Fractal

✔ Προδημοσίευση: “Οι χαρούμενες ελεγείες του θανάτου” – Νίκος Καρούζος

Του Κωνσταντίνου Μούσσα // 

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

«Η αβεβαιότητα του θανάτου ως σημείο αναφοράς στην ποίηση»

 

[12]εκ τε γαρ ουδάμ’ εόντος αμήχανόν έστι γενέσθαι και τ’ έον έξαπολέσθαι ανήνυστον και άπυστον αιεί γαρ τη γ’ εσται, όπη κε τις αιέν ερείδη [1]

(μτφ). Γιατί  από το μη ον δεν μπορεί τίποτα να γεννηθεί, και ανέφικτο και ανήκουστο να εξολοθρευτεί κάτι που είναι.

 

Αβεβαιότητα. Τίποτα στην διαλεκτική της ποίησης, δεν μπορεί να θεωρείται παγιωμένο, απτό και δεδομένο. Αν οι διαφορετικοί τρόποι και τα εκφραστικά μέσα υπηρετούν πιστά τη μέγιστη των Τεχνών, τότε τοποθετούν την υπαρκτική συνείδηση, την Λογική της διάνοιας και την βιωματική ατομική εμπειρία υπό συνεχή αμφισβήτηση. Όλα νοηματοδοτούνται μόνον εφόσον μπορούν να ανατραπούν. Μια λέξη υφίσταται, μόνον αν υποθέτουμε την ύπαρξη της μη-λέξης.

Στη θεματολογία της ποίησης, ξέχωρα από τη στιγμιαία έμπνευση, αλλά και σαν μόνιμη κατάσταση, σαν διαρκή και επώδυνο ζητούμενο, ο θάνατος στάθηκε ως  έννοια, κοινό σημείο αναφοράς για όλους τους δημιουργούς ανά τους αιώνες. Ήταν ο φόβος, η απώλεια, η τραγικότητα, το τέλος, αφορμές για το γεγονός αυτό;

[366] Κι αν απαγορεύονταν να πεις «Γνωρίζω» και επιτρέπονταν να πεις    « Πιστεύω ότι γνωρίζω»;[2]

 

Στις περιπτώσεις όπου υπηρετείται στον υπέρτατο βαθμό η ποιητική τέχνη, είναι η αβεβαιότητα και όχι το αναπόφευκτο του θανάτου, που ορίζει τη θεματική και μετουσιώνει την έννοια σε λεκτικά σχήματα, γόνιμα κι όχι στείρα διανοήματα, ώστε σταδιακά και μέσα από το γενεσιουργό πυρ της ανάγκης να ειπωθεί ή να διατυπωθεί όσο πιο λιτά γίνεται μια ιδέα καταλήγοντας στην «καθαρή» ποίηση.

[28] κάποτε να’σαι νεκρός με τη γνώση των άστρων απέραντη,

όλων των άστρων: και πώς, πώς να τα λησμονήσεις![3]

 

Η ανάγκη που κατά καιρούς είχαν οι ποιητές να αμφιβάλουν για την ιδέα του θανάτου και απελευθερωμένοι από την βεβαιότητά του να περιγράψουν, όπως το μπόρεσε ο καθένας τους τελικά τη ζωή, αποτελεί κοινό φαινόμενο στην παγκόσμια λογοτεχνική δημιουργία.

[…]ο τάφος μου πού θα ναι; /Στου μανδύα μου την ουρά, είπε ο ήλιος. / Μέσα στο στήθος μου, είπε η σελήνη[…]/Πάνω στα κλωνιά της δάφνης/είδα τα δυο περιστέρια γυμνά./Το ένα ήταν το άλλο/και τα δυο δεν ήτανε κανένα.[4]

 

Αληθεύει λοιπόν η αναχώρηση για κάπου ή  επιστροφή στο αφετηριακό σημείο; Ή μήπως είναι κι αυτός ένας άλλος τρόπος να λυτρωθούμε από την ιδέα του θανάτου έστω και σε μια άλλη διαφορετική κατάσταση; Επιστρέφουμε πράγματι κάπου; Ή αντίθετα κινούμε για κάπου αλλού; Μα ο ποιητής, όταν και εφόσον είναι ποιητής, προχωρά πέρα από το μοιραίο του γεγονότος. Δεν είναι το τραγικό που τον απασχολεί, διότι έχει ήδη διαχωρίσει τις ιδιότητες της ζωής και του θανάτου, από τη βεβαιότητα της ύπαρξης.

