Fractal

Η τραγωδία των εκπατρισμένων

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Νάνσυ Καλφούδη-Παπάκου «Ο ποταμός απέναντι», εκδ. Εκδόσεις Περίπλους – Διονύσης Βίτσος

 

«Ένας δυνατός προβολέας σαρώνει ξαφνικά το νησί. Ή μάλλον δύο! Τρέμουμε… μας πήραν είδηση οι Βούλγαροι; Να τρέξουμε; να μείνουμε; να πέσουμε μπρούμυτα κάτω στο χιόνι; Ακόμη και οι συνοδοί μας έχουν παγώσει από την τρομάρα τους. Έχουμε μείνει αγάλματα, χωρίς ανάσα, χωρίς έναν ψίθυρο μεταξύ μας για κουράγιο. Αποσβολωμένοι κοιτάμε τα φώτα που μας πλησιάζουν. Ένας σιγανός και ρυθμικός ήχος αρχίζει να ακούγεται. Δυναμώνει σταδιακά. Τρένο, ένα τρένο που πήρε ασθμαίνοντας τη στροφή μέσα στη σκοτεινιά, φάνηκε να σαρώνει με τα φανάρια του τη μικρή μας επικράτεια. Αυτό ήταν! Γυρίζω το κεφάλι μου και κοιτάζω τη μαμά μου. Πού βρίσκει τη δύναμη να μου χαμογελάει τέτοια ώρα;»   

 

Ο εκπατρισμός, η προσφυγιά, μια διαρκώς ματωμένη πληγή στο σώμα της ανθρωπότητας. Αυτό είναι το θέμα και η αληθινή ιστορία αυτού του βιβλίου.

Η αφηγήτρια, μια νεαρή κοπέλα από την Ορεστιάδα του Έβρου, είχε την πρόνοια να την καταγράψει στο ημερολόγιό της, να φυλάξει όλα τα στοιχεία – ιστορικά ντοκουμέντα – που αποδεικνύουν την αυθεντικότητά της, και να τα παραδώσει στην κόρη της, που μας την αφηγείται έμμεσα, ξεδιπλώνοντας συγχρόνως το συγγραφικό της ταλέντο.

Σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση η Φούλα, μητέρα της συγγραφέως και  πρωταγωνίστρια αυτής της συγκλονιστικής περιπλάνησης μέσα στη δίνη του β’ Παγκοσμίου Πολέμου, “φωτίζει” ώρα την ώρα, μέρα τη μέρα τις σκοτεινές κόγχες του δράματος που βιώνει ο πρόσφυγας, άπατρις, φτωχός, πεινασμένος, ανέστιος.

Οι αριστερές πεποιθήσεις του δάσκαλου πατέρα της γίνονται η αιτία της  αναγκαστικής, περιπετειώδους φυγής της τετραμελούς οικογένειας (μητέρα και ένας δεκάχρονος γιος) μια χειμωνιάτικη νύχτα του Γενάρη του ‘43 ενώ μαινόταν ο πόλεμος και η Θράκη βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή. Το πέρασμα του Έβρου δύσκολο. Τους είπανε: «Ένα ποτάμι είναι! Αχ τι ποτάμι όμως! Με δυνατά ρεύματα, πολύ νερό και βάθος, θολό και άγριο! Αν μπατάρει η βάρκα από το βάρος, αν βάλει νερά από τα σάπια ύφαλα, αν αναποδογυρίσει ξαφνικά, όλες οι άμοιρες ψυχές χάνονται στα βάθη του».

Καθώς διάβαζα το κεφάλαιο της δραματικής διέλευσης του ποταμού ερχόταν στο νου μου οι στίχοι της Κενυάτισσας  Ουαρσάν Σαϊρ, από το ποίημά της “Πατρίδα”:

“Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα

                        εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά 

                       […]

                       Κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα

                       εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά”

Οι δικές τους ψυχές μαζί με τις τρεις μιας άλλης οικογένειας που δέθηκαν με μοίρα κοινή, παρά τις καιρικές αντιξοότητες σώθηκαν ως εκ θαύματος, με τον φόβο πιθανού εντοπισμού από τους συνοριοφύλακες μόνιμο κάτοικο εντός  τους. Φόβος, ταλαιπωρίες και βάσανα ψυχής και σώματος που δεν τους εγκατέλειψαν για μήνες περνώντας μέσα από την Τουρκία, για να καταλήξουν σε στρατόπεδο προσφύγων στο Χαλέπι.

