Fractal

Φωτίζοντας την ανικανότητα της επιστήμης στις επιλογές της ίδιας της ζωής

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Χένρι Τζέιμς, “Πλατεία Ουάσιγκτον”. Μετάφραση: Άρης Μαραγκόπουλος. Εκδόσεις Καστανιώτη. Οκτώβριος 2018, Αθήνα

 

Κεντρικό πρόσωπο και χαρακτήρας του βιβλίου ετούτου του Χένρι Τζέιμς, είναι ο γιατρός Όστιν Σλόπερ, στην πόλη της Νέας Υόρκης όπου εργαζόταν και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης όχι μόνο από τους ασθενείς του αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο. Στα είκοσι επτά του χρόνια, παντρεύτηκε μια Νεοϋορκέζα πλούσια νεαρή γυναίκα, την Κάθριν Χάρινγκτον, η οποία του χάρισε δύο παιδιά, αλλά εκείνη σύντομα πέθανε, μαζί με το αγοράκι της και έτσι αυτός έμεινε μόνος στο υπόλοιπο χρονικό διάστημα της ζωής του, με την μικρή κόρη του, στην οποία και έδωσε το όνομα της μητέρας της. Κοντά τους στο σπίτι,  ήρθε να μείνει στην αρχή προσωρινά η αδελφή του, η  κυρία  Λαβίνια Πένιμαν, με το σκεπτικό να αναλάβει την γενικότερη ανατροφή της ανιψιάς της. Το μυθιστόρημα «Πλατεία Ουάσιγκτον», έτσι, αναφέρεται σε αυτόν το γιατρό, τον Όστιν Σλόπερ, κάτοικο της γνωστής ετούτης πλατείας της Νέας Υόρκης, ο οποίος όμως  δεν καταφέρνει να πείσει την κόρη του, Κάθριν,  να μην παντρευτεί τον Μόρις Τάουνσεντ, τον οποίο στην ουσία εκείνος θεωρεί έναν ξιπασμένο και ύπουλο προικοθήρα. Έτσι, αν και είναι επιτυχημένος γιατρός, αποτυγχάνει ως πατέρας! Εκτός από το ότι είναι γιατρός, ο Σλόπερ σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται στους διαλόγους με τους πέριξ αυτού με περισσή φιλοσοφική διάθεση, ίσως και λόγω της μακρόχρονης εξάσκησης του ιατρικού επαγγέλματος και βεβαίως της καθημερινής επαφής του με αρκετά άτομα και το κυριότερο με τα διάφορα σοβαρά σωματικά τους προβλήματα. Παρά την αναμφισβήτητη πείρα του σε πολλά θέματα, λοιπόν, στην πραγματικότητα αδυνατεί να χειριστεί την υπόθεση της κόρης του με την πειθώ των λόγων του και καταλήγει τελικά να χάσει τον προσήκοντα σεβασμό της. Έτσι, το μυθιστόρημα «Πλατεία Ουάσιγκτον» είναι στην ουσία, μια ιστορία γενικευμένης απώλειας. Ο γιατρός «χάνει» την κόρη του και εκείνη ‘χάνει» τόσο τον ίδιο όσο και τον εραστή της, ο οποίος την «χάνει», επίσης. Στο τέλος, η Κάθριν δικαιώνεται ως η κεντρική ηρωΐδα του μυθιστορήματος επειδή μόνο αυτή είναι σε θέση να συμβιβαστεί με τις όποιες απώλειες γύρω της.

 

* * * * *

Συνεπώς, μαζί με τον διακεκριμένο γιατρό Όστιν Σλόπερ, κεντρικός χαρακτήρας στο βιβλίο είναι επίσης και η μονάκριβη κόρη του, η Κάθριν. Ωστόσο, είναι καθιερωμένη ιδέα και πρακτική στην Αμερική εκείνη, ότι για να «… παίζεις κάποιο ρόλο στην κοινωνία, χρειάζεται είτε να  κερδίζεις το εισόδημά σου,  είτε να δημιουργείς την εντύπωση ότι το κερδίζεις…», όπως μας λέει ο συγγραφέας και αφηγητής, όταν αναφέρεται στο γιατρό δίνοντάς του και κάποια λογιστική, ταυτόχρονα, αξία, ενώ παράλληλα δεν λησμονεί να υπενθυμίσει ότι σε αυτή την κοινωνία «… η αγάπη για τη γνώση δεν συνοδεύεται πάντοτε από οκνηρία και καιροσκοπισμό». Θα μπορούσε κάποιος, λοιπόν, να τον ονοματίσει και «ακαδημαϊκό» γιατρό, χωρίς να υπάρχει κάτι το αφηρημένο στη θεραπεία  των ασθενών του, αφού πάντοτε σύστηνε κάποια συνταγή, αλλά χωρίς να υπεισέρχεται σε περισσότερες λεπτομέρειες απ’ όσες πραγματικά χρειάζονταν να μάθουν και να κατανοήσουν οι ασθενείς του. Ο δημόσιος και δημοφιλής χαρακτήρας του, επιβίωσε σχετικά εύκολα δύο σοβαρών χτυπημάτων της μοίρας, τουτέστιν το θάνατο του πρώτου γεννημένου του παιδιού, ένα αγόρι,  γεγονός δραματικό κυριολεκτικά, το οποίο δυστυχώς ακολούθησε ο θάνατος της συζύγου του μετά τη γέννηση της κόρης του. Η απογοήτευσή του είχε ως στόχο την κόρη του, την Κάθριν, για την οποία έλεγε συχνά στον εαυτό του, «…τέτοια που βγήκε, τουλάχιστον δεν θα είχε φόβο μήπως τη χάσει»!

