Fractal

Σπουδή πάνω στην απώλεια, την επιθυμία, τη μνήμη, τη σχέση αλήθειας και μύθου, παρελθόντος και παρόντος

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

“ΣΑΛΤΟΣ” του Ανδρέα Νικολακόπουλου, Εκδόσεις Ίκαρος

 

Enfer ou Ciel, qu’importe?

Au fond de l’Inconnu pour trouver du nouveau!

“Le voyage”, Fleurs du Mal, Charles Baudelaire

 

Κλείνοντας την ανεπίσημη τριλογία του χρέους, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος ολοκληρώνει μία περιπλάνηση με αντίστροφη κατεύθυνση, ακολουθώντας μία μυστηριακή διαδρομή,  τρέχοντας για να συναντηθεί με  όλα όσα προηγήθηκαν, υπήρξαν, καθόρισαν, επηρέασαν τη ροή των γεγονότων  που διαδραματίζονται σε χρόνο ενεστώτα σημαδεύοντας ανεξίτηλα όσους εξακολουθούν να βρίσκονται παγιδευμένοι σε μία ανερμήνευτη πλάνη.

Ανάσες κοφτές, βλέμματα θολά, αγγίγματα διστακτικά, σιωπές ηχηρές, χαμόγελα πονεμένα, οι ήρωες του Σάλτου βυθίζονται σε ένα μακρινό εαυτό, ακατανόητο, σκοτεινό, ανεξήγητο και μοναχικό ενώ καταδιώκονται και την ίδια στιγμή καταδιώκουν τα δικά τους φαντάσματα, διασχίζοντας ρουμάνια, σκαρφαλώνοντας βουνά, ατενίζοντας σκοτεινούς ορίζοντες, βουτώντας σε μαύρα νερά, ανεμίζοντας πολεμικά λάβαρα, χορεύοντας παράξενους χορούς, καθώς παλεύουν για να ελευθερωθούν και να αναδυθούν μέσα από τη σκοτεινιά που τυλίγει σφιχτά  τα βάθη μίας ταραγμένης νόησης.

Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος διακρίνεται για μία πρωτότυπη προσέγγιση της μνήμης και της λήθης, συνδυάζοντας παραδόσεις, μύθους και αλήθειες, ξεχασμένες ιστορίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά, που έγιναν ψίθυρος, όνειρο, εφιάλτης. Σε καθένα από τα λεπτοδουλεμένα διηγήματά του με τη χρήση έντονων εικόνων, παραστατικών περιγραφών και κυρίως μέσα από έναν ἡδυσμένο λόγο συνταιριάζει αριστοτεχνικά κάτω από πέπλα μαγικού ρεαλισμού αφηγήσεις μυστηριακές, μεταφυσικές, ίσως αλλόκοτες, κάποτε και τρομακτικές μα συνάμα αποθέτει με ευλαβική αφοσίωση πάνω στο σκοτεινό καμβά της αφήγησής του πινελιές δραματικής κορύφωσης, συναισθηματικά φορτισμένες, κρύβοντας ανθρώπους, εποχές, τόπους και γεγονότα σχεδόν ολοκληρωτικά παραγκωνισμένα στην απόκοσμη πλευρά της λησμονιάς καθώς με αποφασιστικότητα αποκαλύπτει μεμιάς τα βάθη του αγνώστου απ’όπου ξεπηδούν οι απρόσμενοι ήρωες της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων του.

Πάνω απ’ όλα όμως, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος τολμά να αγγίζει σώματα πληγιασμένα, καρδιές πονεμένες, ανθρώπους φευγάτους, κυνηγημένους, μοναχικούς που όσο ζούσαν δεν κατάφεραν να κάνουν τη δική τους φωνή να συντροφεύσει την κοινή ιστορία, το κοινό γίγνεσθαι, μεταμορφωμένοι σε απόκληρους, ξεχασμένους, ανέστιους παρίες που δεν τους επέτρεψαν να συγχρονίσουν το βηματισμό τους στην αθόρυβη, ταπεινή παρέλαση μιας παραμελημένης, ανώνυμης, ιστορίας..….

