Fractal

✔ Περί Ποίησης | Γιώργος Ρούσκας: «Το υποσυνείδητο αντιλαμβάνεται τα αόρατα και δεν συγχωρεί»

Επιμέλεια- Συνέντευξη: Ελένη Γκίκα //

 

 

«Μπορεί να πει κανείς στον Έρωτα της ζωής του «σε επέλεξα εγώ»; Πρόκειται για Έρωτα, με το έψιλον κεφαλαίο, αν δεν είναι απολύτως αμοιβαία η έλξη και η επιλογή; Νομίζω ότι όσο επιλέγουμε το ποίημα, άλλο τόσο μας επιλέγει και αυτό.»

 

 

Ο Γιώργος Ρούσκας, σημαντικός κριτικός, δοκιμιογράφος και ποιητής [Αχλύς 2, Αλεξίλυποι σκιαλύτες, Άυλο Πύαρ, Χαϊκού νήματα, Ερώ, Ως άλλος Τάλως, Χοϊκά…] μιλώντας μας στο fractal «Περί ποίησης» μας συμπληρώνει όλα μας τα κενά.

Ο Γιώργος Ρούσκας γεννήθηκε το 1962 στην Αττική. Απόφοιτος της Βαρβακείου Προτύπου Σχολής και στη συνέχεια της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Ε. Μ. Πολυτεχνείου. Στο συγγραφικό του έργο μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται επτά ποιητικές συλλογές-συνθέσεις, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας, ένα θεατρικό, συμμετοχές σε συλλογικά έργα ποίησης και λογοτεχνίας και ένα ποιητικό απάνθισμα. Στο εικαστικό, δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής και μία ατομική έκθεση κεραμικής. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, γερμανικά. Έχει δημοσιεύσει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, άρθρα και κριτικές αναγνώσεις λογοτεχνίας σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.

Και η κουβέντα μας είναι αυτή που ακολουθεί:

 

Γιώργος Ρούσκας

 

 

-Κύριε Ρούσκα, να ξεκινήσουμε αποκωδικοποιώντας τον τίτλο;

Σε ατομικό επίπεδο, στο μάτι του υποψήφιου αναγνώστη, ο τίτλος δρα ως σύμβολο και ταυτόχρονα ως πρόκληση αποκωδικοποίησης. Η Ομορφιά του, πέρα από το ποσοστό της συνειρμικής συνάρτησής του με το εικαστικό του εξωφύλλου, έγκειται στο μάντεμα των ζητημάτων με τα οποία εκείνος μας προϊδεάζει ότι καταπιάνεται το βιβλίο. Ακολουθεί η σελίδα-σελίδα επιβεβαίωση ή διάψευσή μας και η τελική αποτίμηση για το πόσο επιτυχημένος, εύστοχος, περιεκτικός είναι, μετά από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Πασιφανής λοιπόν η τεράστια σημασία του.

Σε προσωπικό επίπεδο, όταν κατά την προσέγγιση (προτιμώ τον όρο αυτό από την «κριτική») ενός βιβλίου έχω αμφιβολίες σε σχέση με το ειδικό βάρος του τίτλου του, μόλις το τελειώσω το ακουμπώ στο στήθος μου, κλείνω τα μάτια και επικεντρώνομαι σε αυτόν. Από το επιφώνημα ή τη γκριμάτσα που αβίαστα θα ξεπηδήσει από μέσα μου (ω, ναι! / χμ! / μπα! / θα μπορούσε και καλύτερα! / ανεπαρκής! / με τίποτε! / πιασάρικος! / δόλωμα! / πονηρός! / παραπλανητικός! / κλπ) καταλαβαίνω και αυτομάτως καταχωρίζω. Το υποσυνείδητο αντιλαμβάνεται τα αόρατα και δεν συγχωρεί.

