Fractal

Τοιχογραφία σε φόντο ανθρακί

Γράφει η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη //

 

 «Ψευδάνθρακες και άλλες ιστορίες», Ευγενία Μακαριάδη, εκδ. Βακχικόν

 

Έτρεχες ανάμεσα στον κόσμο, μια σταλιά παιδί, να δεις τα ματωμένα χέρια της χοντρο-Ανίτας που μαχαίρωσε τον άντρα της, γιατί τον είδε να βιάζει το ανήμπορο, σαλεμένο γειτονόπουλο σου. Η χοντρο-Ανίτα η φόνισσα. Η φόνισσα χοντρο-Ανίτα.

Στις τρεις παραπάνω γραμμές, στην πρώτη σελίδα, η Ευγενία Μακαριάδη μας δίνει μια ολοκληρωμένη ιστορία και την όλη ατμόσφαιρα του βιβλίου. Πρόκειται για μια συλλογή 28 διηγημάτων με τον τίτλο Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες. Τίτλος ιδιαίτερος, πρωτότυπος, θα μπορούσα να πω αιχμηρός.  Αναρωτήθηκα για την σχέση του με το περιεχόμενο. Ετυμολογικά είναι μια λέξη σύνθετη: ψευδής και άνθρακας. Στην ιατρική ο όρος “ψευδάνθρακας” χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια φλεγμονή του δέρματος. Ο ασθενής υποφέρει από κνησμό και πόνο  και η περιοχή που έχει  προσβληθεί συχνά νεκρώνεται, σκουραίνει, παίρνει ένα χρώμα ανθρακί, (εξ’ ου και το όνομα). Αυτό το ανθρακί και τις αποχρώσεις του διέκρινα να απλώνεται ως φόντο σε παλλόμενη ενιαία τοιχογραφία μιας κοινωνίας με ήρωες που αναπνέουν και περιστατικά ζωντανά, κι αυτό γιατί ο Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα  σπασμένο μεγάλο πολυπρόσωπο μυθιστόρημα με επί μέρους κεφάλαια τα διηγήματα. Κάθε διήγημα σαν μια ταινία μικρού μήκους με τη μια εικόνα να διαδέχεται την άλλη. Εικόνες πολύχρωμες, ανάγλυφες, άλλοτε οικείες, άλλοτε ανοίκειες, πάντοτε αυθεντικά ειπωμένες αδιαφορώντας για την ηθική, για την ομορφιά ή την ασχήμια. Οι ιστορίες ρέουν, σαν τρισδιάστατες κινούμενες εικόνες, και μ’ έναν τρόπο σχεδόν  κινηματογραφικό, διαδραματίζονται, οι περισσότερες, στην σκιά, στην αθέατη πλευρά της ζωής. Γιατί η συγγραφέας εστιάζει στο περιθώριο, ακολουθεί με το φακό της πρόσωπα που βρίσκονται έξω από το κάδρο της ζωής, τα προσεγγίζει μ’ έναν βαθύ ανθρωπισμό και τα φωτίζει με μια δωρική τρυφερότητα χωρίς να διολισθαίνει προς το μελό. Για παράδειγμα, στο διήγημα Τα δέκα σκαλοπάτια γράφει:

Παρατηρεί ένα ένα τα σπίτια, τους κήπους, τις εισόδους, τα διάφορα σε σχήμα και χρώμα γραμματοκιβώτια. Κλοτσάει έναν μπλε κάδο, γεμάτο σκουπίδια, στο μπροστινό του μέρος αναγράφεται με μεγάλα γράμματα, «Μόνο χαρτόνια και χαρτιά, όχι σκουπίδια.  Προχωράει.  Τα σκυλιά απ’ τις αυλές των σπιτιών  τρέχουν στις εξώπορτες. Τον γαβγίζουν. Τα πλησιάζει και γονατίζει μπροστά τους. Τα κοιτάζει αγριεμένα. Τρίζει τα δόντια του κι αρχίζει κι’ αυτός  να γαβγίζει.  Κάποια γρυλίζουν, άλλα συνεχίζουν το γάβγισμα λυσσαλέα. Εκείνος συνεχίζει να γαβγίζει. Τα σκυλιά οπισθοχωρούν. Εκείνος γαβγίζει.

Στα πρώτα διηγήματα οι εικόνες, με τη ευρωστία και την ευκρίνεια ενός συνεκτικού ρεαλισμού διατάσσονται στον χώρο γραμμικά, ενώ σταδιακά όσο βαδίζουμε προς τα τελευταία διηγήματα οι εικόνες αιωρούνται, κάποτε θρυμματίζονται από την πολυσημία ή θαμπώνουν από την ασάφεια και το παραμιλητό ενός διαταραγμένου εγώ σε δεύτερο πρόσωπο, όπως για παράδειγμα διαβάζουμε στο προτελευταίο διήγημα με τίτλο ο Καουτσουκιένιος:

Δεν γνωρίζεις τον εαυτό σου. Κανείς δεν σε γνωρίζει. Ρέεις. Μεταμορφώνεσαι. Δάγκωσε τη γλώσσα. Η ψυχή θα σε συστήσει.

