Fractal

Ρετούς στη ζωή

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου // *

 

Λένας Καλαϊτζή-Οφλίδη και Σίμου Οφλίδη «ΡΕΤΟΥΣ το τρυφερό χάδι του ψέματος», Εκδόσεις Νησίδες, σελίδες 288

 

‘’Αγάπησα τις παλιές φωτογραφίες

ναυαγισμένες πάνω στον κομό…’’

Τάσος Λειβαδίτης

Ρετούς, στη γλώσσα των φωτογράφων, αλλά και σε κάθε συνυποδήλωση, σημαίνει καλλωπισμός, εξωραϊσμός, εξιδανίκευση. Μια τεχνική που επεμβαίνει στην πραγματικότητα και τη ‘’διορθώνει’’ ώστε να γίνει ελκυστικότερη. Στην ψηφιακή εποχή μας αντικαταστάθηκε από το φώτοσοπ, που κάποιες φορές παραμορφώνει στην υπερβολή του και παραποιεί.

Στο ‘’ΡΕΤΟΥΣ, το τρυφερό χάδι του ψέματος’’ παρακολουθούμε, μέσα από την πρωτοπρόσωπη, ομοδιηγητική αφήγηση του Αλέκου, τον κύκλο της ζωής των δίδυμων αδελφών, Παναγή και Αλέκου, από τη γέννησή τους το 1934 στο μυθικό ορεινό χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, Ζαράκοβο, τα παιδικά τους χρόνια εν μέσω κατοχής και εμφυλίου, τη μετοίκησή τους για λόγους ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, τη μαθητεία τους σε κεντρικό φωτογραφείο της πόλης, τη σταδιακή επαγγελματική τους άνοδο και καταξίωση, αλλά και την απαρχή της παρακμής, λόγω της αλματώδους εξέλιξης στα ψηφιακά μέσα, αλλά και της κρίσης, το μαρασμό του επαγγέλματος, ως το άδοξο και τραγικό τέλος του αφηγητή το 2013.

Η αφήγηση μοιράζεται σε παρελθόν και αφηγηματικό παρόν και αποκαλύπτει με όχημα τη μνημονική διαδικασία στον αναγνώστη αφενός, εικόνες- στιγμιότυπα-γεγονότα από τη ζωή και την  ιστορία των ντόπιων και  προσφυγικών πληθυσμών στη μακεδονική ύπαιθρο κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, του μεγάλου πολέμου και του εμφυλίου. Αφετέρου, αναπαριστά την καθημερινότητα στην πόλη της Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του 50, την ανθρωπογεωγραφία, τις γραφικότητες, τους προσφυγικούς συνοικισμούς, τους επαγγελματίες, την ψυχαγωγία. Ταυτόχρονα σχολιάζει γεγονότα-ορόσημα στην ιστορία όχι μόνο της πόλης αλλά και της χώρας, όπως, στη δεκαετία του 60, τη δολοφονία Λαμπράκη, την εκτέλεση Παγκρατίδη, τις διώξεις της χούντας. Δυο δεκαετίες μετά αναφέρεται με έκδηλη ειρωνεία στην έξαλλη υποδοχή του μιλένιουμ στην πλατεία Αριστοτέλους από τις ορδές των  γλεντοκόπων, για να εστιάσει στη δεκαετία του 2010 και την κοινωνική αναταραχή, λόγω των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, τη φτώχεια, την ανεργία, την περιθωριοποίηση, την εγκληματικότητα.                                                                                                                                                                     Στη συνάντηση της μικροϊστορίας με τη μακροϊστορία η επαγγελματική, η οικογενειακή και η προσωπική πορεία των ηρώων διαπλέκεται με τα ανωτέρω γεγονότα και καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό απ αυτά. Οδυνηρότερο συμβάν στην υπερήλικη φάση ζωής του Αλέκου ο θανάσιμος τραυματισμός της εγγονής του, εν έτει 2013, στο κεντρικό Ταχυδρομείο της πόλης. Τραύμα ανεπούλωτο  που τον αλλάζει ως άνθρωπο και εξελίσσεται σε μοιραίο και για τον ίδιο.

Οι δίδυμοι γεννήθηκαν την ίδια μέρα που ‘’στα μαιευτήρια της Ντίσνεϋ έφεραν στον κόσμο τον Ντόναλντ Ντακ. Τρομερό παπί. Χούγια ανθρώπινα. Η γέννησή του προκάλεσε μια λαμπρή έκρηξη στον κόσμο του θεάματος. Η δικιά μας πέρασε απαρατήρητη. Ακόμα και για τους γονείς μας, δεν ήταν δα αμάν και τι, είχαν κιόλας τρία παιδιά, δυο μεγαλύτερα αγόρια και το κορίτσι.’’ Το μέλλον τους ωστόσο φαίνεται να καθορίστηκε τη μέρα εκείνη, καθώς κατά τη μεταφορά τους με κάρο από το καλαμποκοχώραφο, όπου πρωτοείδανε το φως, στο σπίτι, φλας από τα αστραπόβροντα του ουρανού φωτογράφισαν τα γεννητούρια τους.

