Fractal

✔ Πέλα Σουλτάτου: «Η γυναίκα βιώνει ενοχικά την κάθε μορφής βία που της ασκείται και την αποσιωπά»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Και σε μένα είχε κάνει εντύπωση, θετική φυσικά, η θερμή υποδοχή του πρώτου μου βιβλίου ως Niemands Rose τότε. Ωστόσο, καθώς έχουν περάσει έξι χρόνια πια και το έχω συζητήσει αρκετά, δεν αποδίδω εκείνη τη απήχηση τόσο στην ψευδωνυμία, όσο στην δύναμη και την επιδραστικότητα εκείνου του λόγου στη δεδομένη συγκυρία. Ήθελαν κάποιος που από το πουθενά να τα πει. Έτυχε να είμαι εγώ αυτή. Άρεσε αυτό το “του κανενός”, δηλαδή πολιτικά ανένταχτη μεν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη δε, με ενδιαφέρουσα πένα μεν αλλά που δεν ανήκει σε καμία κάποια λογοτεχνική συντροφιά δε. Σκεφτείτε πως τα περισσότερα κείμενα εκείνης της συλλογής τα είχα γράψει ζώντας στο εξωτερικό, ούτε αν είμαι γυναίκα δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσουν όσοι με διάβαζαν. Είχε τη γοητεία του όλο αυτό. Ε, μετά ήρθα στην Ελλάδα, άνοιξα κι αυτό το ρημάδι το φέισμπουκ το ’13, θαρρώ παραγνωριστήκαμε.»

Υποστηρίζει ως Πέλα Σουλτάτου, με το κανονικό της όνομα δηλαδή και τρία βιβλία μετά, παίρνοντας «Ανάποδες στροφές» (εκδόσεις Καστανιώτη) η συγγραφέας ξανά και υπογράφοντας το πρώτο της φεμινιστικό μυθιστόρημα.

Γιατί φεμινιστικό μυθιστόρημα; «Διακρίνω μία παλινδρόμηση σε ό,τι αφορά το γυναικείο ζήτημα.» θα μας πει στον Φιλελεύθερο. «Δείτε για παράδειγμα την ειδησεογραφία. Βρίθει από γυναικοκτονίες, έχει επιταθεί το συγκεκριμένο έγκλημα. Κι αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Υφίστανται αμέτρητες υποθέσεις βίας κατά των γυναικών που όχι μόνο δε βλέπουν το φως της δημοσιότητας αλλά δε γίνονται γνωστές ούτε στο οικείο περιβάλλον του θύματος. Συνήθως η γυναίκα βιώνει ενοχικά την κάθε μορφής βία που της ασκείται και την αποσιωπά. Δεν πάμε πουθενά έτσι. Θέλω να πω ότι δεν έχουμε τελειώσει με αυτά τα ζητήματα, τα κοινωνικά αιτήματα δε “διεκπεραιώνονται”, οφείλουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση. Εφόσον διαπιστώνω πως τα θέματα της χειραφέτησης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης παραμένουν άλυτα και με απασχολούν, φυσικό είναι να περνούν στα πεζογραφήματά μου. Το θέμα είναι ο τρόπος ωστόσο.»

 

-Τι είναι εκείνο που μπορεί να σας κάνει να πάρετε «Ανάποδες στροφές» κυρία Σουλτάτου;

Να κάνουμε, αρχικά, μια διάκριση ανάμεσα στην οργή και την επιθετικότητα, αφού η αργκώ έκφραση “ανάποδες στροφές” σημαίνει τη στιγμή της έκρηξης του θυμού;

Ο λεγόμενος δυτικός πολιτισμός, όπως είναι λίγο- πολύ γνωστό, θεμελιώνεται στην κατάπνιξη των δύο βασικών ενορμήσεων, της σεξουαλικότητας και της βίας, και έτσι αποτελεί πηγή δυστυχίας  σύμφωνα με το ομώνυμο σύγγραμμα του Φρόυντ. Από την  άλλη, αν δούμε το φαινόμενο της βίας από ανθρωπολογική σκοπιά, θα βρούμε εκπληκτικές διαφορές. Για παράδειγμα όταν ο ιθαγενής των Νήσων Άνταμαν, στο αρχιπέλαγος της Βεγγάλης,  πάρει “πάρει ανάποδες”, θα καταστρέψει τα υπάρχοντά του και θα χαθεί στα βάθη της ζούγκλας. Όμως η κοινότητα κατανοεί, συγχωρεί και όποτε εκείνος επιστρέψει θα έχουν αποκαταστήσει τις ζημιές και θα τον υποδεχτούν με τροφές και δώρα.