Ο Χένρι Τζέιμς λέει, επίσης, ότι ο γιατρός ήταν πέρα απ’ όλα τα άλλα και φιλόσοφος. Η λέξη «φιλόσοφος» εμφανίζεται αρκετές φορές στο κείμενο του μυθιστορήματος και με διάφορες μορφές. Λέει ότι ήταν φιλόσοφος με αυτή την έννοια, αλλά στο μυθιστόρημα αποδεικνύει ότι βρίσκεται πολύ  μακρυά από την ιδέα της συμφιλίωσης με την απύθμενη απογοήτευση που βίωσε όταν η κόρη του απέρριψε τις συμβουλές του, δηλαδή να μην παντρευτεί τον εμφανιζόμενο στο σπίτι τους, Μόρις Τάουνσεντ. Ο Τάουνσεντ από την πλευρά του φαίνεται πολύ πιο φιλοσοφημένος, απ’ αυτή την άποψη, από τον γιατρό, όμως ο τελευταίος λόγος του Τάουνσεντ στο μυθιστόρημα, όπως απομακρύνεται από την Κάθριν, είναι «Ανάθεμα την ώρα» (Damnation) εκφράζοντας το θυμό του ή την απογοήτευση για το σύνολο όσων διημείφθησαν προηγουμένως ανάμεσά τους! Ο μόνος που αποδέχεται ήρεμα την κατάσταση είναι η Κάθριν Σλόπερ, η οποία έχοντας «χάσει» τον πατέρα της και τον αγαπημένο της, τελειώνει το μυθιστόρημα ξαναπιάνοντας το εργόχειρό της «… για όλη την υπόλοιπη ζωή της, όπως έδειχναν τα πράγματα»! Φιλοσοφία με τη χαλαρή έννοια σημαίνει αποδοχή της πραγματικότητας ότι για ορισμένα ανθρώπινα δεινά, κατά πάσα πιθανότητα, δεν υπάρχει συγκεκριμένη αντιμετώπιση ή ενδεδειγμένη θεραπεία. Ο συγγραφέας μας, αποκαλεί με έμφαση την Κάθριν, ηρωΐδα  του, έχοντας κατά νου να περάσει στους συμπατριώτες του την αναγκαιότητα της αποδοχής. Στην «Πλατεία Ουάσιγκτον», ο Χένρυ Τζέιμς θέτει τον εαυτό του ως αφηγητή πάνω από τους χαρακτήρες του, τους οποίους δείχνει να κατανοεί σε ικανό βαθμό. Είναι περήφανος για την συγγραφή ενός μυθιστορήματος που κάνει τους αναγνώστες του να νιώσουν την απογοήτευση, ώστε να κατανοήσουν καλύτερα τη βαθύτερη  φύση της, ιδιαίτερα καθώς πρόκειται για μια χώρα με  καινούργια ιστορία και με μεγάλη πίστη στην προελαύνουσα τεχνολογική, τουλάχιστον, πρόοδο. Η λέξη «φιλοσοφία», ως πνευματική αρετή, σίγουρα δεν αποτελεί  τυχαία έκφραση στην «Πλατεία Ουάσιγκτον».

Ο Μόρις Τάουνσεντ είναι ο αγαπημένος της Κάθριν, ο εραστής που απορρίπτει για γαμπρό του ο γιατρός Σλόπερ. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι στην ουσία ένας προφανής ή υφέρπων ανταγωνισμός μεταξύ των δύο αντρών,  για το μυαλό και τη γνώμη της Κάθριν, που δεν κέρδισε τελικά κανένας. Ο φιλόδοξος γαμπρός παρουσιάζεται πολύ διαφορετικά από τον γιατρό Σλόπερ,  τον οποίο ο συγγραφέας περιγράφει ως έναν έξυπνο άνθρωπο, με όλες τις αρετές του και τα επιτεύγματά του να περιγράφονται ήδη  στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Βλέπουμε τον Τάουνσεντ σταδιακά, πρώτα μέσα από τα μάτια της Κάθριν καθώς εκείνη τον συναντά, αλλά με τον αφηγητή να κοιτάζει πάνω και σφαιρικότερα από αυτή και να την διορθώνει με τον τρόπο του. Μιλάει στην Κάθριν με ευχάριστη και ζηλευτή γοητεία, χορεύει μαζί της, διασκεδάζοντας και παρασύροντάς της, έτσι ώστε να αναγκαστεί να μάθει το όνομά της από την άλλη θεία της, την κυρία Ελίζαμπεθ Άλμοντ. Μόλις το μαθαίνει, φαίνεται να το επαναλαμβάνει στο αυτί της ώστε να το αποτυπώσει στη μνήμη της, αλλά καθώς φεύγει από το πάρτυ προσποιείται στην άλλη θεία της, την κυρία Λαβίνια Πένιμαν και στον πατέρα της ότι δεν το γνωρίζει. Είναι φανερό πως θέλει οπωσδήποτε να τον κρατήσει κοντά της, ένα πρώτο σημάδι της εξέγερσης και της ανταρσίας που πλησιάζει απειλητικά απέναντι στον πατέρα και βεβαίως σε ολόκληρη την οικογένειά της!

