Fractal

“Πάντα πίσω σου θα υπάρχει ένα δέντρο”

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

 

 

Προσέγγιση στο βιβλίο ποίησης της Μαρίας-Ευθυμίας Γιαννάτου, “Ρίζες”, εκδόσεις 24 γράμματα, 2019

 

 

ού είσαι πατέρα; / … /

και εγώ εκεί

κολλημένη στους τοίχους

οι άλλοι

είναι επισκέπτες

στη συμβίωση αυτή]

 

[Μητέρα;

Μήπως ήμουν ατύχημα πάνω στη γέννα;]

 

Απώλειες. Οριστικές. Τουλάχιστον δύο. Μα πώς μπορείς να τις χαρακτηρίζεις απώλειες, όταν τους μιλάς, όταν τους απευθύνεις ερωτήσεις; Τότε καταλαβαίνεις τις πολλαπλές φύσεις της απώλειας. Απωλέσθηκε η υλική υπόσταση, η φυσική-απτή παρουσία και ένα μέρος της άυλης, της δυνατότητας δηλαδή διαλόγου, της διμερούς επικοινωνίας. Έμεινε κάτι; Ναι. Μία άυλη παρουσία, κατοικοεδρεύουσα στην Οικία της Μνήμης, μη έχουσα τη δυνατότητα απόκρισης, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μέσω σημαδιών ή ονείρων. Μια ενεργειακή υπόσταση, διαφοροποιημένη όμως, ανάλογα με τη μνήμη του ανθρώπου, εντός του οποίου υπάρχει, η οποία τελειώνει με το δικό του τέλος, αφήνοντας αποτυπώματα της χωρικής και χρονικής της υπόστασης, σε φωτογραφίες, κείμενα, κασέτες παλαιότερα και νυν βίντεο.

 

Είναι τούτο κάτι καινούργιο; Δυόμιση χιλάδες χρόνια πριν, ο Ελεάτης  Παρμενίδης, στο Περί φύσεως, έλεγε1: «Λεῦσσε δ ̓ ὅμως ἀπεόντα νόῳ παρεόντα βεβαίως», ήτοι, σε νεοελληνική απόδοση της Άννας Κελεσίδου: «Κοίτα όμως πώς είναι για το νου σου τα απόντα με βεβαιότητα παρόντα».

 

Ο Θάνατος, ως προσωποποίηση της Απώλειας, ή ως αφοσιωμένος αυτής σύζυγος, ανατρέπει τις ισορροπίες, άσχετα με το αν ήταν ή όχι πλασματικές, φέρνοντας νέα τάξη πραγμάτων, η οποία αρχινά ως νέα αταξία, πρώτα με διαπιστώσεις:

 

[ανακλήθηκαν προσδοκίες / ίσως έφταιγε ο θαυμασμός]

 

και συνεχίζεται με παράπονο, ανασφάλεια, ορφάνια, πανικό:

 

[πώς εγώ

θα συνεχίσω να ζω

με την απώλειά σου· τώρα

ακόμα

και τα πιο μικρά

φαντάζουν τεράστια

δίχως λύση].

 

Όμως, όπως σοφά λέει η Ελένη Γκίκα2, η ζωή έχει τρόπους να συνεχίζεται:

«Γιατί ό,τι ζήσαμε, είμαστε. Κι όσα υπήρξαν, υπάρχουν, χαμένος είναι μόνο ο

ξεχασμένος μας χρόνος».

Έτσι, διάφορες αναμνήσεις κατακλύζουν τους ζώντες. Με πίκρα στα χείλη, δοκιμάζουν να χωρέσουν σε λέξεις, αυτό που δεν χωρά ο νους:

 

[στέκεις

αιώνιος στον χρόνο

αιώνιος στον πόνο

μακρόστενος στη μνήμη].

