Fractal

«Από την θρυλική Μαρία Πολυδούρη μέχρι τον σύγχρονο μελίρρυτο ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο…»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

«ΠΟΙΗΜΑΤΑ 10 σύγχρονων Μεσσήνιων ποιητών», εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα, Ιούλιος 2022, σελ. 117.

 

Η Μεσσηνία ήταν πάντα ένας ποιητικός τόπος, με τον ποταμό Πάμισο να κυλάει προς τις Καλάμες (Φαραί), να περνάει από τη Μεσσήνη (Το Νησί), να αγναντεύει δύο βουνά (τον Ταΰγετο με την πάντα χιονισμένη κορυφή) και τον Βουλκάνο (το σβησμένο ηφαίστειο τής Ιθώμης, με το μοναστήρι της Παναγίας, χτισμένο πάνω σε μετεωρίτη, λίγο πιο πέρα γεννήθηκε ο Γεώργιος Καλογερόπουλος, πατέρας της MariaCallas)…

Από την θρυλική Μαρία Πολυδούρη μέχρι τον σύγχρονο μελίρρυτο ποιητή Γιώργο Μαρκόπουλο μεσολαβεί η χωροχρονική συνέχεια μιας πλειάδας ποιητικών υπάρξεων που εκφράζονται και ζουν αλλοδιαστασιακά, ανεξάρτητα από το επάγγελμα που διάλεξαν προκειμένου να επιβιώσουν.

Χάρη στις ανθολογίες και στους συλλογικούς τόπους, η παρεξηγημένη Ποίηση επανακτά το κοινωνικό της πρόσωπο (και πρόσημο).

Η μοναχική πλέον και υπό εξαφάνισιν αυτή τέχνη δεν είναι απλώς μία πολυτέλεια κάποιων εξεζητημένων αλλά η μόνη οδός επανασυνδέσεως με τη χαμένη μουσικότητα τής παράδοσης, ο μόνος τρόπος επανευρέσεως και διασώσεως τής προσωδίας τού ζωντανού ανθρώπινου λόγου, έτσι όπως λειάνθηκε μέσα στους αιώνες για να φτάσει σε αυτό το εύπλαστο ύψος τής νεοελληνικής λαλιάς.

Η γλώσσα μας δεν μεταφράζεται, είναι ελλειπτική και για τούτο πρόσφορη στην κωδικοποίηση καινοφανών πολύπλοκων νοημάτων και υπερβατικών εννοιών φιλοσοφικού αλλά και επιστημονικού τύπου.

Έτσι κρατάμε στα χέρια μας το αποθησαύρισμα τής σύγχρονης ποιητικής βροχοποιίας, έτσι όπως εκβάλλουν δέκα χείμαρροι στο μεγάλο ποτάμι που περνάει μέσα από τα καλάμια και ζωντανά που βόσκουν κάτω από χιλιοχρονίτικες ελιές.

Δέκα ραψωδοί, δέκα μελωδοί, δέκα αοιδοί…

 

Σταχυολογώ:

 

  1. Βασίλειος Ρήγα Φλώρος

Γεννήθηκε το 1967 στην Καλαμάτα.

Η καταγωγή του είναι από το Παλαιόκαστρο (Ξηροκάσι – Μαρκοχώρι) Μεσσηνίας, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια.

Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες, Θέατρο και Θεατρικό Παιχνίδι στην Αθήνα. Είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας και εμψυχωτής σε βιωματικές ομάδες δημιουργικής δράσης.

 

ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΠΑΛΙΩΝ ΕΡΩΤΩΝ

 

Πολλές φορές θυμάμαι

τους ανερμήνευτους παλιούς έρωτες,

εκείνες τις σχέσεις της τραγικής αφάνειας,

που πέθαναν στα μισά του δρόμου.

Βέβαια για να προχωρήσεις,

πρέπει να τ’ αφήνεις όλα χωρίς τύψεις

στο μακρινό διονυσιακό παρελθόν.