Σε αντίθεση με τον γιατρό, ο υποψήφιος γαμπρός, Μόρις  Τάουνσεντ, δεν περιγράφεται ποτέ οριστικά, ούτε στο σύνολό του, αλλά παραμένει μια ασαφής προσωπικότητα καθ’ όλη την έκταση του μυθιστορήματος. Οι πράξεις του είναι ως επί το πλείστον θέμα της περιρρέουσας φήμης του και δίδει τη δική του μη συγκεκριμένη ομολογία ότι στο παρελθόν ήταν «άγριος». Είχε μια αδελφή, τη χήρα Μοντγκόμερυ, με πέντε παιδιά που έμενε στην Δεύτερη Λεωφόρο. Είχε ξοδέψει, στο παρελθόν, το μικρό χρηματικό ποσό που κληρονόμησε και ακολουθούσε μια ζωή ανέμελης γενικώς ακολασίας, αλλά χωρίς να χρωστάει σε κανένα τίποτα: «…Ξόδεψα τα δικά μου, τα ξόδεψα επειδή ακριβώς ήταν δικά μου. Και χρέη δεν άφησα. Όταν τελείωσαν, σταμάτησα. Δεν χρωστάω δεκάρα σε κανέναν στον κόσμο»! Δεν έχει ποτέ αποκρύψει, λοιπόν, τις μεγάλες του αστοχίες, επιπολαιότητες και αφρωσύνες, οι οποίες όμως δεν αποκαλύφθηκαν  στο κείμενο ποτέ. Φιλονικώντας με τον πατέρα της, η Κάθριν του λέει πως ξέρει ένα μέρος τους, μόνο, αυτό που διάλεξε να του δείξει, αλλά χωρίς να γνωρίζει  τα  υπόλοιπα. Κι’ όταν ο πατέρας της την ρωτάει ποια είναι τα υπόλοιπα, η κόρη του δεν ξέρει, αλλά υποθέτει ότι σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα πολλά! Στο τέλος, όταν ο Τάουνσεντ επιστρέψει για να δει την Κάθριν, πολλά χρόνια μετά, ο αφηγητής λέει ότι είχε κάνει τον εαυτό του άνετο και ποτέ δεν είχε πιαστεί. Από την αστυνομία ή από την κοινή γνώμη, λοιπόν; Φυσικά, ο αφηγητής του βιβλίου δεν μας το αποκαλύπτει. Έχοντας πει νωρίτερα ότι ψάχνει για μια θέση εργασίας ώστε να κερδίζει τον απαραίτητο επιούσιο, ο Τάουνσεντ καταλαμβάνει αργότερα μια, αλλά ποια συγκεκριμένα; Βρίσκεται κατά τα λεγόμενά του, σε συνεργασία με έναν εμπορικό αντιπρόσωπο, λέει η κ. Πένιμαν στην Κάθριν, ίσως η πιο αόριστη πιθανή απασχόληση, εμπορία τυχαία μάλλον, παρά σταθερό και ουσιαστικό κέρδος.

Νωρίτερα η αδελφή του, η χήρα  κ. Μοντγκόμερυ, παραδέχτηκε στον γιατρό Σλόπερ, σε μια κατ’ ιδίαν συνάντηση, ότι ο Μόρις Τάουνσεντ δεν είχε αναλάβει να μεγαλώσει τα παιδιά της, αλλά  είχε κατά κάποιο τρόπο βοηθήσει στην εκπαίδευσή τους διδάσκοντάς τους ισπανικά! «Αυτό πρέπει να πήρε κάποιο βάρος από τα χέρια σας» της είπε ο γιατρός γελώντας, και στη συνέχεια την ρώτησε αν ο Τάουνσεντ ζούσε απ’ αυτή, μια άπορη χήρα με πέντε παιδιά. Με αυτή την ερώτηση, την οποία ο Σλόπερ αναγνωρίζει ότι είναι βάναυση, φτάνουμε στην αντίθεση και αντιπαράθεση μεταξύ του Σλόπερ του Μόρις Τάουνσεντ. Ο λόγος για τον οποίο ο Σλόπερ απορρίπτει τον Τάουνσεντ ως γαμπρό, είναι ότι τον θεωρεί φυγόπονο και φιλοχρήματο που θέλει να παντρευτεί την Κάθριν για τα χρήματά της και μόνο, τα χρήματα δηλαδή που θα κληρονομήσει απ’ αυτόν, είτε πριν, είτε μετά τον θάνατό του. Ο συγγραφέας μάς δίνει κάποιο λόγο να υποθέσουμε ότι ο Σλόπερ μπορεί να έχει δίκιο, από κάποιες συζητήσεις μεταξύ αυτού και της αδελφής του, της κ. Πένιμαν. «Μου αρέσουν τα χρήματα’, λέει σε κάποια στιγμή. Σε συνομιλία που είχαν η Κάθριν και ο Μόρις, εκείνη ακούγεται να του λέει, «… Μου είπε να σου πω, να σου πω όσο γίνεται πιο ξεκάθαρα και με τα ίδια του τα λόγια, πως αν παντρευτώ δίχως τη συγκατάθεσή του, δεν θα κληρονομήσω ούτε μια πεντάρα απ’ την περιουσία του. Επέμενε πάρα πολύ σ’ αυτό το ζήτημα. Έδειχνε να πιστεύει… έδειχνε να πιστεύει…».