 

Κατανοητά όλα, πλην του προσδιορισμού «μακρόστενος». Λόγω σωματότυπου; Με πρόθεση αναγωγής στο μακρόστενο του φέρετρου; Επειδή δεν βολεύεται στη μνήμη και όλο εμφανίζεται; Ή επειδή δυσκολεύεται να χωρέσει σε αυτήν και υπάρχει έντονη η επιθυμία να μην ενταχθεί παθητικά στα ράφια της αλλά να υπήρχε τρόπος να γυρίσει, να φτιάξει και άλλες μνήμες; Ή λόγω διαφορετικότητας; Μήπως λόγω ύψους προσωπικότητας;

 

Μαρία – Ευθυμία Γιαννάτου

 

Σεπτέμβριο έφυγε ο πατέρας. Δεν ξέρω πότε η μητέρα. Στα ποιήματα, γίνονται δύο χρονικές (με ακρίβεια μηνός) αναφορές, αμφότερες φθινοπωρινές. Η πρώτη,

 

[αυτό το Όμικρον / του Οκτωβρίου / τύλιξε / τον μίτο της ζωής σου]

 

και στη συνέχεια:

 

[άκουσα ότι / κάποιοι άγγελοι αναχωρούν τον Νοέμβριο].

 

Έχει ανάγκη ο νους να οριοθετήσει χρονικά την απώλεια. Γιατί η συνειδητοποίηση του ίδιου  του χρόνου, αντικειμενικά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, ξέχωρα από το γεγονός ότι είναι ζήτημα κυρίως υποκειμενικό.

Ο θάνατος αγαπημένου, είναι ένα χρονικό ορόσημο. Παντοδύναμο, αφού λίγα δευτερόλεπτα, μπορούν να αλλάξουν όλη τη ζωή ενός ανθρώπου:

 

[ένα ποτήρι νερό

η καρδιά του πατέρα

ξεχύθηκε

μέσα στα δευτερόλεπτα μιας νύχτας]

 

και βρίσκεται η κόρη

 

[ξεριζωμένη τώρα

από τον τόπο της μάνας μου

εξορισμένη από τον τόπο του πατέρα μου].

 

Παίρνω ανάσα εδώ για να σημειώσω τη στενή σχέση ακουστικά και εννοιολογικά των μετοχών παρακειμένου στην παρονομασία «ξεριζωμένη» – «εξορισμένη», αλλά και τη σημασία της επαναλαμβανόμενης λέξης «τόπος».

Μετά από τον χρόνο, η νόηση συνάπτει ή αναγνωρίζει συνδέσεις και με τον τόπο. Όμως, ποιος είναι ο τόπος της μάνας; Ο τόπος του πατέρα; Η αγαπημένη τους γωνιά; Η κουνιστή καρέκλα; Ή μήπως η αγκαλιά; Η αποδοχή; Η ασφάλεια; Το χάδι; Το βλέμμα; Η συγχώρεση; Η καλοσύνη; Η αυταπάρνηση; Η καθαρότητα; Πόσο ισχυρή είναι η ταύτιση των προσώπων με τον τόπο, πόσο δυναμικό κρύβεται στην ανάγκη μιας Ιθάκης; Απάντηση έμμεση, δίνεται αναφορικά με τη γενέθλια πόλη του πατέρα, την Κωνσταντινούπολη:

 

[για εμάς θα είσαι πάντα η Πόλη / ακόμα και αν δεν πήγαμε ποτέ].

 

Το μετά, που βιώνεται ως τώρα, δύσκολο. Το δε σπίτι, ο απομένων τόπος; Ασταθές, άπιαστο, καμπύλο. Η σιωπή όμως ξυράφι, ευθύγραμμη, άκαμπτη, ανηλεής:

 

[σιωπή / ευθύγραμμη βοή / το σπίτι μια καμπύλη]

 

και όλα σού είναι ξένα:

 

[επειδή πνίγομαι σε ξένα χέρια / … / οι παιδικές μνήμες / έχουν γεύση / γλυφού νερού].