(Το λένε και κάποιοι ειδικοί ψυχολόγοι

που δεν ξέρουν γρι από ειδικές ψυχές)

Όμως εγώ αφιερώνω κάποιες νύχτες

και γιορτάζω τα γενέθλια των παλιών ερώτων.

Γυρίζω πίσω με προσοχή

στη λατρευτική μου μυθολογία.

Θυμάμαι πρόσωπα, χαρές και φιλιά,

την ακατανόητη αδικία του χρόνου,

γιατί η ουσία του δικού μου Όντος

ήταν οι αγάπες που μ’ άφησαν και άφησα

και, αφού κλαίω σαν θεός, που του πήραν την αιώνια ζωή,

προλαβαίνω και φεύγω πριν το ρήγμα μεγαλώσει μέσα μου

και αφήνω εκεί τους κοιμώμενους έρωτες,

πριν προλάβει το σκοτάδι τους να ορμήσει στο νέο μου σώμα.

Σβήνω σιγά σιγά τα κεράκια τους στη σκέψη μου.

Από τα πρόσωπα που τότε πόθησα ζητάω συγχώρεση,

τα ακουμπάω στο προσκέφαλο της Αόριστης Αλήθειας.

Τα δάκρυά μου στεγνώνουν από τη δύναμη του παρόντος

και αποκοιμιέμαι μαζί τους,

γιορτάζοντας τους παλαιούς κυβερνήτες της Αγάπης εκείνης,

την παλιά μας μισή δόξα,

και το Ανεκπλήρωτο του κόσμου.

Το Παράδοξο των ωραίων παλαιών Ερώτων.

 

  1. Άγγελος Λάππας

Γεννήθηκε στο χωριό Χανδρινού της Μεσσηνίας. Σπούδασε ΚλασικήΦιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών καιυπηρέτησε ως καθηγητής σε σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της ΠανελλήνιαςΈνωσης Λογοτεχνών, του Ομίλου για την UNESCO Τεχνών Λόγου καιΕπιστημών Ελλάδος και της Ένωσης Μεσσηνίων Συγγραφέων.

 

ΜΑΙΑ

 

Σε λένε Μαία

η ελάχιστη της μοναξιάς

Παίζεις τον αυλό

στα μεσοδιαστήματα των εκπνοών

γεμίζεις τα κενά και τις σιωπές μουσική

Το κάλεσμα

Αποκρίνεται μεσάνυχτα ο τυμπανιστής

ήχος ρυθμός βηματισμός

Και στα κενά ο αυλός

Εσύ

τα μεγάλα σου μαύρα μάτια

Αυτός

τα σγουρά του αχτένιστα μαλλιά

Ανεβήκατε ως τα αστέρια και σ’ άφησε εκεί

άστρο ντροπαλό

την πρώτη και πιο όμορφη της Πούλιας κόρη.

*

Περπατούσαν στα ερείπια της αρχαίας πόλης

«Πώς γίνεται να περιφερόμαστε πάντα μέσα σε ερείπια;»

«Οι πόλεις μας όλες παλιώσανε πια. Είναι γεμάτες μοναξιά»

Δεν μίλησαν άλλο

Το πρωί αυτός θα ’φευγε ταξίδι

να ψάξει για καινούριες πολιτείες

Θα άφηνε πίσω σιωπές και κενά γεμάτα μουσική

κι εκείνη θα ’μενε στη νύχτα με τη γεύση της μοναξιάς στα χείλη.

 

 

  1. Τίνα Κουτσουμπού

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Α.Σ.Ο.Ε.Ε.

Ζει στην Καλαμάτα από το 1996. Είναι μέλοςτης Πανελλήνιας ΈνωσηςΛογοτεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος πολιτιστικώνσυλλόγων στην Καλαμάτα και στην Αθήνα και γεν. γραμματέας στοΔ.Σ. της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων.

Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, σελογοτεχνικά περιοδικά έντυπης και ηλεκτρονικής μορφής και σε λογοτεχνικά blogs.

Διηγήματά της βραβεύτηκανσε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς σε Ελλάδα και Κύπρο.

 

ΧΡΥΣΗ ΕΠΕΤΕΙΟΣ

Να μίλαγες απόψε, να σπάσεις τη σιωπή!

«M’ αγαπάς ακόμη σαν και τότε;» Να ρωτήσω!

Μα η αγάπη που γίνεται κραυγή τρομάζει.

Κι η σιωπή άλλωστε είναι συνομιλία μυστική

με φόντο ένα ολόγιομο φεγγάρι.

Θέλω τόσο να σ’ ακούσω να τη λες ξανά.

Εκείνη τη λέξη την ιερή που χρόνια την κρατάς γλωσσοδεμένη.

Απαλά μαζί της να προφέρεις τ’ όνομά μου. Με σιγουριά.

Μα εσύ βουβά αγαπάς, βουβά πεθαίνεις.

Η σιωπή ας αποφασίσει λοιπόν απόψε

τι είναι να μείνει. Τι και να χαθεί.

Άλαλη λέξη η μπλε ματιά σου.

Θαλασσωμένο μπλε των ναυαγίων,

ανεστραμμένο είδωλο σε παγερό καθρέφτη.

Αποξεχνιέμαι με τα δώρα απ’ αγαπημένες σκέψεις

με το μέλι του έρωτα, σε ταξίδι απελπισμένο.

Σαν τότε γέρνω επάνω σου κι εσύ ακόμη μια φορά,

σαν Άδωνις να με κουρσεύεις.

Ο ήχος της αδύναμης φωνής σου,

σκορπά την αυταπάτη, καταχωνιάζει τ’ όνειρο.

Κι ο χρόνος τιμωρός

– πως τόλμησα το παρόν σου ν’ αψηφήσω –

τοξεύει το κορμί σου προς το μέρος μου.

Επάνω μου σαν Έρωτας να γύρεις

το χέρι σου μ’ αγγίζει δυνατά. Μ’ απαίτηση.

Με γνώρισες; Μ’ ακούς;

Η σιωπή σου σιγή της αγάπης,

σιωπή που μιλιέται, όλες σου οι σιωπές,

απόψε εκρήγνυνται.

Και γίνονται φιλί που δεν θα γεννηθεί,

σπασμός αγάπης στο σώμα σου.

Σαράντα χρόνια ισόβια δεσμά ν’ ακούω τις σιωπές σου.

Οι ώμοι σου καράβια σκουριασμένα,

κρυφό αγκάλιασμα μου μοιάζουν.

Στο κάδρο της τη νυφική φωτογραφία μας

δείχνεις με το δάχτυλο. Απ’ τα βάθη του καιρού

με κόπο πάλλονται οι φλέβες του λαιμού σου,

τις χορδές να συντονίσουν στον πνιχτό τους ήχο

τις άναρθρες κραυγές σου συλλαβίζω: «Χρόνια μας πολλά».

 

 

  1. Λευτέρης Χριστακόπουλος

Γεννήθηκε στα Γιάννενα, όπου μεγάλωσε και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Σπούδασε Ιατρική στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης.

Ζει και εργάζεται ως ιδιώτης γαστρεντερολόγος γιατρός στην Καλαμάτα, εδώ και πολλά χρόνια.

Ασχολείται με την ποίηση και γράφει ποιήματα από τα φοιτητικά τουχρόνια. Μερικά απ’ αυτά έχουν δημοσιευτεί σε ηπειρωτικές και μακεδονικές εφημερίδες, σε αθηναϊκά και επαρχιακά λογοτεχνικά περιοδικά,σε ανθολογίες, στη συλλογική έκδοση Μεσσηνιακές Δημιουργίες της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων και στην Κυπριακή Φιλολογική Πρωτοχρονιά.

