Fractal

Όλοι είμαστε άνθρωποι

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Γυφτογιάννη «Ποιητική Φαρέτρα» εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2013

 

Τα πρώτα ποιήματα συνήθως μένουν σε κάποιο συρτάρι ή σε κάποια κρυψώνα με πρόσβαση καλά ελεγχόμενη. Η γραφή συνεχίζεται και κάποτε, όταν ο συγγραφέας θεωρήσει «εαυτόν έτοιμον», εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με ποιήματα που γράφτηκαν μεταγενέστερα από εκείνα της πρώτης περιόδου, αρτιότερης τεχνικής κατά τη γνώμη του. Τα πρώτα, εξακολουθούν να παραμένουν στη ναφθαλίνη ή ξεχνιούνται. Κάποια ημέρα, μπορεί να ξαναδουλευτούν και να δουν το τυπογραφείο. Ή να διαβαστούν ξανά, να προκαλέσουν συγκίνηση, συνειρμούς, να ξυπνήσουν μνήμες και μετά ξανά στο μνήμα τους, στο συρτάρι ή στην κρυψώνα.

 

Η Μαρία Γυφτογιάννη, τόλμησε και εξέδωσε ως πρώτη ποιητική συλλογή, τα πρώτα  της ποιήματα, τα οποία καθώς δηλώνεται στο επίμετρο, έγραψε πολλά χρόνια πριν, από την εφηβεία της και μετά.

Χρήσιμη μεν γενικά αλλά όχι απαραίτητη τούτη η επεξήγηση, διότι αυτό το καταλαβαίνεις από τους πρώτους στίχους.

Αδούλευτοι; Χύδην; Έτσι, για τις εντυπώσεις ή τα παράσημα; Κάθε άλλο.

Είναι η φρεσκάδα τους, η αγνότητά τους, η ειλικρίνειά τους, η αμεσότητά τους, η έλλειψη προσποίησης, η απουσία εξεζητημένης τεχνικής και βαρύγδουπου λεξιλογίου που φανερώνουν μια τόσο καθάρια ένταση, η οποία ίσως μόνο στη νεότητα ανιχνεύεται.

Βλέποντας νεανικό και ταυτόχρονα εντελώς απροσποίητο ποιητικό λόγο, είπα να  μοιραστώ δημόσια την αναγνωστική μου εμπειρία, κι ας πρόκειται για έκδοση του 2013. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί με επιχειρήματα που να στέκουν ότι ο λόγος μπαγιατεύει; Ότι η ποίηση δεν αντέχει στον χρόνο;

 

Η χώρα στην οποία εκτυλίσσονται τα θέματα της συλλογής, άλλοτε ηλιόλουστη και άλλοτε συννεφιασμένη, άλλοτε γαλήνια και άλλοτε αναστατωμένη, είναι ο Έρωτας. Τι άλλο; Το άλας της ζωής.

Μαζί με την ενηλικίωση, προϊόντος του χρόνου, μετά τις πρώτες εμπειρίες, έρχονται και οι πρώτες εξομολογήσεις, προς τον άλλο αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό: Δεν ξέρω πότε συνειδητοποίησα ότι σ’ αγαπώ.

 

Ακολουθούν άλλες εξομολογήσεις, ερωτικές, καυτές, απόλυτες. Γιατί όταν είσαι ερωτευμένος, τα δίνεις όλα, τα θέλεις όλα. Μόνο τότε έχουν αξία τα πάντα:

Ζήσε για μένα

Κόψε με το χέρι σου τα πάντα

Σου δίνομαι γιατί θέλω.

 

Όχι μόνο: Χτίσε τον εαυτό σου πάνω μου / Σ’ αγαπώ.

 

Κυλώντας στο ποτάμι της ζωής, συναντάς πολλών ειδών πέτρες. Αιχμηρές, καμπύλες, λείες, τραχιές και τελειωμό δεν έχει. Έχεις πρόσφατα ακούσει στο Λύκειο για τον Αριστοτέλη, έχουν αναφερθεί οι καθηγητές σου πολλές φορές στον όρο «κοινωνία», έχεις διαβάσει σχετικά οπότε σε πρώτη ευκαιρία, συνειδητοποιείς ότι

Τρελοί, φονιάδες, άγιοι

Όλοι είμαστε άνθρωποι.

 

Ο έρωτας μέσα σε όλα αυτά, φαντάζει Παράδεισος. Εκεί οι υποστάσεις αλλάζουν επίπεδο:

Εκεί που κατοικούν οι ψυχές

Δεν έχουν θέση τα κορμιά

Δεν έχουν θέση οι άνθρωποι.

 

Οι ανασφάλειες με τις οποίες μας έχουν μεγαλώσει βλάπτοντάς μας -άθελά τους πιθανότατα- οι γονείς και ο κοινωνικός περίγυρος, αναδύονται απροκάλυπτα και ορμούν καταπάνω στην ευτυχία, με τον φόβο μπροστάρη να κρατάει τη σημαία:

Φοβάμαι, τρέμω

Τα δάχτυλά σου τριαντάφυλλα

Χαϊδεύουν την ψυχή μου

Είσαι δω;

Δεν θέλω να σε ψάχνω

Δεν θέλω να είσαι μακριά.

