Fractal

Τι ομορφιά απίστευτη! Είναι η ποίηση της μέρας

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ «Προσεγγίσεις μετά την απόσταση», εκδ. Δωδώνη, 2022

 

Δεν απαιτούνται πολλά πράγματα, λέξεις και δεν ξέρω τι άλλο για να είναι κανείς αληθινός και να κατακτά το συνομιλητή του. Αρκεί ένα ματσάκι ελληνικά αγριολούλουδα, κίτρινοι, δηλητηριώδεις μάλιστα, αλλά πανέμορφοι κρόκοι από την ελληνική γη να κάνουν τη γλώσσα του αηδονιού και τρυφερά να κελαηδήσει, να γράψει όχι μόνο αισθαντικούς στίχους, αλλά και να εκφράσει απλά τα αισθήματα και τα συναισθήματά του όπως μια εικονική συνομιλία με έναν ποιητή που μόνο μέσα από τις δύο πρόσφατες συλλογές ποιημάτων αρχίζω να τον ανακαλύπτω και να τον γνωρίζω:

«Νιώθω πολύ τυχερός που γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ αυτόν τον τόπο. Έναν τόπο που και το χώμα και το κλίμα είναι βουτηγμένα μέσα στην ποίηση. Το σπουδαιότερο όμως για μένα τυχερό είναι το ότι έτυχα Ελληνικής παιδείας. Και πιστέψτε με, όσο υπάρχω κι αναπνέω δεν θα πάψω ποτέ να θαυμάζω το τεράστιο αυτό κεφάλαιο που λέγεται Νεοελληνική ποίηση[…]  Έχει μεγάλη σημασία για μας που παλεύουμε με τις αμφιβολίες να βλέπεις πως αυτά που γράφεις βρίσκουν απήχηση στις καρδιές των ανθρώπων που εκτιμούν και υπερασπίζονται δημιουργικά τους στίχους…», εξομολογείται ένας καλός ποιητής, ο Σουλεϊμάν Αλάγιαλη -Τσιαλίκ, που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει με την οικογένειά του στη Ρόδο.

Όταν ήρθα πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη -Τσιαλίκ, όπως αφήνει διάπλατα ανοιχτή την είσοδο στον υπέροχο κόσμο της ψυχής και της καρδιάς του, της λογικής του σκέψης και της εκλεπτυσμένης νοοτροπίας, αισθάνθηκα μέσα μου αγαλλίαση και χαρά. «Υπάρχει ελπίδα κάτι ν’ αλλάξει στον πονεμένο μας κόσμο προς το καλύτερο», σκέφτηκα. «Ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει, οι άνθρωποι θα βρουν την απολεσθείσα ψυχή τους».

Κατέγραψα τις πρώτες σκέψεις που μου ήρθαν αυθόρμητα για να κάνω μια καλή τοποθέτηση της ποίησής του, ανεξάρτητα από τις γνώμες των άλλων, να δώσω τη δική μου άποψη, τη δική μου ερμηνεία των θέσεων και των προθέσεών του, της στάσης του Ροδίτη ποιητή, που «νιώθει πολύ τυχερός που γεννήθηκε, μεγάλωσε σ’ αυτό τον τόπο…κι έτυχε  ελληνικής Παιδείας», γενικά στη ζωή και στην τέχνη προσθέτοντας ένα πετραδάκι στο χτίσιμο μιας συνεννόησης, καλής κι αληθινής φιλίας ανάμεσα σε δύο τόσο κοντά γεωγραφικά μεταξύ τους λαούς, μα τόσο μακριά από δεσμούς καλής γειτνίασης: αγάπης, σεβασμού, αλληλοκατανόησης.