 

 

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ

 

Ήρθε ξανά τ’ αχνό φεγγάρι

Κι η νυχτιά

Έπνιξε αδίστακτα το δειλινό.

Κούρνιασαν τα σπουργίτια των δρόμων

Και το φως λιγοστεύει στη μεγαλούπολη…

Κι εγώ, μ’ ένα μολύβι στο χέρι

Κι ένα φτερούγισμα στην καρδιά

Σε θυμάμαι…

Με την αγωνία της μέρας

Στις βαθιές ρυτίδες της παλάμης σου

Με την ανάσα της γης

Στην άκρη του γλυκού σου χαμόγελου

Και το τραγούδι, το νανούρισμα

Οι προσευχές

Η πούλια κι ο αυγερινός

Τα παραμύθια σου.

Εκείνα τα χέρια να χαράζουν

Δίκαιες λαβωματιές στον χρόνο

Κι εκείνα τα μάτια να γνέφουν δάκρυα

Στην ξενιτιά που μας ταξιδεύει…

Κι εγώ απόψε από μακριά

Μ’ ένα φτερούγισμα στο χέρι

Και μ’ ένα τραύλισμα στην καρδιά

Να ξαποσταίνω στη θύμησή σου…

Δυο λόγια κεντώ στον άνεμο

Να σου σιγοψιθυρίσει

Και σε λευκό ένα σύννεφο ταχυδρόμησα

Δάκρυ, στολίδι κι αναστεναγμό.

Στη θύμησή σου, μανούλα μου

Από μακριά…

 

*

 

ΟΙ ΟΜΗΡΟΙ ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ

 

Αντίο, λοιπόν, Διόφαντε, αντίο, Αλκαμένη

Στις πέντε κλείνουν τα μουσεία.

Αραιώνουν τα βέβηλα βλέμματα

Ησυχάζουν οι ξενιτεμένοι Κούροι

Η χαρίεσσα της Καρυάτιδας ματιά

Στο υπομειδίαμα των Αιγύπτιων θεών

Συντροφιά στα ασπαίροντα λιοντάρια

Των Ασσυρίων.

Κάτι μου τυραννάει τον σφυγμό

Κρυφό ένα δάκρυ θολώνει τη ματιά μου

Καθώς

Νυχτώνει – τόσο νωρίς – για τον Αντίνοο

Και τις λευκές κόρες της Αθήνας

Τις σκεπάζει η λονδρέζικη ομίχλη.

– Την ξενιτιά τη ζύγισαν, την είπαν βαρύτερη…

Φώναζαν οι όμηροι, «πάρτε μας!»

Άδεια τα χέρια μας, άδεια η καρδιά μας.

Ύστερα

Στο καφενείο η μετόπη του Παρθενώνα.

Οι Κένταυροι κι οι Λάπιθες να σκοτώνονται.

Σε τραγανές μηλόπιτες

Και πλαστικά ποτήρια του καφέ.

 

 

  1. Δήμητρα Λιαράκου-Κολοκάθη

Γεννήθηκε στη Λογγά Μεσσηνίας, όπου μεγάλωσε, ενώ τελείωσε τοΛύκειο στην Αθήνα.Σπούδασε Ελληνικό Πολιτισμό στο Ε.Α.Π. στοτμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών και Πολιτισμικών Επιστημών και εργάστηκε στα ΕΛ.ΤΑ.

Γράφει ποίηση από τα γυμνασιακά της χρόνια. Έχει συμμετάσχει μεβραβεύσεις σε ποιητικούς διαγωνισμούς και σε ποιητικές βραδιές. Ποιήματά της έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς σε ποιητικές ανθολογίες.

Είναι μέλος της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ

 

Αιμοχαρή θεριά, μηχανοκίνητα λιοντάρια λυσσασμένα.

Σαν να ξέφυγαν από τη ζούγκλα ασθμαίνοντας αφρίζουν

και κατακλύζουν το στερέωμα με φαντασμαγορικές πιρουέτες.

