Fractal

Περιπλέοντας σε θολά και αχαρτογράφητα νερά

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Χρύσα Φάντη, «Σε θολά νερά». Εκδόσεις Σμίλη. Αθήνα, 2021

 

«Σε θολά Νερά» τιτλοφορείται η καινούρια συλλογή διηγημάτων της Χρύσας Φάντη, από τις εκδόσεις Σμίλη ετούτη τη φορά. Πέρασαν αλήθεια πολλά χρόνια από την έκδοση της πρώτης της συλλογής το 2007, που άκουγε στο όνομα «Το δόντι του λύκου» (Πατάκης, 2007), έχοντας εν τω μεταξύ μεσολαβήσει η μυθιστορηματική «Ιστορία της Σ.» (2016) από τις ιστορικές πλέον εκδόσεις Γαβριηλίδη. Περιέχει και ετούτη δεκατρία διηγήματα όπως και εκείνη η πρώτη της συλλογή. Στο πρώτο διήγημα, στη «Χρυσόσκονη», διαβάζουμε για ένα αγόρι που «…διηγείται ιστορίες για ξέφρενα πάρτι, πληρωμένους δολοφόνους, παράνομες μπίζνες, πιπίνια, κατασκόπους και ματσωμένες γραίες, νέγρες με τσουπωτά οπίσθια, ψωνισμένους καλλιτέχνες και άσημους στάρλετ, πομπώδεις, ξεχειλωμένους φραγκάτους, έκφυλους αριστοκράτες, ξεπεσμένα φρικιά…». Καταστάσεις που ανάγονται στη σφαίρα της πολύ μακρυνής φαντασίας του μικρού παιδιού, με την περιγραφόμενη ανθρωπογεωγραφία απούσα. Ίσως όπως διατείνεται το αγόρι να κατακλύζεται και περιφέρεται από ένα κύμα θολού νερού γύρω του, αναζητώντας με κάποιο τρόπο  την ‘καθαρότητα’ της σκέψης, των οραμάτων και των ορατοτήτων του.

Στο διήγημα «Κουφόβραση», ο ταξιδιωτικός πράκτορας, ένας μεσήλικας και διευθυντής γραφείου εσωτερικού τουρισμού, παλινδρομεί πίσω στις συνήθεις ασθένειες των δικών του ανθρώπων και  σε ακόμα μία άρρωστη και άκρως επώδυνη σκηνή που διαδραματίστηκε μέσα στο μπάνιο του και  προσπαθώντας να ξεφύγει από την πραγματικότητα, ξεκινά ένα περίεργο ταξίδι. Εκεί θα περάσει αναγκαστικά από κάποια γεγονότα και θα σταματήσει σε έναν μεγάλο αριθμό συνανθρώπων του που κάποτε βρέθηκαν δίπλα του. Σε μια κοπέλα που τον εγκατέλειψε για κάποιο  άντρα πολύ μεγαλύτερό της, θα θυμηθεί τον εαυτό του δεκαετίες πίσω, μια παλιά φωτογραφία του πατέρα του θα τον οδηγήσει σε καινούργια μονοπάτια, θα δει τον εαυτό του γέρο, γυμνό  και κοκαλιάρη και σε λίγο τα αντίθετα χρόνια της εφηβείας του, εκείνα με την «διαρκή αναστάτωση» και τη «μυρωδιά της αξόδευτης επιθυμίας», έως ότου ένα σκυλί τον επαναφέρει στη  σκληρή πραγματικότητα της στιγμής.