 

«Το ξέρουμε πως δεν μας ανήκει ούτε το πρόγραμμα της μέρας μας, ούτε καν η ζωή μας. Είμαστε στα χέρια των Συμμάχων των μεγάλων δυνάμεων που σήμερα καθορίζουν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων και αύριο την πορεία ολόκληρου του κόσμου. […] Λουφάζουμε ο ένας δίπλα στον άλλο σαν ένα κοπάδι πρόβατα στην άκρη της αποβάθρας. […] Στριμωχνόμαστε και πάλι στις πόρτες για να μπούμε όλοι μέσα στο τρένο, να φύγουμε, λες και θέλει κανείς να μείνουμε κι άλλο σ’ αυτόν τον τόπο. Τώρα κανείς μας δεν μιλάει πια, ο τρόμος σφίγγει το λαιμό. Η σιωπή πάνω από τα κεφάλια μας είναι το κατευόδιο καθώς αφήνουμε πίσω μας τα γνώριμα μέρη της Μικρασίας, και τις αδικοχαμένες ψυχές που έμειναν θαμμένες στα βάθη της.»

    

Από το ένα στρατόπεδο προσφύγων στο άλλο, σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, η οικογένεια υποφέρει, χωρίς ωστόσο να χάσει την ελπίδα της επιβίωσης και το κουράγιο της. Η Φούλα που υπήρξε μαθητευόμενη μοδίστρα καταφέρνει να απασχολείται με τη ραπτική για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των προσφύγων αλλά και να κερδίζει κάποια, πολύ χρήσιμα για την επιβίωση της οικογένειας, ψίχουλα. Προορισμός της ομάδας η Αβησσυνία (νυν Αιθιοπία) που είχαν ήδη εγκαταλείψει οι Ιταλοί κατακτητές. Η μεταφορά στην κωμόπολη Ντίρε Ντάουα, όπου υπήρχε οργανωμένη ελληνική παροικία, με πλοίο ή με τρένο, δίνει αφορμή στην αφηγήτρια (ή την συγγραφέα) να ξεδιπλώσει τον εσωτερικό λυρισμό της στις περιγραφές των τοπίων, ενώ ένας ανομολόγητος και ανεκπλήρωτος νεανικός έρωτας είναι το φυλαχτό της για τις δύσκολες ώρες.

 

«…με τον λαμπρό ήλιο που κάνει την έρημο ν’ αστράφτει σαν ένα κυματιστό βαθυκίτρινο πέλαγος, το πλοίο μας βγαίνει καμαρωτό από τη Διώρυγα του Σουέζ και ρίχνεται στην Ερυθρά θάλασσα.[…] Ήρθαν Χριστούγεννα κιόλας; Στην άγια έρημο του Σινά δεν το πήραμε χαμπάρι. Το τσάι στο σαμοβάρι του καπετάνιου είναι ζεστό, ζεστές είναι τώρα και οι καρδιές μας.[…] μέσα στο πορφυρό σούρουπο και τη γαλήνη της θάλασσας του αρχαίου Αραβικού Κόλπου, το ρεβεγιόν δεν λείπει. Απλώνονται κουβέρτες και κιλίμια πάνω στο σκουριασμένο σκαρί, μοιράζουμε και μοιραζόμαστε ό,τι μας έδωσαν και ό,τι ετοιμάσαμε μέσα στα άβολα αντίσκηνα του στρατοπέδου πριν φύγουμε από το Σινά, και γιορτάζουμε με τον τρόπο μας τη μεγάλη γιορτή της Ορθοδοξίας.»

 

Η παραμονή στη φιλόξενη Αβησσυνία απαλύνει φόβους, δυναμώνει ελπίδες, χαρίζει διεξόδους στην οικογένεια. Ο πατέρας, δάσκαλος στο ελληνικό σχολείο, η Φούλα, ιδιοκτήτρια “οίκου ραπτικής” με μαθήτριες, η μητέρα, ταμίας, ο μικρός, αριστούχος μαθητής στο σχολείο.

Η Φούλα αποκτά πελατεία και από την πρωτεύουσα Αντίς Αμπέμπα, όταν ο αυτοκράτορας Χαϊλέ Σελασιέ οργανώνει μία μεγάλη δεξίωση για τους Έλληνες πρόσφυγες. Ανάμεσα στις πελάτισσες της και οι Ιταλίδες που έμειναν στη χώρα μετά την αναχώρηση των δικών τους. Για τη δουλειά της αμείβεται με “μελενίκ” (ασημένια νομίσματα που φέρουν το όνομα του τέως αυτοκράτορα), τα οποία, όταν αποφασίζεται η επιστροφή στην πατρίδα, μετατρέπει σε ράβδους χρυσού που κρύβει κατάσαρκα στη μέση της, σε ειδική θήκη.

