Fractal

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης

Γράφει η Ειρήνη Χατζοπούλου // *

 

Σπύρος Κιοσσές «Πρωτοβρόχια», Εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 176

 

Η επιλογή της λέξης «Πρωτοβρόχια» στον τίτλο του μυθιστορήματος του Σπ. Κιοσσέ, ενός μυθιστορήματος ενηλικίωσης, αποτελεί ένα πολύ εύστοχο και επιτυχές εύρημα, καθώς συνεκδοχικά τα πρωτοβρόχια παραπέμπουν στο τέλος του καλοκαιριού και στην έλευση του φθινοπώρου, μιας μεταβατικής εποχής, συνδεδεμένης με τη θλίψη της παιδικής μας ηλικίας, αφού το φθινόπωρο ξεκινά μια νέα σχολική χρονιά και μπαίνει τέλος στην ξενοιασιά και τα ατέλειωτα παιχνίδια του Καλοκαιριού. Στους συμβολιστές ποιητές το Φθινόπωρο και η εικονοποιία του είναι κοινός τόπος και συστοιχεί συνήθως με το μεταβατικό πέρασμα από μια κατάσταση σε μια άλλη, με τη νοσταλγία, τη θλίψη και τη μελαγχολία για κάτι που τελειώνει, που αφήνουμε πίσω μας. Με αυτό το σημαινόμενο αξιοποιείται και στο μυθιστόρημά μας η λέξη «πρωτοβρόχια», σηματοδοτώντας το τέλος της παιδικής ηλικίας του μικρού ήρωα του μυθιστορήματος, του Τάσου, και το πέρασμα σε μια πιο ώριμη φάση της ζωής του.

Τα Πρωτοβρόχια του Σπ. Κιοσσέ, λοιπόν, είναι μια συλλογή σπονδυλωτών μικροϊστοριών, οι οποίες συναντώνται με κεντρομόλο τη ζωή μιας οικογένειας στην ελληνική επαρχία και ιδιαίτερα την πορεία ωρίμανσης και ενηλικίωσης του βασικού ήρωα και αυτοδιηγητικού αφηγητή, του Τάσου. Ο Τάσος, ο μεγάλος γιος της οικογένειας, μεγαλώνει σε μία λαϊκή γειτονιά μιας επαρχιακής πόλης ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Παρακολουθούμε την πορεία ενός νεαρού ατόμου, εξωτερική-χρονολογική, αλλά και εσωτερική-συνειδησιακή, προς την ενσωμάτωσή του στον κόσμο των ενηλίκων, την προσωπική οδύσσεια για την κατάκτηση της δικής του Ιθάκης, της ταυτότητας και της ατομικότητάς του.

Η παραπάνω αναλογία με τους ομηρικούς κοινούς τόπους, όσο …κοινότοπη κι αν ακούγεται δεν είναι τυχαία, καθώς φέρνει στο μυαλό μας τον θεμελιωτή του συγκεκριμένου είδους μυθιστορημάτων, των λεγόμενων μυθιστoρημάτων μαθητείας, εφηβείας ή ενηλικίωσης, ή Bildungsroman, τον Φρανσουά Φενελόν ο οποίος έγραψε ένα από τα ωραιότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης της γαλλικής γραμματείας του 17ου αι., το Τηλεμάχου Τύχαι, στο οποίο εξιστορούνται οι περιπέτειες του Τηλέμαχου, κατά την πορεία αναζήτησης του πατέρα του, του Οδυσσέα.

Το σύμπαν του μικρού Τάσου συγκροτεί καταρχάς η οικογένειά του, οι γονείς, τα αδέρφια, η γιαγιά, αλλά και οι φίλοι του, η παρέα του. Η οικογένεια, οι πρώτοι και κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν την παιδική ψυχοσύνθεση και κινούν τα νήματα της ζωής των πρώτων χρόνων ενός παιδιού. Νήματα που, ενώ στην τρυφερή παιδική ηλικία πλέκουν έναν προστατευτικό ιστό ασφάλειας για το μικρό παιδί, στην πορεία της αυτοσυνείδησης βιώνονται, συχνά, από το παιδί-έφηβο ως εξουσιαστικά εργαλεία χειραγώγησης, ως ένας ασφυκτικός κλοιός από τον οποίο παλεύει να απελευθερωθεί, να  αυτονομηθεί, να πάρει αυτά τα νήματα στα χέρια του και να γίνει ο ίδιος χειριστής τους, ο υπεύθυνος των επιλογών και της ζωής του.