Σκυμμένος προσεκτικά πάνω από τα ανείπωτα του παρελθόντος ο Ανδρέας Νικολακόπουλος χρησιμοποιεί το μαγικό ρεαλισμό και ένα προσεκτικά διαλεγμένο λεξιλόγιο ποιητικών καταβολών για να χαρίσει πνοή και να φέρει στο φως κάποτε τους αλλοπαρμένους, τους έχοντες λοξή ματιά στη θέαση του κόσμου τούτου όπως κάνει στο πρώτο διήγημα της συλλογής του, το Σάλτο – ένας βράχος αιμοδιψής, από τις κακοτράχαλες άκρες του οποίου οι κάτοικοι της περιοχής γκρεμοτσάκιζαν τα άτυχα ζωντανά τους όταν γερνούσαν, ενώ νέοι και νέες που το αίμα σφυροκοπούσε στις φλέβες τους ή απελπισμένες ψυχές που αγκάλιαζαν τη  μοναξιά και τη ντροπή τους έδιναν τέλος στην πικρή τους ζωή σαλτάροντας από ψηλά. Ένας μόνο γνωρίζει πως μετρώντας ως το έξι θα ακούσει τα κλαδιά να σπάζουν και τα κορμιά να σπαρταρούν στο μουλιασμένο, ματωμένο χώμα, αυτός που θα κατηγορηθεί πως έχει λογικά χαμένα. Ποιοι είναι όμως στ’αλήθεια αλλόφρονες και ποιος στέκεται γεμάτος δέος μπρος σε τούτο το θαυμαστό και τρομακτικό γήινο θυσιαστήριο;

Στο διήγημα Κόρες της αιθάλης μία ιστορία αλλοτινής καταστροφής έρχεται στο φως, όταν στο κάποτε πράσινο Διαπόρι, οι γυναίκες παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους εκδικούμενες τους άντρες τους για μία απάνθρωπη βιαιότητα σε βάρος μίας άγουρης μικρούλας. Φόβος και τρόμος των καραβιών που τύχαινε να αγκυροβολήσουν στο νησί τους έγιναν οι Διαπορίτισσες, διαφέντευαν με πυγμή και σκληράδα μα έφτασε η ώρα που πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα την έπαρση και την ακαρδία τους, την άρνηση της ίδιας τους της φύσης.

Στο Παραπέτασμα του μύλου, κάπου στο  μακρινό Μπαλαγουέρ,  ένας μύλος στέκει άθελά του ακίνητος φρουρός χωρίζοντας το  μικρό χωριό στο πριν και στο μετά καθώς η Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας που περνά ανάμεσα, άκαρδα χωρίζει τους κατοίκους εκατέρωθεν του μονοπατιού με μία ημέρα διαφορά. Και καθώς οι μισοί ζουν πάντα μπροστά και οι άλλοι μισοί πίσω, κανείς δεν έμαθε να απολαμβάνει τη νοστιμάδα που έχει το τώρα.

Στο Μέλι με γάλα η πολυπόθητη Ραλιώ είναι ένα όνειρο βυθισμένο στη γλυκιά ταραχή ενός αγνού έρωτα που πρωτοξυπνά μα η τύχη της η κακορίζικη έχει άλλα σχέδια για αυτή και το φάντασμα της πάλλευκης σάρκας της στοιχειώνει τον ήρωα καθώς εκείνος γίνεται έρμαιο της ανείπωτης επιθυμίας του και του αβάσταχτου πόνου του, που κυνηγημένος και απόκληρος γίνεται ο ίδιος σκιά που ψάχνει λύτρωση για να διώξει το ξόρκι, σκάβοντας σε νοτισμένο χώμα και σε λουδουδιασμένους τάφους.

Στο Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθώς, ένα εργαστήριο χημείας – φυτώριο φιλίας μεταξύ δύο φοιτητών – θα δώσει την ευκαιρία για μία υποτροφία σπουδών στο εξωτερικό, μόνο που ο Σπύρος, ωραίος μα ασταθής καθώς ακροβατεί επικίνδυνα πάνω από το ψυχοτρόπο κενό, χάνει την ισορροπία του και μένει για πάντα χαμένος στη δίνη του μυαλού του. Ο παρ’ολίγον κάτοχος Νόμπελ Χημείας και παλαιός του φίλος καρδιακός, τριάντα επτά χρόνια μετά θα χορέψει κλαίγοντας γοερά τον χορό της βροχής καθώς οι μνήμες του ματώνουν την καρδιά.

Στο Mon Nox, καθώς το Μπαλαγκουέρ βυθίζεται στο σκοτάδι από μία ξαφνική διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος, οι κάτοικοί του παρασύρονται σε ένα ντελίριο αφορισμένης συμπεριφοράς, απελευθερώνοντας από τα ακατανόμαστα βάθη του άγνωστου εαυτού τους μία φρενοβλαβή μανία που κατασπαράζει ανθρώπους και ζώα, μετατρέποντας την πόλη σε ρωμαϊκή αρένα όπου κανένας δε θα μείνει ζωντανός.