Στη συνέχεια, ενώ ο Σλόπερ παίρνει την Κάθριν για ένα ταξίδι στην Ευρώπη για να την αποσπάσει και να την απομακρύνει, όσο γίνεται, από την ιδέα αυτού του καταστρεπτικού γάμου, η κυρία Πένιμαν που ζει στο σπίτι του,  προσκαλεί συχνά τον Μόρις Τάουνσεντ για τσάι, και εκείνος ωσάν να ήταν στο σπίτι του εκεί, περνάει την ώρα του  με εμφανή άνεση και ασχολούμενος με τις περίεργες συλλογές του απόντος ιδιοκτήτη του, όποιες φυσικά κι’ αν ήταν αυτές. Βρήκε το σπίτι αρχικά ένα τέλειο κάστρο νωχέλειας, και έγινε γι’ αυτόν ένα «κλαμπ με ένα μόνο μέλος». Νωρίτερα είχε δηλώσει ότι αυτό είναι ένα διαβολικά άνετο σπίτι, σιωπηλό και θλιβερό βέβαια, αλλά εξακολουθούσε να απολαμβάνει την προοπτική να ζήσει κάποτε εκεί με την Κάθριν μετά την κατοχύρωση της κληρονομιάς της με το θάνατο του πατέρα της, του γιατρού Σλόπερ. Όλα αυτά είναι σαφής απόδειξη ότι ο Μόρις Τάουνσεντ ήταν πράγματι ένας άνεργος, ιδιοτελής προικοθήρας, συμφεροντολόγος, ο οποίος χωρίς να κάνει κάτι συγκεκριμένο, ζει, αλλά χωρίς τεκμηριωμένα δικά του εισοδήματα. Αλλά ο συγγραφέας δεν θέτει ευθέως  το ερώτημα ποιο είναι το κύριο λάθος με αυτή την συγκεκριμένη επιλογή. Μια και σαφής απάντηση στο ερώτημα δίνεται στο μυθιστόρημα και αυτή είναι από τον Σλόπερ, όταν τον καταδικάζει ανοιχτά και απερίφραστα. Ο Σλόπερ υποπτεύεται τον Τάουνσεντ από την αρχή, μόλις τον δει να ενδιαφέρεται για την κόρη του, Κάθριν. Η άποψή του ήταν προκαθορισμένη, γιατί σκεφτόταν ότι η κόρη του ήταν τόσο συνηθισμένη  και βαρετή ως γυναικεία προσωπικότητα, όπως την περιγράφει ο Χένρυ Τζέιμς, έτσι ώστε οποιαδήποτε νεαρός ελκόταν απ’ αυτήν να ήταν θέμα εξαιρετικής, στην κυριολεξία, θεϊκής τύχης. Σε δεδομένη στιγμή ρώτησε την κόρη του αν εκείνος της έκανε πρόταση γάμου, αστειεύοντας μαζί της, για να την διαβεβαιώσει στη συνέχεια ότι θα το κάνει την αμέσως επόμενη φορά που θα συναντηθούν. Μετά από αυτή την απάντηση, ο γιατρός κινείται γρήγορα για να αποδείξει τι είδος άνθρωπος   είναι στην πραγματικότητα ο Μόρις Τάουνσεντ.  Η έξυπνη αδελφή του Σλόπερ, η κ. Άλμοντ, τον στέλνει στην αδελφή του Τάουνσεντ, την κ. Μοντγκόμερυ, η οποία με τον τρόπο της επιβεβαιώνει την διάχυτη εντύπωση, ότι ο Τάουνσεντ, δηλαδή, ζει απ’ αυτήν. Παρατηρεί τον Τάουνσεντ προσεκτικά σε ένα δείπνο, όπου βλέπει ότι ο Τάουνσεντ έχει πολύ καλό μυαλό αν επιλέξει να το χρησιμοποιήσει κατάλληλα, ενώ ο Τάουνσεντ, παράλληλα, καταλήγει σωστά στο συμπέρασμα ότι ο γιατρός Σλόπερ δεν τον συμπαθεί. Ένα βράδυ, στο σπίτι της  κυρίας Άλμοντ, ο γιατρός προσπαθεί ξανά να καταλάβει τον χαρακτήρα του  Τάουνσεντ, αλλά εκείνος το καταλαβαίνει και ξεφεύγει τεχνηέντως όταν ο γιατρός σκέφτεται, ότι είναι ερασιτέχνης δάσκαλος στα παιδιά της αδελφής του.