Μικρά καθημερινά περιστατικά προβάλλουν αυτές τις  ψυχοσωματικές μεταβολές που σημαδεύουν τη μετάβαση από την παιδικότητα στην εφηβική ηλικία, όπως είναι η  ανάγκη του Τάσου, και κάθε εφήβου, για ανεξαρτητοποίηση, για ιδιωτικότητα, προσωπικό χώρο και χρόνο, η ανάγκη για ενδοσκόπηση και ιδιωτική εσωτερική ζωή, προϋπόθεση απαραίτητη για την αυτοαναζήτηση και ανακάλυψη του εαυτού, της προσωπικής ταυτότητας:

«Πέφτω ανάσκελα και τραβάω τη λινή κουβέρτα για να καλύψω το κεφάλι μου. Ωραία είναι έτσι. Κανέναν δεν βλέπω, κανείς δεν με βλέπει. Το απόλυτο τίποτα. Ο ήλιος, έτσι όπως μπαίνει απ’ το παράθυρο και κάποιες ακτίνες του διαπερνούν την κουβέρτα, φωτίζει όμορφα, γαλάζια την ηρεμία μου. Σαν να’ χω έναν δικό μου ιδιωτικό ουρανό»  (σελ.10)

Κυρίαρχη φιγούρα στη ζωή του ήρωα και στην επιρροή που θα ασκήσει πάνω του η γιαγιά, μια αρχετυπική φιγούρα ηλικιωμένης γυναίκας του προηγούμενου αιώνα με όλη την πικρή ιστορία του αιώνα και της δικής της βασανισμένης ζωής, γραμμένη και αποτυπωμένη στη μορφή της και ένα απόσταγμα βιωμένης σοφίας, κατανόησης και καλοσύνης σε κάθε κουβέντα της, σε κάθε χάδι, σε κάθε παραμύθι.

Η αναπαραστατική ηθογραφία πιασμένη χέρι χέρι με τον ρεαλισμό και τον κοινωνικό προβληματισμό, το χιούμορ σε συνδυασμό με την διακριτική, αλλά διαρκή παρουσία ενός πιο ποιητικού τρόπου ζωντανεύουν τα ήθη κι έθιμα, τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, στήνοντας έναν ζωντανό καμβά της εποχής, κάποτε με τρυφερό και νοσταλγικό συγκινησιακό απόβαρο. Παιδιά που μεγαλώνουν με ασπρόμαυρη τηλεόραση, ζωντανές και όχι διαμεσολαβημένες από τα νέα ηλεκτρονικά δίκτυα επικοινωνίας διαπροσωπικές σχέσεις, ομαδικά παιχνίδια, τζαμί, ποδόσφαιρο, στις αλάνες και στις γειτονιές, χαρούμενα κάλαντα και κεράσματα στις παραμονές των μεγάλων θρησκευτικών εορτών. Η ντροπή που συνοδεύει το πρώτο ξύπνημα της έμφυλης ταυτότητας, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα και το τρυφερό ενδιαφέρον για τη μικρή γειτονοπούλα, την όμορφη Ασημίνα. Τα γλέντια και οι κοινωνικές επαφές με τους συγγενείς στα πρώτα χρόνια, τότε που ο ουρανός ήταν ακόμη πεντακάθαρος,  πριν το μικρό γκρίζο συννεφάκι στην άκρη του εξαπλωθεί και σκεπάσει όλον τον ορίζοντα:

«Επιστρέφουμε σπίτι μετά τα γενέθλια της θείας Καίτης. Κρατάω τη Μάγδα απ’ το χέρι, ο μπαμπάς κι η μαμά προχωράνε μπροστά. Η μαμά κρατάει τον μπαμπά απ’ το μπράτσο και γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του. Πόσο χαίρομαι που τους βλέπω έτσι»! …Τι καλά να κρατούσε για πάντα αυτό το βράδυ! Αχ και να γινότανε»!