 

Ανδρέας Νικολακόπουλος

 

Στο Η άσφαλτος που καίει, στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, ένας τόπος καταραμένος και ξεχασμένος αποκαλύπτεται πως κρύβει μυστικά αποτρόπαια, φρίκη έχει κατακαθήσει στις στέγες των καμμένων σπιτιών, ενώ σκελετωμένα δάχτυλα απλώνονται ικετευτικά για να βρουν δικαίωση στο παρόν μα ακόμη και σήμερα τους το αρνείται ένας δήμιος αφανής, ένας αιμοσταγής προδότης, μία αδίστακτη φόνισσα και ένας αήθης ψευδομάρτυρας καθώς παραπλανητικές ιστορίες, στάχτες και σιωπή γίνονται συνένοχοι στο κεκαλυμμένο έγκλημα.

Στο Αλισάχνη, σταγόνες γεμάτες ανείπωτο πόνο πέφτουν σιγά-σιγά πάνω στην Ορέλια, κάπου στο καταλανικό Μπαλαγκουέρ καθώς χάνει σταδιακά όλη της την οικογένεια από μία ξενόφερτη, άγνωστη γρίπη, φυματίωση την είπαν….. Είναι Σεπτέμβρης, όλοι δείχνουν να απολαμβάνουν τα οφέλη από τον τρύγο, στήνουν χορούς τρικούβερτους, χρήματα μπαίνουν στα ταμεία, μα οι άνθρωποι ξεβγάζονται με τρόπο άκαρδο και αφήνονται να σαπίσουν σχεδόν αλιβάνιστοι από το φόβο του μιάσματος.

Στο Ασημένια Χορδή η παλαιά τέχνη των ρετσινάδων και η δύσκολη ζωή πάνω σε ορεινούς όγκους συναντάται με το συνειδητό όνειρο και την αισθητηριακή στέρηση. Ένας απηυδισμένος αστός, ο Ανάργυρος, έρχεται μαθητευόμενος σε έναν έμπειρο, καπνισμένο ρετσινά αλλά μετά από λίγο καιρό οι ρόλοι αλλάζουν καθώς ο μαθητής γίνεται δάσκαλος και ο σκληροτράχηλος εργάτης του δάσους αφήνει τα χέρια που κάποτε έσφιγγαν τη λαβή του τσεκουριού και πλήγωναν τους κορμούς των ανυπεράσπιστων δέντρων να αγγίξει την αιθέρια ασημοκλωστή που συνδέει την ύλη μας με την αστερόσκονη…..

Τα Κύματα γλύφουν τις βραχώδεις ακτές της Ουαλίας εκεί όπου βρίσκεται έως σήμερα το παλαιότατο ερημοκλήσι  του Αγίου Γκόβαν. Ένας εκπαιδευτής γερακιών αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει δέκα νεαρά γεράκια προκειμένου να ολοκληρώσει ένα έργο υψίστης σημασίας για το αεροδρόμιο του Μπρίστολ. Ένα μυστικό βρίσκεται θαμμένο σε  μία κρυφή καταπακτή, ο άνεμος ψιθυρίζει μύθους παλαιούς για κάποιον ιππότη, για πειρατές, για μια καμπάνα βυθισμένη στη θάλασσα, πυρσούς, μαχαίρια και άμοιρα θύματα που τιμωρούνται εξαιτίας της ανθρώπινης αλαζονείας ενώ ύμνοι ψάλλονται εις δόξαν ευκλεών δυνάμεων.

Στο Αμάμπλε Πικουέρ ένας πλάτανος απλώνει τα κλαδιά του με συντριβή προς τη γη ζητώντας έλεος για κάποια νεανικά κορμιά που έλιωσαν κρεμασμένα στα κλαριά του κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου. Κάθε χρονιά στις 21 Ιουνίου, η φύση φέρνει σε μυστική συμφωνία τον ήλιο του θερινού ηλιοστάσιου με τα κλαδιά του δέντρου καθώς σκιές περίεργες ριγούν στον αέρα θυμίζοντας ένα βίαιο παρελθόν. Τα δισέγγονα του καταδότη, θύμα και ο ίδιος της προδοσίας του, αφήνουν λουλούδια και λιβάνι για να ημερώσουν τις βασανισμένες ψυχές των αδικοχαμένων παληκαριών.

Στον Υπερμογγολικό, οι Gnosiennes του Ερίκ Σατί γίνονται το εισιτήριο για ένα ταξίδι που οδηγεί από τη Θεσσαλονίκη στο Γκρατς και από εκεί στο Πεκίνο και στον Υπερμογγολικό, Ένας πιανίστας ψάχνει να κουρντίσει τις νότες της ψυχής του σε ένα πιάνο μπροστά σε μία αχνή ροζ ταπετσαρία καθώς οι αχανείς εκτάσεις χάνονται στο παράθυρο πίσω από την πλάτη του προτού γίνουν εικόνες στα μάτια του. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν, τα ταξίδια διαδέχονται το ένα το άλλο καθώς ο πιανίστας παίζει τη μουσική του ολονυχτίς, μα χωρίς ποτέ να αντικρύσει τη λίμνη Βαϊκάλη καθώς το τρένο χύνεται βιαστικά στις ράγες. Ο ρυθμός του τρένου αφουγκράζεται τον ρυθμό της μουσικής, μα η καρδιά του πιανίστα μένει ασυντόνιστη, άδεια, χωρίς ήχο, έμπλεη μοναξιάς.

