Fractal

Πώς διπλώνεται το χαρτί της φιλοσοφίας;

Γράφει ο Χαράλαμπος Μαγουλάς // *

 

 

“Πλάτων Ψυχή και (π)οίηση. Διαλεκτική των αντιθέτων (πενήντα επτά επιγράμματα)”, Αναστασίας Ν. Μαργέτη, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα: 2020, σελ. 94

 

Ο επιγραμματοποιός της αρχαιότητας δεχόταν παραγγελίες επί τούτου και ασκούσε το επάγγελμα αυτό ενίοτε ακόμα και για βιοπορισμό, όπως ο Μαρτιάλης και αρκετοί άλλοι που εξέδιδαν τα ποιήματά τους. Κάποιοι από τους κλασικούς των χαϊκού, όπως ο Μπασό, έζησαν ως περιηγητές και κάποια φεγγάρια της ζωής τους εγκαταβίωσαν σε βουδιστικά μοναστήρια. Αρχικά τα επιγράμματα προορίζονταν για να κοσμήσουν μια επιτάφια στήλη και ως εκ τούτου ξόδευαν τον πρώτο πολύτιμο στίχο τους για να γνωστοποιήσουν την αρετή και τη δόξα του νεκρού, ενώ ο δεύτερος στίχος αποτελούσε –με το ανάλογο μέτρο που τον επέτρεπε– τον θρήνο της απώλειας, καθώς ο νεκρός δεν έπρεπε να λογίζεται μόνο ως προσφιλής, αλλά και ως άξιος κλαυθμού: δύο διαφορετικά θέματα, σφικτά δεμένα όμως, ώστε το ένα να αποτελεί μια χρονική παύση που να απαθανατίζει το κλέος, αφού άλλωστε η στιγμή του θανάτου είναιη επίτομος σφραγίδα του. Το παλιά καλά ιαπωνικά χαϊκού, με θεματολογία τη φύση και τη διαδοχή των εποχών, ήταν και αυτά ένα σταμάτημα προσωρινό της ροής του παντός, όπως και ο καθ’ έκαστον θάνατος, ήταν το κλικ στον εγκέφαλο του διαλογιζόμενου ποιητή που ακουγόταν σαν κλείστρο αναλογικής φωτογραφικής μηχανής, πράγμα έμπνευσης που απομόνωνε μια τυχάρπαστη στιγμή για να την κλείσει επιλεκτικά μέσα στο σκοτεινό κουτί της αιωνιότητας.

Τα ποιήματα της Μαργέτη, χωρίς φυσικά να εγκωμιάζουν νεκρούς ή να παρατηρούν τις κινήσεις των ζώων και την ανθοφορία των φυτών,κρατούν τις αρετές αυτών που λένε ότι είναι (επιγράμματα) και αυτών που υπαινίσσονται στις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου ότι είναι (χαϊκού): τηρούν τη συντομία, την αφήγηση, την περιεκτικότητα, την τελική σύγκλιση των πρώτων και ταυτόχρονα την αυστηρή τρίστιχη και συλλαβική δομή, τις άρσεις, τις εκπλήξεις των δεύτερων, αφηγούνται μια ολόκληρη ιστορία, εγκολπώνουν μια ιδέα σε μια χαρακτηριστική πόζα της και κυοφορούν το ερώτημα για το οποίο ο ίδιος ο Πλάτωνας έφτιαξε τηνεν λόγω ιστορία. Καταπιάνονται εξ

ολοκλήρου, τουλάχιστον με μια πρώτη ματιά, με το βαθύτερο ίσως μυστήριο της δυτικής φιλοσοφίας, αυτό που επινόησε ο ίδιος ο μαθητής του Σωκράτη, την ψυχή του ανθρώπου και τα μέρη της. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι τα μέρη της ψυχής είναι και τα μέρη της πόλης της Πολιτείας. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες, μία για κάθε ένα από τα δύο άλογα και μία για τον ηνίοχο του Φαίδρου, κάθε μία εκ των οποίων διαιρείται σε δύο μέρη, ένα για το «είναι» του αντικειμένου τους και ένα για το «μη είναι». Υποθέτουμε ότι το είναι αντικατοπτρίζει τη συνθήκη της σωστής χρήσης του κάθε μέρους της ψυχής, ενώ το μη είναι προβάλλει πιθανόν τις αστοχίες του ή τα σημεία της τριβής του με την πραγματικότητα, ίσως κάτι σαν τα ορθά πολιτεύματα των Πολιτικών του Αριστοτέλη και την αντίστοιχη παρέκβασή τους. Ας δούμε κάθε ενότητα χωριστά.