Κουρντίζεις το ρολόι της γης, της καρδιάς σου, λες και  θα βρεις ρυθμό. Πετάς πράγματα, πέτα κι άλλα κι άλλα. Πέτα τα όλα. Ξεφορτώσου, ξεφορτώσου. Στο κενό κρότος σιωπής.

 

 

Η Ευγενία Μακαριάδη με υλικά στέρεα, χτίζει με προσοχή τους ήρωες της, ή ακριβέστερα τους αντιήρωες της, περιγράφει, χωρίς να σχολιάζει και ο όποιος σχολιασμός γίνεται μέσω των ηρώων Η συγγραφέας δεν προσπαθεί ούτε να φιλοσοφήσει, ούτε να εκβιάσει από τον αναγνώστη μια συγκίνηση ρηχή. Η συγγραφέας επίσης δεν κραυγάζει, δεν ηθικολογεί, δεν νουθετεί, ούτε αξιολογεί. Βυθίζεται στην ενδοχώρα της ψυχής, την περιγράφει με καθοριστικές λεπτομέρειες, παίζει με τις λέξεις, με τις μυρωδιές, με τα αγγίγματα, με τις σκέψεις, με τις μνήμες, με το σώμα. Στο διήγημα Τα πικρόφυλλα γράφει:

Τα νικοτινικά δάχτυλα, η αγκαλιά με άρωμα ταμπάκο και οινόπνευμα, τα γκρίζα μαλλιά, που κάλυπταν τις μαύρες τούφες, το ασημένιο κρεμαστό ρολόι στη ζώνη, η χαρά της ασπρόμαυρης φωτογραφίας των τσολιάδων έξω από το Κοινοβούλιο, η πλατεία Συντάγματος και άνθρωποι, άνθρωποι χοντροί, όμορφοι, άσκημοι, αδύνατοι, νέοι, γέροι, παιδιά, παπάδες, άγνωστοι άνθρωποι, γνωστοί σε μας μέσα από το μάτι του. Α, ρε πατέρα. Άνοιξα τα παράθυρα να αεριστεί το σπίτι. Κάθισα κάτω.

Η αφετηρία και το έναυσμα της Μακαριάδη είναι το κυνήγι του χθες και ο πάσχων άνθρωπος είτε από τις επικρατούσες κοινωνικές ή οικογενειακές συνθήκες, είτε γιατί η φύση φρόντισε γι’ αυτό, όπως για παράδειγμα ο Σαλός στο Νεκρόδειπνο. Ωστόσο,  παρά την αντίληψη αυτής της τραγικότητας, συχνά το πένθιμο συνυπάρχει με ένα υποδόριο χιούμορ και μ’ εκείνη τη λοξή ματιά του σαρκασμού. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το τελευταίο στη σειρά διήγημα Η σακούλα:

Xτυπάει καμπάνα. Σταυροκοπιέσαι με ταχύτητα εμβόλου. Σου ‘χει μείνει συνήθειο από το ορφανοτροφείο. Κάθε φορά που ακούς κουδούνι να χτυπάει, ξυπνητήρι ή κινητό,  σφυρίχτρα ή σήμαντρο, δηλαδή όπου ακουστεί νταν, ντιν, ντριιν, μπουμ, μπαμ, φσσς, τουουτ,  σταυροκοπιέσαι από το πηγούνι ως το στέρνο.

Οι ιστορίες εκτυλίσσονται, κάποιες σε τοπία επαρχιακά, άλλες σε ουτοπικά, οι περισσότερες όμως σε αστικά. Συχνά συναντούμε γνωστούς χώρους της Αθήνας  π.χ. Νέα Σμύρνη, Ερμού, Αθηνάς, οδός Μυριοφύτου στο Αιγάλεω, να έχουν ρόλο σημαντικό και να γίνονται πλάγιοι αφηγητές και του χρόνου και των ηρώων της αντίστοιχης ιστορίας.

Η συγγραφέας αφηγείται άλλοτε στο τρίτο πρόσωπο, άλλοτε στο δεύτερο, κυρίως όμως αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Χρησιμοποιεί γλώσσα καθημερινή, απλή φαινομενικά, και λέω φαινομενικά, γιατί το απλό είναι και σύνθετο και δύσκολο. Επίσης συχνά ανασύρει λέξεις και μαζί με τις λέξεις αναδύονται πεδία άλλης εποχής που συνδέονται με το σήμερα. Με τον τρόπο αυτόν παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται και ο χρόνος στην αφήγηση ρέει ενιαίος, χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη.

Θα ήθελα να κλείσω με μια χαρακτηριστική εικόνα από το διήγημα Ψευδάνθρακας,

Γδύθηκε εντελώς και ξυνόταν παντού. Έξυνε με δύναμη τους όρχεις του και σφάδαζε από τους πόνους.

Κουνιόταν σπασμωδικά και ολοφυρόταν στο κέντρο του ολόγυρου κόσμου. Μες στον πυρετό της φαγούρας άκουγε την επιτιμητική φωνή του πατέρα του, «θα φας ξύλο μέχρι να σταματήσεις να ξύνεσαι», καθώς και το κλάμα του που ερχόταν παραπονεμένο, από τα σπλάχνα παιδικής θλίψης.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top