Στον Αγγελοκρουσμένο, ένα κούφιο καρύδι φέρνει το κακό μαντάτο του χαμού του Σίμου. Μια νύχτα σκοτεινή περνάει στη σιωπή μα δε μπόρεσε ν’αντέξει και χίμηξε αλαφιασμένος να αντιπαλέψει με το Χάρο, προσπαθώντας απεγνωσμένα να δώσει σε όσους αγάπησε ένα σινιάλο μυστικό, ένα θρόισμα, ένα σύγκρυο, ένα αλάφιασμα. Στα χρόνια που πέρασαν ξεχάστηκε ο κόσμος ο παλιός, τα μέρη απέκτησαν άλλες ονομασίες, νέοι κάτοικοι ήρθαν από μακριά, τραγούδια έμειναν μισοτελειωμένα στα χείλη των γεροντότερων και μόνο ο Σίμος έμεινε, ουρλιάζοντας χωρίς φωνή,  να θωρεί το σκοτάδι που ζητά να τον ρουφήξει.

Ο Σάλτος αποτελεί μία πολυεπίπεδη σπουδή πάνω στην απώλεια, την επιθυμία, τη μνήμη, τη σχέση αλήθειας και μύθου, παρελθόντος και παρόντος. Σχολιάζει με τρόπο ευρηματικό την Ιστορία όπως μεταφράζεται σε πολλές μικρές καθημερινής αφηγήσεις σε ατομικό πλέον επίπεδο μέσα από μία γλώσσα ποιητική που βρίσκει τις δικές της ισορροπίες περιγράφοντας ταυτόχρονα με μία ιδιότροπη ειλικρίνεια τον υπαρξιακό τρόμο του ανθρώπου απέναντι στον άγνωστο  παράγοντα γινομένου που κρύβει τη λύση στην εξίσωση μεταξύ των κανόνων της ζωής όσο και των δικών του αχαρτογράφητων συναισθημάτων. Καθένα από τα διηγήματα, σχεδόν εξίσου δυνατά μεταξύ τους σε εκτέλεση, αποτελεί ένα σκοτεινό αίνιγμα, το οποίο πλέκει στις κρυφές γωνιές του ακόμη και μία υποψία φιλοσοφικών στοχασμών. Ένα κομψοτέχνημα μέσα στο ιδιαίτερο και μυστηριώδες πλαίσιο που το περιβάλλει, αποτελεί μάθημα μπωντλερικής λογοτεχνικής μέθεξης και ενατένισης μιας θυελλώδους ανθρώπινης συνθήκης, στο διάβα χρόνων και τόπων.

Όνειρο και πραγματικότητα, μύθος και αληθινή ζωή, αθωότητα και τυφλή βία, παραίτηση και εκδίκηση συναντιούνται σε μια μυστικιστικής ατμόσφαιρας συλλογή διηγημάτων, η οποία πατά και με τα δυο πόδια της σε μία στέρεη λογοτεχνικά βάση. Γεμάτη σύμβολα που παραπέμπουν στην ελληνική επαρχία χρόνων αλλοτινών, στη φρανκική Ισπανία και στη βρετανική μυθολογία, με ψυχαναλυτικές αναφορές και μουσικές παραπομπές, μας οδηγεί στην καρδιά ενός συναρπαστικού λαβυρίνθου ιδεών και συναισθημάτων. Ο Ανδρέας Νικολακόπουλος, πιστός σε ένα ιδιόμελο αφηγηματικό τελετουργικό, υποβάλλει μια απόκοσμη αίσθηση και συντονίζει πολλαπλά και βαθυστόχαστα την έννοια της λογοτεχνικής δημιουργίας.

 

«Aς πιούμε στην υγειά των τρελών, των απροσάρμοστων, των επαναστατών, των ταραχοποιών.

Σε αυτούς που βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά, που δεν τιμούν τους κανόνες, που δεν σέβονται την τάξη……………………..

Γιατί οι άνθρωποι που είναι αρκετά τρελοί για να πιστεύουν ό,τι μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο, είναι αυτοί που στο τέλος το κάνουν.».

Jack Kerouac

 

 

Νοέμβριος 2022

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top