Fractal

Το βεραμάν μου φόρεμα

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας //

 

Προσέγγιση στο δημοσιογραφικό θρίλερ της Ελένης Γκίκα «Προσωπαγνωσία», εκδόσεις ΑΩ, 2021

 

… θυμάται πως κάποτε έλαμπε δημιουργικά˙ πότε κατέβηκε από το τρένο, δεν το κατάλαβε πότε το τρένο της δημοσιογραφίας άλλαξε πια τροχιά…

 Και ξαφνικά δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο και αυτονόητο, ούτε η δουλειά σου, ούτε κι οι φίλοι σου οι χθεσινοί. Ούτε οι γονείς σου, οι συνεργάτες σου, ούτε καν εσύ… ξυπνάς ένα πρωί και δεν αναγνωρίζεις αυτό που είσαι, εκείνο που έγινες –αλήθεια πότε;– ούτε κι εσύ.

Καθοριστική η λέξη «πότε».

Όλα γυρίζουν γύρω από την αβεβαιότητα, όλα διαρκώς ανατρέπονται, οι σταθερές αποδεικνύονται ευμετάβλητες… μεταβλητές, ο φόβος και η ανασφάλεια βρίσκονται μπροστά σου εκεί που δεν το περιμένεις, οι αξίες των γύρω σου σε διαρκή διαπραγμάτευση και επαναπροσδιορισμό: το βιβλίο όντως είναι ψυχολογικό θρίλερ, ειδικότερα θρίλερ εργασιακό και συγκεκριμένα θρίλερ δημοσιογραφικό, όπως άλλωστε επιγράφεται στο εξώφυλλο.

Εκτός από ένα μαζεμένο σε έκταση μυθιστόρημα, νουβέλα ή σε μπόλικα σημεία και ιστόρημα (όσο κι αν διευκρινίζεται στο τέλος του βιβλίου ότι οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι φανταστική), είναι παράλληλα πολλά ακόμη.

Είναι μία αυτοβιογραφία του ποιητικού-αφηγηματικού υποκειμένου, αφού περιγράφει με λογοτεχνικό ρεαλισμό, εμπλουτισμένο με αυτούσιες περικοπές λογοτεχνίας, τη ζωή του –κυρίως τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες–, η οποία εδράζεται όχι μόνο στο προσωπικό-οικογενειακό επίπεδο αλλά και στο κοινωνικό, στο οικιστικό, στο χωροταξικό και κυρίως στο επαγγελματικό. Επίπεδα μέσα στα οποία, σαν συρταρωτά ταψιά, μαγειρεύεται και ψήνεται η ζωή μας.

Αποτελεί όμως και μία βιογραφία μιας ολόκληρης εποχής, με έμφαση στο τέλος της, μιας εποχής πλεονεξίας, υπεραφθονίας, υπερκατανάλωσης, αχαλίνωτης δίψας για χρήμα, δόξα, εξουσία. Μιας εποχής αθέμιτων ανταγωνισμών, νομιμοφανών παρανομιών και ανομημάτων, συναλλαγών κάτω από το τραπέζι, αδίστακτων επιβολών, εκμεταλλεύσεων, αναδείξεων και κατισχύσεων του «εγώ». Αναφέρεται σε μία ολόκληρη εποχή νοοτροπίας, αρχετύπων, συμπεριφορών.

Μπορεί να ιδωθεί και ως βιογραφία εκ των έσω ενός επαγγελματικού κλάδου, και δη αυτού της δημοσιογραφίας, με αποκαλυπτικές τομές στο παρασκήνιο και ανενδοίαστο, ακομπλεξάριστο φωτισμό των καλά κρυμμένων σκοτεινών πλευρών, πίσω από τη σκοπίμως προπαγανδιζόμενη τεχνητή λάμψη και τα κάθε λογής στρας.

Εμπεριέχει ένα δοκίμιο για την τάση της ανθρώπινης φύσης προς την εκμετάλλευση των πάντων, ακόμη και σε καταστάσεις παρακμής, στο οποίο αποτυπώνονται με λογοτεχνικό –ημερολογιακό τρόπο πτυχές συμπεριφορικής ανάλυσης ανθρώπων που εστιάζουν στην κοντόφθαλμη απομύζηση ως και του ετοιμοθάνατου παρόντος και στην επανάπαυση σε μια «θέση» υποστηριζόμενη από ικριώματα υπόγειων ανταλλαγμάτων. Σκιαγραφεί ανθρωπάρια που κάνουν εικόνισμα το απαστράπτον μα συνάμα τόσο φαύλο φαίνεσθαι, αντί να σκύψουν με ταπεινότητα στο εγκαταλελειμμένο «είναι».

Θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ένα ψυχολογικό δοκίμιο για την εθελοτυφλία, τη δόξα, την εξουσία, τον χειρισμό, τις πολλαπλές χρήσεις του χρήματος και τη διασύνδεσή του με όλα τα παραπάνω.

Είναι όμως και ένα χρονικό με τίτλο: η άνοδος και η πτώση (όχι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – γνωστό βιβλίο της Χέριν Τζούντιθ, αλλά) μιας Ειδησεογραφικής Εκδοτικής Αυτοκρατορίας, συνυφασμένων άμεσα με την άνοδο και την πτώση των κοινωνικών – πολιτισμικών αξιών.

Αποτελεί συνάμα και μία λανθάνουσα κοινωνική ανάλυση για τις παθογένειες μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ήταν στα πράγματα από το 1980 ως και λίγα χρόνια πριν, η οποία στο διάστημα αυτό κρατούσε με νύχια και με δόντια κάθε μέσο με το οποίο θεωρούσε ότι μπορεί να χειραγωγεί ανθρώπους και πόρους, για ίδιον φυσικά όφελος.

Ακόμη παραπέρα, είναι ένα δοκίμιο για τις κοινωνικές σταθερές και τις κρατούσες αντιλήψεις αυτών των τεσσάρων προηγούμενων δεκαετιών, όπως της εργασίας, της φιλότητας, της πολιτικής, του χρήματος, της διαπλοκής, της εντιμότητας vs ατιμίας, των «κουμπαριών», της γειτονιάς, των σογιών, του «γλειψίματος», των ανταλλαγμάτων. Μιλά για τις συνέπειες της μετάβασης από τα παλαιά σπίτια και τις αλάνες στις πολυκατοικίες, από τα αμπέλια στο αεροδρόμιο, από τον τρύγο στο έτοιμο κρασί του εμπορίου, από το χώμα στην άσφαλτο.

Είναι το θρίλερ του διαρκή αγώνα μιας γυναίκας για επιβίωση (υπότιτλος: οι πόλεμοι, οι απώλειες, οι λοιπές αντιξοότητες, η μοναξιά, τα βάρη, οι βακτηρίες, τα αναλλοίωτα).

Ταυτόχρονα όμως είναι και μία ελεγεία για τη σκιά του πατέρα, σε δύο διαφορετικές καταστάσεις. Στη μία ο πατέρας ιδρυτής ενός εκδοτικού κολοσσού και η πορεία του από την κορυφή, την αρχηγία, ως τον παραμερισμό του σε διακοσμητικό στοιχείο-στοιχειό. Στην άλλη, ο πατέρας ως θεμελιωτής του οικογενειακού κολοσσού –στα μάτια ενός παιδιού–, από τη γονική λάμψη και μέριμνα για όλα τα χρειαζούμενα και από την αγάπη του για τη μοναχοκόρη, ως το γήρας και την εμμονή του με τα παπούτσια –κάτι ανάλογο με την εμμονή του Χόπκινς με το ρολόι χειρός στην ταινία «ο πατέρας» (2020), έργου του Φλοριάν Ζελέρ, σκηνοθετημένο από τον ίδιο, και στη συνέχεια  ως την άνοια και την προσωπαγνωσία].

Συνθέτει το ψηφιδωτό ενός εργατικού δοκιμίου με κονίαμα ισχυρό την ιστορική τεκμηρίωση-καταγραφή: ο εργαζόμενος από τη μεταπολίτευση ως σήμερα, έρμαιο στη βούληση και βουλιμία του εκμεταλλευτή εργοδότη, άθυρμα στα χέρια της πολιτικής, στο πλάι όμως του αυτοδημιούργητου, παλαιάς κοπής έντιμου γενικού διευθυντή. Ο εργαζόμενος στο μεταίχμιο μεταξύ εργοδοσίας και συνδικαλισμού, καθήκοντος και κατάχρησης, επιβίωσης και καταναλωτισμού, μονάδας και ομάδας.

Τέλος, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας χρονολογικά διαβαθμισμένος καθρέφτης του βιβλίου και των αντανακλάσεων του παραγοντικού του ρόλου στις εκάστοτε κοινωνικές-ιστορικές-οικονομικές-πολιτικές ζυμώσεις.