Το ένα τ’ άλογο που είναι μαύρο, το επιθυμητικό, είναι οι ορμές, ο σεξουαλικός πόθος, αλλά και η απληστία, όπως μας διευκρινίζουν οι σημειώσεις. Ο πρώτος κύκλος των δύο μερών ξεκινά μ’ ένα αξίωμα και τελειώνει με την ανυπόθετο αρχή, η προέλευση και η σημασία της οποίας επεξηγείται στο τέλος του βιβλίου. Το αξίωμα μας προειδοποιεί ότι αν κάνουμε το λάθος και παραχωρήσουμε εξουσία στις αισθήσεις μας, η οποία δεν τους αναλογεί, ή αφήσουμε να κυριαρχηθούμε από αυτές (9ο επίγραμμα του Είναι), τότε αυτό που μας απομένει ως άξια τιμωρία είναι ο πόνος (9ο επίγραμμα του Μη είναι). Μπορούμε να φανταστούμε ότι το άλγος εδώ είναι ψυχικό και όχι σωματικό, μολονότι εδώ είναι η επικράτεια της ύλης, καθότι, αφενός ο σωματικός πόνος ως διαστροφή μπορεί να είναι ευχάριστος και τα δεσμά του επιθυμητά, ενώ αφετέρου η αντίστιξη που εισάγεται, η αντιπαραβολή μεταξύ σωματικών παθών και των μετέπειτα συναισθηματικών δεν θα μπορούσε να βρει έτσι καλύτερη εισαγωγή. Εν ολίγοις, αν παραδοθούμε στη λαγνεία των αισθήσεων, στην πορνεία των αδυσώπητων ηδονών μας, στην κενή απληστία που υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει το χρονικό πεπερασμένο του κέρδους, το τίμημα είναι η φυλακή του πόνου. Κι όμως, το Είναι του Επιθυμητικού δεν συνιστά ευνουχισμό των υλικών λειτουργιών, κατάπαυση των ορμών, αποχή από το ρίσκο που ενέχει η αναστροφή με την ομορφιά, με το αντικείμενο του πόθου, με την αμιγή ύλη, υπό την προϋπόθεση ωστόσο να κρατήσουμε τον Μινώταυρο από τα κέρατα – ή τουλάχιστον να τον αναγνωρίσουμε εντός μας, κίνηση αρχής αυτογνωσίας.

Το άλλο τ’ άλογο που είναι άσπρο, το θυμοειδές, είναι συνολικά ιδωμένο ως τα συναισθήματά μας, η απόχρωση του νευρικού μας συστήματος που συνηθίζουμε να τοποθετούμε, συχνά ένεκα της παράδοσης, στην καθ’ εαυτήν ψυχή. Αν λοιπόν, το λογιστικό μας είναι το μυαλό και το επιθυμητικό μας είναι το δέρμα και το βλέμμα, το θυμοειδές είναι η ραγισμένη μας καρδιά –χρησιμοποιούμενη συχνά εναλλάξιμα με την ψυχή– ή το σθένος και η απαντοχή να παραμένουμε αντίκρυ στις συναισθηματικές κακουχίες της ζωής. Στα σχετικά επιγράμματα της Μαργέτη το Είναι μεταπλάθεται εξαιρετικά στις ονομασίες που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στα πράγματα, αγάπη, ελπίδα, πίστη –όλες κόρες της Σοφίας του Σεπτεμβρίου, αναμένουμε το λογιστικό– καθώς επίσης και στη νοσταλγία, στον πόνο –επανέρχεται όπως του πρέπει– και στη μνήμη. Εδώ η καταβολή και η υποφορά του υποκειμένου έχουν τη ρίζα τους στο συναίσθημα, όπως άλλωστε και η λύτρωσή του, με την επίκληση του δαιμόνιου Αριστοτέλη. Το Μη είναι, κατ’ αναλογία, περιγράφει τα σκοτεινά μας συναισθήματα, τη ροή που μας νικά, την πάλη με τον εαυτό μας πρωτίστως που εκόντες άκοντες προβάλλουμε στη ζωή, στους άλλους, στην κοινωνία, στο πράγμα. Το ψυχολογικό πορτραίτο εδώ είναι πανίσχυρο και προοικονομεί τον ερχομό του κριτή, του λογιστικού, που θα φέρει το σώμα σε ειρήνευση, αφού έχει ταλανιστεί από τις ασθένειες της σάρκας και της ψυχής.

