Fractal

Διήγημα: “Παραμιλώντας το καλοκαίρι”

Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη // *

 

 

 

Το πρωινό ήσυχο, δροσερό με θορύβους λίγους, αυτοκίνητα που βάζουν μπρός, ένα γρήγορο περπάτημα κάτω στο δρόμο, μια κοπέλα με την τσάντα στους ώμους, που μιλάει δυνατά στον εαυτό της, ή μάλλον όχι, δικτυωμένη, στο κινητό της μιλάει. Ένας άντρας που σηκώνει αργά αργά με το κινητό του τα ρολά στο μαγαζί του.

Η μέρα, άγραφη λευκή κόλλα τετραδίου από κείνα των παιδικών της χρόνων, με τα πορτρέτα των ευεργετών στο εξώφυλλο. Όλα καινούργια κι αξόδευτα. Παρκάρει, βγαίνει απ’ το αυτοκίνητο και προχωράει , τάχα ξένοιαστη, τάχα χαρωπή, τάχα αποφασιστική, μια νέα γυναίκα έτοιμη να αρχίσει μια μέρα εργασίας και προσφοράς στο συνάνθρωπο. Μπαίνει στο ιατρείο, να παραλάβει το πρώτο ραντεβού. Δέχεται απανωτές τις καλημέρες απ’ το γκισέ των νεαρών γυναικών , όλες τους με οκτώ ώρες ύπνο σερί , ύπνο χαλαρό, ίσως με αγκαλιές ενδιάμεσα και νάτες οι ολοστρόγγυλες χαρούμενες λέξεις τους, τι γίνεται, είναι καλά , πώς πάει η ζωή, τι έγινε το Σαβββατοκύριακο. Καλά είναι, όλα εντάξει, και προχωράει στο διάδρομο, τα μάτια πρησμένα και κόκκινα, όλο το βράδυ- τρία βράδια τώρα- το μωρό δεν την άφησε να κλείσει μάτι, κι από πάνω της έχει κολλήσει κι αυτή την ίωση, είναι κόκκινη σαν παπαρούνα κι έχει λίγο πυρετό, να κοιμηθεί, μόνο να κοιμηθεί λαχταράει, αλλά θα το παίξει παλικάρι ως το τέλος, « το πρώτο ραντεβού, ας περάσει».

Είναι ένας άντρας γύρω στα εξήντα, κοιτάει τις εξετάσεις που της έφερε, όχι, δεν χρειάζεται να αλλάξουμε αγωγή, τα τριγλυκερίδια , αν δεν είναι κάτι ενδογενές πρέπει με τη διατροφή να τα πολεμήσουμε – κι αυτός, πόσες ώρες κοιμάται άραγε τη νύχτα αυτός. Οι άνθρωποι τώρα χωρίζονται σε δύο αδρές κατηγορίες, αυτούς που κοιμούνται το βράδυ κι αυτούς που ξενυχτάνε, άϋπνοι , ένα μωρό, ένας πόνος, ποιος ξέρει τί, που θέλουν να κοιμηθούν , που ονειρεύονται να είχαν κοιμηθεί ή που επιθυμούν να τους αφήσουν να συνεχίσουν να κοιμούνται. Ο δικός της χτες το βράδυ που γύρισε οινοβαρής από την ετήσια συνάντηση με τους φίλους της Σχολής, ήθελε να κοιμηθεί, της είπε μια καληνύχτα, την μισοαγκάλιασε και έπεσε βαρύς στο κρεβάτι τους. Όταν το μωρό έκλαψε, άστο πάνω μου, της είπε, βάρδια μου είναι, θα αποφάσιζε εκείνος πότε θα σηκωνόταν για το γάλα του. Τον αγνόησε. Δεν ήταν πάντα έτσι, ήταν υπεύθυνος και σοβαρός Σηκώθηκε και ξανασηκώθηκε εκείνη έξι φορές, υπήρχε πρόβλημα. Τους είχαν πλακώσει τα καθήκοντα και ο χρόνος τους ο προσωπικός πού ήταν; Διάβαζαν , έβλεπαν φίλους, πήγαιναν σινεμά , κάποια συναυλία ίσως τώρα το καλοκαίρι, στην όμορφη νύχτα. Και τώρα τί; Έμπαιναν, έβγαιναν, έτρωγαν χωριστά με την ψυχή στο στόμα, μια μικρή αγκαλιά, δυο τρία λόγια να ανακεφαλαιώσουν τι τους περίμενε, φαγητό, ψώνια, τράπεζα, και βράδυ πάλι ένας νυσταγμένος επίλογος. Δεν έπρεπε να καβγαδίζουν, έπρεπε να κρατηθούν, να είναι μαζί, να συνεννοηθούν, να προσπαθούν μαζί. Χτες όμως, στην απογευματινή βάρδια– πώς να το διηγηθείς αυτό και σε ποιον – χτες, με κείνην τη διακοπή του ηλεκτρικού άστραψε η τρέλα στο μάτι της, δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος. Ούτε το κλιματιστικό λειτουργούσε και θα έπρεπε να αδειάσει κάπως το ψυγείο, να μεταφέρει κάποια κρέατα στης μητέρας της, τέσσερα τετράγωνα παραπέρα. Έπρεπε να καλέσει την κοπέλα να της αφήσει το μωρό και ένα σωρό πράγματα να οργανωθούν. Ένιωθε τόσο γελοία, έτσι εξαρτημένη από τον «πολιτισμό». Χωρίς κομπιούτερ ή ραδιόφωνο, χωρίς δυνατότητα για μαγείρεμα, χωρίς ακριβώς τη δυνατότητα να ολοκληρώσει την καθημερινή ρουτίνα. Εκείνος έλειπε ταξίδι για δουλειές, όπως κάθε Παρασκευή. Κάθισε σε μια γωνιά θανάσιμα ήρεμη – και ποιον να σκοτώσεις; – και διάβαζε ήσυχα ήσυχα εκείνο το παλιό αγαπημένο βιβλίο, Σμιλεύοντας το χρόνο. Το μωρό είχε παραδοθεί πια στον ύπνο μετά τη νυχτερινή παννυχίδα και πλησίαζε η ώρα της να πάει στη δουλειά , η κοπέλα δεν είχε έρθει ακόμα και η μητέρα της της είχε τηλεφωνήσει επιτέλους, μήπως ήθελε να της ανεβάσει φαγητό; Συγχαρητήρια, η D3 είναι πολύ καλή, δεν έχω δει τόσο ψηλή .Λοιπόν να προσέξουμε , κάποιο μικρόβιο θα είναι, μια πιθανή κυστίτιδα, πολλά νερά και θα το ξαναελέγξουμε σε ένα μήνα το πρόβλημα. Τα λέμε.

 

 

 

* Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Αντί», «Εντευκτήριο», «Μανδραγόρας», «Ακτή», «Παρέμβαση», «Ένεκεν» και στις ιστοσελίδες για το βιβλίο bookpress.gr και diapolitismos.gr.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top