Στο Ζαράκοβο ζήσανε τα παιδικά τους χρόνια ‘’με τις τρακόσιες ψυχές πάνω κάτω, οι μισοί ντόπιοι, βουνίσιοι Βαλκάνιοι, με γρατζουνιστά σύμφωνα στη λαλιά και το βαρύ σλάβικο λάμδα, οι άλλοι μισοί ήρθαν αργότερα, πρόσφυγες από τον Πόντο, γείτονες της θάλασσας, σίγουρα με πιο πλατιούς ορίζοντες στ’ ανήμερα μυαλά τους. Από την πρώτη στιγμή αλληλοκοιτάχτηκαν με μισό μάτι. Καχύποπτα ‘’.

Πρώτη φορά φωτογραφική μηχανή έπιασε ο Αλέκος στα χέρια του το 1944, όταν το απόσπασμα της Βέρμαχτ, που είχε επιτάξει το σπίτι τους, αποχωρούσε. Ο επικεφαλής ‘’έβγαλε από το σάκο του ένα μικρό κουτί σε δερμάτινη θήκη, πέρασε το λουρί της μηχανής στο δικό μου λαιμό και μ έδειξε πώς να πατήσω ένα κουμπί σκοπεύοντας μέσα από το σκόπευτρο. Ο ίδιος έτρεξε να πάρει θέση ανάμεσα στην οικογένεια αγκαλιάζοντας από τους ώμους τον πατέρα και τη μάνα. Όλοι είχαν παγωμένο ύφος, εκείνος χαμογελούσε πλατιά. Alles zusammen! Πάτησα το κουμπί κι έβγαλα την πρώτη μου φωτογραφία’’.

Πώς γίνεται μια φωτογραφία να λέει αλήθεια και ψέματα μαζί; Ο καταχτητής σε ευτυχισμένες στιγμές με τους καταχτημένους! Αυτό ήταν μια πραγματικότητα, στημένη όμως, πολύ μακριά από την αλήθεια‘’.

Με τον εμφύλιο να μαίνεται στα βουνά και τα χωριά να υποφέρουν απ τα χτυπήματα, οι δίδυμοι, έφηβοι πια, με απόφαση των γονιών τους ταξιδεύουν στη Θεσσαλονίκη, στον μεγαλύτερό τους αδελφό που ήτανε εγκατεστημένος εκεί. ‘’ Χωματόδρομοι, χαμηλά σπίτια, παράγκες τα πιο πολλά, με ίδιο σχέδιο σαν κουτσά στρατιωτάκια στη σειρά. Αυλές με κοτέτσια και κότες, καμιά κατσίκα, μέχρι και τρεις αγελάδες είδαμε να περνάνε έξω από την πόρτα μας, για να βοσκήσουν στις άχτιστες αλάνες. Σ ένα χωριό είχαμε έρθει τελικά που ‘θελε ντε και καλά να μεγαλοπιάνεται πως είναι πόλη’’.

 

Λένα Καλαϊτζή-Οφλίδη και Σίμος Οφλίδης

 

‘’ Πάνω που είχαμε συμπληρωμένα τα δεκαπέντε, πες εσύ τα δεκάξι μας. Τότε συναντηθήκαμε επιτέλους με την τύχη μας. Τον Γενάρη του 50 πιάσαμε την πρώτη μας δουλειά στη ‘’Βιοτεχνία πασουμιών ο Αργυριάδης’’. Μέχρι να σκάσει το λαχείο Αργυριάδης, καρφιά μαζεύαμε από τα γιαπιά, σγουριάρικα και στραβωμένα. Τα ισιώναμε και τα σκοτώναμε για πενταροδεκάρες. Μας προσέλαβε σε θέση γενικών καθηκόντων. Τσιράκια. Αυτό σημαίνει χαμαλίκια, υποταγή στις ιδιοτροπίες του αφεντικού, καψώνια από τους παλαιότερους‘’.

                                                                Άνοδος και ακμή

‘’ Αρχές του 56 ήτανε που τολμήσαμε το επαγγελματικό μας ξεκίνημα ως φωτογράφοι και ανοίξαμε το δικό μας μαγαζί, το Φώτο Μιστράλ. Τα πέντε προηγούμενα χρόνια είχαμε δουλέψει βοηθοί στο Φώτο Ρεφλέξ, πολύ γνωστό φωτογραφείο στο κέντρο της πόλης. Με το αφεντικό, τον κύριο Κώστα, μεγάλο καλλιτέχνη, σπουδαγμένο στη Βιέννη, δεν είχαμε προβλήματα. Ίσα ίσα, μας αγαπούσε και τον αγαπούσαμε πολύ. Μας δίδαξε ο καλός άνθρωπος την τέχνη του χωρίς μυστικά’’.