Αφού η Κάθριν λέει στον πατέρα της ότι είναι έτοιμη να παντρευτεί, εκείνος της λέει απ’ ευθείας ότι δεν του αρέσει ο Τάουνσεντ και την επόμενη ημέρα έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν, καθώς καταφτάνει να του ζητήσει την άδεια για επίσημο δεσμό με την κόρη του. Σε αυτή τη συνάντηση ο γιατρός εκρήγνυται. Εξηγεί στον Τάουνσεντ γιατί τον αποδοκιμάζει ως γαμπρό σε μια κρίσιμη σκηνή στην οποία εκείνος ισχυρίζεται ότι δεν είναι τεμπέλης και προικοθήρας, και ο γιατρός του λέει ευθέως, «… Η έλλειψη από μέρους σου  βιοπορισμού, ενός επαγγέλματος, ορατών αποθεμάτων ή προοπτικών, σε τοποθετεί σε μια κατηγορία από την οποία δεν θα ήταν φρόνιμο, τουλάχιστον για μένα, να διαλέξω σύζυγο για την κόρη μου, που είναι μια νέα γυναίκα με αδύνατο χαρακτήρα και μεγάλη περιουσία. Με άλλη ιδιότητα, είμαι απολύτως έτοιμος να σε συμπαθήσω.  Ως γαμπρό σε απεχθάνομαι».

Και όταν ο Τάουνσεντ υπόσχεται ισόβια αφοσίωση και στοργική αγάπη για την κόρη του, ο γιατρός αντιλέγει: «Η ισόβια αφοσίωση κρίνεται κατόπιν εορτής, στο μεταξύ όμως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται να παρέχει κανείς και κάποια υλική ασφάλεια. Ποια είναι η δική σου; Ένα πολύ ελκυστικό πρόσωπο και σώμα και οι εξαίρετοι τρόποι. Αυτά είναι θαυμάσια όσο κρατάνε αλλά δεν κρατάνε και πολύ»!  Η Κάθριν θα ήταν δυστυχισμένη ως σύζυγος του Τάουνσεντ,  πιστεύει ο Σλόπερ, και  όμως δεν δείχνει να νοιάζεται, επίσης, αν θα ήταν δυστυχισμένη ακόμα και για μια ζωή ως αποτέλεσμα της έντονης και επίμονης γνώμης και άρνησής του. Αλλά για να υπερασπιστεί την εμφανή αποδοκιμασία του, ο Σλόπερ δεν λέει ότι είναι σίγουρος με  τον χαρακτήρα του Τάουνσεντ. Απλώς λέει ότι ανήκει σε μια λανθασμένη κατηγορία, την κατηγορία εκείνων των οποίων η έλλειψη μέσων ή επαγγέλματος ή πόρων ή προοπτικών θα έκανε ασύνετη την πράξη  να επιλέξει έναν σύζυγο για την κόρη του, η οποία είναι μια αδύναμη νεαρή γυναίκα αλλά με μεγάλη περιουσία. Δεν θα της απαγορεύσει το γάμο, λέει, γιατί δεν είναι πατέρας με παλιές και οπισθοδρομικές αντιλήψεις. Σε μια ντεμοντέ ιστορία ο πατέρας απλώς θα το απαγόρευε, αλλά εδώ, λέει στην κ. Άλμοντ, ότι έχει δίκιο στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Έτσι εξακολουθεί, στην ουσία, να θέλει εκείνος να επιλέξει τον σύζυγο της κόρης του. Οι κατηγορίες του, η συνήθεια του να διαιρεί τους ανθρώπους σε τάξεις, σε τύπους και χαρακτήρες, του επιτρέπει να αποφύγει το έργο της κρίσης του πιθανού γαμπρού του, ως ατόμου και ως συζύγου και επαναλαμβάνει ότι η μόνη αξιοπρεπής ζωή, είναι εκείνη στην οποία ο καθένας κερδίζει μόνος του τα προς το ζην, χωρίς να απομυζά τα όποια χρήματα των άλλων.

Δύο περίεργες δυσκολίες στην υπόθεση εμφανίζονται στην «Πλατεία Ουάσιγκτον», η πρώτη αφορά τον γιατρό     Σλόπερ και η δεύτερη την Κάθριν. Ο ίδιος ο γιατρός μάθαμε, ήδη, ότι ξεκίνησε με ένα εισόδημα που δεν κέρδισε εκείνος προσωπικά, αλλά ήταν το αποτέλεσμα του γάμου του με μια πλούσια σύζυγο, αλλά απ’ την άλλη μεριά, όμως, θα ήταν και πάλι γιατρός και χωρίς αυτά. Όμως η βοήθεια της συζύγου του υπήρξε σημαντική, αφού οδήγησε στη  γνωριμία του με ασθενείς καλής κοινωνικής τάξης, με αποτέλεσμα τα εισοδήματά του να αυξάνονται σταδιακά κάθε χρόνο. Η δική του τύχη, την οποία η Κάθριν έμελλε να κληρονομήσει, είναι το ίδιο πράγμα, το κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος, πάνω από το οποίο τώρα ο γιατρός διαφωνεί με τον Τάουνσεντ, τον υποψήφιο γαμπρό του. Ο Σλόπερ τονίζει το γεγονός ότι ο Τάουνσεντ ζει εις βάρος της αδελφής του και δεν κάνει τίποτα για τον εαυτό του.