Η κοιλιά τους ξερνάει βόμβες στάχτη και θάνατο.

Αστράφτει η φωτιά στο μετερίζι. Βουτάνε στις στέγες των σπιτιών.

Επιμένουν να ξεριζώνουν κάθε τι που θυμίζει άνθρωπο.

Ν’ αφανίζουν κάθε τι που θυμίζει πολιτισμό.

Τέρπονται από τα κλάματα των αδυνάτων.

Ηδονίζονται από τις ικεσίες των πτωχών.

Ουρλιάζουν και επαίρονται επιδεικνύοντας τις πύρινες γλώσσες

στα «ανθρωπάκια» που έρπουν αδύναμα και ματωμένα στα συντρίμμια.

Κυνηγημένα ποντίκια που σέρνουν τον φόβο στα κουφάρια τους,

σε ό,τι απέμεινε στ’ αθώα βλέμματα των παιδιών

που ψάχνουν τον Θεό στην κόλαση.

21- 03-2017

 

 

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

 

Αλαβάστρινο αρχαίο κάλλος. Στημένη θηλυκή μορφή,

στο βάθρο καμαρώνει λαξευμένη από γλύπτη εραστή.

Με το πάθος της αγάπης τον έρωτα χαϊδεύει.

Από τον θόλο του μετώπου ανθοβολάει.

Στα καμπυλοφόρα βλέφαρα κατηφορίζει

θέλγοντας τη δύναμη των ματιών

Με αετίσια την κατεβασιά της τόλμης

πριονίζει δικοτυλήδονα χείλη.

Στη μαρμάρινη σιωπή του στόματος

κοντυλιά ύφους γυναίκας, ελεύθερου και υποταγμένου

εκπέμπει ηχώ ελληνικής αξίας.

Λόγχες ορθές τα στήθη επικαλυμμένης σαγήνης

από τις πτυχές της χλαμύδας κρουνοί απανθίσματος ζωής

στο βρέφος που ως βότρυς ιερό ανάθημα

σαλεύει στα χέρια τής βρεφοκρατούσας.

Με τους βοστρύχους πλεγμένους

και το διάδημα κόσμημα στην κεφαλή,

ο προσκυνητής τελευταίος

την πόρπη χαρίζει και τη φιλεί.

Χάδι καταθέτει στα ελαφίσια πόδια της άκρατης προσταγής,

ύμνο αγαπημένης Γυναίκας ζωντανής.

23-09-2021.

 

  1. Εύα Σταματοπούλου

Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα από γονείς εκπαιδευτικούς. Έχει ζήσειμεταξύ Αγρινίου, Λονδίνου, Στουτγάρδης, Αθήνας, Κέρκυρας και Καλαμάτας. Το 1993 αποφοίτησε από τη Γερμανική Σχολή Αθηνών και το2002 από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας τουΙονίου Πανεπιστημίου. Ζει και εργάζεται ως ελεύθερα απασχολούμενημεταφράστρια στη Μικρή Μαντίνεια Μεσσηνίας.Γράφει ποίηση από 12 ετών (1988) και πεζά από το 2004.

Είναι μέλος της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων και της Λέσχης Ανάγνωσής της.

 

ΤΟΚΕΤΌΣ

 

Έρχεται μια στιγμή

Που ορμάς και ρίχνεσαι

Κάτω από τη σκάλα

Της Φυσικής επιλογής και εξέλιξής σου

(σαν τον Όσκαρ Μ. με το ταμπούρλο του)

Γιατί σ’ έχει κουράσει πρόωρα

Η μνήμη ενός γερόντου μοναχικού

Που ’βαλε φωτιά σ’ όλες τις προτομές

Τους βωμούς και τις κορνίζες.