Οι περισσότεροι από τους κύριους χαρακτήρες και πρωταγωνιστές των διηγημάτων  στα «Θολά νερά» γνωρίζουν καλά και συνειδητοποιούν πλήρως ότι αναλώνονται και περιφέρονται μέσα  σε θολά και αναγκαστικά αχαρτογράφητα νερά δίχως κατευθυντήρα πυξίδα. Δεν έχουν κανενός είδους αυταπάτες για την παρούσα κατάστασή τους. Στο διήγημα «Αυτό που δεν έγινε», ο αφηγητής ακούγεται να λέει, «… είχα…  ξυπνήσει έντρομος. Αυτοί ήταν ακόμα σκυμμένοι από πάνω μου, και εγώ προσπαθούσα να καταλάβω που ακριβώς βρισκόμουν και τι μου είχε συμβεί-εγχείρημα που είχε ως αποτέλεσμα να μου θυμίσει το προηγούμενο βράδυ, όταν κάποιος είχε μπει αιφνιδιαστικά στον θάλαμο και μου είχε ξυρίσει μέχρι τα αχαμνά…». Ένας άντρας με ανίατη ή δύσκολα ιάσιμη  ασθένεια, προσπαθεί να φύγει από το παρόν για να οδηγηθεί τελικά στο απόλυτο κενό, στην εγκατάλειψη και στην ερήμωση, κάτι που παρατηρείται στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής της Χρύσας Φάντη. Ενδιάμεσα αναφέρονται οι παλιές τους φιλοδοξίες και οι όποιες θεμιτές ή μη προσδοκίες, να γίνονταν ας πούμε κάτι διαφορετικό και συναρπαστικότερο από εκείνο που  είναι τώρα, «ή κάτι άλλο εξίσου γαλήνιο και καταπραϋντικό». Τώρα, όπως περιγράφει είναι πιά πεπεισμένος για το οριστικό του και χωρίς επιστροφή ταξίδι, «… μπροστά απ’ αυτό το ερμάρι το μπουκωμένο με φάρμακα, κατακλυσμένος από έναν φόβο που, ενώ επιμένει να με αγνοεί, μου μιλά ακατάπαυστα με ακουμπά με βλέμμα γεμάτο αγωνία-αγωνία αλλά και βεβαιότητα γι’ αυτό που με περιμένει, βεβαιότητα που μπροστά της κι οι πιο γερές φρένες καίγονται κι η πιο γενναία ψυχή λιποψυχεί-βεβαιότητα που μπροστά της όλες οι άλλες είναι παραμυθάκια», βιώνει έντονα, «… μια κατάσταση εμπύρετη, που περνά από την αποδοχή στην απόρριψη με την ίδια ύποπτη και εμμονική ευκολία», φέρνοντας στο νου μας τα διάφορα στάδια από τα οποία διέρχεται κάποιος όταν πληροφορηθεί ότι πάσχει από μια σοβαρή κακοήθη νόσο. Η περιγραφή της εικόνας του σοκάρει ειδικά όταν απευθύνεται σε κάποιον άνθρωπο που βρίσκεται κοντά του,  δικό του, «… φοβάμαι μήπως εντέλει δεν καταφέρεις να έρθεις, φοβάμαι μήπως έρθεις και δεν με αναγνωρίσεις, έτσι όπως κατάντησα μ’ αυτή τη φαλάκρα και την καμπούρα, παρά ταύτα συνεχίζω να βαδίζω κατά μήκος και κατά πλάτος της πυλωτής, στο ένα χέρι κρατώντας το σάκο με τις αλλαξιές, στο άλλο το σάκο με τα γιατρικά μου, μπουκαλάκια τσαρλατάνων, που δεν εξασφαλίζουν γιατρειά, κι έναν σκασμό από φάρμακα, που δεν πρόκειται να μου παράσχουν καμιά φαρμακεία»! Την ίδια στιγμή, όμως, οι πρωταγωνιστές μέσα στην εξουθενωτική τους ερημιά ανακαλούν από το παρελθόν και τη μνήμη τους εκείνους με τους οποίους  συναντήθηκαν, για άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα,   στη ζωή τους, φέρνοντας στο προσκήνιο λεπτομέρειες από τη σχέση τους, λένε τη γνώμη τους, ακούνε τη δική τους, κι’ έτσι νιώθουν καλύτερα, ώσπου να επιστρέψουν ξανά στην πικρή αλήθεια: «… είμαι ένας άνθρωπος που έχει πολύ κουραστεί, κάποιος που σύντομα θα κοιμηθεί και δεν θα ξαναξυπνήσει. Πράγμα ασήμαντο, αλλά τα ασήμαντα είναι συνήθως άτεγκτα. Ανασκαλεύουνε τους παλιούς έρωτες, ο φόβος και η αλαζονεία τους είναι απύθμενα».