 

Ελένη Γκίκα

 

Στο βιβλίο γίνεται ισχυρότατη σύνδεση της λογοτεχνίας με την πραγματική ζωή αλλά και ισχυρή ηλεκτροσυγκολλητή ανάδραση, της σύνδεσης της τέχνης της ζωής με κάθε μορφής Τέχνη και συγκεκριμένα με την Τέχνη της Ποίησης, της Πεζογραφίας, της Ζωγραφικής, της Μουσικής, του Κινηματογράφου.

Οι μυθοπλαστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται είναι πολλές, άλλες εκούσια και άλλες ακούσια, ακόμα και οι τελευταίες όμως υπακούουν στο συγγραφικό ένστικτο της Ελένης Γκίκα. Θεωρώ απαραίτητο στο σημείο αυτό να τονιστεί η… βιβλιοφαγική αγάπη της συγγραφέως για τη λογοτεχνία. Τόνοι βιβλίων έχουν παρελάσει μπροστά από τα μάτια της και έχουν τροφοδοτήσει την αναγνωστική της λαιμαργία, χώρια τα 38 δικά της βιβλία ως τώρα.

Ως από μηχανής διάβολοι, εισβάλλουν όποτε η οικονομία της γραφής το ζητήσει, απρόσκλητοι οι ρούνοι:

Οι ρούνοι είναι ένα αρχαίο σύστημα γραφής των λαών της Βόρειας Ευρώπης,… , αρχέγονα σύμβολα… και, όπως ακριβώς το θέλει η γλώσσα τους, σημαίνουν «μυστικό»… περνούσαν από τον δρυίδη της φυλής στον μαθητευόμενο διάδοχό του και μόνο.

Η αποκάλυψη του ρόλου και της σημασίας τους, γίνεται βήμα-βήμα. Αποτελούν κλειδιά στην εξιχνίαση ενός υπόγειου εγκλήματος.

Σημαντική θέση έχουν και τα βότανα, όπως ο βασιλικός, το  γαϊδουράγκαθο, η βαλεριάνα, η μπελαντόνα, το νυχτολούλουδο, κλπ, ιαματικά, τοξικά ακόμα και μαγικά. Εδώ το μίγμα βαλεριάνας και μπελαντόνας σε ρόφημα σερβίρεται ως θεραπευτικό αλλά εξυπηρετεί άλλο, δόλιο σκοπό.

Η αφήγηση δεν κουράζει καθόλου γιατί γίνεται με απρόσμενες εναλλαγές από α΄ σε γ΄ πρόσωπο και αντιστρόφως, με τον αφηγητή να εναλλάσσεται από ομοδιηγητικός σε ετεροδιηγητικός και τούμπαλιν, παραμένοντας πάντοτε ενδοδιηγητικός. Το ίδιο πρόσωπο μιλάει για τον εαυτό του είτε απευθείας είτε σαν εξωτερικός παρατηρητής, διατηρώντας τη φρεσκάδα της πλοκής στο ακέραιο.

Η παραστατικότητα και η λεπτομέρεια στις περιγραφές είναι τέτοιας ποιότητας, έτσι ώστε ακόμα και τα άψυχα παίρνουν ψυχή και συμμετέχουν στην εξέλιξη του όλου σαν να είχαν ανθρώπινη υπόσταση.  Είναι τόσο πειστική η δυναμική τους, που αβίαστα προκαλεί την αναγωγή των φανταστικών σε πραγματικά και των πραγματικών σε υπερ-ρεαλιστικά.

Αριστουργηματικές οι περιγραφές για την κάλπη (σ. 57 κ.ε.), τη γειτονιά (σ. 80 κ.ε.), τον τρύγο (σ. 87 κ.ε.).

Συχνή η χρήση του εγκιβωτισμού όχι μόνο άλλων μυθιστοριών αλλά και: περιστατικών, μνήμης, αυτούσιων λογοτεχνικών αποσπασμάτων αγαπημένων συγγραφέων. Εκτός από το δώρο των επιπλέον αναπνοών, η κίνηση αυτή ανοίγει καινούργια παράθυρα σε διαφορετικούς κόσμους, ώσπου αντιλαμβάνεσαι ότι ακόμη και αυτά που νόμιζες άσχετα ή  διαφορετικά, συνδέονται φυσιολογικότατα μεταξύ τους με έναν τρόπο που εκτός από τη θρησκεία, μόνο η λογοτεχνία μπορεί να συνδηλώσει.