Εκτιμώ πολύ την ποίησή του. Τον καθαρό, τίμιο, ανεξίκακο λόγο, την ευαίσθητη ματιά του που αγκαλιάζει με στοργή και τρυφερότητα το φυσικό και το ανθρώπινο τοπίο, τη γενναιότητά του να εκφράζει με τόση θέρμη το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη του για την ομορφιά και την ποίηση που αποπνέει το ελληνικό χρώμα: «Νιώθω πολύ τυχερός που γεννήθηκα και μεγάλωσα σ’ αυτόν τον τόπο. Έναν τόπο που και το χρώμα και το κλίμα είναι βουτηγμένα μέσα στην ποίηση…», και θεωρεί

από όλα «σπουδαιότερο» την Ελληνική παιδεία του: «το ότι έτυχα Ελληνικής παιδείας. Και πιστέψτε με, όσο υπάρχω κι αναπνέω δεν θα πάψω ποτέ να θαυμάζω το τεράστιο αυτό κεφάλαιο που λέγεται Νεοελληνική ποίηση…»

Διαβάζω τα ποιήματά του και απολαμβάνω το καθαρό, ξάστερο βλέμμα που ρίχνει γύρω του, πάνω στα πράγματα της καθημερινότητας και όχι μόνο. Εκτιμώ τη στάση ζωής και την ποιητική του ευαισθησία, το ταλέντο του, τη στέρεα δομή του λόγου, τη φιλοσοφία του. Παρακολουθώ τη ροή της σκέψης, την άνετη και απρόσκοπτη έκφραση των συναισθημάτων, τον αυθορμητισμό του, μια διάχυτη καλοσύνη που καλύπτει την επιφάνεια των πραγμάτων, καθώς και την ευχέρεια με την οποία διατυπώνεις τους σύγχρονους προβληματισμούς και πώς εισχωρεί το βλέμμα του μέσα στα πράγματα προκειμένου να ερμηνεύσει μια κατάσταση, όπως λ. χ. “τα δάκρυα της μάνας» που είναι  “παντού διάσπαρτα κρίνα και γιασεμιά”, ή όταν παρατηρεί  στη βιτρίνα του καταστήματος: “το πώς απλώνεται το ξεθωριασμένο βελούδο κι αλλάζει χρώματα με την αφή…”

Κάθε ποίημα διατηρεί την αυτοτέλειά του μέσα στο ποιητικό σώμα, όντας μέρος αναπόσπαστό του, καθώς “όλα-μαζί– υποκρύπτονται/ με μια ασημαντότητα/ συμπαντική του χτες”, ενώ, “μέσα από φωνές που βρίσκονται σε μακροημέρευση/-και- ο καθένας προσπαθεί να συμπληρώσει/ ένα πλήρες βιογραφικό σ’ αυτήν τη ζωή…”, μην μπορώντας να αντιληφθεί ο καθένας, «μπροστά στη λάμψη ‘του βολικού και ωραίου’», γιατί γίνεται όλος αυτός ο αγώνας επικράτησης και κυριαρχίας και ότι «στο τέλος θα βλέπαμε ένα σαν τόπι τίποτα».

Κι όμως για «ένα σαν τόπι τίποτα», γίνονται οι πόλεμοι, χάνονται άδικα αθώοι άνθρωποι, πόλεις αφανίζονται, κλαίει και θρηνεί το σύμπαν. Και απαιτείται «πολύς χρόνος να μπορείς να φεύγεις/ χίλια μίλια μακριά/ μα πάλι να στέκεσαι στα ίδια/ κρατώντας αρτοσκευάσματα/ που ξεγελούν την πείνα…», να βρίσκεις το σταθερό σημείο του κόσμου, του δικού σου σύμπαντος.

     Λέξεις και φράσεις που βγαίνουν αυθόρμητα από τη βιωμένη πραγματικότητα σχηματίζουν στέρεα ποιητικά σώματα. Ο ποιητής εκών άκων, διαισθητικά μάλλον διέρχεται επί τροχάδην την ιστορική πραγματικότητα σε σχέση με τη γεωπολιτική και καταλήγει εύλογα σε ανάλογα συμπεράσματα: σε μια εκ των πραγμάτων αναγκαία συμπόρευση θρησκειών, λαών και πολιτισμών: «κρατώντας αρτοσκευάσματα που ξεγελούν την πείνα», χωρίς ψευδαισθήσεις, ωστόσο.