 

Χρύσα Φάντη

 

Στην «Καλλίστη», ο μεσήλικας επιμελητής κειμένων διαπραγματεύεται με τον εαυτό του μια φυγή απ’ την καθημερινότητα που δεν τον πληροί συναισθηματικά, απ’ όλα εκείνα τα άχαρα, αντικείμενα, πρόσωπα και καταστάσεις,  που τον περιστοιχίζουν. ‘Η δουλειά σου σε πνίγει. Σε πνίγει όπως θα σ’ έπνιγε μια οποιαδήποτε σχέση σε αναγκαστική μακρόχρονη  συμβίωση. Αλλά φοβάσαι», παραδέχεται!  Παρά το γεγονός όπως αναλύει παρακάτω, «…τη σιχάθηκες. Αυτή είναι η αλήθεια. Βαρέθηκες να περιορίζεσαι στον άχαρο ρόλο του διαμεσολαβητή. Να μεταμορφώνεσαι σε συγγραφέα-φάντασμα του κάθε αγράμματου, αφανής συγγραφική μπάμπουσκα, ικανή να μετατρέψει κείμενα ατάλαντων σε λογοτεχνία». Ο δάσκαλος στο ομώνυμο με τον τίτλο του βιβλίου διήγημα «Σε θολά νερά», επιστρέφει στα γενέθλια χώματα και επιστρατεύει τις αναμνήσεις του, «…θυμάται όλους αυτούς που είχαν περάσει απ’ δω ψάχνοντας τη γαλήνη. Ακούει το κάλεσμά τους. Τόσες απουσίες και θάνατοι και έρωτες ματαιωμένοι. Πάθη και πόθοι. Μα τώρα είναι όλοι τους χαμογελαστοί και σχεδόν ευτυχείς», ενώ κάπου αλλού, σε κάποιους άλλους η ζωή όπως και ο ύπνος  υπήρξαν πράγματα απελπιστικά ανήδονα, κάτι που υπαινίσσεται μια ζωή χωρίς ρίσκα και λάθη,  απολαύσεις και απώλειες, μια ζωή σε τελική ανάλυση χωρίς ελκυστικό περιεχόμενο, άδεια. Κι αν στα περισσότερα διηγήματα η ονειρική φυγή από την πραγματικότητα ενέχει την πιθανότητα και την επιθυμία επιστροφής στην προτεραία κατάσταση, σε κάποια άλλα το μοτίβο και η εξέλιξη αλλάζουν δραματικά.

Η Χρύσα Φάντη,  στα καινούργια της διηγήματα χρησιμοποιεί τις δικές της λέξεις για να προσδώσει στους χαρακτήρες της όλα όσα εκείνη διακαώς επιθυμεί. Καταγράφει τις βαθύτερες σκέψεις και απόψεις των πρωταγωνιστών της, ξεδιπλώνει τις ενέργειές τους, όπως βεβαίως και τις επιθυμίες και τα οράματά τους. Σ’ αυτά βρίσκονται διάχυτα ακόμα η έννοια της απώλειας, του πένθους, του τραύματος, των προσωπικών αδιέξοδων, των όποιων προσπαθειών, αλλά φυσικά και η σκληρή  συνειδητοποίηση του πεπερασμένου του βίου και της αγωνίας που τη συνοδεύει απαραίτητα. Όπως και  στο «Δόντι του Λύκου» έτσι και στα «Θολά Νερά», οι αφηγητές αφηγούνται όσα έχουν να μας πουν, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ονειρικές τους ιστορίες περιπλέουν ανάμεσα στο χώρο και τον χρόνο παρασύροντας μαζί τους και τον αναγνώστη χωρίς να κλείνουν την πόρτα στο τέλος αλλά ανοίγοντας  κάποια παράθυρα με άγνωστο προσανατολισμό!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top