[…]δυο περίεργοι ερωτευμένοι/αναβάλανε τέτοιο ζηλευτό/θάνατο, κι απομείνανε γι’ αυτό/— χι! χι! χι! — καταγοητευμένοι.[5]

 

[…]Άλλος θάνατος είν’ η άκρη της ύλης./ Κι άλλος θάνατος, ο λευκότερος,

/είν’ η άνοιξη της μη-ύλης.[6]

 

Η μνημοσύνη, η συναισθηματική συνείδηση, το ακλόνητο παρόν των αισθημάτων, τον ταλανίζουν αδιαμφισβήτητα, ως αποχρώσεις και νοητικές συγχορδίες της ύπαρξης, άλλοτε σκοτεινές, βίαιες, αιματηρές κι άλλοτε χαοτικά αρμονικές και γαλήνιες. Ο λυρισμός, ο ρομαντισμός, ο υπερρεαλισμός κλπ.,  επιχείρησαν πολλές φορές να αποδώσουν λεκτικά ακριβώς αυτό. Όμως ήταν η αβεβαιότητα που επαναπροσδιόρισε το αισθητό, που ανέτρεψε ό,τι ορίζονταν  κι απελευθέρωσε τη διάνοια από το εμπειρικό γαιώδες ένστικτο. Ο φόβος όταν  πλέον καταρρεύσει υπό το βάρος της μη-αποδοχής κάθε βέβαιου θανάτου και ζωής, αποκαθιστά την δυναμική της ύπαρξης-όπως κι αν την ορίζει κανείς-επιβεβαιώνοντας τον προορισμό της: να υφίσταται και ταυτόχρονα να αμφιβάλει για αυτό.

 

Είναι ζωή, θα λέω το φέρετρο όπου/ λύπη, χαρά τελειώνουνε του ανθρώπου.[7]

Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη!/[…]εκεί, στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη.[8]

Μια παρεξήγηση λοιπόν είναι ο θάνατος στον ορισμό της ζωής; Μια ασυνέχεια στην ενδεχόμενη ανυπαρξία της διάρκειας, στο άχρονο υπαρκτό, στη μη-αιωνιότητα; Σε αυτή την εναλλαγή κατά τον Ηράκλειτο, αναπαύεται η φύση των πραγμάτων. [9]

 

Γιατί να πενθώ /τη χαμένη δύναμη τη καθημερινής βασιλείας; […]Αφήστε τη λευκότητα των οστών να εξιλεωθεί σε λησμονιά.[…] Σβήνοντας, σβήνοντας. Δύναμη πέρα από ελπίδα και απόγνωση.[10]

 

Ο S.Freud και όσοι τον ακολούθησαν επιχειρεί τη συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου, όμως και αυτή είναι μια κατ’ ορισμό σύμβαση, μια φυγή έστω και αξιοπρεπής, από την φριχτή όψη, της ερεβώδους κενότητας αλλά και την λυτρωτική καθαρότητα της αλήθειας της.

«Ο δεύτερος παράγοντας στον οποίο αποδίδω το ότι νιώθουμε αποξενωμένοι σ’ αυτόν τον άλλοτε ωραίο και οικείο κόσμο, είναι η αναστάτωση στη μέχρι τώρα σταθερή σχέση μας με το θάνατο  Αυτή η σχέση δεν ήταν χωρίς υποκρισία. Σ’ όποιον μας άκουγε, δίναμε την εντύπωση πως ήμασταν με φυσικό τρόπο βέβαιοι ότι ο θάνατος είναι η αναγκαία ολοκλήρωση κάθε ζωής, ότι ο καθένας μας χρωστά στη φύση ένα θάνατο και οφείλει να είναι έτοιμος να εξοφλήσει αυτό το χρέος· πως ο θάνατος είναι φυσικός και αναπόφευκτος και δεν γίνεται να τον απαρνηθούμε. Στην πραγματικότητα συνηθίζαμε να συμπεριφερόμαστε σαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα. Εκδηλώναμε φανερά την τάση να βάλουμε το θάνατο κατά μέρος, να τον διαγράψουμε από τη ζωή μας. Προσπαθήσαμε να τον θάψουμε μέσα στη σιωπή και ακόμη διαθέτουμε μια παροιμία: «το σκέφτεται τόσο, όσο και το θάνατο», δηλαδή καθόλου, όσο και τον δικό του φυσικά. Είναι πραγματικά, εντελώς αδύνατον να φανταστούμε το δικό μας θάνατο, και όσο περισσότερο το επιχειρούμε, τόσο αντιλαμβανόμαστε ότι παραμένουμε απλοί θεατές. Γι’ αυτό η ψυχαναλυτική σχολή τόλμησε να αποφανθεί ότι κατά βάθος, κανένας δεν πιστεύει στο δικό του θάνατο, ή πράγμα που είναι το ίδιο, ότι στο ασυνείδητο, ο καθένας έχει πεισθεί ότι είναι αθάνατος»[11].

