Fractal

Μια εν βρασμώ σιωπή

Γράφει η Έλενα Πολυγένη //

 

Πασχάλης Χριστοδουλίδης «Σε τούτη τη Χώρα», εκδόσεις Σμίλη 2018

 

Ο Πασχάλης Χριστοδουλίδης εμφανίστηκε στα γράμματα το 2005 με την πρώτη του συλλογή «Ποιήματα» και έκτοτε σιώπησε για αρκετά χρόνια ωσότου επανέλθει με τη δεύτερη αυτή συλλογή του. Εμμένω με ιδιαίτερη έμφαση στο ρήμα «σιώπησε» γιατί θεωρώ πως είναι αυτό το διακύβευμα της ποίησής του: η σιωπή και οι πολλαπλές της εκφάνσεις, μέσα σε ένα διαρκές παιχνίδι απόκρυψης και φανέρωσης, σε μια ταλαντευόμενη κίνηση σαν κι αυτή του εκκρεμούς.

Ο φαινομενικός ρεαλισμός της ποίησης του Χριστοδουλίδη μάλλον αποπροσανατολίζει από το βαθύτερο νόημά της, γιατί στην ουσία πρόκειται για έναν εντέχνως κρυπτογραφημένο κώδικα που φορά το προσωπείο της απλότητας. Ο ποιητής, από το πρώτο κιόλας ποίημα, το οποίο λειτουργεί σαν ένα είδος εισαγωγής ή προλόγου, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα εσκεμμένα «πειραγμένη» ούτως ώστε να δημιουργεί μια μυστηριακή ατμόσφαιρα σε απόλυτη συνάρτηση με το ερωτικό τελετουργικό που περιγράφει, δηλώνει την απώλεια της ομιλίας, μέσω μιας ομολογουμένως ευρηματικής μεταφοράς. Η επαφή με τη ζωή νεκρώνει τη δυνατότητα λόγου. Η σύγκρουση με τον Άλλο είναι αναπόφευκτη, μια και η παρουσία του επιφέρει διανοητική σύγχυση στο ποιητικό Υποκείμενο, είτε αυτό το Άλλο έχει να κάνει με χωρικό πλαίσιο, είτε με πρόσωπο είτε με την ίδια τη μοναξιά, που παίρνει διάφορες μορφές της εξωτερικής πραγματικότητας. Η σύγκρουση αυτή προκαλεί μια αμφιταλάντευση, έναν μετέωρο βηματισμό που δεν αρθρώνεται ακριβώς, ή αρθρώνεται, ως επί το πλείστον, μέσω μιας έμμεσης δήλωσης.

Το αίσθημα της ρευστότητας ως κατάστασης υπογραμμίζεται από το βιαστικό πέρασμα στην πρώτη ενότητα του κύριου σώματος του βιβλίου, η οποία φαίνεται να προσπαθεί να δομήσει μια στέρεη ομιλία αντλώντας υλικό κυρίως από την καθημερινότητα. Όμως, ουσιαστικά, όπως ανέφερα παραπάνω, ενσωματώνεται τον ρεαλιστικό λόγο έχοντας την πρόθεση να τον υπονομεύσει. Στο πρώτο (και ομώνυμο του τίτλου) ποίημα, το ίδιο το κείμενο ενδύεται την απουσία δομής του περιβάλλοντός του, γίνεται φορέας αυτής της αδυναμίας οργάνωσης.

Χώρα, Υποκείμενο και Κείμενο συμπλέκονται σε ένα αμφιλεγόμενο Σώμα που εκφράζει, ή μάλλον, προσπαθεί να εκφράσει αυτούς τους συσχετισμούς οι οποίοι αποδιαρθρώνουν και απο-νοηματοδοτούν και τις τρεις διαστάσεις του. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Χριστοδουλίδης μάς προετοιμάζει για τη συνέχεια, για τον ιδιότυπο αυτόν κρυπτικό ρεαλισμό που υπονοεί πολύ περισσότερα από όσα λέει, εκφέροντας παραπλήσιες σκέψεις ή δημιουργώντας εικόνες και φράσεις που δεν αναφέρονται ευθέως στο κέντρο του ενδιαφέροντός του αλλά σχετίζονται έμμεσα με αυτό το κέντρο. Το ποιητικό Υποκείμενο φαίνεται σαν σκοπίμως να αποσιωπά πράγματα. Μας εισάγει σχεδόν αθόρυβα σε έναν διαρκή υπαινιγμό, που καθίσταται δυσκολότερος στο καθημερινό σκηνικό που κινείται ο Χριστοδουλίδης. Συνήγορός του η γλώσσα που υιοθετεί, η οποία ταλαντεύεται ανάμεσα σε ένα εκλαϊκευμένο ιδίωμα και μια αρχαΐζουσα γραμμή, με ενδιάμεσα στάδια. Αυτές οι παραλλαγές προσδίδουν στη συλλογή έναν πολυδιασπαστικό και πολυδιάστατο χαρακτήρα, που ενισχύει την αίσθηση της ρευστότητας και της αβεβαιότητας. Το ποιητικό υποκείμενο στέκει διχασμένο ανάμεσα σε πολλαπλές αναφορές, αναποφάσιστο για το πού να ακουμπήσει. Η μετέωρη αυτή γλώσσα ενέχει μια πολύ ζωντανή διάθεση, μια αμεσότητα που άνετα μπορεί να μεταφραστεί σε θεατρικότητα. Η συνειδητή αναποφασιστικότητα σχετικά με τις γλωσσικές επιλογές αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά γνωρίσματα της ατμόσφαιρας στην οποία επιδιώκει να μας εισάγει ο ποιητής.