Το μυθιστόρημα επιπλέον, δείχνει την ολοένα και αυξανόμενη «παρουσία» της μόδας η οποία συνοδεύει την ανάπτυξη του εμπορίου στην πόλη της Νέας Υόρκης, ταυτόχρονα με την ανάπτυξη κάποιων περιοχών μέσα στο στενόμακρο νησί του  Μανχάταν. Όταν ο Σλόπερ  παντρεύτηκε τη σύζυγό του, το 1820, εκείνη ήταν ένα από τα πιο όμορφα κορίτσια της μικρής αλλά πολλά υποσχόμενης πρωτεύουσας στη συνοικία  Μπάττερυ, αναφέροντας ίσως το γεγονός ότι η Νέα Υόρκη ήταν η πρώτη πρωτεύουσα των Ηνωμένων Πολιτειών το 1789 -1790, αλλά όχι  βέβαια, και το 1820, και ήταν ακόμα ο τόπος όπου ο Τζωρτζ Ουάσιγκτον ορκίστηκε ως ο πρώτος πρόεδρος της χώρας, στις 30 Απριλίου του 1789. Ο Σλόπερ έκτισε, το 1835, ένα όμορφο σπίτι που περιγράφεται ως μοντέρνο στην «Πλατεία Ουάσιγκτον», στην περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται ένα πάρκο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Το ίδιο σπίτι, στο τέλος του μυθιστορήματος, ονομάζεται παλαιό και θεωρείται όχι μοντέρνο σε σύγκριση με τα καινούργια που βρίσκονται ψηλότερα στο Μανχάταν.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος σηματοδοτεί ακόμα ένα στάδιο στην πορεία της αμερικανικής δημοκρατίας στην οποία κάνουν την ενοχλητική τους εμφάνιση οι πλούσιες και κερδοφόρες περιουσίες και όπου η απλότητα έρχεται να αμφισβητηθεί και να αποφευχθεί με κάθε τρόπο από τους ανερχόμενους κοινωνικά κατοίκους. Ένας άνθρωπος στο μυθιστόρημα παρεμβαίνει υπέρ του Τάουνσεντ και τον θεωρεί «ήρωα», κι’ αυτή είναι η κ. Λαβίνια Πένιμαν, η αδελφή του γιατρού Σλόπερ. Είναι η χήρα ενός ιεροκήρυκα, με τον οποίο ο Σλόπερ είχε κάποτε μια άσχημη συναλλαγή, και η οποία, τώρα, χωρίς προσωπικά της χρήματα και εισοδήματα, έρχεται να ζήσει με τον γιατρό μετά το θάνατο του συζύγου της. Ο Τάουνσεντ αρχικά την είχε χρησιμοποιήσει ως ενδιάμεσο πρόσωπο  για να τον συστήσει στην Κάθριν, που δεν ήταν αρκετά έξυπνη ώστε να ανακαλύψει την ηλιθιότητα και τα σχέδια της θείας της. Αργότερα, το ανακαλύπτει όταν μαθαίνει ότι η κ. Πένιμαν συναντήθηκε ιδιωτικά με τον Τάουνσεντ, αναλαμβάνει διάφορους ρόλους και προσπαθεί να δρομολογήσει τα πράγματα κατά το δοκούν. Η Κάθριν έχει μεγάλο σεβασμό στον πατέρα της και αισθάνθηκε ότι η δυσαρέσκειά του θα ήταν σαν «μια πράξη λεηλασίας σε ένα μεγάλο ναό». Κάποια στιγμή, διαπιστώνει ότι η θεία της ενθάρρυνε τον Τάουνσεντ να την εγκαταλείψει ή τουλάχιστον δικαιολόγησε την αποχώρησή του, σαν να είχε συμφωνήσει σε αυτήν. Και στο τέλος του βιβλίου, αφού συμβεί ο θάνατος του γιατρού και περάσουν χρόνια, και ενώ η θεία και η ανιψιά ζουν μαζί στο ίδιο σπίτι στην πλατεία Ουάσιγκτον, είναι η θεία εκείνη που αναζητά το δράμα και τώρα συνεισφέροντας στην κορύφωση του μυθιστορήματος, λέει στην Κάθριν ότι έχει δει τον Τάουνσεντ και στη συνέχεια αισθάνθηκε ελεύθερη να τον καλέσει, παρά την δεδομένη αποθάρρυνση της Κάθριν.