Χρησιμοποιούνται επίσης κατά κόρον τεθλασμένες, άνευ κανόνα –φαινομενικά αυθαίρετες, αλλά άρτια υπηρετούσες τη διατήρηση της έντασης– χωροχρονικές μεταβάσεις σε ασύνδετα νομιζόμενα, μα λογοτεχνικά επιβεβλημένα για στάση και παράλληλο συσχετισμό γεγονότα, συμβάντα, περιστατικά, βιώματα, έτσι ώστε να υποστηρίζεται μέσα από μία αλυσιδωτή αλληλουχία η μετάβαση από το άλφα στο βήτα και μετά στο γάμα κ.ο.κ.

Ο ποιητικός τρόπος είναι και εδώ παρών. Ακολουθούν δύο παραδείγματα, όπου απλώς έχουν χωριστεί οι προτάσεις σε στίχους:

 

Θα μείνει,

λαβωμένη,

ακυρωμένη,

έστω νιώθοντας «γραφική»

και θα πολεμήσει

μέχρι την τελευταία στιγμή.

Τα παιδικά της χρόνια

και το τετράδιο με τις λυμένες πουέντ

θα είναι η τελευταία της

καταφυγή

 

 

Θυμάται, ακόμα,

να πλάθει μουστοκούλουρα

με την μπλε

του-Τσεκλένη-ποδιά. /…/

Κι έτσι παρέμειναν μέσα της κουβαράκι:

τρύγος,

κοφίνια,

γέλια,

κεράκια,

σχολείο,

καινούργια βιβλία,

κηρομπογιές

και παιδιά.

 

Η διακειμενικότητα έχει τη θέση της με τρόπο ιδιαίτερο. Έρχεται με φυσικότητα:

έτσι κι αλλιώς για κείνη κατήφορος ή ανήφορος η ίδια διαδρομή

[βλ. Σίσυφο αλλά και Ηράκλειτο (Περί Φύσεως): ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή.]

 

ή με παράφραση:

Στο μεταξύ η-αβάσταχτη-ελαφρότητα-της-ύλης όλο και αλαφραίνει

[βλ. το μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι».]

 

Άφθονες οι στοχαστικές παραθέσεις και οι βιωματικές αποκρυσταλλώσεις, κάποιες σε επανάληψη από προηγούμενά της βιβλία, όπως:

 

  • Γιατί ό,τι ζήσαμε είμαστε. Κι όσα υπήρχαν, υπάρχουν, χαμένος είναι μόνο ο ξεχασμένος μας χρόνος.
  • Δικό μας είναι εκείνο που χάσαμε.
  • … γίνεται ανύπαρκτη η λήθη μπροστά έστω και στην ελάχιστη Μνήμη.

 

Τίθενται σημαντικά φιλοσοφικά – υπαρξιακά ερωτήματα, καθ’ όλα ποιητικά:

 

–Γερνάει η μνήμη;

–Γερνάνε οι λέξεις;

–Τα πανηγύρια που ζήσαμε χάθηκαν; Γιατί όταν τα ξαναγράφεις ή τα ξαναδιαβάζεις, όμως, πονάνε σαν ζωντανά;

 

Η ενδοσκόπηση, η αυτοκριτική, η επανεξέταση με τη βοήθεια της μνήμης, αποφέρει καρπούς. Η αυταπάτη της σταθερότητας καταρρέει:

 

  • Σε λίγο κλείνει τριάντα χρόνια σχεδόν στο ίδιο γραφείο, τι είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει τριάντα χρόνια μετά;
  • Γίνεται η γη να γυρίζει χωρίς την εφημερίδα; Μια ζωή ήταν για όλους η μοναδική σταθερά.

 

Η κατάρρευση συμπαρασύρει στο ντόμινο των κοσμοθεωριών και άλλες αυταπάτες:

 … διαλύθηκε η ζωή που γνωρίζαμε, ακόμα και μεταξύ μας απομείναμε άγνωστοι, παιδιά τρυφερά, στοργικά, παιδιά που βοήθησες κάποτε, σήμερα να είναι ύπουλα, μουλωχτά.

 Η κρατούσα προτίμηση του μέτριου από το καλό, επώδυνη συνειδητοποίηση:

 Όταν είναι καλή ενοχλεί, το αντιλαμβάνεται ότι τους ενοχλεί.  Ακίνητη κι ακίνδυνη φαίνεται σα να τους γίνεται πιο συμπαθητική.

Σημειώνω εδώ τη λεκτική συσχέτιση μεταξύ κίνησης και κινδύνου.