 

Τα παιδιά μεγαλώνουν με αξίες ανάξιες, οι οποίες προβάλλονται ως σταθερές, όπως «η ευτυχία δεν κρατάει πολύ», «γέλα τώρα γιατί σε λόγο θα κλαις», «ο έρωτας πληγώνει», «η ζωή δεν είναι πανηγύρι», «φύλα τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά», κ.ο.κ. Δεν θέλει και πολύ για να ενδώσεις.

Αφορμή; Μια (πρώτη ίσως;) απομάκρυνση.  Οδηγεί στην απελπισία:

Γύρνα μη φεύγεις

Γιατί πνίγω τη φωνή μου

Γιατί δεν θέλω να μιλάω

Γιατί δεν θέλω να σκέφτομαι

Γιατί σ’ αγαπώ.

 

Ο νέος άνθρωπος (δεν εννοώ μόνο ηλικιακά) ψάχνει διαρκώς. Σαν να ακούω τον εαυτό μου να λέει για πολλοστή φορά (χθες ακόμη το μοιραζόμουνα με έναν φίλο):

Ποιο είναι το νόημα;

Ποια η πραγματικότητα;

 

Δεν έχεις απάντηση. Συνεχίζεις στο μαγγανοπήγαδο που είσαι ζεμένος. Σε κρατάει στα πόδια σου η ελπίδα:

Η διάβρωση σταματάει το σίδερο ξυπνάει

Είναι τον χαμόγελό σου

Είναι η υπόσχεση

Είναι εσύ.

 

 

Όταν σηκώσεις αποσταμένος το κεφάλι, όταν τολμήσεις να ονειρευτείς, ακούγεται κατά πάνω σου στυγνή η φωνή της παγκόσμιας πεποίθησης «κάθισε στ’ αυγά σου», καλά στεριωμένη στους απανταχού της γης βολεμένους, «τρυπωμένους», «ταχτοποιημένους», ένα με τη φωνή της εργοδοσίας, του συστήματος, των συμφερόντων:

Χτυπάτε τους!

Χτυπάτε τους κερατάδες που τολμάνε

Λυγίστε τους!

Λυγίστε τους κερατάδες που ονειρεύονται.

 

Κι εσύ αναρωτιέσαι:

Πού είμαστε όλοι εμείς

Πού πηγαίνουμε όλοι εμείς;

Τα δέντρα λυγίζουν να περάσουμε

Μα γιατί τρέχουμε;

 

Μέσα σου όμως, μπορεί και να ξέρεις:

Αγωνιστές του σήμερα

Φορείς της ευτυχίας

Πρόσωπα της ελπίδας

Να γιατί αφήνουμε

Να μας καταπατούν

Και να μας λιώνουν.

 

Μόνος δεν μπορείς. Καμία επανάσταση δεν γίνεται από έναν. Θέλει συμμετοχή. Κι όταν συνδετικός κρίκος είναι ο έρωτας (στην περίπτωσή μας για τον άλλο, τον «δικό» μας άνθρωπο, αλλά και γενικότερα ο έρωτας για τη ζωή, την ελευθερία, την παιδεία, το δικαίωμα στα βασικά πολιτισμικά αγαθά), το πράγμα ξεκαθαρίζει και μπαίνει σε τροχιά γύρω από έναν ανελέητο όσο και αεικίνητο άξονα. Αυτόν του χρόνου:

Μαζί

Μαζί θα χτίσουμε

Μαζί θα ζήσουμε

Και σε ρωτάω αγάπη μου

Πότε;

 

Προσπερνάς με αγάπη το γεγονός ότι

Οι ουρανοί ανοίγονται από τους αγγέλους

Οι άνθρωποι τους κλείνουν

 

και πορεύεσαι προς το φως, ψυχή τε και σώματι:

Όλο σου το σώμα

όλο σου το είναι

ανήκουν στο ανώτερο σύμπαν

εκεί όπου

(αγαπούν τους ποιητές)

κρύσταλλοι από φως σμίγουν

γίνονται ένα με την αγάπη.

 

Ανακαλύπτεις τον έρωτά σου για την ποίηση. Διαβάζεις, μελετάς, επικοινωνείς με το κείμενο και κάπου φαντάζεσαι τον ποιητή με τον δικό σου τρόπο. Πώς τον βλέπει το ποιητικό υποκείμενο;

Ο ποιητής χαμένος

Στο Σύμπαν

Κάνει έρωτα

Με το άπειρο.

 

Δεν κάνεις έρωτα. Δεν γίνεται. Δεν σου κάνει έρωτα. Ούτε αυτό γίνεται. Άλλη είναι η λέξη γι’ αυτό. Αλλά; Κάνετε έρωτα. Μαζί. Αυτό σε καθορίζει. Σε πλάθει. Σε πάει παραπέρα. Σε βοηθάει να γνωρίσεις τον εαυτό σου. Σε μαθαίνει να μοιράζεσαι. Να δίνεις και να δίνεσαι. Να τιμάς τον άλλο που σου δίνεται. Να του κάνεις την τιμή να του δίνεσαι. Να ενώνεσαι με τη θέλησή σου σε ένα Όλον πλήρες, ολοκληρωμένο και ισόρροπο από την αρμονική σύζευξη αρσενικής και θηλυκής πλευράς.