Για τον ποιητή που μάχεται να αποκαταστήσει τη μη-ύπαρξη το: «ο νεκρός δεδικαιώται» του Αποστόλου Παύλου- ή αντίστοιχα το «de mortuis nil nisi bene», είναι ανάξιο αναφοράς, πόσο μάλλον αίτιο ποιητικής σύλληψης. Δεν συμφιλιώνεται η ιδέα του θανάτου με το άτομο, όχι διότι αποτελεί συνέχεια μιας άλλης ή και αυτής της ζωής, αλλά γιατί αμφισβητεί ή καλύτερα δεν είναι βέβαιος και για τα δύο.

 

Από τον κόσμο των γρίφων/φεύγω ήσυχη./Αναμάρτητη:/αξεδίψαστη./Στο αίνιγμα του θανάτου/πάω ψυχωμένη.[12]

Από τον Όμηρο, «Είναι αλήθεια όταν πεθαίνουμε ένα κομμάτι μας ζει: το αθάνατο πνεύμα», στον Επίκτητο «Γιατί να μιλάμε για τον θάνατο; Ας μην το κάνουμε τραγωδία. Ας το λέμε όπως είναι: ήρθε ο καιρός αυτό που μας απαρτίζει να αποσυντεθεί στα στοιχεία που το αποτελούν. Είναι αυτό τόσο τρομερό;», στον Ευριπίδη, «Θανείν κράτιστω»,( μτφ. «το να πεθάνεις είναι προτιμότερο» ), ως τον Βιργίλιο « Ο θάνατος μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: ζήσε, μου λέει έρχομαι» και αργότερα τον Αλκουίνο της Υόρκης «Ο θάνατος είναι ένα  ταξίδι προς την αβεβαιότητα», η  ανθρώπινη διανόηση χρειάστηκε αγώνα και εσωτερικότητα για να τολμήσει έστω και να υπαινιχθεί την αβεβαιότητα του θανάτου, ως αντίστοιχη και ισοδύναμη της ζωής. Ο Καζαντζάκης με την γνωστή του υπερβολή και την ιδιόρρυθμη λεκτική πληθωρικότητα καταλήγει : «Tι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο». Όμως αυτό για τον ποιητή δεν είναι αρκετό. Θέλει να προελάσει θριαμβευτής του ιδεατού, ιππότης κι οραματιστής, Δον Κιχώτης που αναίτια μάχεται το άγνωστο, το φαινομενικά ανίκητο, όσο δεχόμαστε  αναντίρρητα την ύπαρξή του. Δεν αρκεί για τον δημιουργό ούτε η νίκη επί του φόβου, ούτε βέβαια ο αμφίβολος τίτλος του «ελεύθερου» άνθρωπου. Κάθε ιδιότητα είναι υποτέλεια και κάθε τίτλος άχθος και μάταιη υποχρέωση, άρα και ανάχωμα για την ποιητική έκφραση.