Ο συγγραφέας καταφέρνει να επικοινωνήσει τη γλυκιά αυτή νοσταλγία του για το παρελθόν, «ζωγραφίζοντας» με ψηλαφητές, σχεδόν σωματοποιημένες εικόνες, τις εμπειρίες του κι αυτό το επιτυγχάνει με τη συχνή και αριστοτεχνική αξιοποίηση του σχήματος της συναισθησίας, που συμβάλλει στην αναγνωστική μέθεξη, κρατώντας σε διέγερση όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, όραση, οσμή, γεύση, αφή.

Αναγνωστικοί …συνδαιτημόνες του Τάσου νιώθουμε κι εμείς τη γλυκιά μυρωδιά του τσιγαρισμένου κρεμμυδιού για τα φασολάκια που ετοιμάζει η γιαγιά, γευόμαστε στο στόμα το λαχταριστό τσουρέκι με άρωμα μαστίχας, συμμεριζόμαστε τη γλυκιά ανατριχίλα στο στομάχι από τους ζεστούς γεμάτους μυρωδικά τηγανισμένους κεφτέδες της κυρίας Ζηνοβίας και τη γλύκα του μαλεμπί με νισεστέ, που απελευθερώνει μαζί με τις γεύσεις και τα αρώματά του κι άλλες ερωτικές συνυποδηλώσεις, καθώς στην εφηβική και …εξημμένη φαντασία του Τάσου ταυτίζεται με το αισθησιακό στήθος της κυρίας Σοφίας, της γοητευτικής γειτόνισσας:

«Πλησιάζω σιγά το κουτάλι στο στόμα, το μυρίζω για λίγο με κλειστά μάτια, αγγίζω τη λεία του επιφάνεια με τα χείλια και τη γλώσσα μου, και το αφήνω μετά να λιώσει αργά, πριν γλιστρήσει απολαυστικά στον λαιμό μου.»

Άλλοτε η γεύση που μένει στον αναγνώστη είναι πικρή, θλιβερή και τραγική, όταν ευθαρσώς και χωρίς την παραμικρή ρομαντική διάθεση ωραιοποίησης ή απόκρυψης παρουσιάζονται οι προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και οι πνευματικές αγκυλώσεις που επικρατούσαν στις επαρχιακές συντηρητικές κοινωνίες. Έμμεσα και υπαινικτικά καταγγέλλονται και στιγματίζονται, έτσι,  πολλές παθογένειες της εποχής. Η συντηρητική νοοτροπία, και ο υποκριτικός καθωσπρεπισμός της μικρής επαρχιακής πόλης, ο ρατσισμός και η έλλειψη ανοχής, κατανόησης και αποδοχής κάθε είδους διαφορετικότητας, όπως αυτή  προβάλλεται μέσα από τα δίπολα άντρας-γυναίκα, χριστιανός-μουσουλμάνος, ενάρετος-ανήθικος και άλλα ακόμη.

 

Σπύρος Κιοσσές

 

Γλυκόπικρα περιστατικά και γεγονότα, άλλοτε τρυφερά άλλοτε τραγικά συνθέτουν το ταξίδι της ενηλικίωσης του Τάσου. Κάθε προσωπική οδύσσεια περνάει σχεδόν πάντα μέσα από συμπληγάδες, από τον δρόμο του Προκρούστη και άλλων εμποδίων και δυσάρεστων εμπειριών. Στη διάρκειά του ο ταξιδιώτης αγωνιά, δοκιμάζεται, αποθησαυρίζει εμπειρία, πόνο, πληγές αλλά και γνώση, σοφία, αλλάζει και μεταμορφώνεται. Η αυτοσυνειδητότητα έρχεται αργά, προοδευτικά. Άλλοτε από ένα ανώδυνο ξάφνιασμα όπως αυτό που νιώθει ο μικρός Τάσος, όταν διαπιστώνει ότι δεν χωράει πια στο παντελόνι που έστειλε ο θείος από τη Γερμανία:

«Έλα, μην κλαις. Απλώς σού μίκρυνε»! Δεν μιλάω. Σιωπηλά δάκρυα κυλάνε απ’ τα μάτια, βρέχουν τα μάγουλα και το παντελόνι μου. Δεν της λέω τίποτα. Αν μιλούσα, θα της έλεγα: «Μαμά, γιατί δεν καταλαβαίνεις; Δεν μίκρυνε το παντελόνι. Εγώ μεγάλωσα».