Αν η ερώτηση απευθύνεται στον τίτλο του τελευταίου μου βιβλίου «Χοϊκά / χάικου και δεπέλλιχοι συν δύο δοκίμια», εκδ. Κοράλλι 2021, ο τίτλος σημαίνει αυτά ακριβώς που περιέχει το βιβλίο. Ένα δοκίμιο για την ποίηση των χάικου, στη συνέχεια χάικου ανθοί, μετά ένα δοκίμιο για τον ελληνικό δεκαπεντασύλλαβο και τη συσχέτισή του με τα χάικου, και μετά δεκαπεντασύλλαβα αυτόνομα ποιήματα, τα οποία ονομάζω δεπέλλιχους, από το δεκαπεντασύλλαβος ελληνικός στίχος = δεπέλλιχος. Όλα αυτά κάτω από τη λέξη χοϊκά, γιατί είναι ανάσες που εκπέμπονται από το χώμα και επιστρέφουν πάλι σε αυτό.

 

-Ένας τίτλος οφείλει να είναι ένα ποίημα εν δυνάμει; Στα ποιήματά σας πώς προκύπτουν οι τίτλοι;

Ούτως ή άλλως, ο τίτλος είναι αναπόσπαστο μέρος του ποιήματος. Μαζί με το σώμα, συνθέτουν την Ολότητά του. Έχει τη σημασία του και βρίσκεται σε διαρκή σύνδεση με το ποίημα, είτε αυτό φαίνεται είτε όχι. Συνήθως προϊδεάζει για το περιεχόμενο και γι’ αυτό πολλές φορές επιλέγεται ένας αντιπροσωπευτικός στίχος ή τμήμα του από το ίδιο το ποίημα.

Αν προκύψει να είναι ποίημα εν δυνάμει, τόσο το καλύτερο. Με εξαίρεση τις φορές που είναι πολύ δυνατότερος, πολύ «ποιητικότερος» από το σώμα του ποιήματος, γιατί στην περίπτωση αυτή, υπερφαλαγγίζει το ίδιο το ποίημα και η διάψευση της έμμεσής του υπόσχεσης για την ποιότητα που έπεται, προκαλεί απογοήτευση. Μπορεί να είναι ποίημα εν δυνάμει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούται να το κάνει.

Στα ποιήματα που έχουν δει το φως από εμένα, οι τίτλοι προκύπτουν χωρίς σύστημα, ελεύθερα, άλλοτε πριν, άλλοτε μετά, άλλοτε μετά από πολύ καιρό, άλλοτε άγρια χαράματα ξυπνώντας με, ακόμα και στο αυτοκίνητο, στο μετρό, πέρα από χώρο και χρόνο, επειδή έχω την έγνοια τους. Έρχονται όταν και όπου εκείνοι το θελήσουν. Κάποιες φορές όμως, με οδηγούν εξαρχής οι στίχοι μόνοι τους ή το θέμα.

 

-Μας επιλέγει το ποίημα ή το επιλέγουμε;

Μπορεί να πει κανείς στον Έρωτα της ζωής του «σε επέλεξα εγώ»; Πρόκειται για Έρωτα, με το έψιλον κεφαλαίο, αν δεν είναι απολύτως αμοιβαία η έλξη και η επιλογή; Νομίζω ότι όσο επιλέγουμε το ποίημα, άλλο τόσο μας επιλέγει και αυτό. Όταν οι συνθήκες μας φέρουν σε μία κατάσταση ανοιχτή, με ανοιγμένες δηλαδή τις πύλες συνειδητού και ασυνειδήτου και με τις αισθήσεις αλλά και την ενσυναίσθηση ανοιχτές στις λεπτές ενέργειες της συμπαντικής αρμονίας, τότε είναι σαν να του λέμε «αν θέλεις έλα», «αν είσαι έτοιμο, εγώ δες, μάλλον έτοιμος είμαι, σε περιμένω». Εκείνο, το ένα, αυτό που στη συγκεκριμένη χωροχρονική, μη καρτεσιανή συντεταγμένη είναι για εμάς το alter ego, λες και καταλαβαίνει και σαν πουλάκι έρχεται. Εμείς, αν νιώσουμε ότι αυτό είναι, ότι αυτό ζητούσαμε, σκαρφαλώνουμε στα φτερά του και πετάμε μαζί. Η μνήμη της πτήσης αυτής, εκτός από το αίμα και τη χαρμολύπη, αφήνει συχνά πίσω της και το ποίημα.