 

Και τ’ άγαλμα αγωνίστηκα για το ναό να πλάσω/στην πέτρα η δική μου απάνω,
και να το στήσω ολόγυμνο, και να περάσω,/και να περάσω, δίχως να πεθάνω.[13]

 

Μήτε με το  σίδερο, /Μήτε με το χρυσάφι, /Μήτε με τα χρώματα /Που σπέρνουν οι ζωγράφοι Μόνο με του πνεύματος /Τα μάγια! Σου το υψώνω /Σ᾿ ένα τόπον άυλον,
Απείραχτο απ᾿ το χρόνο.[14]

 

Η ιδέα του θανάτου, οι ιδιότητες και οι συνέπειες του, δεν συγκλονίζουν την ύπαρξη, δεν απειλούν την διάσταση της στον εδώ χώρο, ούτε και καθορίζουν την οντότητα της στο υποτιθέμενο επέκεινα. Δεν αποζητά τη λύτρωση από τον βίο και τα δεινά του οδημιουργός, μέσα από το τέλος. Συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο, κι αυτός είναι ο σκοπός της μικρής αυτής μελέτης.  

Πώς να προσπεράσει κανείς τον «Αλαφροΐσκιωτος» του Σικελιανού, τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, τον «Πικραμένο Αναχωρητή» του Βρεττάκου, το ποίημα «Τρείς Θάνατοι» του Βάρναλη, τον Λειβαδίτη με τον «Επίλογο», τον Αναγνωστάκη με τα ποιήματα «Το σκάκι», «Επιτάφιο» και «Χάρης,1944); Αλλά και τους Ν.Γ Πεντζίκη (Ο πεθαμένος και η Ανάσταση), Παπατσώνη (Η ερημωμένη και περιπλανώμενη), Εμπειρίκο ( Υψικάμινος), Γκάτσο (ο Ιππότης και ο Θάνατος), Μάρκο Μέσκο (Ιδιωτικό νεκροταφείο) και τόσους άλλους. Κι όμως στην ποίηση όλων, ο θάνατος θα ενδυθεί έναν διαφορετικό μανδύα κάθε φορά. Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί την ποιότητα των συναισθημάτων και τις λεπτότατες αποχρώσεις των εκφραστικών μέσων που ο καθένας τους χρησιμοποιεί;

 

 

Φεύγω ηττημένος και χλωμός, σάβανο με στοιχειώνει,/Φοβάμαι μην αφανιστώ, αφού κοιμάμαι μόνος.[15]

Το ζητούμενο είναι η σκέψη. Η κάθε σκέψη. Και ο αγώνας να μετουσιωθεί σε ποίηση. «Υπάρχουν άνθρωποι που θα προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να σκεφτούν. Και αυτό κάνουν», μας ειδοποιεί-παρά την εγνωσμένη δογματικότητα του-ο Μπέρτραντ Ράσελ, θέλοντας να τονίσει τη σημασία της σκέψης και τον κίνδυνο που διατρέχει ο καθένας όταν αποφασίσει-αν το αποφασίσει- να αναμετρηθεί με τη Λογική και τον κόσμο του αισθητού.

Πέρα από τον υπεράνθρωπο του Νίτσε που κραυγάζει «Gott ist Tott», μτφ «ο Θεός είναι νεκρός», ακριβώς σε μια απέλπιδα προσπάθεια να απελευθερωθεί ακόμη και από αυτόν, όπως θα θελήσει ο Τολστόι στο μυθιστόρημα του «Ανάσταση» (1899) ή στο διήγημα «Τρείς Θάνατοι» (1859) και ο Ντοστογιέφσκι στον εμβληματικό «Ηλίθιο»(1869) αλλά και στους «Αδερφούς Καραμαζώφ» (1880), ο ποιητής δεν ακροβατεί επί ξυρού ακμής, αλλά βέβαιος για τον μη- θάνατο, κάνει το τελικό βήμα προς την ελευθερία, στο κενό όπου ταυτίζεται η μνήμη με τη φθοροποιό λήθη.

 

Σώπαινε, ανίδεη ψυχή, μ᾿ όλα ξετρελαμένη!/στόμα με γέλιο παιδικό! Οι άνθρωποι είναι δεμένοι πιότερο με το Θάνατο παρά με τη Ζωή.[16]

 

«Οι πιο μεγάλοι μας φόβοι, όπως οι πιο μεγάλες μας ελπίδες, δεν ξεπερνούν τις δυνάμεις μας, και μπορούμε να καταφέρουμε να κυριαρχήσουμε πάνω στους πρώτους και να πραγματοποιήσουμε τις δεύτερες…» είναι η αντίληψη του Προύστ όπως την καταγράφει στο περίφημο έργο του, «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Όμως και εδώ επανέρχεται το ζήτημα της ελπίδας σε αντιδιαστολή με τον φόβο. Στην ποίηση ο δημιουργός θα επινοήσει το αφοπλιστικό συναίσθημα του φόβου ή την ψευδαίσθηση της ελπίδας απλώς για να ανατρέψει στη συνέχεια και τις δύο αλληλένδετες έννοιες.