Ή τότε που με αδημονία αναρωτιέται:

«Πότε ακριβώς σταματάει κάποιος να είναι παιδί; Πότε γίνεται κάποιος υπεύθυνος για τις πράξεις του; Άραγε καταλαβαίνει κάποιος ποια είναι η τελευταία μέρα της παιδικής του ηλικίας»;

Τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα συχνά τις δίνει ένα γερό σοκ,  που αποκαλύπτει τα λάθη και τη σκληρότητα του κόσμου των μεγάλων, που τελικά δεν είναι καθόλου αγγελικά πλασμένος. Ο Τάσος μαθαίνει μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς για τη σκληρή κι αυταρχική συμπεριφορά των αντρών προς τις γυναίκες, τις ίδιες τις συζύγους και τις κόρες τους, την σχεδόν νομιμοποιημένη στην νοοτροπία των ανθρώπων έμφυλη βία, που οι γυναίκες υπομένουν καρτερικά σαν κάτι φυσικό, και καμιά δεν διανοείται να καταγγείλει. Γνωρίζει τη γονική βία, όταν πληροφορείται πως ο αγαπημένος του συμμαθητής, ο ευαίσθητος και καλοπροαίρετος Άκης, αυτοκτονεί, διαλέγει την αυτοχειρία, για να ξεφύγει από την δυστυχισμένη του ζωή. Μια ζωή χωρίς την γονική αποδοχή και αγάπη, δίπλα σε έναν σκληρό, χωρίς ίχνος ευαισθησίας πατέρα, που ελέγχει εξουσιαστικά κάθε κίνηση κι απόφαση του γιου του, που δεν διστάζει να τον κακοποιεί λεκτικά και σωματικά, στραπατσάροντας την αξιοπρέπεια, την αυτοεικόνα και την αυτοπεποίθησή του.

Άλλοτε η ενηλικίωση περνά μέσα από μια τελετή συμβολικής κι οδυνηρής μύησης, όπως τότε που ο πατέρας παίρνει πρώτη φορά τον Τάσο μαζί του στο καφενείο, να πιουν ένα ποτήρι ούζο μαζί, σαν άντρες που είναι βρε αδερφέ! Εκείνο το ούζο που του καίει τον οισοφάγο καθώς το καταπίνει, τού καίει μαζί και την ψυχή, γκρεμίζει το σύμπαν γύρω του, χωρίς να μπορεί να αντιδράσει, να κλάψει ή να φωνάξει, αφού είναι πια μεγάλος και πρέπει να διαχειριστεί ώριμα και συγκρατημένα την είδηση που του σερβίρει ο πατέρας του μαζί με το ούζο: την απόφαση να αφήσει τη μητέρα του, να χωρίσει μαζί της, να πάρει διαζύγιο.

«Για πρώτη φορά ο μπαμπάς με άφηνε να δοκιμάσω ούζο. Ρούφηξα γρήγορα μια μεγάλη γουλιά. Δεν θα ξεχάσω το άρωμα του γλυκάνισου, καθώς κατάπινα, και το κάψιμο μετά, την ώρα που έλεγε ο μπαμπάς ότι είμαι άντρας τώρα, του χρόνου θα πάω γυμνάσιο, μπορώ να καταλάβω, παιδί δεν είμαι, πως, όταν δυο άνθρωποι δεν ταιριάζουν, καλύτερα να μη ζουν πια μαζί. Ναι, όπως αυτός κι η μαμά» 

Τα παραμύθια της γιαγιάς, που κρατά κι αυτή έναν παράλληλο αφηγηματικό ρόλο, αποτελούν άλλο ένα στάδιο στη σκληρή διαδικασία μύησης στον κόσμο των ενηλίκων. Παραμύθια, όμως, διαφορετικά. Οι αλληγορικές αφηγήσεις της γιαγιάς θυμίζουν έντονα τα αντίστοιχα παραμύθια που επινοεί και αφηγείται ο παππούς στα εγγόνια του στην Αιολική γη του Ηλ. Βενέζη, στην προσπάθειά του να τα εξοικειώσει με την επικείμενη επίθεση που ετοιμάζουν οι Τούρκοι, με την κακότητα και την εχθρότητα που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο γένος.