Καθένας από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, καταριέται την ηρωΐδα Κάθριν. Ο Σλόπερ της δίνει την πατρική κατάρα για να την αποδυναμώσει, ακόμη και προσβάλοντας τη διαθήκη του, ενώ ο  Μόρις Τάουνσεντ, αν και είναι σε γενικές γραμμές επιφυλακτικός, τελειώνει λέγοντας «Ανάθεμα την ώρα»! Έτσι ενώ καθένας από αυτούς καταδικάζει την φτωχή Κάθριν, αυτή αντίθετα δείχνει απέραντη εσωτερική γαλήνη. Μετά το θάνατο του πατέρα της ζει ευτυχισμένα και ευχαριστημένη με το ένα πέμπτο της κληρονομιάς της, χωρίς να αμφισβητεί ή προσβάλει τη διαθήκη, αλλά μόνο επισημαίνοντας ότι θα ήθελε να είχε «εκφραστεί» λίγο διαφορετικά. Η απάντησή της στον Τάουνσεντ, καθώς εκείνος έφευγε από το σπίτι, ήταν… να επιστρέψει στο κέντημά της. Είχε κερδίσει την αγάπη της, υποσχόμενος να μείνει μαζί της ανεξάρτητα από την κληρονομιά, παρ’ ότι την παρότρυνε να βάλει τα δυνατά της για να πείσει τον πατέρα της να μην σταθεί εμπόδιο στο γάμο τους. Στη μέση της υπόθεσης, είδαμε ότι αναχωρεί από τη Νέα Υόρκη, αρνούμενος να την δει καθώς τον ικετεύει, αναγκάζοντάς την να πάει στο σπίτι του για να τον ζητήσει, και στη συνέχεια της στέλνει μια επιστολή στην οποία εκφράζει τη λύπη του για την αναγκαιότητα αυτής της εγκατάλειψης, υποστηρίζοντας ότι αμφότεροι είναι «αθώα αλλά φιλοσοφικά θύματα ενός μεγάλου κοινωνικού νόμου». Ο μεγάλος, λοιπόν, κοινωνικός νόμος είναι ότι δεν μπορούν να παντρευτούν ο ένας τον άλλον, επειδή αυτή είναι πλούσια και εκείνος φτωχός. Θα έπρεπε αναγκαστικά να ζήσει από τα εισοδήματά της, κάνοντάς τον έτσι εξαρτώμενο από αυτήν, πλήττοντας την υπερηφάνεια του και παραβιάζοντας την ελευθερία και την ισότητα της δημοκρατίας. Έχουμε δει τον Σλόπερ να είναι καχύποπτος απέναντι στον Τάουνσεντ απ’ την αρχή. Έχει την ανησυχία του φυσικού πατέρα για την ευτυχία της κόρης του, αλλά περιορίζεται και πλαισιώνεται από την αρχή ότι θεωρεί την απόκτηση του ίδιου του εισοδήματος απ’ αυτόν ως απαραίτητη προϋπόθεση.

 

Χένρι Τζέιμς,

 

* * * * *

Το ουσιώδες ζήτημα του μυθιστορήματος είναι ότι ο Σλόπερ απομακρύνει τον Τάουνσεντ, αλλά «χάνει» την κόρη του. Παραδέχεται ότι ο Τάουνσεντ είναι έξυπνος και δριμύς, αλλά πιστεύει ότι αυτό τον καθιστά πιο επικίνδυνο για την αδύναμη, εν πολλοίς, κόρη του. Ο Σλόπερ δεν είναι οπισθοδρομικός  πατέρας, δεν θα απαγορεύσει το γάμο της κόρης του, αλλά θα την αποκληρώσει εάν προχωρήσει σε γάμο μαζί του. Αυτή η κίνηση θέτει τη σχέση του ζευγαριού σε δοκιμασία και έχει ως αποτέλεσμα να ξεσκεπάσει το κίνητρο του προικοθήρα Τάουνσεντ διαχωρίζοντάς το από την καλή του διαθήκη και την ευπρέπεια, από τη μια μεριά, καθώς και την μεταξύ τους αγάπη, από την άλλη. Αν και αποφασισμένος να είναι πολύ ήπιος με την κόρη του, πηγαίνει στην αδελφή του Τάουνσεντ, την κ. Μοντγκόμερυ, με υποσχέσεις οικονομικής βοήθειας, για να του πει εκείνη, «Μην αφήνετε την Κάθριν να τον παντρευτεί»! Μιλάτε σαν μεγάλος μονάρχης, του λέει η κ. Πένιμαν, και αυτός της απαντά ότι μιλάει σαν πατέρας της κόρης του!