Ζητούμενο παραμένει η ανυπαρξία και παραπέρα: η ενσυναίσθηση της μη-ύπαρξης, άρα και της αδιάλειπτης συνέχειάς της, στον σχετικό χρόνο. Εκείνος που παλεύει στο αλώνι της ποίησης, μάχεται να συμπυκνώσει τα νοήματα, για να απελευθερώσει και να απελευθερωθεί από κάθε έννοια. Αναζητά και επιδιώκει την ακύρωση του τέλους, την ματαίωση κάθε αρχής  αφετηρίας και προορισμού.

 

Αμφιβάλει για το υπαρκτό, οδηγώντας τη διάνοια ως τα έσχατα σύνορα των αντοχών της, ως εκεί που αχνοβλέπει τη διάφανη διάρκεια του θείου, όπως σχηματίζεται στιγμιαία στο κοσμικό κάτοπτρο και που όμως αρκεί για να αναγνωρίσει σε αυτό το είδωλο του εαυτού του.

Θρηνούσαν/τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο-/μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο-/ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή-/εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ’ την ζωή.[17]

 

Το ζήτημα του θανάτου, δεν άφησε ανεπηρέαστη και την παγκόσμια ποιητική παραγωγή. Από τον J.Joyce, τον Rimbaud και τον Valéry, στον Aragon, τον  Hesse, τον Montale, τον Pessoa και τον Pasolini για να επιστρέψει ως επίδραση, καταλυτική στους νομπελίστες, Σεφέρη και Ελύτη.

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε/που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.

Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη/της πέτρας και του αιθέρος.

Λοιπόν, αυτός που γύρευα είμαι.[18]

 

Μια επιχειρούμενη καταγραφή των ποιητικών αναφορών στο φαινόμενο του θανάτου ξεπερνά τον σκοπό της σύντομης αυτής εισαγωγής. Περιοριστήκαμε μόνο σε μερικά δείγματα, πριν παραθέσουμε τα δεκάδες αποσπάσματα που σκιαγραφούν τον θάνατο, από το σύνολο του ποιητικού έργου του Νίκου Καρούζου.  Όμως δεν είναι μόνον αυτή-η ποσοτική- διάσταση που εντυπωσιάζει. Ο Καρούζος επιχειρεί σε όλη του την ποιητική διαδρομή κάτι το εντελώς πρωτοποριακό: Μας εισάγει στη «γενική θεωρεία της μη- βεβαιότητας». Μετά τη μελέτη των αποσπασμάτων αυτών, ίσως μείνει ακατάλυτη στον αναγνώστη ως επίγευση από το επερχόμενο άγνωστο, η πραγματική διάσταση της ζωής. Ένα ανεξίτηλο εντύπωμα στο ατομικό υποσυνείδητο και μια πρωτόγνωρη βίωση της αβεβαιότητας του θανάτου. Κ.Μ

 

Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται- πως πεθαίνει/ένας άντρας;

Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, /το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον/και τούτο το παιχνίδι είναι η  ζωή.[19]