Το πρώτο μέρος της συλλογής χαρακτηρίζεται από μία, θα μπορούσαμε να πούμε, ηρεμία σε σχέση με τα άλλα δύο μέρη. Δίνεται η εντύπωση πως το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να κρύψει τις αληθινές του διαθέσεις πίσω από μια έντονη επιθυμία ενσωμάτωσης που δεν επιτυγχάνεται, καθώς, όπως τονίζει ευθύς εξαρχής, η απουσία της δομής ξεπερνά τις δυνάμεις του (Σε τούτη τη Χώρα) και κατά συνέπεια δυσχεραίνει οποιαδήποτε σύνδεση με τον περιβάλλοντα χώρο. Υπάρχει επίσης μια αξιοσημείωτη εμμονή με την οθόνη (Απεικόνιση, Εξορία, Η φύσις του Επαγγέλματος) στις διάφορες μορφές της, καθώς και με την παρατήρηση αντικειμένων, προσώπων, καταστάσεων. Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει λεκτική αναφορά στην οθόνη, πάλι έχουμε την αίσθηση ότι ο ήρωας των ποιημάτων παρατηρεί τον κόσμο σαν να βλέπει μια δυσδιάστατη πραγματικότητα, ένα ολόγραμμα, σαν να μην έχει άμεση επαφή μαζί του. Ένα γυάλινο διαχωριστικό φαίνεται να δεσπόζει σχεδόν πάντοτε ανάμεσα σ’ εκείνον και τον έξω κόσμο (Tvattstuga, Απώλεια, Οπτική): Πλυντήρια. Επιλογή γλώσσας. Επιλέγω / σε όλα τα πλυντήρια τα ελληνικά. / Κατά πάνω μου επιστρέφουν / τα βέλη του βλέμματος¨ ξύνουν / τη μέλανα πληγή του ποδιού: / δια στενού παραθύρου / ψηλά, κατά πρόσωπο, βλέπω / μια μητέρα / που σπρώχνει την κούνια / με το μωρό της (Tvattstuga).

Η πορεία του Αχιλλέα, όπως τιτλοφορείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου, είναι στην ουσία μια βιογράφηση της μοναχικότητας και η αποτύπωση μιας βαθιάς μοναξιάς. Με την ειρωνική γλώσσα διαρκώς παρούσα, ο Χριστοδουλίδης δημιουργεί, σε αντιδιαστολή με την εικόνα του μυθικού ήρωα, μια περσόνα εντελώς αντιηρωική, μια σχεδόν γκροτέσκ φιγούρα. Το ποιητικό υποκείμενο μοιάζει σαν να φορά για λίγο μία μάσκα, ή σαν να κοιτάζει τον εαυτό του μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη που διογκώνει κωμικοτραγικά τις ατέλειές του.