‘’Ας το παινευτώ λοιπόν. Πρώτοι λανσάραμε τις δωρεάν στολές για φωτογραφίσεις. – Τι θα ντυθείτε, παρακαλώ; – Σίσσυ. Η ταινία παιζόταν για ένατη βδομάδα στους σινεμάδες πρώτης προβολής. Η Κρυσταλλία στεκόταν μπροστά μας σε στάση αναμονής και τα μάτια της να λάμπουν με τόση εμπιστοσύνη στους ειδικούς της μεταμφίεσης, σίγουρη ότι αυτή μέσα στο Φώτο Μιστράλ Κρυσταλλία είχε μπει πριν από λίγο μα Σίσσυ θα έβγαινε ο-π-ω-σ-δ-ή-π-ο-τ-ε ‘’.

                                                           Παρακμή και πτώση

‘’Ο κόσμος γύρω μας προχωράει με βήμα ταχύ. Να, σαν αυτούς εδώ που μόλις κατηφόρισαν ανυπόμονα για την πορεία της διαμαρτυρίας τους. Εμείς φυλακισμένοι στην ξεπερασμένη τεχνική μας παραμείναμε ακίνητοι παρατηρητές από μέσα, απρόθυμοι-ή μήπως και ανίκανοι; – ν’ ακολουθήσουμε. Τα πάντα μας προσπερνούν… Η ψηλομύτα τεχνολογία δεν χαλάλισε ούτε λεπτό για να μας περιμένει. Κουμπιά, κουμπιά, κουμπιά, αποφασίζουν τα κουμπιά. Το χέρι και το μυαλό άχρηστα πια στο να παίρνουν αποφάσεις για ταχύτητα φωτοφράκτη, νετάρισμα, ζουμάρισμα…’’

                                                 Αισθήματα εκδίκησης και μίσους

‘’ Σαν ποδοβολητό μες το μυαλό μου, μέσα στο θόρυβο και τη σύγχυση τόσων συλλογισμών παρουσιάστηκε ο από μηχανής Θεός. Η ΦΑΕΙΝΗ ΙΔΕΑ. Περιμένω να χαράξει η τυχερή μου μέρα. Μόλις περάσουν και οι τελευταίοι διαδηλωτές, λέω στον εαυτό μου προχώρα! Και τους ακολουθώ υπνωτισμένος. Παίρνω παραμάσχαλα την καινούργια μου βιντεοκάμερα, υψηλής ευκρίνειας και στερεοφωνικού ήχου. Ξαναβρίσκω την ψυχή μου, εγώ ο κυνηγός κεφαλών, με όπλο τη μηχανή και τις πέντε αισθήσεις. Πού θα πάει, θα τον πετύχω. Στο κάτω κάτω τι είναι η Σαλονίκη, ένα μεγάλο χωριό μ’ ένα εκατομμύριο κατοίκους‘’.

Το ’’Ρετούς‘’ είναι ένα μυθιστόρημα νοσταλγικό. Διαπνέεται από ευαισθησία, λυρισμό, τρυφερότητα, ανθρωπιά, ειδικά στις σελίδες που εξιστορούν το μακρινό παρελθόν των ηρώων στο γενέθλιο τόπο τους, παρότι δεν λείπουν και οι σκηνές σκληρότητας, ωμοτήτων, διακινδύνευσης κατά τη διάρκεια της κατοχής και του εμφυλίου. Με ύφος γλαφυρό και γλώσσα ρέουσα, λογοτεχνική, εμπλουτισμένη με μικρά δείγματα του τοπικού ιδιώματος, γοητεύει τον αναγνώστη. Η αφήγηση ωστόσο διαφοροποιείται στα μέρη της πλοκής που εκτυλίσσονται στο αφηγηματικό παρόν. Ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος, ασθματικός σε ορισμένα σημεία, κυρίως προς το τέλος. Το γλαφυρό ύφος δίνει τη θέση του σε μια επιθετική πρόθεση, τα συναισθήματα που καταγράφονται είναι αρνητικά κατά το πλείστον. Η διαφοροποίηση ερμηνεύεται από την εξέλιξη της πλοκής και το σφυγμό της εποχής, αντανακλά επίσης στη  γλώσσα, που εναρμονίζεται με τη σύγχρονη καθομιλουμένη.

 

 

* Η Φωτεινή Χρηστίδου είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Εργάστηκε στη Μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος. Ασχολείται με τη φιλαναγνωσία ως μέλος λεσχών ανάγνωσης ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και συντονίζει τη Λέσχη   ανάγνωσης »Συγγραφείς της Θεσσαλονίκης» στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Τριανδρίας Θεσσαλονίκης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top