Στο βιβλίο μου καταπιέζονται προφανώς τα δύο βασικά μας ένστικτα, και η σεξουαλικότητα της Μαρίας και ο θυμός του Μανόλη. Όμως το υπέδαφος στο οποίο συμβαίνει αυτή η καταπίεση τους είναι ιδιαίτερα εύφλεκτο, οπότε αναμένουμε να συντελεστεί έκρηξη.

Τώρα, σε ό,τι με αφορά, θεωρώ την οργή μου κατά κάποιο τρόπο δείκτη υγείας, γιατί σημαίνει πως εξεγείρομαι ακόμα με την αδικία, δεν τη συνήθισα, δεν της εφηύρα δικαιολογίες για να την αποδεχτώ.  Σε πιο προσωπικό επίπεδο εξοργίζομαι όταν κάποιος τολμήσει να θίξει ζητήματα της αξιοπρέπειάς μου ή και των δικών μου ανθρώπων. Και αισθάνομαι πάντα πολύ καλά με τη συνείδησή μου όταν συμβαίνει αυτό, παρά το αναπόφευκτο κόστος.

 

-Οι ήρωες της νουβέλας σας γιατί παίρνουν “Ανάποδες στροφές”;

Ο Μανόλης είναι αυτό που θα λέγαμε στην καθομιλουμένη “τσαντίλας”, “ζοχάδας”, “τζώρας”. Έχει δηλαδή μία ιδιοσυγκρασία η οποία ρέπει προς τον θυμό. Το ζήτημα είναι γιατί βρίσκει ευχαρίστηση να σπάει πράγματα, να βρίζει, να φωνάζει κ.α. Από τη μία η υπερβολή και το πάθος χαρακτηρίζει, γενικά, τη νεότητα, το γνωρίζουμε αυτό ήδη από το “άγαν” του Αριστοτέλη. Ωστόσο ο θυμός του ήρωά μου έχει ένα γόνιμο έδαφος, όπως προείπα, βιώνει την κοινωνική αδικία ποικιλότροπα, έχει ιδιαιτερότητες ως ψυχοσύνθεση και συμβιώνει με μια sui generis μητέρα, με έντονη σεξουαλικότητα, με τσαγανό και έναν ισχυρό ηθικό κώδικα ο οποίος δε συνάδει με την συμβατική ηθική. Όλο αυτό, ειδικά σε μία μεταβατική περίοδο και ως εκ τούτου στρεσογόνα – έχει κληθεί να υπηρετήσει τη μαμά πατρίδα- είναι εκρηκτικό μίγμα. Η Μαρία, η μητέρα του, από την άλλη έχει “πάρει ανάποδες” για άλλους λόγους, σε μια  δουλειά, σε μια σχέση, δε διστάζει να τα τινάξει όλα στον αέρα όταν βάλλεται η αξιοπρέπειά της.

 

-Το βιβλίο αναφέρεται στο γυναικείο ζήτημα. Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε με αυτό;

Διακρίνω μία παλινδρόμηση σε ό,τι αφορά το γυναικείο ζήτημα. Δείτε για παράδειγμα την ειδησεογραφία. Βρίθει από γυναικοκτονίες, έχει επιταθεί το συγκεκριμένο έγκλημα. Κι αυτό είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Υφίστανται αμέτρητες υποθέσεις βίας κατά των γυναικών που όχι μόνο δε βλέπουν το φως της δημοσιότητας αλλά δε γίνονται γνωστές ούτε στο οικείο περιβάλλον του θύματος. Συνήθως η γυναίκα βιώνει ενοχικά την κάθε μορφής βία που της ασκείται και την αποσιωπά. Δεν πάμε πουθενά έτσι. Θέλω να πω ότι δεν έχουμε τελειώσει με αυτά τα ζητήματα, τα κοινωνικά αιτήματα δε “διεκπεραιώνονται”, οφείλουμε να είμαστε σε επαγρύπνηση. Εφόσον διαπιστώνω πως τα θέματα της χειραφέτησης, της σεξουαλικής απελευθέρωσης παραμένουν άλυτα και με απασχολούν, φυσικό είναι να περνούν στα πεζογραφήματά μου. Το θέμα είναι ο τρόπος ωστόσο.