     Στα πεταχτά πέρασα μέσα από την προτελευταία συλλογή του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ «Στην αρχή των συμπτώσεων / δύο εκλάμψεις», ψηλαφώντας τα περάσματα του ποιητικού τοπίου, όπως το παραδίδει στους αναγνώστες του εν πλήρει επιγνώσει  «περασμένα μεσάνυχτα» όταν «ανοίγουν οι αποστάσεις των ελπίδων» και είδα και πρόσεξα:

«Ψηλά στο καμπαναριό

– να – κεντούν τα κοριτσόπουλα

με χρυσή κλωστή τον ουρανό

μπλαβιά με άπειρο φεγγάρι

τα γυάλινα γοβάκια της Σταχτοπούτας

τραγουδώντας ‘αύριο ίσως αύριο

τα όνειρα θα γίνουν συνήθεια

κι ο ήχος της θάλασσας υδροχαρής

πάλι θα μας γλυκάνει’ [..]

Ίσως ο έρωτας

που ξενιτεύτηκε αφήνοντας σημάδια…»

 

πληγές απούλωτες αφήνοντας στο κενό τις προσδοκίες, το «ξημέρωμα της «Αγίας Ιουλίτης». Στίχοι που ζωγραφούν εικόνες εαρινές, εικόνες ζωής με τον έρωτα να περιδιαβαίνει τον καιρόν μέσα στον ποιητικό χρόνο και να καθίζει όπου βρει κατακόκκινες φυλλωσιές και δροσερές πηγές στ’ απόσκια των τρυφερών αισθημάτων, αλλά και «Στο μονοπάτι του πατέρα»:

 

«…Κάθε που σημαίνει ο καιρός

…αναδύεται το θρόισμα των συμβουλών

…αναδύονται οι ερωτικές αλήθειες…

τα αινίγματα/ τα λάθη/κι οι ανοιχτοί λογαριασμοί…»

(«Προσεγγίσεις μετά την απόσταση»)

 

Σουλεϊμάν Αλάγιαλη – Τσιαλίκ

 

Συνάντησα στίχους που με ξανάφεραν αντιμέτωπη με την τραγωδία: «Περνάμε σαν φαντάσματα/ δίπλα από πλίνθους παλαιούς...». «Ξέρεις, έχω συνειδητοποιήσει πως εμείς οι ζωντανοί άνθρωποι δεν είμαστε παρά φαντάσματα ή κούφιος ίσκιος…», απαντάει ο πολυμήχανος Οδυσσέας στη θεά Αθηνά, όταν τον παρακινεί να βασανίζει ανελέητα τον Αίαντα, επειδή δεν σεβόταν τους θεούς.

Αλλού ο Σουλεϊμάν Αλάγιαλη- Τσιαλίκ , σε άλλο επίπεδο φυσικά, αλλά το ίδιο με τον αρχαίο τραγικό λέει : «Μες τα κλαδιά αιωρούνται οι ψυχές/ όσων κατοίκησαν στη στέρηση…/κι είναι νωρίς, πολύ νωρίς /για συνειρμούς των αδικοχαμένων»..  Και ο αρχαίος τραγικός ποιητής «οι ψυχές αιωρούνται στο κενό, στο σύμπαν»

Η επαφή μου με την ποίηση του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ άνοιξε ένα νέο παράθυρο προς την ευρύχωρη Ανατολή, με βοήθησε να διώξω από την ψυχή μου μια θλίψη που γεννά η ανησυχία μου για την τύχη, για το μέλλον των παιδιών παρακολουθώντας τη συνεχιζόμενη απειλή που δημιουργεί η ατέρμονη εναέρια κινητικότητα της γείτονος ανατολικά χώρας. Πάνω από μισόν αιώνα ζούμε οι δύο λαοί υπό αυτόν τον ασίγαστο εφιάλτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top