 

Σκέψεις παρηγορίας έρχονται να απαλύνουν κάπως τον μέγα πόνο:

 

[σκέφτομαι / τι να κάνουν / οι δικοί μου / εκεί ψηλά / ελπίζω να τα βρήκαν / πάνω εκεί ψηλά]

 

και εντείνουν την ανάγκη ν’ ακουμπήσεις κάπου τα βάσανά σου:

 

[περνώ δίπλα από τα διαλογιζόμενα δέντρα

δέντρα βουδιστές

αφήνω πάνω τους τη θλίψη μου],

 

χωρίς να τα ρωτήσεις, γιατί νιώθεις ότι παρ’ όλο που δεν έχουν φωνή, παρ’ όλο που δεν μπορούν να μετακινηθούν, να ταξιδέψουν, σε συναισθάνονται, σε συμπονούν, όλους τους αγκαλιάζουν, ακόμα κι εσένα, που ούτε η επιλογή συντρόφου «σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξίδι», όπως λέει ο Καβάφης, ή όπως η συνείδησή σου σε μαστιγώνει:

 

[σε παρέσυρε η θλίψη απ’ τα τραγούδια

έψαχνες πάντα τον καλό σου Πατέρα

και δεν τον βρήκες στον άντρα σου].

 

Πώς πορεύεσαι; Όπως μπορείς. Με την προσδοκία δημιουργίας νέας ζωής, όπου εσύ θα είσαι πλέον η ρίζα:

 

[τώρα

η δικιά μου μήτρα

κυψέλη

αναμένει τους κηφήνες της]

 

ή με τα όνειρα. Γιατί

 

[τα όνειρα

είναι πλοία

είναι ναυαγοί

που σε παίρνουν

εκεί όπου δημιουργήθηκαν]

 

αλλά και τρόπος επικοινωνίας ή έστω παραλαβής μηνυμάτων:

 

[Μάνα

τι είναι αυτό που σε βασανίζει;

Και σε βλέπω στα όνειρά μου

να πεθαίνεις για δεύτερη φορά

στα χέρια μου].

 

Πολλές φορές όμως, οι εφιάλτες είναι αυτοί που εκτός από την ημέρα, όπου συνήθως εμφανίζονται, έρχονται και στον ύπνο τη νύχτα:

 

[οι εφιάλτες μου

καταγράφονται

σε κάθε λιωμένο δόντι / … /

εκεί στον ολονύχτιο πόλεμο].

 

Κάποτε, αφήνουν χώρο για να εμφανιστεί ένα εξώκοσμο λευκό:

 

[μια φλόγα

ίσα με το κερί

ελπίδα πορφυρή

οργή λευκή

κατά μόνας

σε ονειρεύτηκα

ντυμένο

στα λευκά].

 

Λευκό, όπως η μοναξιά:

 

[μετά από λίγο καιρό

μπαίνεις στην ησυχία των ημερών·

μήτε τηλέφωνα

μήτε μηνύματα

μήτε επισκέψεις τέτοια μοναξιά

στον κόσμο δεν ειπώθηκε·

Λευκή

αθόρυβη].

 

Λευκό, όπως η παγωνιά των τοίχων:

 

[ξημερώματα

εγκατέλειπα την κηδεμονία σου

στ’ άψυχα λευκά ντουβάρια του Άγιου Σάββα / … /

μετά από δύο ημέρες

κρεμάστηκες

από το τοπίο

που βρισκόταν κάτω από τα πόδια σου]

 

που συγγενεύει με το δικό μου λευκό3, τόσο,

«… όσο λευκός μπορεί να είναι ο θάνατος. / .. / Ζεστό λευκό / όσο ζεστό, όσο λευκό μπορεί να είναι το λευκό ενός δωματίου / δημόσιου νοσοκομείου»

 

αλλά και με το λευκό της Βίκυς Δερμάνη4:

 

«εκεί που γλυκορόδινα η τόσο γνώριμη της ζωής τραγικότητα εξιλασμούς προσμένει, αφήνοντας πίσω της ίσκιους λευκούς και ραδινούς»

 

γιατί κατά τη Μαρία – Ευθυμία Γιαννάτου:

 

[το λευκό

είναι το κενό

είναι ο αξονικός τομογράφος].

 

Μπορεί το δέντρο να κόπηκε, να ξυλεύτηκε ή να το αποτέλειωσε κεραυνός.