Ξυπνάς την επομένη

Το έδαφος σείεται ακόμα

Και η στέγη σου πλακώνει

Ένα έμβρυο

Που σου χαρίζει τη φορεσιά του

Και εσύ φοράς τα καλά σου – επιτέλους

Μπουσουλάς μασουλώντας

Και αρχίζεις να ντύνεις με νέα ρούχα

Τις βαλίτσες σου –

Τα παλιά ήταν για πέταμα

(στις χωματερές, ούτε καν ανακύκλωση)

Σου χαμογελάνε και λάμπεις

(κάποτε μάσκα και σκιασμένα προσωπεία)

Σε φιλούνε και κλαις

(η αγχόνη του Ισκαριώτη στο σάλιο τους τότε)

Σε αρπάζουνε από το χέρι

Κι αρχινάς τον χορό

(κάποτε κάγκελα και πίεση που σ’ έπνιγε)

Τρυγάς τις κουβέντες με νόημα

Στύβεις το λακκάκι στα μάγουλα

Και μεθάς το μπλέξιμο στους βοστρύχους σας

Αιωνία σου η μέθη

Δεν ζητάς καν το κατοπινό ξύπνημα

Τόσο απόμακρα όλα αυτά

Ούτε καν σ’ άλλη ζωή.

Θεέ μου, σε ευχαριστώ

Που δεν με αφήνεις να μεγαλώσω.

 

 

  1. Μαρία Νταλλή

Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1986. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Διοίκησης Μονάδων Υγείας και Πρόνοιας της Σχολής Διοίκησης Οικονομίαςτου Ανώτατου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Τ.Ε.Ι.) Καλαμάτας, της πόλης όπου ζει από το 2003.

Στον λογοτεχνικό χώρο έχει συμμετάσχει σε πανελλαδικούς και παγκόσμιους διαγωνισμούς ποίησης έχοντας αποσπάσει βραβεία και επαίνους. Είναι μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων.

 

 

ΓΕΝΕΘΛΙΑ

 

Εικόνες θολές κυριαρχούν σε μια πάλη του μυαλού,

καταφέρνω όμως να δω τα χρώματα να ζωντανεύουν μπρος μου.

Σκιές γρατζουνούν τον ουρανό,

καθαρίζω τις πληγές του με μιαν ανάσα.

Δαίμονες ανηφορίζουν στα όνειρα,

τους ξορκίζω με μια προσευχή.

Τριανταπέντε ιστορίες γεύονται απόψε τη ρακή,

όσα και τα χρόνια μου στης γης το καρναβάλι.

Τις αφήνω να στάξουν σε νωπές ρυτίδες,

που το πρόσωπο τις δέχεται με ωριμότητα,

καυτές κυλούν γεμάτες δέος,

για να καταγραφούν στα κατάστιχά μου.

Τραγούδια χρωστούσα σε μιαν αγάπη,

τα ξεχρέωσα με ρίμες γραμμένες από την ψυχή.

Μενεξέδες μ’ ακολουθούν σε κάθε βήμα

και στίχοι του Σεφέρη που μου χάρισαν παιδί.

Προδοσίες αντέχω και τις συγχωρώ

κι ας μένει ένας κόμπος να τις συνοδεύει.

Για όσα σωπαίνω και δεν μιλώ,

δεν είναι γιατί δειλιάζω,

είναι γιατί ξέρω πως τον άνθρωπο,

μονάχη δεν μπορώ να τον αλλάξω.

Ο καθένας είναι κυρίαρχος του εαυτού του,

εγώ διαλέγω το χαμόγελο

και για φίλο και για όπλο

κι έτσι μπορώ,

με το κεφάλι ψηλά να προχωρώ.

 

  1. Τίνα Βρεττάκη-Δάβου

Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου σπούδασε, εργάστηκε και ζει πλέον στηνΚαλαμάτα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Έχει πτυχία Φυσικοθεραπείας Τ.Ε.Ι. Αθηνών και Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου της Σχολής Λυκούργου Σταυράκου, Αγγλικών, Γαλλικών καιχρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών. Παρακολούθησε σεμινάρια Ψυχολογίας στην τότε Πάντειο Σχολήκαι στο Ανοιχτό ΨυχοθεραπευτικόΚέντρο Αθηνών, Θεατρικών Σπουδών και Λογοτεχνικής Μετάφρασηςστην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Εργάστηκε ως επιμελήτρια κειμένωνκαι εκδόσεων, καθώς και ως φυσικοθεραπεύτρια. Ασχολήθηκε με τησυγγραφή σεναρίων και στίχων.