 

 

-Μια ποιητική συλλογή οφείλει να είναι ένας κύκλος; Να διαθέτει κοινή συνισταμένη, ή όχι απαραίτητα;

H ποιητική συλλογή δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν. Άλλωστε δεν υπάρχει σχήμα ούτε στερεό ικανό να χωρέσει ποιητικούς κρυστάλλους. Ούτε είναι ένας κύκλος που έκλεισε γιατί η Ποίηση είναι πάντοτε ανοιχτή. Κάθε της δημιούργημα, αυτόνομο ή συλλογή, δεν είναι ξεκομμένο, αλλά βρίσκεται σε επαφή με όλα τα προηγούμενα αλλά και με όλα τα μελλούμενα. Η Ποίηση λάμπει μόνο όταν είναι προϊόν, δημιουργία, γέννα ελευθερίας. Ακόμα και τον πόνο, μόνο ελεύθερα μπορείς τίμια από τα σπλάχνα σου ποιητικά να τον εκφράσεις.

Μπορεί τα ποιήματα σε ένα βιβλίο να έχουν κοινή συνισταμένη, μπορεί όμως και όχι. Η ισχυρότερη κοινή συνισταμένη της ύπαρξής τους είναι η ίδια η ποίηση. Αν τα ποιήματα ήρθαν για να διαπραγματευτούν ποιητικά ένα συγκεκριμένο ζήτημα-πράγμα-ιδέα-κατάσταση και έχουν αυτόν τον άξονα ως σημείο εκκίνησης ή και περιστροφής, τότε μιλάμε για Ποιητική Σύνθεση και όχι Συλλογή.

 

-Υπάρχει εμμονή στην ποίηση, όσον αφορά την θεματολογία, όπως και στην πεζογραφία; Και αν υπάρχει, η δική σας;

Εξ’ ορισμού κανόνες στην Ποίηση δεν χωρούν, συνεπώς οι όποιες εμμονές ανιχνεύονται κατά καιρούς, δείχνουν καθαρά τη χροιά του Ποιητικού Λόγου της συγκεκριμένης εποχής. Οι ρομαντικοί, οι ρεαλιστές, οι υπερρεαλιστές, δεν είχαν εμμονή να βλέπουν και να εκφράζουν τα πράγματα μέσα από την καλή ή την ανάποδη των μεγεθυντικών φακών των ρευμάτων του καιρού τους, αλλά βλέποντας πολλές φορές μπροστά ή πέρα από αυτά, άφηναν ελεύθερη την Τέχνη να πηγάσει από μέσα τους και διαμόρφωναν αυτοί το ρου. Και δεν μιλώ μόνο για Ποίηση γιατί καμία Τέχνη δεν είναι ξεκομμένη από την άλλη.

Ο Παλαμάς ήθελε να δείξει τη συνέχεια του Ελληνισμού από την αρχαιότητα ως την εποχή του και συνειδητά προσανατολίστηκε στο στόχο αυτό. Επιλογή του, αίσθηση χρέους, όχι όμως εμμονή.

Η μεταπολεμική γενιά είχε συχνότατα αναφορές στην Ειρήνη, στην Ελευθερία, στο Δικαίωμα της Ζωής και της Χαράς, στο Όνειρο, στο Αύριο, στη Δικαιοσύνη, την Αγάπη, τον Πόνο, τον Οίκτο, τις

Ανθρώπινες Σχέσεις. Δεν θα το έλεγα εμμονή αλλά ζητήματα καυτά τα οποία εύλογα τους απασχολούσαν. Οι «στρατευμένοι ποιητές» είχαν προσήλωση στο στόχο τους. Δεν το λέω εμμονή, το λέω ιδεολογία, όραμα, τρόπο ζωής. Όπως και οι λεγόμενοι «καταραμένοι» ποιητές.

Προσπερνώντας τη λεγόμενη γενιά του ’70, γιατί εκεί θα ανοίγαμε πολύ μεγάλη κουβέντα, έρχομαι στη σημερινή Ποίηση, «σύγχρονη» κατά πολλούς, στην οποία ανιχνεύεται σε μεγάλο βαθμό μία έντονη τάση αυτοαναφορικότητας και με μύριους τρόπους μία πρωτοφανής επίδειξη του «εγώ», τόσο έντονη που αγγίζει τα όρια της (με ψυχιατρική ορολογία) εμμονής. Αν προσθέσουμε της μόδας τα «κολλήματα» του τύπου: (α) όχι ομοιοκαταληξία, (β) εξαναγκασμός σε ελεύθερο στίχο, (γ) πεζό νανοδιήγημα μπορεί από οιονδήποτε να βαφτιστεί ποίημα, (δ) οποιοδήποτε πεζό που κόβεται με αλλαγές γραμμής κατά το δοκούν είναι ποίημα, τότε, θα δούμε τις εμμονικές τάσεις που κυριαρχούν, τις πεποιθήσεις καλά να κρατούν και τη χροιά της αυτοαναφορικότητας να δίνει φωνή στις ναρκισσιστικές εμμονές.

