικούς ή φανταστικούς, ακόμα και κατασκευασμένους.

Κάπου διάβασα πως: το καθεστώς του Χότζα – όσο παράλογο και να δείχνει κάτι τέτοιο για τα δεδομένα της Ελλάδος- ήταν ΚΑΙ εθνικιστικό. Εφόσον στην αγωνία του να τους αφομοιώσει, καλλιέργησε μία νέα συνείδηση για τους Έλληνες, τη συνείδηση του μινοριτάρι (μειονοτικού). Επέτρεψε μεν να μιλούν ελληνικά, αλλά αν είχαν εθνικές και θρησκευτικές απαιτήσεις ήσαν εχθροί της πατρίδας, και ως τέτοιοι έπρεπε να αντιμετωπιστούν»

Προσωπικά, από την εφηβεία, είχα έρθει αντιμέτωπη με την «συνταρακτική κατακρήμνιση» των ιδεών, μέσω του βιβλίου του Σολζενίτσιν «το Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ». Πολύ αργότερα, γνώρισα την Αλβανία μέσα από το «Πέταγμα του αποδημητικού» και το «Η κόρη του Αγαμέμνονα» του Ισμαήλ Κανταρέ. Τώρα με την «Σινική Μελάνη» πέρασα όχι μόνο στους τρόπους δικτύωσης των μυστικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση των «πιθανών μελλοντικών επαναστατώ» ή «αρνητών του πολιτεύματος», μα ιδίως στην φθοροποιό διαδικασία της άλωσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Εδώ, μαθαίνω όχι τόσο τον κόσμο της εξουσίας «χωρίς κανόνες δικαίου» αλλά μετρώ την ανθρώπινη αντοχή, τις δυνατότητες επιβίωσης, μετρώ τις μορφές βίας και τις συνέπειες τους στην ανθρώπινη υπόσταση και κάνω ερωτήσεις που μένουν αναπάντητες. Πόσοι να πέθαναν, πόσοι να εξαφανίσθηκαν, πόσοι να παρεισφρήσαν στις τάξεις τους και φυσικά πόσοι από τους θύτες φιέφυγαν, αθωώθηκαν ή αποδόθηκαν σε δικαστήρια ως εγκληματίες πολέμου.

 

Τηλέμαχος Κώτσιας

 

«Περιέργως η βροχή είχε σταματήσει και ο ήλιος έκαιγε ξανά στην Αθήνα ανελέητα όπως κάθε μέρα. Ίσως να ήταν το τέλος εκείνης της γλυκειάς βροχής που είχε ξεκινήσει τότε, στο Αργυρόκαστρο, δεκαοχτώ χρόνια πρίν, και κάτω από την ομπρέλα της συμμαθήτριάς του, είχε κάνει να φυτρώσουν τα αισθήματα του, τα οποία όμως μοιραία, έμειναν ακαλλιέργητα.»

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας χρησιμοποιεί γλώσσα στρωτή κι αυτό είναι ότι χρειάζεται πιστεύω την στιγμή που η δράση είναι τόσο καυτή, ώστε άλλες λέξεις θα έλιωναν μέσα της. Αυτό και η ήρεμη ματιά του στα γεγονότα -λες και δεν τον αφορούσαν ή λες και είχε εξαντλήσει όλα τα αποθέματα σπαραγμού από αυτά και τώρα έβγαινε απόμακρος ιστοριογράφος τους- με έκανε να εκτιμήσω και τον άνθρωπο Τηλέμαχο Κώτσια. Ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να μετατρέψει την οδύνη, σε κριτική -αφηγηματική ματιά, είναι ένα πρόσωπο σεβαστό, πέραν της ιδιότητός του ως συγγραφέως. Διότι θεωρώ πως αυτήν την καθαρή ματιά απέναντι στα γεγονότα, είναι αυτή που χρειαζόμαστε, σε καιρούς που η λατρεία των «ισμών» οδηγεί σε ακρότητες.

«’Ισως όμως, σκέφτηκε, αυτό το διάστημα να είναι τελικά ο χρόνος που μετράει ο διαιτητής πάνω στο ρίνγκ, από το ένα μέχρι το δέκα, ώστε να σηκωθεί ξανά ο παλαιστής να συνεχίσει τον αγώνα. Άκουγε μέσα του το διαιτητή-χρόνο να μετράει.»

Θα μας δώσει ο συγγραφέας εντέλει, μια χαραμάδα φωτός. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει σε ένα έργο που ενώ ξεκινά ηθογραφικό, συνεχίζει ως καταγγελτικό-πολιτικό για να καταλήξει σε κοινωνικό. Και σήμερα όσο ποτέ -θα έλεγα- άλλοτε, χρειαζόμαστε χαραμάδες στον γενικότερο ζόφο. «Θα ήθελα να το διαβάσουν όσοι θεωρούν τον εαυτό τους αριστερό. Ουσιαστικά γι’ αυτούς το έγραψα περισσότερο» δηλώνει σε συνέντευξή του ο συγγραφέας, κι εγώ από την θέση μου θα πω, πως είναι ένα βιβλίο για κάθε υποψιασμένο μα και για κάθε ανυποψίαστο. Ένα σχεδόν ντοκουμέντο, για το μακρύ ταξίδι της ελευθερίας μέσα στο καθεστώς του ολοκληρωτισμού.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top