 

-Τι πρέπει να έχει ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ο ήρωάς σας, ή ηρωίδας σας;

Θράσος. Γιατί, η αλήθεια είναι, έχω απόθεμα ηρώων για τρεις ζωές πλήρους ενασχόλησης με τη συγγραφή, αφού στη διαδρομή μου έχω γνωρίσει πάμπολλους και πολύ ετερόκλητους ανθρώπους, από κτηνοτρόφους στα ορεινά της Κρήτης μέχρι πανεπιστημιακούς στο Λονδίνο, για να δώσω αδρά το εύρος του κοινωνικού φάσματος στο οποίο έχω κινηθεί. Το πώς και το φτάνουμε στην ανάδυση ενός χαρακτήρα είναι κάτι που δε νομίζω ότι μπορεί να απαντηθεί, τουλάχιστον όχι από μένα. Ακόμα κι αν δομήσεις έναν χαρακτήρα βασισμένο σε υπαρκτό πρόσωπο, πάλι θα φέρει έναν αέρα μυθοπλασίας. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι ασήμαντοι είναι για μένα οι σημαντικοί, οι δικοί μου μικροί-μεγάλοι ήρωες.

 

 

-Αν και στο προκείμενο δεν είναι ένας ήρωας αλλά μια σχέση, μια άλυτη σχέση, γιατί επιλέξατε αυτή τη σχέση;

Μάλλον εκείνη με επέλεξε. Εννοώ μ’ αυτό πως δεν είχα πρόθεση να αναπτύξω μια ιστορία γύρω από τον άξονα της σχέσης μητέρα- γιος (και μάλιστα μοναχογιός). Μάλιστα, πρέπει να πω ότι η αρχική σύλληψη της νουβέλας στηρίχτηκε σε ένα μυθιστόρημα που έγραψα και πέταξα στα σκουπίδια. Μπορεί να γράψεις ένα ολόκληρο βιβλίο και να κρατήσεις μονάχα μια εικοσαριά σελίδες…

 

-Μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Η αλήθεια είναι πως δε το έχω σκεφτεί ποτέ. Αλλά μια που το θέτετε ως ερώτημα, νομίζω πως μια ιστορία πρέπει να έχει κάποια ανατροπή, για να καταστεί ενδιαφέρουσα σε μένα που θα τη γράψω αλλά και στους ανθρώπους που θα τη διαβάσουν.  Ή ακόμα και όταν στερείται ανατροπής, εφόσον αυτή προοικονομείται αλλά δεν συντελείται τελικά, φέρει κάτι το ανατρεπτικό.

 

-Οι ιστορίες, επιλέγουν την γλώσσα, τη φόρμα τους;

Έχω την αίσθηση πως ξεπηδούν από τη μνήμη μου γνώριμες φωνές, όχι ταυτόσημες με υπαρκτά πρόσωπα. Ωστόσο οι φωνές αυτές είναι και δομημένες ως γλώσσα, γυρεύουν το ιδιόλεκτό τους όταν αποτυπώνονται σε κείμενες λέξεις.

 

-Κυρία Σουλτάτου, τι έχουν οι «Ανάποδες στροφές» που δεν το είχε το «Ανκόρ» που δεν το είχαν «Τα Φώτα στο βάθος»;

Οι “Ανάποδες στροφές” συγγενεύουν περισσότερο με “Τα φώτα στο βάθος” από άποψη ύφους, διαπνέονται αμφότερα από μια ορμητικότητα και μια δίκαιη οργή για τα “κακώς κείμενα”. Με τη διαφορά πως το τελευταίο μου βιβλίο δεν έχει ίχνος ηθικολογίας, διδακτισμού και εκζήτησης στο λόγο. Υπ’ αυτή την έννοια το θεωρώ πιο άρτιο και πιο τίμιο εντέλει.

 

-Είστε γραμμένη διπλά στη Biblionet και ο ένας σας εαυτός σχεδόν δεν επικοινωνεί με τον άλλον, κι όμως «“Niemands Rose” είναι το λογοτεχνικό ψευδώνυμο με το οποίο εμφανίστηκε στα γράμματα η συγγραφέας Πέλα Σουλτάτου», είχε γίνει χαμός με εκείνο το μπλογκ, είχατε κάνει μεγάλη επιτυχία με το πρώτο σας βιβλίο, τι είναι εκείνο που αγαπά ο κόσμος στις μάσκες;