Για την Ποίησή μου, με το «μου» καθόλου κτητικό, δεν μπορώ να μιλήσω εγώ. Αν καταλάβω ότι έχει εντός της εμμονές, θα σταματήσω να εκδίδω, γιατί το να σταματήσω να γράφω δεν εξαρτάται από εμένα, είναι κάτι πολύ πιο πάνω από εμένα. Και αν όντως έχω εμμονές, προτιμότερο να τις κρατήσω στο συρτάρι ή στον σκληρό δίσκο, μέσα στον φάκελο «ΠΡΟΣ ΔΙΑΓΡΑΦΗ».

 

 

-Υπήρξε ποιητής που σας έκανε να πείτε «αυτό θα γίνω;» Ποιητές που υπήρξαν σημείο αναφοράς σας;

Δεν υπήρξε ποιητής που να με κάνει να πω «αυτό θα γίνω» γιατί δεν έβαλα στόχο ή σκοπό να γίνω ποιητής. Η κορυφαία φράση στην Ποίηση του Τίτου Πατρίκιου είναι το απόσπασμα από στίχο του που λέει «σε βρίσκει η ποίηση». Με βρήκε. Εκείνη. Και άλλαξε όλη μου η ζωή.

Μεταξύ των ποιητών που συνειδητά θεωρώ ότι υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι σημεία αναφοράς μου είναι οι Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Καρυωτάκης, Ελύτης, Κάλβος, Σαχτούρης, Εγγονόπουλος, Λειβαδίτης, Ρίτσος, Γεωργούσης, Χαραλαμπίδης.

 

-Ποίημα που ποτέ δεν ξεχνάτε; (άλλου ποίημα)

Μνημονεύω συχνά στίχους αγαπημένων μου ποιητών. Σε καθημερινή βάση συνοψίζω καταστάσεις, δράσεις, συμβάντα, ανακαλώντας αυτόματα στροφές ή στίχους από ποιήματα που φέρω εντός μου, δικά μου ή άλλων, ακόμα και από την εκκλησιαστική ποίηση και υμνωδία.

Τα ποιήματα που με σημάδεψαν είναι πολλά. Θυμάμαι πρόχειρα την «Ιθάκη» του Καβάφη, το «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Τάσου Λειβαδίτη, αποσπάσματα από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, «Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες» του Σεφέρη, την πρώτη στροφή του «Εις Σάμον» του Κάλβου, στροφές ολόκληρες από «Τα Ποτάμια» του Γεωργούση, «Το μίζαρον» του Χαραλαμπίδη, τα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής, κ.α.

 

 

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Ρούσκα «Ως άλλος Τάλως» | Έθνος

 

 

-Ποιοι στίχοι σας, υπήρξαν για σας έκπληξη; (γεννήθηκαν απρόσμενα, ήταν σα να τους έγραψε άλλος, σας ξάφνιασαν κάπως;)

Κάποιες φορές ακούγοντας ή διαβάζοντας ποιήματά μου, ξαφνιάζομαι από συνειδητοποιήσεις που έγιναν στο ποιητικό πεδίο πολύ προτού περάσουν στο συνειδητά βιωματικό. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Ανάμεσα στις λέξεις», Αλεξίλυποι Σκιαλύτες, εκδ. ΑΩ, Ιαν. 2012, με ξάφνισε η συντελεσθείσα εκεί πηγαία «αυτο-ψυχανάλυση», δίχως να έχω την παραμικρή πρόθεση. Στίχοι όπως:

«Ζω ανάμεσα στις λέξεις των στίχων.

Στα νοήματα που χάνονται, χάνεται η ζωή μου.

Στα νοήματα που αναδύονται, ξαναβρίσκω την πνοή μου. /

/…/

Ξεδιψώ όταν προσφέρω κρύο νερό.