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τομ. Α΄, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2001 δ΄),
  • Εμπεδοκλής, Περί Φύσεως, Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Α. Λάλου – Π. Σκαρσουλή, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1999.
  • Tractatus Logico-Philosophicus, εκδ. Παπαζήση, 1978
  • The House of Wittgenstein: a Family at War. Random House of Canada, 2008, p. 114.
  • Bartley, pp. 33–34. For an original report, see “Death of D.H. Pinsent”, Birmingham Daily Mail, 15 May 1918: “Recovery of the Body.
  • Freedman, Ralph. Life of a Poet: Rainer Maria Rilke (Chicago: Northwestern University Press, 1998), p. 515.
  • R.M.Rilke. Das Buch von der Armut und vom Tode (Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου) (1903)
  • Βιδάλ Αγκουστίν Σάντσεθ: Μπουνιουέλ – Λόρκα – Νταλί: Το αίνιγμα δίχως τέλος, μετάφρ. Ισμήνη Κανσή, εκδ. «Εξάντας», Αθήνα 1991
  • Κώστας Τζιρόπουλος, Θάνατος και δόξα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, εκδόσεις Αστρολάβος/Ευθύνη.
  • Verlaine, Paul (1882). Aesthetic Realism Online Library. Translated by Eli Siegel (1968). Retrieved 18 February 2017.
  • Nίκος Καρούζος. Οιδίπους τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, ( φιλολογική επιμέλεια Μαρία Αρμυρά. Εκδόσεις Ίκαρος)
  • Nίκος Καρούζος. Τα Ποίηματα Α΄ και Β΄ τομ. Εκδόσεις Ίκαρος.
  • Νίκος Καρούζος.Μεταφυσικές εντυπώσεις απ΄τη ζωη ως το θέατρο, εκδ.Άψινθος, 1966.
  • Νίκος Καρούζος. Πεζά κείμενα, εκδ.Ίκαρος, 1997
  • Νίκος Καρούζος. Θρίαμβος χρόνου, εκδ.Απόπειρα, 1997
  • Σαββίδης Γ.Π. (επιμέλεια), Καρυωτάκη Κ.Γ. «Ποιήματα και πεζά», Εκδόσεις Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984.
  • Φαράντος Γεώργιος, «Η πολιτική φιλοσοφία του Ηράκλειτου». Παρνασσός 24 (1982)
  • Windelband, W., Heimsoeth H. Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Τομ. Α΄, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2001 δ΄).
  • Kojecky, Roger. T.S. Eliot’s Social Criticism, Faber & Faber, Farrar, Strauss, Giroux, 1972, revised Kindle edn. 2014.
  • Εμμανουήλ Ρακιτζής, «T. S. Eliot: ένας μεταφυσικός ποιητής», Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 6 (1989)
  • Jones, Ernest (1964) Sigmund Freud: Life and Work. Edited and abridged by Lionel Trilling and Stephen Marcus. Harmondsworth: Penguin Books
  • Κική Δημουλά.Ποιήματα, εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα 1998 (Συγκεντρωτκή έκδοση· περιλαμβάνονται όλες οι προηγούμενες συλλογές εκτός από τα Ποιήματα.)
  • Κωστής Παλαμάς. “Πεζοί δρόμοι. Κάποιων νεκρών η ζωή” (1934).
  • Κωστής Παλαμάς.( Κ.Θ.Δημαρά, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1975).
  • Blanchot, Maurice. “The Myth of Mallarmé”. In The Work of Fire. Trans. Charlotte Mandell.
  • Baudelaire, Charles. Les Fleurs du mal. Paris: Revue des Deux Mondes(XXVe année, seconde série de la nouvelle période, tome dixième), 1855.
  • Παπαδοπεράκη Ασπασία, Η μορφή του Κ. Π. Καβάφη, εισαγωγή Γιώργος Ιωάννου, Αθήνα 1987.
  • Οδυσσέας Ελύτης, Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, Ύψιλον, Αθήνα 2000.
  • Οδυσσέας Ελύτης,Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, Ίκαρος, Αθήνα 1990.
  • Φ.Ι. Κακριδής, Αρχαία ελληνική γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], Θεσσαλονίκη 2005.
  • Brun, J. (2007). Επίκτητος. Σε μετάφραση Σ. Βασιλείου, Ο ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ Αθήνα: Ι.ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ.
  • Appendix Vergiliana (50 π.Χ).
  • Bien Peter (2001). Καζαντζάκης: Η πολιτική του πνεύματος, Α’. απόδοση στα ελληνικά: Ασπασία Δ. Λαμπρινίδου. Ηράκλειο Κρήτης: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
  • Λίνος ΠολίτηςΙστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίαςΜ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978.
  • Συλλογικό, Λεξικό Νεοελληνικής ΛογοτεχνίαςΕκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007.
  •  Κ. Θ. Δημαράς, «Η ποίηση στον ΙΘ΄ αιώνα»,Ελληνικός Ρομαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1994.
  •  Μάρκος Αυγέρης, Απόσπασμα κριτικού σημειώματος στην Ανάσταση του Τολστόι, εκδ. Χ. Μιχαλακέας & Σια, Αθήνα 1960.
  • Μακράκης, Μιχάλης, «Οι δύο διαστάσεις της ελευθερίας στη φιλοσοφική και θρησκευτική σκέψη του Ντοστογιέφσκυ». Εποπτεία 62 (1981).
  • Beckett, Samuel, Proust, London: Calder
  • James Joyce,Collected Poems (poems, 1936, which includes Chamber MusicPomes Penyeach and other previously published works)
  • Pessoa’s Alberto Caeiro. Dartmouth, Mass.: University of Massachusetts Dartmouth, 2000.
  • Pessoa Fernando, Το βιβλίο της ανησυχίας. (LIVRO DO DESASSOSSEGO) Εκδ. Αλεξάνδρεια.
  • Viano, Maurizio. A Certain Realism: Making Use of Pasolini’s Film Theory and Practice. Berkeley: University of California Press, 1993.
  • Fabbro, Elena (ed.). Il mito greco nell’opera di Pasolini. Atti del Convegno Udine-Casarsa della Delizia, 24–26 ottobre 2002. Udine: Forum (2004).
  • P.P.Pasolini.The Selected Poetry of Pier Paolo Pasolini: A Bilingual Edition. (2014)
  • Eugenio Montale.Tutte le poesie, Milan: Mondadori.(1977)
  • Τσέτσου Μάρκου, Βούληση και ήχος. Η μεταφυσική της μουσικής στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. “Βιβλιοπωλείον της Εστίας”, Αθήνα 2004.
  • Windelbant W.-HeimsoethΕγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας. Α τόμος, μτφρ.Ν. Μ. Σκουτερόπουλος. Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986.
  • Festugière, André Jean. Ο Επίκουρος και οι θεοί του. Μετάφραση Ροζίνα Μπέρκνερ, Εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 1999
  • Παπανούτσος Ευάγγελος, «Η ‘κάθαρση των παθών’ κατά τον Αριστοτέλη», Εποπτεία 70 (1982).