Μ’ αρέσει να σ’ έχω άντρα

Εραστή και φίλο μου

Μ’ αρέσει να σ’ έχω μέσα

Γύρω και κοντά μου

Μ’ αρέσει να σ’ έχω αρχή

Και τέλος του κόσμου μου.

 

Εμπόδια; Τα άγρια ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, οι σκοτεινές γωνιές της ψυχής, τα τραυματικά παιδικά βιώματα. Αυτά  φυλακίζουν την επιθυμία και τη δυνατότητα, οριοθετώντας πεδία με φράχτες εμποδίων:

Η μικρή λέαινα

Μάταια προσπαθεί να αγαπηθεί.

Το κλουβί είναι σιδερένιο.

 

Ο χρόνος, δεν απασχολεί μόνο τους φιλοσόφους, τους επιστήμονες ή τους ποιητές. Απασχολεί τον γεωργό, τον άρρωστο, τον γέρο. Απασχολεί έντονα και τον ερωτευμένο:

Βραδιές που χάνονται στο γραφείο

Ή τώρα ή ποτέ.

Αλλά ούτε τώρα ούτε ποτέ.

Το «ας περιμένουμε»

Είναι που μας σκοτώνει.

 

Σε μια αναγνωστική προσέγγιση δεν έχουν θέση οι προσωπικές απόψεις ή ομολογίες. Θα κάνω μια εξαίρεση εδώ γιατί δεν θεωρώ έντιμο να μην αποκαλύψω ότι οι παραπάνω στίχοι με ταρακούνησαν.

 

Ο άνθρωπος, δικαιολογεί την απουσία του άλλου με έναν τρόπο που για να σταθεί εντός του, συλλέγει ψήγματα κατηγοριών και απαξίωσης:

Έτσι κι αλλιώς η μοναξιά

Μοναδικός του σύντροφος.

 

Συντροφιά αυτές τις ώρες; Οι μνήμες. Συγκεκριμένες μνήμες. Τι άλλο;

Τα χέρια σου.

Αυτό το ρόδινο ζευγάρι

Συντροφεύει πάντα

Τις μνήμες μου.

 

Καταφυγή; Παρηγοριά; Αποκούμπι; Η ποίηση. Για κάποιους.

Το μικρό ποίημα

Είναι παιδί του Ζεν.

Ανάθρεψέ το

Γίνεται ζωή.

 

Αλλά το όνειρο, όνειρο. Η ελπίδα, ελπίδα.

Αφού η βροχή δεν δέχεται

Να κοπάσει

Η ψυχή

Απλώς καρτερά το ουράνιο τόξο.

 

Και τα μάτια, συναντούν τη θάλασσα και γίνονται ήλιος, κεχριμπαρένιος. Ήλεκτρον. Πάντα σταμάταγες στη θάλασσα.

Στη θάλασσα

Οι ματιές γίνονται κεχριμπάρι.

 

Το κεχριμπάρι τούτης της ποιητικής φαρέτρας, καμωμένης από το εξώφυλλο και το χαρτί του βιβλίου, είναι καλά κλεισμένο στα βέλη ποιήματα που εκτοξεύονται ένα ένα με στόχο τον έρωτα, μέσα από ένα λόγο ποιητικό, λιτό, άμεσο, σχεδόν ωμό. Λόγο κατανοητό, σε άμεση επαφή με τον προφορικό. Οι αιχμές τους είναι καλά τροχισμένες στο ακόνι της καθημερινής γλώσσας και έχουν ατσαλωθεί από τον αυθορμητισμό της νεότητας αλλά και την ορμητικότητα της αποφασιστικής διεκδίκησης των ευλογιών της ζωής. Το στέλεχός τους είναι καμωμένο από συστατικά ψυχής, μνήμες, ερωτήματα, προβληματισμούς, διαπιστώσεις, προσπάθειες κατανόησης. Η φαρέτρα, όπως άλλωστε και τα βέλη, έχουν εμποτιστεί βαθιά με το βερνίκι του χρόνου, το οποίο φέρουν πλέον εντός τους σε σώμα ένα.

 

Είδα με προσοχή το κείμενο, ταξίδεψα, νοστάλγησα, συνομίλησα μαζί του. Διαπίστωσα τόσα πολλά που από τη νεότητα παραμένουν ολοζώντανα εντός μου, που απόρησα. Σκύβοντας επάνω στα ποιήματα όπως για να δεις από κοντά ένα αγριολούλουδο, ένιωσα πως ό,τι έγινε, έγινε με αγάπη.

Το λέει άλλωστε και η Μαρία Γυφτογιάννη:

Εξάλλου

Για την αγάπη ζούμε.

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top