-Και σε μένα είχε κάνει εντύπωση, θετική φυσικά, η θερμή υποδοχή του πρώτου μου βιβλίου ως Niemands Rose τότε. Ωστόσο, καθώς έχουν περάσει έξι χρόνια πια και το έχω συζητήσει αρκετά, δεν αποδίδω εκείνη τη απήχηση τόσο στην ψευδωνυμία, όσο στην δύναμη και την επιδραστικότητα εκείνου του λόγου τη δεδομένη συγκυρία. Ήθελαν κάποιος που από το πουθενά να τα πει. Έτυχε να είμαι εγώ αυτή. Άρεσε αυτό το “του κανενός”, δηλαδή πολιτικά ανένταχτη μεν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη δε, με ενδιαφέρουσα πένα μεν αλλά που δεν ανήκει σε καμία κάποια λογοτεχνική συντροφιά δε. Σκεφτείτε πως τα περισσότερα κείμενα εκείνης της συλλογής τα είχα γράψει ζώντας στο εξωτερικό, ούτε αν είμαι γυναίκα δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσουν όσοι με διάβαζαν. Είχε τη γοητεία του όλο αυτό. Ε, μετά ήρθα στην Ελλάδα, άνοιξα κι αυτό το ρημάδι το φέισμπουκ το ’13, θαρρώ παραγνωριστήκαμε.

 

 

 

-Και τι ήταν εκείνο που σας έκανε μετά την τόσο μεγάλη ήδη επιτυχία να ξαναπάρετε τ’ όνομά σας;

Ήταν ανοίκειο το ψευδώνυμο, δε μπορούσα να με προσφωνούν Νίμαντζ Ρόουζ. Έπειτα ήταν συνυφασμένο με ένα συγκεκριμένο είδος γραφής, το οποίο άνθησε στα blogs, εγώ πια έχω προχωρήσει σε πιο αμιγείς λογοτεχνικές φόρμες, μυθιστόρημα, νουβέλα, θέατρο… Ακόμα για το μπλόγκιν θα μιλάμε; Πάει αυτό.

 

-Εν μέσω κρίσης και ενώ όλοι φεύγουν εσείς να… γυρίσετε; Αλήθεια, γιατί ήρθατε;

Όταν επιστρέψαμε με τον πρώην άνδρα μου και την κόρη μου από το Λονδίνο στην Αθήνα, δεν είχαμε εισέλθει στην εποχή των… Μνημονίων. Ήταν Σεπτέμβρης του 2010, όταν πήραμε την απόφαση να επαναπατριστούμε. Η απόφαση βασίστηκε σε μια σειρά από γεγονότα που έχουν το ενδιαφέρον τους, αλλά θαρρώ δεν επαρκεί μία συνέντευξη για να τα αναλύσω.

 

-Έρχονται στιγμές που μετανιώνετε;

Πολύ συχνά. Είμαι, κατά βάση, παρορμητικός άνθρωπος άρα έχω μεγαλύτερες πιθανότητες να κάνω κάποιο σφάλμα, αφού δεν σχεδιάζω μεθοδικά την κάθε μου ενέργεια. Ταυτόχρονα όμως είμαι  μανούλα στην αυτοκριτική, ενίοτε δε φτάνει τα όρια του αυτομαστιγώματος, οπότε είμαι σε θέση να μεταμελήσω.

 

-Έκανε και σε κάτι καλό η κρίση; Στη λογοτεχνία, στην ανθρωπιά μας, ξέρω κι εγώ;

Οι θεολόγοι και οι πνευματιστές του new era συνηθίζουν τα ανάγουν όλα σε ένα κρυφό μήνυμα κάποιας ανώτερης δύναμης, το οποίο εμείς, μέσα από τις αντιξοότητες και τις “δοκιμασίες”, καλούμαστε να αποκωδικοποιήσουμε. Σε έναν άνθρωπο που προέρχεται από την εργατική τάξη και άρα βιώνει από την κούνια τις κοινωνικές ανισότητες, όλα αυτά ακούγονται πολύ εκ του πονηρού, δε μπορεί να δει τίποτα καλό στις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης. Ένας άνεργος πατέρας στο σπίτι είναι ένας άνεργος πατέρας.

 

-Έχετε επισημάνει ήδη λογοτεχνικές εμμονές;

Εμμονές δε θα το έλεγα, αλλά όταν αγαπήσω έναν τρόπο γραφής, θέλω να διαβάσω τα άπαντα του ή της συγγραφέα.

 

-Στηρίγματα για τα δύσκολα;

Έχω μια μαμά, μόλις δεκαεννιά χρόνια μεγαλύτερή μου, σα μεγάλη μου αδελφή. Η Σόνια είναι το πιο σταθερό μου στήριγμα.

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top