 

* * * * *

Ο γιατρός παίρνει την κόρη του σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη με την ελπίδα ότι θα αποστασιοποιηθεί από την αγάπη της και η Κάθριν θα συναινέσει με την ελπίδα ότι θα μαλακώσει και κατευναστεί όσον αφορά τη διαθήκη του. Η Κάθριν συνοδεύει τον πατέρα της με ευσεβή τρόπο, αλλά επιτέλους, σε μια έρημη σκηνή ψηλά στις Άλπεις, αυτός την προκαλεί να πει αν παραιτείται από τον Τάουνσεντ, και αυτή δεν συμφωνεί μαζί του. Και ενώ εδώ η Κάθριν αποδεικνύεται συγκαταβατική, σε δύο άλλα μυθιστορήματα που ακολουθούν την «Πλατεία Ουάσιγκτον», ο Χένρι Τζέιμς δρομολογεί την προώθηση της χειραφέτησης των γυναικών. «Το πορτραίτο μιας γυναίκας» (The Portrait of a Lady, 1881) έχει για την ηρωΐδα την Ισαβέλα Άρτσερ, μια νεαρή και θελκτική  Αμερικανίδα, η οποία πολιορκείται από πληθώρα ανδρών, άξιων και ανίκανων, έντιμων και δόλιων,  και στο τέλος  θα προχωρήσει στον περίπλοκο λαβύρινθο της ζωής της. Στις «Βοστονέζες» (The Bostonians, 1886), μια φιλόδοξη, ταλαντούχα, αλλά αφελής γυναίκα, γίνεται το αντικείμενο ανταγωνισμού ανάμεσα σε έναν συντηρητικό άνδρα και μια φεμινίστρια γυναίκα. Ο γιατρός Σλόπερ καταλαβαίνει τους ανθρώπους επιστημονικά και επαγγελματικά, έχει αποκρυσταλλώσει τη δική του ξεκάθαρη γνώμη, αλλά δεν αποκαλύπτει ολόκληρο τον άνθρωπο όταν ειδικά πρόκειται να κρίνει έναν πιθανό γαμπρό. Η άρνηση του Χένρι Τζέιμς να περιγράψει τον Μόρις Τάουνσεντ, αφήνοντας ασαφές το γεγονός αν η αγάπη της Κάθριν ή η επιστήμη του πατέρα της προάγει την αληθινή κρίση, είναι ο έξυπνος τρόπος του συγγραφέα να δείξει την ανικανότητα της επιστήμης στη διαδικασία της ίδιας της ζωής. Η αντίσταση στην επιστήμη του, ήταν η βάση για την γαλήνη και την ελευθερία της. Το γεγονός ότι ο Χένρι Τζέιμς, είναι ένας συγγραφέας του οποίου τα έργα έχουν προκαλέσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον, σε παγκόσμια κλίμακα και για πολλά θέματα, είναι γνωστό και έχει αναλυθεί βιβλιογραφικά κατά κόρον από πολλούς. Σε τούτο το βιβλίο του, ρίχνει άπλετο φως στο υποσυνείδητο των βασικών πρωταγωνιστών του, αρρένων και θηλέων, στις κρυφές τους επιδιώξεις, στα σχέδιά τους, τις επιτυχίες και αποτυχίες τους, κι’ αποδεικνύει για ακόμα μια φορά πως η πορεία ετούτης της ζωής είναι πραγματικά μοναχική σε μεγάλο βαθμό παρά τις οποίες παρεμβολές, τα μικρά ή μεγαλύτερα διαλείμματα που μπορεί να της προσφέρει η παρουσία κάποιων άλλων στο διάβα της. Βαθύς γνώστης της ανθρώπινης φύσης, της φιλοδοξίας των ανθρώπων, κυρίως των γυναικών, σκιαγραφεί την ανθρώπινη κατάσταση και ψυχοσύνθεση με έναν δικό του τρόπο, λεπτό, ευφυή  και πρωτότυπο, αλλά αφήνοντας ταυτόχρονα τον αναγνώστη να σκεφτεί και με το δικό του μυαλό κάποιες απρόσμενες παραμέτρους που αίφνης παρουσιάζονται μπροστά και δώσει τις δικές του απαντήσεις ή ξεδιπλώσει την προσωπική του θέση σε καίρια ερωτήματα που δεν είναι ανεξάρτητα από την κοινωνική κατάσταση της Αμερικής της εποχής  του συγγραφέα. Πατάει τόσο στο κλασσικό όσο και στο σύγχρονο, στο παλιό και στο καινούργιο, και οραματίζεται τις δραματικές αλλαγές που κυοφορούνται και έρχονται ολοταχώς στην αμερικάνικη και όχι μόνο ιστορία, και βεβαίως στα πολυποίκιλα φεμινιστικά κινήματα των γυναικών. Ιδεολογικές συγκρούσεις, προσωπικά πάθη, προοδευτικότητα και συντήρηση, φιλοσοφικές αναζητήσεις και συζητήσεις, πληθώρα διαπροσωπικών αντιπαραθέσεων, φεμινίστριες, άγαμες από επιλογή και γεροντοκόρες για διάφορους λόγους, νευρωσικές εκδηλώσεις των πρωταγωνιστών, προτιμήσεις και μελλοντικές ματαιώσεις, απύθμενες εσωτερικές αμφιταλαντεύσεις, η γυναικεία χειραφέτηση, έρχονται και ξαναέρχονται ποικιλοτρόπως στις σελίδες των βιβλίων του που προσπαθούν να φωτίσουν τον, ούτως ή άλλως, ίδιο και απαράλλαχτο χαρακτήρα των ανθρώπων, με τις ίδιες τελικά αναζητήσεις, επιθυμίες και  απαιτήσεις,  και μάλιστα σε διαχρονική βάση!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top