Έτσι και οι παράξενες ιστορίες της γιαγιάς δεν συντίθενται από μυθοπλαστικά, άχρονα και ατοπικά ή υπερβατικά γεγονότα, αλλά από πραγματικά, απόλυτα ρεαλιστικά περιστατικά που συμβαίνουν στον περίγυρο της οικογένειας. Μικρές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, τυπογραφικά διαφοροποιημένες, κρύβουν αλλά και αποκαλύπτουν ταυτόχρονα πίσω από το αλληγορικό περιεχόμενό τους όλη την κοινωνική πραγματικότητα, και την κοινωνική παθογένεια της εποχής, όπως το ακόλουθο εφιαλτικό παραμύθι για τους  ανθρώπους-λύκους:

«Στο χωριό είχε Βούλγαρους, Τούρκους κι Έλληνες…Είχε όμως και κάτι άλλο που δεν το ‘βλεπες με την πρώτη ματιά. Τους ανθρωπόλυκους. Ήταν κάτι άνθρωποι που δεν τους ξεχώριζες απ’ τους άλλους ανθρώπους σαν τους έβλεπες έξω στον δρόμο, στο  καφενείο ή στα χωράφια. Στα σπίτια τους μέσα όμως έβγαζαν τη μουτσούνα του ανθρώπου που φορούσαν έξω και φανερώνονταν τα λυκίσια μάτια τους, τα κοφτερά τους δόντια, τα νύχια τα γαμψά, έτοιμα να κατασπαράξουν όποιον δεν έκανε αυτό που βούλονταν εκείνοι».

Στα κοφτερά τους δόντια έπεσε και η Λένκω, μία νέα και ανυποψίαστη χωριατοπούλα που παντρεύτηκε τον Ναστούλη, απ’ την κτηνώδη ράτσα των ανθρωπόλυκων, που την χτυπούσε ανελέητα, αδιαφορούσε και κακοποιούσε τα παιδιά του, μέχρι που στο τέλος έκαψε ο ίδιος ζωντανή την κόρη του μαζί με το παλληκάρι που την συνόδευε μέσα σε ένα εκκλησάκι, γιατί παραβίασε τους … απαράβατους νόμους της γυναικείας παρθενίας και αγνότητας που επικρατούσαν μέχρι πρόσφατα στις κλειστές συντηρητικές κοινωνίες.

Από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του μυθιστορήματος, τις αφηγηματικές του αρετές, αξίζει να αναφερθεί ιδιαίτερα η αριστοτεχνική χρήση της εσωτερικής εστίασης του ήρωα, προκειμένου να φωτιστεί η εσωτερική ψυχική δράση και κυρίως η οπτική από την οποία παρατηρεί, προσλαμβάνει, επεξεργάζεται κι ερμηνεύει την πραγματικότητα και τον κόσμο γύρω του, ένα παιδί, καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει.

Ταυτόχρονα, σε κάποια σημεία ο συγγραφέας επιτρέπει να παρεισφρήσει στην αφήγηση, με τη μορφή κυρίως σχολίων ή ποιητικότερων διατυπώσεων, και η οπτική ενός πιο ώριμου αφηγητή, με σκοπό να φανεί η διαφοροποιημένη αντίληψη και ερμηνεία της γύρω πραγματικότητας, δίνοντας τη δυνατότητα και στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την προοδευτική στη διαχρονία της ζωής ωρίμανση του μικρού Τάσου και όλες τις διανοητικές, ψυχολογικές και συναισθηματικές διεργασίες που την συνοδεύουν.

Το γλωσσικό ιδίωμα του αφηγητή απόλυτα προσαρμοσμένο στην ηλικία και το νοητικό επίπεδο ενός παιδιού με κυρίαρχο τον παρατακτικό, μικροπερίοδο λόγο και την απαραίτητη προφορικότητα. Ενίοτε, τα ηθελημένα γραμματικά και συντακτικά διολισθήματα αποτυπώνουν αληθοφανώς τον παιδικό τρόπο ομιλίας και εσωτερικής σκέψης, αλλά και την …αψίκορη, την παρορμητική φύση της νεότητας στον τρόπο με τον οποίο βιώνει τα γεγονότα και την περιρέουσα πραγματικότητα.