 

«… όντας κάποια χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα, η νοσταλγία μας βάζει εκ των πραγμάτων στο δρόμο της ανυπόκριτης αγάπης και της εγκάρδιας προσφοράς για τον συμπατριώτη μας. Αν μπορεί κανείς να πει αγαλλίαση αυτό το συναίσθημα που νιώθω σήμερα, μετά από τόσες αγωνίες και βάσανα που περάσαμε και περνάμε ακόμη μέχρι να τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος, ναι, νιώθω αγαλλίαση. Είναι η ανάπαυλα, το σημείο μηδέν απ’ όπου η ψυχή παίρνει την κατεύθυνση να αναδυθεί  με ελπίδα για το αύριο».

 

Νάνσυ Καλφούδη-Παπάκου

 

Όμως η σχετική αυτή άνεση δεν αφορά όλον τον πληθυσμό της χώρας, διαπιστώνει με θλίψη η νεαρή γυναίκα. Φτώχεια, βρομιά και μιζέρια είναι η πικρή πραγματικότητα που ζει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της χώρας πέρα από το Κάμπους Γκρέκο… Οι αιχμηρές άκρες των ζοφερών εικόνων γράφονται εντός της, οι θλιβερές μνήμες συσσωρεύονται, το σκαμπανέβασμα τους μέσα της έχει ως αποτέλεσμα τη βίαιη ενηλικίωση της σκέψης της, η δύναμή της αντί να καταβληθεί γιγαντώνεται. Θέλει όχι απλά να επιζήσει, αλλά να ζήσει χαρούμενη και ευτυχισμένη.  

Το ίδιο και όλη η οικογένεια, που δεν χάνει ποτέ τη συνοχή της, μα ούτε και την ελπίδα της για νόστο. Ο πατέρας με την είδηση της αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα  έχει το νου του στον γυρισμό. Δεν τον αποτρέπει ούτε η εμφύλια σύρραξη, αντίθετα θέλει να είναι παρών, πιστεύοντας στη νίκη των αριστερών.

 

«Μεγάλη διαδήλωση στην Αθήνα την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου, παρά την κυβερνητική απαγόρευση. Την οργάνωσε το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ζητούσε μερίδιο στην εξουσία με βάση την αντιστασιακή δράση των μελών του κατά τη διάρκεια της κατοχής των Γερμανών. Επιπλέον, οι ομάδες αυτές επρόκειτο να αποστρατευτούν, κατόπιν συμφωνίας της νεοσύστατης κυβέρνησης με τους Άγγλους. Έτσι δημιουργήθηκε μεγάλη ένταση και η διαδήλωση βάφτηκε στο αίμα από τον καταιγισμό πυρών από την πλευρά των δυνάμεων ασφαλείας” […]

Γυρίζουμε στο Κάμπους Γκρέκο και είναι το ταξίδι της επιστροφής μας μαύρο σαν τη νύχτα στα βουνά της Αβησσυνίας».

    

Νέος ξεσηκωμός, νέες ταλαιπωρίες και βάσανα, νέοι φόβοι μέχρι να πατήσουν χώμα ελληνικό, και μαζί κάποιες πολύ δυσάρεστες ειδήσεις για δικούς τους ανθρώπους, συμπληρώνουν το παζλ του γυρισμού στην οικογενειακή Οδύσσεια.

 

Η Νάνσυ Καλφούδη- Παπάκου, διαχειρίστηκε πολύ καλά το πρωτογενές υλικό που της κληροδότησε η μητέρα της, διατηρώντας την αυθεντικότητα της βιωμένης ιστορίας, ένα κράμα ιστορικής καταγραφής του προσφυγικού ζητήματος που ανέκυψε στη διάρκεια του β’ Παγκοσμίου Πολέμου και δραματικής οικογενειακής περιπέτειας, από την οποία δεν λείπει το χιούμορ, αλλά και ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός μέσα από τη ματιά μιας νεαρής κοπέλας.

Στο βιβλίο απεικονίζονται επίσημα ντοκουμέντα που ανήκαν στην αφηγήτρια, όπως η διεθνής πρωτότυπη ταυτότητα της ως πρόσφυγα πολέμου, (ενδεικτικό της οργάνωσης των συμμαχικών δυνάμεων) το ατομικό προσωπικό της βιβλιάριο, το Προσωρινό Δελτίο Παλινοστούντος, μαζί, κάποιες φωτογραφίες που απεικονίζουν την οικογένεια, τον σιδηροδρομικό χάρτη της εποχής κλπ.

«Ο Ποταμός απέναντι» είναι η τραγωδία των εκπατρισμένων που η δύναμη της πίστης του νόστου έχει μετατρέψει σε περιπέτεια. Ένα βιβλίο για την ψυχική δύναμη του ανθρώπου στην αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από τον μόχθο και την αγάπη.

Ένα βιβλίο που συγκινεί τον αναγνώστη με την αυθεντικότητα της αφήγησης, και φωτίζει την οικουμενικότητα του δράματος της διαχρονικά ανοιχτής πληγής της προσφυγιάς που μαστίζει την ανθρωπότητα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top