Χαίρομαι όταν μοιράζομαι, ευχαριστιέμαι όταν δίνω.

/…/

Ζω μέσα σε όσα γράφω

Ή γράφω γι’ αυτά που ζω;

 

Ζω την ώρα που γράφω

Ή γράφοντας

Απλά επιβεβαιώνω πως ζω;»

 

με εξέπληξαν με την αυτομάτως εκπηδήσασα ειλικρίνειά τους και με βοήθησαν να με καταλάβω καλύτερα, λειτούργησαν δηλαδή και στο αυτογνωσιακό επίπεδο.

 

-Θυμάστε το πρώτο σας ποίημα;

Ατυχώς ή ευτυχώς, έχω καταστρέψει αμέτρητα ποιήματα που θεώρησα κατώτερα του λόγου γένεσής τους. Το παλαιότερο καταγεγραμμένο μου ποίημα, με ημερομηνία χειρογράφου 9 Δεκ. 1984, στα 22 μου χρόνια, βρίσκεται στο πρώτο μου βιβλίο Αχλύς 2, εκδ. ΑΩ, 2010. Όπως βλέπετε, από συστολή (ομολογώ δημόσια σήμερα), άργησα πάρα πολύ (το 2010 ήμουν σαράντα οκτώ ετών) να τολμήσω να εκδώσω. Στο χειρόγραφο έχει τίτλο «Γερ–οντικές παραξενιές», στο βιβλίο μόνο τη δεύτερη λέξη:

 

Π Α Ρ Α Ξ Ε Ν Ι Ε Σ

 

Μονάχος στη διάθεση τ’ ονείρου

ανήμπορος στης μοίρας το σκοπό

γέρος ισχνός στο ρεύμα του απείρου

γέρος σκυφτός, είκοσι δυο χρονώ

 

Παλεύει μέσα μου η ζωή και κείνο

κοράκι μαύρο λαίμαργα γροικά

το άσπρο σάβανο που το σκεπάζει

το γέρικο κορμί το πληγωμένο

 

Μα οι θύμησες γλυκές ξαναγυρίζουν

το μπάλσαμό τους χύνουν το παλιό

με ψέματα κι ελπίδες με κοιμίζουν

στης λύτρωσης τον ύπνο το στερνό.

 

 

-Έχετε απαντήσει στο ερώτημα «τι είναι ποίημα»;

Έχω διαφωνήσει πολλές φορές με ομοτέχνους στην Ποίηση και στην Κριτική Λογοτεχνίας (γιατί και αυτή είναι Τέχνη) για το αν ένα έργο είναι ή δεν είναι ποίημα, για το αν πρόκειται απλώς για μία λεκτική κατασκευή ή όχι και γιατί. Έχουν τα δικά τους επιχειρήματα, έχω τα δικά μου. Ευτυχώς με ορισμένους ανθρώπους που εκτιμώ, συχνότατα συμπλέω.

Υπάρχει μία τάση σήμερα όλα να θεωρούνται ποιήματα. Κατ’ εξοχήν πεζά, καθαρόαιμα πεζά ή πεζά κομμένα σε στίχους μόνο και μόνο για να κλέψουν ποιητική μορφή, ονομάζονται ανενδοίαστα ποιήματα ή πεζοποιήματα και προβάλλονται ως τέτοια, με τον ίδιο τρόπο που ανενδοίαστα κάποιοι αυτοαποκαλούνται ποιητές και προβάλλονται ως τέτοιοι. Ίσως η αίγλη του τίτλου «ποιητής» να είναι ισχυρότερη από εκείνη του «συγγραφέας». Φαινόμενο παλιό, δεν έχεις παρά να διαβάσεις το ποίημα Όλοι μαζί του Καρυωτάκη: «…/ δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας, για να τιτλοφορούμεθα ποιητές. /…». Τα υπόλοιπα τα είπε με έντεκα συλλαβές ο Τζαβαλάς Καρούσος (και πέρασε στην αθανασία με την προβολή της ρήσης του από τον Τσαρούχη): «Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις».