Έχει λάβει διακρίσεις και βραβεία σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς καιέχει διατελέσει πολλές φορές μέλος του Δ.Σ. της Ε.Μ.Σ.

 

 

ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΣΕΙΣ

 

Οι άνθρωποι συνήθισαν χρήματα να μετράνε,

πουλάνε κι αγοράζουνε. Τι μένει για μετά;

Οι μέρες που δεν έζησαν έντρομες τους κοιτάνε,

μα όλο τ’ αναβάλλουνε να ζήσουν πιο μεστά.

Όπως τα χρυσόψαρα στη μικρή τους γυάλα

και τα καναρίνια στα στενά κλουβιά,

τα μικρά τους δράματα βλέπουνε μεγάλα,

μένοντας αιχμάλωτοι στα αστικά κελιά.

Τα όνειρά τους πνίγουνε και τα ενταφιάζουν

κι όταν τους ρωτάνε, λένε «Όλα καλά!»

Συνήθισαν να υπακούν και να τους διατάζουν.

Σκληρή η επιβίωση και δεν χωράει πολλά.

Μα πάντα μες στα τραύματα θαύματα περιμένουν.

Τις νύχτες άστρα λαμπερά κοιτούν στον ουρανό.

Γερνάνε, μεγαλώνουνε, κι όμως παιδάκια μένουν

που ελπίζουνε στο αιώνιο και στο αληθινό.

 

 

  1. Νικολίνα Λέκκα

Γεννήθηκε στη Ζυρίχη της Ελβετίας και έζησε τα παιδικά και εφηβικάτης χρόνια στην Πύλο Μεσσηνίας.Αποφοίτησε από το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών του Πανεπιστημίου Αθηνών και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Νομικής Σχολής Αθηνών. Επίσης είναι κάτοχος μεταπτυχιακούτίτλου σπουδών Μ.Β.Α. (Master in Business Administration). Ζει καιεργάζεται στην Καλαμάτα. Είναι παντρεμένη και έχει δύο κόρες.

 

 

ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ

 

Συγχώρεσέ με απόψε

αν είμαι μακριά σου

αν ο άνεμος δεν είναι δυνατός

για να σου φέρει τα λόγια μου

αν η νύχτα είναι σκοτεινή

και δεν βλέπεις τα μάτια μου.

Συγχώρεσέ με αν σε αγαπώ τόσο

που δεν μπορώ να το ομολογήσω

αν οι λέξεις και τα χρώματα

δεν είναι αρκετά για να στο περιγράψω.

Συγχώρεσέ με αν ο κόσμος αυτός

είναι μικρός και δεν χωράει κάτι μεγάλο

αν είναι τόσο αφιλόξενος

και δεν αντέχει τη ζεστασιά.

Συγχώρεσέ με απόψε αν δεν μπορώ

να συγκρατήσω τα δάκρυα μου

αν μέσα στη μοναξιά μου

έπνιξα τον πόθο.

Συγχώρεσέ με απόψε

αν είμαι μακριά σου

δεν ήταν δική μου θέληση

έτσι το όρισαν οι άλλοι.

Συγχώρεσέ με αν σε κοιτώ κρυφά

να χαμογελάς και να χαίρεσαι

αν ένα τσίμπημα νιώθω

γιατί δεν είμαι εγώ η αιτία.

Συγχώρεσέ με αν σε αυτό

το τσαλακωμένο και άθλιο χαρτί

παλεύω να στριμώξω

της αγάπης τη θλίψη

του έρωτα τον πόνο.