Ο διαχωρισμός σε στρατόπεδα, μαντριά, ομάδες, κόμματα, παρατάξεις, συντεχνίες, φατρίες, σε όλους τους ανθρώπινους «υποχώρους», ανατέλλει απροκάλυπτος:

Όποιος δεν είναι με μας… Αλήθεια τι να σημαίνει άραγε πως κάποιος είναι «με μας»;

 

Συμπέρασμα;

Πρώτο, διαπιστωτικό:

Ναι, όλα είχαν γίνει για όλους «μια άλλη χώρα».

Δεύτερο, διαπιστωτικό πάλι, με την οδυνηρή διαπίστωση όμως να γίνεται εφαλτήριο κίνησης-μετακίνησης. Εδώ η διαπίστωση του κινδύνου προκαλεί κίνηση:

Η δική της ζωή είχε τελειώσει. Κι εκείνη εκεί όφειλε να μετακινηθεί.

Ωστόσο παρηγοριά της, ακόμα και τώρα, οι ελάχιστοι ανυποχώρητοι αυτής της ζωής, όπως ο αιρετικός μα τόσο γνήσιος Ντίνος Χριστιανόπουλος, με το υπέροχο Ποιητικό του μανιφέστο ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ, το οποίο παραθέτει ολόκληρο (σ. 102 κ.ε.).

Παρηγοριά της ακόμη ο Μπόρχες, ο Μαγιακόφσκι, ο Καβάφης, ο Στρατής Τσίρκας, ο Στέφαν Τσβάιχ, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Καμύ, ο Ντίκενς, ο Κάρλος Φουέντες, ο Γκιγέμο Μαρτίνες, ο Τζουζέπε Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα, ο Ταρκόφσκι, κ.α.

Παρηγοριά της ακόμα και η διαπίστωση ότι:

Κι όμως εκείνοι  –κάποτε το κατάλαβε– υπήρξαν οι ίδιοι η γη τους, τ’ αμπέλια τους, ήταν χώμα απ’ το χώμα.

Στάση ζωής;

Για εκείνη η ελπίδα:

Όμως αυτή ελπίζει, ελπίζει ξανά. Ακόμα και ότι μπορεί να ξυπνήσει από το κώμα ο πατέρας της.

Για τον αγαπημένο της πατέρα, παρά την άνοια; Πάλι η ελπίδα:

Κι ο πατέρας της στην τζαμαρία να περιμένει κάθε βράδυ την κόρη του. Αλλά κι η ίδια, αυτή την παλιά κόρη του, πού να τη βρει…

Τα σημάδια του χρόνου ισχυρά, οι ζημιές οριστικές, μη αναστρέψιμες:

Τίποτα δεν μένει στη θέση του. Και κανείς δεν υπήρξε αυτό που πίστευε μέχρι χθες. Ούτε καν ο ίδιος της ο εαυτός… Κοιτάζεται στον καθρέφτη της και ψελλίζει «Αυτή η γυναίκα φορά τη νυχτικιά μου» ή «το βεραμάν μου φόρεμα».

Δεν θυμάται πρόσωπα, δεν θυμάται ούτε τον εαυτό της, θυμάται όμως αντικείμενα (νυχτικό, φόρεμα, κλπ).

Τυχαία πέφτει σε ένα κείμενο που αποκαλύπτει την (ίσως κληρονομική) πάθησή της:

Η προσωπαγνωσία –σπάνια διαταραχή κατά την οποία οι πάσχοντες δυσκολεύονται ή αδυνατούν να αναγνωρίσουν πρόσωπα, ακόμα και οικεία ή την ίδια τους τη μορφή– άρχισε να της προκαλεί προβλήματα ακόμα και σε μικρή ηλικία.

Μετά από αυτό τι; Πού η παρηγορία; Πού η σωτηρία, αν υπάρχει; Πού η ελπίδα;

… αλλά θα είναι και ο Βασίλης Αλεξάκης που θα της πει πως η Λογοτεχνία είναι αυτή που διασώζει την κάθε εποχή. Η Ιστορία μιλά γι’ αριθμούς, νικητές, ηττημένους, νεκρούς, πρωταγωνιστές και χρονικούς προσδιορισμούς και σταθμούς, όμως τι θα ξέραμε  για τη Ρωσία χωρίς Ντοστογιέφσκι και για τη Γαλλία χωρίς τον Φλωμπέρ;

Επίκαιρο;

Όσο ποτέ.

Ή μάλλον,

επίκαιρο, όπως πάντα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top