Κάτω από το χώμα όμως, κείτονται οι ρίζες του, ζωντανές, αθέατες αλλά υπαρκτές. Αυτές είναι που ανθίζουν και στη συγκεκριμένη περίπτωση παράγουν ποίηση, ακούγοντας την κατάφαση στο πρώτο μέρος του στίχου της Κατερίνας Γώγου5

«Οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω / είναι για να βγάζουνε κλαριά»

 

αλλά και την εμπειρία μιας άλλης Κατερίνας, της Κ. Κούσουλα6:

«πέρα απ’ τη γνώση βρίσκεσαι / μια ρίζα μες στο φως / είναι η περιγραφή σου».

 

Η σκέψη εκείνου, ριζώνει, κατά την Κική Δημουλά7:

«Η σκέψη σου, μετά από τόση θάλασσα, / κατέβηκε από γλάρος, / βάζει το δέρμα της προσαρμογής και χάνεται. / Όπου είναι θάμνος, πράσινη / όπου σκοτεινό, σκοτεινή. / Εκεί που οι καλαμιές σπέρνουν ψιθύρους, / ψιθυριστή, / όπου περνάει ρίζα, ριζωμένη / όπου κυλάει ρυάκι, ρέουσα / κι όπου δαγκώνει ἡ πέτρα, πέτρινη».

 

Οι ρίζες κατά τον Κώστα Βασιλάκο8 περιμένουν:

«Οι ρίζες αμπαρωμένες στη σιωπή / Ανασαίνουν το λευκό του χιονιά /

Και αφουγκράζονται λόγια απελπισμένα»

 

παρόλο που κατά την πορεία τους μπορεί να βρουν εμπόδια, όπως μας λέει ο Ρίτσος9:

«Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη

του ήλιου. / Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο.»

 

Ακόμα κι αν χαθούνε, κάτι άλλο μένει πίσω τους, όπως λέει έξοχα ο Κώστας Λιννός10:

«… Θα μιλήσουμε. / Ακόμα κι αν λείψουν οι λέξεις. Γιατί δεν σταματά /  η δίψα αν χαθούνε οι ρίζες…»

 

μέχρι ο χρόνος να τα σκεπάσει όλα, όπως διαβλέπει η Μάρθα Παπαδοπούλου11:

«Ο χρόνος / το μεγάλο κυπαρίσσι της ζωής / θα μας κρύψει στις ρίζες του».

 

Η Μαρία – Ευθυμία Γιαννάτου, προσπαθώντας φιλότιμα να τιμήσει το δεύτερο όνομά της, ευ + της ψυχής θυμικό, συνομιλεί με τον θάνατο, τη μνήμη, τον χρόνο, τον πόνο. Προσπαθώντας να τα κατανοήσει και να τα διαχειριστεί, οδηγήθηκε ποιητικά στο αυτογνωσιακό μονοπάτι του «πλέον μόνος», με ευγνωμοσύνη για το ότι βίωσε το «μαζί», το οποίο ήταν (ή μήπως είναι) τόσο έντονο και για κείνη αληθινό (α+λήθη), που της φώτισε μία νέα δονητική κατάσταση: «πλέον μόνος, αλλά όχι εντελώς».

Έχοντας συναίσθηση της σημασίας των γονέων-ριζών της, αντί μνημοσύνου, οδηγήθηκε στη γραφή τούτης της ποιητικής σύνθεσης, απαρτιζόμενης από επιμέρους άτιτλα ποιήματα. Κυρίαρχο ζήτημα η απώλεια. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη απουσία, γιατί έχει απομείνει ουσία τους εντός της, όπως και μια άλλου είδους, μνημονικής ποιότητας παρουσία, εμφανής σε τούτο το βιβλίο, όπου, όπως εύστοχα σημειώνει στην εισαγωγή η Λιάνα Σακελλίου, εκτός από απορίες, διαπιστώσεις, περιγραφές και διερευνήσεις, δίδει και απαντήσεις.