Το μέρος αυτό ανοίγει με τον Αχιλλέα να απευθύνεται στη μητέρα Θέτιδα και κλείνει αντίστροφα, με τη Θέτιδα αυτή τη φορά να μιλά στον νεκρό (ίσως μόνο για εκείνη) γιο της, σε έναν κενόδοξο και αυτοαναφορικό μονόλογο. Ο λόγος ενδύεται διαφορετικές φόρμες που υπογραμμίζουν την ειρωνική διάθεση και των τεσσάρων ποιημάτων της ενότητας. Ο Χριστοδουλίδης χρησιμοποιεί ποικίλους τρόπους γραφής με αναφορές σε διαφορετικά είδη (κυπριακή διάλεκτο, κάλβεια ωδή, κ.α) καταλήγοντας στη φόρμα της Ακολουθίας των Αγίων Παθών –που παραπέμπει και στο Άξιον Εστί –με τη μητέρα Θέτιδα να αποτελεί, στην ουσία, ένα κακέκτυπο της μητέρας του Χριστού. Ο θρήνος της, γεμάτος δραματικό στόμφο, απευθύνεται όχι στον χαμένο γιο αλλά στον εαυτό της, καθιστώντας την μια Drama Queen, μια οιστριονική προσωπικότητα, στην ουσία μια καρικατούρα του μητρικού προτύπου: … / Δεν καταλαβαίνω* με ποίαν ευσπλαχνίαν* επρόσφερες θυσίαν / το σώμα σου, καλέ μου*που έκαψα για χρόνια*πάνω σε θεία φλόγα! / Φτηνιάρικες γυναίκες*προστρέχουν να σε ράνουν*αντί της Αφροδίτης / Κοινές θνητές γυναίκες*αρώματα και μύρα*στον τάφο σου προσφέρουν. / Ω, θεοί του Ολύμπου*και Ουρανέ και Γαία,* ελάτε να με δείτε! / Οι γενιές όλες*υμνούν με, Αχιλλέα*γι’ αυτήν την τραγωδία! (απόσπασμα από το ποίημα Ο Θάνατος του Αχιλλέως).

[Στο σημείο αυτό, μια μικρή παρένθεση : απέφυγα εσκεμμένα να αναδημοσιεύσω αυτούσια ποιήματα για τον λόγο ότι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της συλλογής είναι πως το κάθε ποίημα φέρει μια εντελώς ξεχωριστή, δική του σφραγίδα, μια μοναδικότητα που δεν ανταποκρίνεται πάντα στη λογική του συνόλου. Αντ’ αυτού, συνιστά μια ιδιαίτερη ατομικότητα που τίθεται με επιτυχή, θεωρώ, τρόπο, στην υπηρεσία της πειραματικής πρόθεσης του ποιητή.]

Το μοτίβο της σιωπής επανέρχεται με καθοριστικό, πλέον, τρόπο, στο τρίτο και τελευταίο μέρος της συλλογής, όπου η απουσία φωνής δηλώνεται εξαρχής από τον τίτλο και αποκτά, σελίδα τη σελίδα, πιο ξεκάθαρη –και ίσως τελεσίδικη –υπόσταση. Στο πρώτο ποίημα «Μνήμη», το οποίο φέρει μια ασυνήθιστα επιβλητική ατμόσφαιρα, η ησυχία σπάει από ένα τυχαίο γεγονός, μια ξαφνική πτώση. O Χριστοδουλίδης εδώ υφαίνει διακριτικά ήχους μέσα από τις εικόνες που δημιουργεί, και λέξεις με μια υποδειγματική μουσικότητα. Το εκκρεμές που χτυπά μέσα την ησυχία, οι χορδές του πιάνου, τα ζάρια, οι βόλοι που κυλούν στο έδαφος, οικοδομούν ένα ατμοσφαιρικό ηχητικό τοπίο. Η βαθιά επιθυμία για την επιβεβαίωση μιας παρουσίας μέσω κάποιου ήχου, αποσκοπεί στη μαρτυρία πως υπάρχει κάποιου είδους ζωή μέσα στην ερημιά. Μια ζωντανή παρουσία που αφανίζεται, εκμηδενίζεται σαν τη «φυλή στην έρημο Γκόμπι» (Μνήμη) ή σαν τη φωνή που πνίγεται για να μην ταράξει τον πατέρα στο «Όνειρο». Όμως ο εσωτερικευμένος θυμός που ελλοχεύει μέσα στους στίχους, έχει εκφραστεί μέσα από τους φορμαλιστικούς πειραματισμούς και μέσα από τη χρήση της ειρωνείας που φτάνουν τη γλώσσα σε ένα ιδανικό για τον ποιητή όριο. Αυτά τα όπλα αποτελούν το δικό του άκρο, τη δική του κραυγή. Πρόκειται λοιπόν για μια εν βρασμώ σιωπή, που μέσα της είναι παγιδευμένο το υποκείμενο και που εκφράζεται μέσα από μια μινιμαλιστική λογική, με την έννοια όχι της έκτασης των ποιημάτων, αλλά της σύμπτυξης των σκέψεων και της υπαινικτικής αναφοράς στα εκάστοτε συναισθήματα. Κλείνοντας τη δεύτερη συλλογή του με το ποίημα Επανάσταση, ο Χριστοδουλίδης ανοίγεται στο πολιτικό πια πεδίο, καταδεικνύοντας τη σιωπή όχι πια ενός ατόμου, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς.

 

 

* Η Έλενα Πολυγένη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1979. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές με πιο πρόσφατη Τα δευτερόλεπτα των ζωντανών στιγμών (Γαβριηλίδης 2017). Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά και ανθολογίες. Ασχολείται επίσης με τη μετάφραση, την κριτική και το δοκίμιο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top