Με τον ίδιο ρεαλισμό αποτυπώνονται και οι ιδιόλεκτοι όλων των υπόλοιπων μυθοπλαστικών προσώπων, ώστε να συμφωνούν με την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, την κοινωνική και γεωγραφική καταγωγή τους. Έτσι, όταν η γιαγιά διηγείται τα παράξενα παραμύθια της στον μικρό Τάσο, μια ζεστή θρακιώτικη ντοπιολαλιά πλημμυρίζει το κείμενο και ζεσταίνει την ψυχή μας:

«Τ’ Αϊ-Γιάννη ήταν τζιέρι μ’, θυμάσαι; Είχε μια ζέστη…Όλα τα παλικάρια του χωριού και τα κορίτσια είχαν μαζωχτεί στη φωτιά, θυμάσαι; «άσε με, μάνα, να πάω κι εγώ. Κοτζαμάν άντρας είμαι» μου είπες, παιδίμ’ μικρό. «Το νούσ’ να γυρίσεις πριν τον πατέρασ’, να φάμ’ ούλοι μαζί, το νουσ΄». Μα ο νουσ’ γελάστηκε, απ’ τα πειράγματα κι απ’ τις φωνές μπροστά στις φλόγες που έκαιγαν του Μάη τα στεφάνια, κι απ’ τ’ αλάτι που πλατάγιζε μες στη φωτιά . κι απ’ το αμίλητο νερό που κουβαλούσαν οι κοπέλες κι άργησες, θυμάσαι; Κι ήρθε ο πατέρασ’ πριν γυρίσεις και σ’ έψαχνε»

Οι τεχνικές αυτές ανασύρουν από την αναγνωστική μας εγκυκλοπαίδεια τις αντίστοιχες τεχνικές της διαφοροποιημένης εσωτερικής εστίασης και της χρήσης της φυσικής γλώσσας των ηρώων, που τόσο πρώιμα και επιδέξια αξιοποίησαν οι δυο μεγάλοι διηγηματογράφοι των ελληνικών μας γραμμάτων, ο Γ. Βιζυηνός και ο Αλ. Παπαδιαμάντης, για να φωτίσουν την εσωτερική ψυχική κίνηση και ανατομία των ηρώων τους στα κορυφαία τους διηγήματα, όπως στο Αμάρτημα της μητρός μου και Όνειρο στο κύμα, τα οποία, επίσης, αποτελούν σε ένα μέρος τους μικρά bildungsroman, ιστορίες ενηλικίωσης των ηρώων τους.

Η διαδρομή προς την ενηλικίωση συμπορεύεται με την αφήγηση και οι δυο μαζί δυο φτάνουν στο τέλος τους με μια εκ βαθέων εξομολόγηση-απολογισμό του Τάσου για αυτό το ταξίδι του προς την συνειδητότητα. Με φωνές και εστιάσεις που μπερδεύονται πια, πότε σαν παιδί, πότε σαν έφηβος και πιο ώριμος νέος αναλογίζεται το τελευταίο καλοκαίρι και τις αλλαγές που αυτό έφερε μαζί του. Τα πρωτοβρόχια και το επερχόμενο Φθινόπωρο γεμίζουν θλίψη την ψυχή του: «καθώς ξαφνικά το μικρό εκείνο γκρίζο σύννεφο που έπιανε μια μικρή μόνο άκρη στον πεντακάθαρο ουρανό, τώρα μεγαλώνει, γίνεται όλο και πιο μαύρο, απλώνεται, σκεπάζει τον ορίζοντα και φέρνει την πρώτη βροχή. Κι όλα γίνονται μούσκεμα γύρω σου, βρέχεσαι, περνάει η υγρασία μέσα σου. Και κρυώνεις».

Όμως αυτό το πρωτοβρόχι που έχει μουσκέψει κι έχει αλλάξει ως το κόκαλο τον ήρωά μας αφήνει μέσα του, όπως και στον καθένα μας, κι ένα αισιόδοξο απόσταγμα εμπειρίας και σοφίας: Έχει και το Φθινόπωρο τις ομορφιές του, όπως και κάθε εποχή και κάθε ηλικία, αρκεί να μην λησμονούμε ότι «η ζωή μας είναι στιγμές, άλλοτε ευχάριστες, άλλοτε δυσάρεστες, πάντως στιγμές, μικρές τελείες, δηλαδή, που τελειώνουν χωρίς καν να το καταλάβεις. Και μόνο όταν ενώνεις αυτές τις στιγμές όλες μαζί με μια γραμμή, μόνο τότε καταλαβαίνεις ποια εικόνα άφησες πίσω σου στον κόσμο».

 

 

* Η ΕιρήνηΧατζοπούλου είναι Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top