 

Το πόσο σημαντικός ήταν ένας άνθρωπος για την κοινωνία, πιθανότατα δεν έχει τόσο μεγάλη επίπτωση στο παιδί, που μένει πίσω, γιατί για αυτό, οι γονείς ήταν το άπαν. Ήταν κομμάτι του είναι του, κομμάτι της ζωής του (πολλές φορές και η ίδια του η ζωή) και, από προσωπική μου εμπειρία ομιλώντας, ο γονιός, ήταν (και εξακολουθεί να είναι με άλλο τρόπο) σημείο αναφοράς σταθερό, στις μεταβαλλόμενες διαρκώς συντεταγμένες της ζωής μας. Για την Μαρία – Ευθυμία, είναι οι ρίζες, με τη βοήθεια και την άρρηκτη συνύπαρξη των οποίων κρατιέται στη ζωή και λειτουργεί το δέντρο της ζωής της, αφού αντιλαμβάνεται αλλιώς την έννοια του δέντρου:

 

[Αισθάνομαι πάντα

κάπως

κάτω από τα δέντρα

είναι το ύψος τους

είναι τα χρόνια τους

είναι οι ρίζες τους

είναι η σκιά τους

είναι επειδή έλκουν κεραυνούς

είναι η μυρωδιά τους

είναι γιατί όσο μόνη και να είσαι

πάντα πίσω σου θα υπάρχει ένα δέντρο]

 

Ίσως γιατί, μπορεί και εμείς, ή οι ψυχές μας, να είμαστε κάποιου είδους δέντρα. Θυμίζω τις Αμαδρυάδες, που σύμφωνα με τη μυθολογία γεννιούνται και ζουν μέσα σε κάθε δέντρο. Κάθε άνθρωπος, σαφώς είναι μέλος ενός διαφορετικού δάσους, με ρίζες αθέατες, αλλά ισχυρές. Όχι μόνο προγονικές. Γιατί εισχωρούν βαθιά οι ρίζες μας στη γη, στον χρόνο, στον πόνο και στις λέξεις. Γιατί και η κυτταρίνη για να φτιαχτεί τούτο το βιβλίο, σε κάποιες ρίζες οφείλεται. Γιατί εκτός του ότι είμαστε αποτέλεσμα ριζών, εκτός του ότι είμαστε οι ίδιοι ρίζες για τους επόμενους, ακόμα και μέσα μας, φέρουμε πλέγματα ριζών: αγάπης, τρυφερότητας, νόστου, καλοσύνης, μνήμης. Γιατί γθια να υπάρξουν, όλα έχουν ρίζες. Ακόμα και ο θάνατος. Και η μεγαλύτερη ρίζα, αυτή, από όπου όλες οι άλλες, η ρίζα της ζωής!

 

 

 

Αναφορές

  1. Άννα Κελεσίδου, Παρμενίδου Περί φύσεως, εκδόσεις EUNOMIA Verlag, 1999
  2. Ελένη Γκίκα, Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων, εκδόσεις ΑΩ, 2019
  3. Γιώργος Ρούσκας, Λευκό, Αλεξίλυποι Σκιαλύτες, εκδόσεις ΑΩ εκδόσεις, 2012
  4. Βίκυ Δερμάνη, Ίσκιοι, Ο πόνος μαύρος σκύλος π’ αλυχτά, εκδόσεις ΑΩ, 2016
  5. Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, 31, Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε: Ποιήματα 1978-2002, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
  6. Κατερίνα Κούσουλα, Νυχτερινή εξομολόγηση, Βαθύ Κανάλι * Αδήλωτη Άνοιξη, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2013
  7. Κική Δημουλά, ΓΗ ΤΩΝ ΑΠΟΥΣΙΩΝ, μαζί με Κυριάκο Σφέτσα, Ορχήστρα Νυκτών Εγχόρδων Δ. Πατρέων, CD, Δισκογραφική: Sony Music, 2004
  8. Κώστας Βασιλάκος, Σαν κοντσέρτο του Βιβάλντι, ποίημα που βραβεύτηκε στον παγκόσμιο διαγωνισμό NOSSIDE
  9. Γιάννης Ρίτσος, Ρωμιοσύνη,
  10. Κώστας Λιννός, Εγκώμιο για τη χαμένη εποχή, Μετασχηματισμοί Δ΄, εκδόσεις Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2018
  11. Μάρθα Παπαδοπούλου, Εν τόπω χλοερώ, Οκτώβριος, εκδόσεις Δρόμων, 2017

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top