Από τη στιγμή που η Ποίηση δεν ορίζεται, γιατί αν ορισθεί, αν μπει σε όρια, παύει να είναι Τέχνη, δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για το αν κάτι είναι ποίημα ή όχι. Είναι στη διάθεση και στην ευχέρεια του καθενός να εκτιμήσει την συν-κίνηση, το ρυθμό, την πύκνωση, το μέτρο, τη μουσικότητα, τη ροή, τη δόνηση, τον παλμό, τη διεγερτική ικανότητα, το διάλογο με το θυμικό, το άνοιγμα των κρουνών των αισθήσεων και των υπεραισθήσεων (της μνήμης συμπεριλαμβανομνένης, όπως και του ονείρου, της προβολής, της χωροχρονικής μετατόπισης, κ.α.) του κάθε κειμένου που διαβάζει και να αποφανθεί αν για εκείνον είναι ποίημα ή όχι. Κάθε ανάγνωση άλλωστε είναι προσωπική, άρα μοναδική. Έτσι έχουν όλοι το δικαίωμα άποψης, μεταξύ των οποίων κι εγώ.

Βεβαιώνομαι ότι αυτό που μόλις διάβασα είναι –για μένα– ένα σημαντικό ποίημα, (α) αν τελειώνοντας φωνάξω φανερά ή νοερά: «ουάου!», (β) αν με «τσακώσω» να έχω «φύγει» σε άλλες σφαίρες ή (γ) αν κινητοποιηθούν ποιητικές διεργασίες εντός μου. Αισθάνομαι τότε μια εσωτερική φωνή να ξυπνά και να λέει: «αυτό είναι Ποίημα!» Το μόνο που ξέρω γι’ αυτήν είναι ότι το μοναδικό ξυπνητήρι στο οποίο ανταποκρίνεται, είναι της Ποίησης.

 

-Ξεκινώντας από την τελευταία σας συλλογή, μια μικρή ανασκόπηση στην ποιητική δουλειά σας;

Ξεκινώ από την ποίηση στον καμβά με τις δύο ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής που έχω πραγματοποιήσει. Η ποίηση με πηλό, εκτέθηκε σε μία ατομική μου έκθεση κεραμικής που έγινε το 2018. Θέλω να πω, μαθητεύω και στην Ποίηση της Αφής και της Όρασης.

Επτά ποιητικά βιβλία, δύο βιβλία κριτικής λογοτεχνίας και ένα ποιητικό μονόπρακτο, ένα απάνθισμα, συμμετοχές σε συλλογικά έργα και δημοσιεύσεις κριτικής, δοκιμίου, και άρθρων σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά και ιστοτόπους, δίνουν μία πρώτη εικόνα του έργου μου.

Η τελευταία ποιητική μου συλλογή, εστίασε στο ολιγοσύλλαβο ποίημα (συγκεκριμένου αριθμού συλλαβών) δύο ή τριών στίχων και στη σημασία του, στο γιατί αυτό άντεξε και θα αντέξει στο χρόνο, πώς εξελίχτηκε στην Ιαπωνία και πώς στην Ελλάδα, με τι κοινά στοιχεία και τι διαφορές.

 

-Από πλεόνασμα γράφουμε ή από περίσσευμα;

Η εμπειρία ενισχύει την άποψή μου ότι γράφουμε από ανάγκη. Ακόμα και σε καταστάσεις πλεονάσματος, περισσεύματος ή ελλείμματος αισθήσεων ή συναισθημάτων (έκστασης, έρωτα, χαράς, πόνου, λύπης, απογοήτευσης, θυμού, αδικίας, κλπ), η ανάγκη νομίζω ότι μας παίρνει από το χέρι και μας πάει στη γραφή. Οι με θετικό ή αρνητικό πρόσημο καταστάσεις, διαταράσσουν την –όποια έχουμε κατορθώσει– ισορροπία. Η γραφή, έρχεται λες για την αποκαταστήσει, όσο μπορεί. Και αυτό, το έχουμε ανάγκη.

 

-Και «η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε;» Η σημαντική ποίηση πότε γράφεται; Σε αντιποιητικούς καιρούς ή σε εποχές ευμάρειας;

«Η ποίηση το καταφύγιο που φθονούμε». Καρυωτάκης. «Η ποίηση είναι το άλλο πρόσωπο της Υπερηφάνειας». Ελύτης. Η ποίηση είναι «η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Ρίτσαρντς, με προσυπογραφή του Σεφέρη. Η λίστα δεν έχει τελειωμό.