 

Αναστασία Μαργέτη

 

Η δυτική παράδοση σκέψης θέλει τα παραπάνω να τα μοιραζόμαστε με τα ζώα. Ηνίοχο όμως έχει μόνο ο άνθρωπος. Αυτό που διερωτάται όμως η Μαργέτη στο Είναι του Λογιστικού είναι εάν τελικά η γνώση που προσφέρει ο ορθός λογισμός είναι το απάγκιο λιμάνι, στο οποίο μπορούμε να καταφύγουμε θαλασσοδαρμένοι από ναυάγια των αισθήσεων και των συναισθημάτων. Τα ερωτήματα επί της ουσίας είναι δύο: α. μπορούμε να γνωρίζουμε κάτι πέρα από την άγνοιά μας; και β. η γνώση μάς σώζει ή τη χρησιμοποιούμε ως υπηρέτη των ενστίκτων και των συναισθημάτων μας; Τα επιγράμματα εδώ απαντούν ότι μάλλον αρκετές φορές αγνοούμε την άγνοιά μας, πράγμα που αποτελεί την ιδανική συνθήκη για την επέλευση του τραγικού. Ωστόσο, το λογιστικό μας έχει κάτι που φαίνεται να απουσιάζει από το ζωώδες των ορμών και των έντονων παθών μας, την επιλογή, η οποία μπορεί να μας οδηγήσει στο αριστοτελικό αγαθό. Ούτε όμως κι αυτό μπορεί πάντα να μας λυτρώσει. Εξηγείται γιατί στο Μη είναι: αφενός, σε κάθε λογική διαδικασία μπορεί να εμφιλοχωρήσει η αμφιβολία, η οποία μπορεί να τινάξει στον αέρα κάθε οικοδόμημα ασφαλούς προσέγγισης της αλήθειας. Αφετέρου, η υπεροχή της λογικής, όπως μας λέει η Μαργέτη, είναι αυτή που την καθιστά ενίοτε υπερφίαλη και την τυφλώνει σε σημείο να μην μπορεί να αναγνωρίσει τις υπόγειες λειτουργίες και την φθαρτότητα του σώματος. Στη χειρότερη περίπτωση δε, δύναται να γίνει πεφωτισμένο όργανο καταστροφής που χρησιμοποιείται εργαλειακά από τα πιο χθόνια συναισθήματά μας.

Εν συνόλω, τα επιγράμματα αυτά είναι η αφήγηση των διαδρομώνζωής, συνειδητών και ασυνείδητων, τόσο των μεμονωμένων υποκειμένων, όσο και των κοινωνιών. Η αναγκαιοκρατία που φαίνεται να εισηγούνται με τη μορφή διαζευκτικών διλημμάτων, δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει ίσως τον φιλοσοφικό διαλεκτικό υλισμό, παιγνίδι που εύστοχα ενεργοποιεί η ποιήτρια. Αυτό που τίθεται εξάλλου ως ανυπόθετος αρχή και διατρέχει όλο το σώμα του βιβλίου είναι η σχεδόν καρτεσιανή διάκριση μεταξύ ύλης και πνεύματος, ψυχής και σώματος. Εδώ το αξίωμα προϋποθέτει την ύπαρξη του φαντάσματος της ψυχής μέσα στο μηχανή του σώματος, όπως θα μας έλεγε ο Ryle, ωστόσο η Μαργέτη φροντίζει να υπενθυμίσει στο τελευταίο μονήρες επίγραμμα το αδιαίρετο των μερών και ενεργειών της ανθρώπινης ψυχής, την τρισυπόστατη λειτουργία της.

Η γλώσσα των επιγραμμάτων είναι άκρως ποιητική και προσεγμένη, δεν θυσιάζει καμία εντύπωση μπροστά στην ουσία, κάθε ένα από αυτά είναι ένα αυτοτελές υπόμνημα της ανθρώπινης ύπαρξης, χρήσιμος οδηγός και αναδρομικής ισχύος πρόκληση αυτοκριτικής. Τα χαϊκού είναι ποιήματα που διαβάζονταν με μία αναπνοή. Τα επιγράμματαμας θυμίζουν το εντυπωσιακότερο ίσως άθλημα του στίβου, την κούρσατης μίας ανάσας, αυτής των εκατό μέτρων, όλα εκτυλίσσονται μέσα σε δέκα το πολύ δεύτερα, τόσο γρήγορα όσο και η ζωή. Τα επιγράμματα της Μαργέτη είναι οριγκάμι, αυτά τα τεχνουργήματα που για να τα φτιάξεις διπλώνεις το χαρτί (φιλοσοφία) χωρίς να επιτρέπεται να το κόψεις.

 

 

 

 

* Ο Χαράλαμπος Μαγουλάς είναι Δρ. Επιστημών Γλώσσας και διδάσκει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top