 

  1. Κώστας Καστόρας

Γεννήθηκε στην Καλαμάτα και εργάστηκε στην οικογενειακή εμπορικήεπιχείρηση μέχρι το 2018.

Υπήρξε συνδικαλιστής στον σχετικό χώρο και ιδρυτής του συλλόγου«Οργανισμός ιστορικού κέντρου Καλαμάτας», που σκοπό είχε την ανάδειξη των μνημείων ιστορικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, κυρίως δετη διάσωση και προστασία της παλιάς πόλης.

Παράλληλα, και επί σειρά ετών, αρθρογραφούσε σε τοπικές εφημερίδεςκαι περιοδικά.

Ασχολείται με τη γραφή ποίησης, αλλά ακόμα δεν έχει εκδώσει

 

ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΕΣ

 

Και όταν εκεί, στην άκρη του δρόμου

που περιδιάβαινες καθημερινά

φύτρωσε ένα κλαδάκι,

μάλλον δεν πρόσεξες το μπουμπούκι

που σκάλωσε στο πλάι του.

Και όταν αυτό έσκασε

σε ένα παράξενο λουλούδι, πάλι

δεν πρόσεξες. Πώς γίνεται άλλωστε

στην καρδιά του χειμώνα

να ανθίζουν τα λουλούδια…

Και όταν η άνοιξη έπαψε να ’ρχεται

στη ζωή σου, πάλι δεν πρόσεξες

οτι το λουλουδάκι μαράθηκε εκεί,

στην άκρη του δρόμου, κατάμονο,

στην απαξίωση μιας ματιάς σου.

 

*

 

Η… ΣΥΝΈΧΕΙΑ

 

Πωλητής ευτυχίας υπήρξα.

Γλυκιά ζωή δίδαξα και την τέχνη της άγριας χαράς

και της πρόσκαιρης απόλαυσης ενέπνευσα

σαν… θεός, ένας μικρός επίγειος θεός, πρίγκιπας

του χαλιφάτου των αισθήσεων, της ηδονής και της ξεγνοιασιάς.

Ω, εκμαύλιση του νου και των αισθήσεων,

πόσο σας τίμησα στη ζωή μου!

Τώρα κι αν ψάχνω μάταια να βρω ένα αποκούμπι

να γαληνέψω την ψυχή, να ’βρω τη χάρη εκείνη

που θα μου δώσει δύναμη να πάω παρακάτω,

αλίμονο… όλα χάθηκαν. Ίσως ποτέ δεν ήσαν,

αφού εκείνο που ’πρεπε να βγει απ’ της ψυχής τα βάθη

κι απ’ της καρδιάς τ’ αλόγιστα σημάδι να μου δείξει,

αυτό, που χρόνια ολάκερα απερίσκεπτα ζητούσα

ψάχνοντας έξω απ’ την καρδιά και σ’ όσα το μάτι πιάνει

τότε, που η σάρκα ήταν σφιχτά στα κόκκαλα δεμένη

και η ματιά μου έλαμπε τον κόσμο να σκεπάσει

κι ό,τι ποθούσα στη ζωή το έκανα δικό μου,

αλίμονο… ποτέ δεν τ’ άφησα να βγει και νόημα

να δώσει για τη συνέχεια της ζωής στο γέρικο κορμί μου.

 

Διάχυτη ευαισθησία με υπερβολική δόση απελπισίας για τους αντιπνευματικούς παρακμιακούς καιρούς που διανύουμε «εκόντες-άκοντες». «Μαζί όμως με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά». Ας διασωθεί από αυτή την άχαρη εποχή το μύρο τής ευλογίας δέκα αθώων ψυχών, εμβαπτισμένων στο όνειρο ενός παραδείσιου κόσμου.

Είμαι περήφανος που είμαι Μεσσήνιος και θα είναι τιμή μου να συγκαταλεχθώ στην Ένωση Μεσσηνίων Συγγραφέων. Αμήν. Γέγονε.

 

 

 

* Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας (https://konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top