Γιατί φθονούν, κατά Καρυωτάκη, οι ταυτισμένοι με ξεχαρβαλωμένες κιθάρες ποιητές, το καταφύγιο της Ποίησης; Ίσως γιατί σε αντίθεση με το εδώ, εκεί δεν υπάρχει φθόνος, δεν υπάρχει ανθρωποφαγία, δεν υπάρχει εξουσία. Ίσως γιατί εκεί, σε πλήρη αντίθεση με το εδώ, ανθίζει η Δημοκρατία της Αρμονίας, της Πλησμονής, της Πληρότητας. Ίσως γιατί η φιλοξενία στο καταφύγιο της Ποίησης, αν αξιωθείς να σε φιλοξενήσει μία ή περισσότερες φορές, θα είναι σύντομη, ο Παράδεισός της δεν κρατάει για πάντα, αργά ή γρήγορα θα βρεθείς πάλι στην κοινωνική ζούγκλα. Κανείς δεν κατάφερε να γίνει μόνιμος κάτοικός της. Περαστικοί από εκεί όλοι όσοι τα κατάφεραν να πατήσουν το πόδι τους και να μεταλάβουν το Φως της. Ίσως ο φθόνος να προκαλείται από την επίγνωση της ματαιότητας της προσδοκίας του να μπορέσεις να μείνεις εκεί για πάντα. Από τη βεβαιότητα του ανέφικτου. Φθονείς αυτό που διακαώς θέλεις αλλά δεν μπορείς να έχεις δικό σου, κτήμα σου. Μετά απελπίζεσαι και για να αντέξεις, το υποτιμάς (Αίσωπος, η αλεπού με τα σταφύλια). Η Ποίηση όμως δεν είναι κτήμα κανενός. Ούτε μπορείς να την υποτιμήσεις, όσο κι αν στο ζητά η λογική σου. Αυτό μετουσιώνεται σε θυμό και ο θυμός πάλι σε φθόνο. Καθώς προχωράς, προστίθεται και ο φθόνος από την αβεβαιότητα για το μέλλον: μετά από τη γέννα ενός ποιήματος, θα έρθει άραγε κι άλλο; Κι αν ναι, θα είναι τόσο καλό όσο τα αδέρφια του; Θα καταφέρω, λες, να κουρδίσω την κιθάρα μου όπως ονειρεύομαι ή όπως κάποτε «έτυχε» να γίνει; Θα καταφέρω να φωλιάσω ξανά, έστω για λίγο, στο καταφύγιό της;

Σε καιρούς αντιποιητικούς και ιδίως σε καιρούς στέρησης, (κατά)πίεσης, αβεβαιότητας, αδικίας, νομίζω ότι γράφεται σημαντική Ποίηση γιατί μαζί με τις άλλες Τέχνες είναι ο προσφορότερος (αν όχι ο μοναδικός αναίμακτος) τρόπος να εκτονωθεί – λυτρωθεί το έσω είναι. Ποίηση επικεντρωμένη στις λεγόμενες ανθρωπιστικές αξίες. αντίδραση, κλασσικός νόμος της Φυσικής. Η πίεση; Σπάσιμο ή ρηγμάτωση και έξοδο. Η ιστορία της Τέχνης το επιβεβαιώνει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι ο κανόνας.

Κι αυτό γιατί σημαντική Τέχνη, άρα και σημαντική Ποίηση, παράγεται και σε συγκεκριμένες περιόδους ευμάρειας όταν μέσα από την παρακίνηση και τη δράση φωτισμένων εξαιρέσεων, διαχυθεί ευρέως η αντίληψη «τώρα ανεμπόδιστα μπορούμε απερίσπαστοι να μεγαλουργήσουμε, ας κάνει καθένας ό,τι καλύτερο μπορεί και όλοι μαζί να πάμε την Τέχνη παραπέρα». Τότε ο καλλιτέχνης, απαλλαγμένος από τα βασικά άγχη και βάρη της επιβίωσης, αφήνεται απερίσπαστος να συντονιστεί σε ολοένα και υψηλότερες συχνότητες του Κάλλους. Ο χρυσός αιώνας του Περικλέους και η Αναγέννηση, ηχηρά παραδείγματα.