 

——————-

 

[1] Εμπεδοκλής, Άπαντα τα ευρισκόμενα.Diels, Die fragmente der Vorsokratiker.     Berlin 1903

[2] Ludwig Wttgenstein, Uber Gewibheit, George Henrik von Wright, 1969

[3] R.M.Rilke, Die Siebente Elegie, H Έβδομη Ελεγεία.

[4] F.G.Lorca, Τραγούδι των σκούρων περιστεριών, (Μτφ Κ.Πολίτης).

[5] Paul Verlaine, Οι Ράθυμοι, (Μτφ Κ. Καρυωτάκης)

[6] Ν. Καρούζος, Βραδινός Ιούνιος. 1975. Ποιήματα ανέκδοτα δημοσιευμένα από τρίτους

[7] Κ. Καρυωτάκη, Η σκιά των ωρών/ Το Δέντρο.

[8] Κ. Καρυωτάκη, Ελεγεία και Σάτιρες(1928)/ Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί…

[9] Ηράκλειτος, 544-484 π.Χ. , μεταβάλλον ἀναπαύεται. fragmentum B 84b

[10] T.S.Eliot, Ash Wednesday (1930) Η Τετάρτη των τεφρών.

[11] S. Freud, Unser Verhältnis zum Tode, Gesammelte Werke, Werke aus der Jahren 19131917 Τόμος X, J. Fischer, 1946 pp: 341-355.

[12] Κική Δημουλά, Το λίγο του κόσμου Α’ εκδ. 1971/ Άφησα να μην ξέρω.

[13] Κ. Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή(1904).

[14] Κ. Παλαμάς, Ο Τάφος (1898)

[15] Stéphane Mallarmé, Ο καταραμένος γελωτοποιός & άλλα ποιήματα/ Ανησυχία

[16] Charles Baudelaire/Semper Eadem

[17] Κ.Π.Καβάφης, Τα άλογα του Αχιλλέως. Ποιήματα 1897-1933

[18] Ο.Ελύτης,  Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό, Ίκαρος 1960

[19] Γ.Σεφέρης, Ἡ τελευταία μέρα (1939)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top