Συνεπώς σημαντική Ποίηση γράφεται σε κάθε εποχή. Γιατί; Διότι σε κάθε εποχή (γεννιούνται άρα) υπάρχουν ταλαντούχοι άνθρωποι της Τέχνης, συνεπώς και ποιητές.

 

-Ο Νάνος Βαλαωρίτης υποστήριζε ότι η ποίηση είναι χρηστική, εσείς τι πιστεύετε;

Ότι η ποίηση είναι Τέχνη. Αν η Τέχνη είναι χρηστική, τότε και η Ποίηση είναι χρηστική. Εξαρτάται από το πώς αντιλαμβανόμαστε τον όρο χρηστική. Αν ένα Ποίημα κάποτε εξυπηρετήσει ή ικανοποιήσει κάποια ανάγκη, σωματική, νοητική ή ψυχική, τότε μπορεί να θεωρηθεί και χρηστικό. Αν ένας στίχος σου δώσει χαρά, κουράγιο, δύναμη, σε στηρίξει να μην πέσεις, σου προκαλέσει συμπόνια, σου γεννήσει έλεος, αγάπη, σε ταξιδέψει σε άλλα πεδία, αν σε πλημμυρίσει πόνο, αν, άπειρα αν, τότε μπορείς να πεις ότι τον χρησιμοποίησε η ψυχή σου, ήταν χρηστικός για τον έσω σου εαυτό, άρα χρηστικός. Ίσως η ποίηση να είναι ΚΑΙ χρηστική. Πάνω από όλα όμως είναι Τέχνη. Τέχνη με λέξεις.

 

– Θα επιλέξετε για μας ένα ποίημά σας;

Με χαρά.

 

 

της μάνας τα χέρια

 

 

τα γέρικα χέρια που ζυμώνουν ψωμί

έπαιζαν κάποτε με πάνινες κούκλες

γράμματα λιγοστά και μια σπαρτιάτικη υπογραφή

μα τη ζωή μάθαν’ γερά να κρατάνε στις χούφτες

 

αυτά οδηγούσαν στην τύρβη ενστικτωδώς

τον πυρωμένο του άξονα με λαχτάρα·

στην πλάτη τα νύχια βυθίζονταν διεκδικητικά

τον έρωτα σφαλίζοντας στη σάρκινη κιθάρα

 

τα ίδια χέρια που τα χάδια τους μιλάνε

ρούχα τρίβουν ακόμη στην ξύλινη σκάφη

από τη χρήση ετών κηλίδες απομεινάρια

νιότης που πέρασε θαμποί ιχνογράφοι

 

χέρια κι αν σταυρωμένα στέκουν στον εσπερινό

είναι που δεν προφτάσανε να γνωριστούν

κι όλο υπόσχονται πως θα βρουν τον καιρό

κάθε που ψυχοσάββατο μαζί τα κόλλυβα ’τοιμάζουν

 

χέρια λάδι μυρίζουνε λιβάνι και κρασί

τριμμένη ρίγανη αγιότη πράσινο σαπούνι

τριφύλλι όταν το κόβει η κοσιά

μπαλώματα γερά στης μνήμης το ζιμπούνι

 

πριν απ’ τον πόλεμο τη γη οργώνανε με άροτρο πηκτό·

τώρα τον χρόνο τιμωρούν στο κομποσκοίνι

στο γίκο αφημένο από χρόνια το πλεκτό

με τις στραβές βελόνες να τρυπάνε τη λήθη

 

οι φλέβες προεξέχουν εύθρυπτες θολές

ύφασμα που τσαλάκωσε ο χρόνος όλο ζάρες

χείμαρροι σαν αυλάκωσαν κι άλλες ζωής γραμμές

αδυναμία τρέμουλο πανάδες

 

χέρια που στέριωναν φασκιές

χέρια που ντύναν τα παιδιά για το σχολείο

χέρια που κέντησαν δαντέλες προίκες νυφικά

χέρια που τύλιξαν με σάβανο και είπαν το στερνό αντίο

 

ω! χέρια των αναμνήσεων σημεία αναφοράς!

χέρια παραμυθιών νανούρισμα αγγέλων!

χέρια της μάνας της γυναίκας της φωτιάς!

ω! χέρια της γης της αγκαλιάς στον ουρανό ανοιχτά!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top