Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Ανακαλύπτοντας ξανά τον Ραπτόπουλο

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: “Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί”, Βαγγέλης Ραπτόπουλος, εκδόσεις Κέδρος

 

Δεν υπάρχει πιο ιδιότροπο πράγμα από την αλήθεια, γράφει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος σε ένα από τα τριάντα έξι μικρά κείμενα που συναποτελούν το πρόσφατο εξομολογητικό, άρα αυτοβιογραφικό του βιβλίο Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί. Πράγματι. Είναι παράξενο πώς η επιθυμία να γραφούν αλήθειες, γεγονότα και περιστατικά που να αποτυπώνουν το τι ακριβώς έχει συμβεί, συνειδητά ή όχι αγαπά να περιπλέκεται με δόσεις μικρές ή μεγάλες της ισχυρής μυθοπλασίας. Ίσως και ο χρόνος να λειτουργεί καταλυτικά έτσι που οι επεξεργασμένες μνήμες να αποβαίνουν εν μέρει αληθείς και εν μέρει ψευδείς. Δεν έχει, ωστόσο, καμία σημασία ο τρόπος που μοιράζονται οι προσωπικές αλήθειες, όπως εδώ, καθόσον η αναγνωστική πρόσληψη αυτονομείται απέναντί τους και αποδέχεται ό,τι γράφεται ως ουσία της γραφής.  Επομένως, σε ό,τι με αφορά, διαβάζω ως αλήθειες όσα καταθέτει εδώ ο Ραπτόπουλος. Και χαίρομαι, γιατί τον ξανασυναντώ μετά από αρκετά χρόνια. Είχα ξεχωρίσει τη γραφή του, σ’ εκείνα τα πρώτα της δεκαετία του ’80 χρόνια, ανάμεσα σε πολλούς νέους συγγραφείς που φυτρώναν σαν τα μανιτάρια μέσα στη «υγρασία» των καιρών φέρνοντας μια νέα πνοή στη λογοτεχνία, παρουσιάζοντας στο χαρτί μια γενιά που διεκδικούσε το δικό της μερίδιο με συχνά προκλητικό λόγο, φέροντας το βάρος της προηγούμενης – σχεδόν την ανάσα της–  και δηλώνοντας πως ήρθε για να μείνει. Πράγματι κάποιοι έμειναν και ακόμη δημιουργούν, με νέους τρόπους γραφής, ενσωματώνοντας τον σχολιασμό και τις προσωπικές εμπειρίες στα γραπτά τους. Δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς πότε «εγκατέλειψα» τον Ραπτόπουλο ούτε και τον λόγο. Όμως ανακαλύπτω στη βιβλιοθήκη μου μόνο τα παλαιότερα βιβλία του. Με την αίσθηση πως επανακάμπτω στην ανάγνωσή του γράφω κάποιες αυθόρμητες σκέψεις μόλις έχω κλείσει το βιβλίο του, διαβασμένο σχεδόν απνευστί. Νομίζω πως έτσι αρμόζει σε ένα βιβλίο που η ειλικρίνειά του αντικατοπτρίζεται στον αυθορμητισμό του.

Να πω αρχικά ότι βρήκα τον εαυτό μου σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Όχι γιατί μετείχα σε κάποια από τις αφηγήσεις του –πράγμα αδύνατο αφού δεν γνωριζόμαστε προσωπικά– αλλά γιατί για μια ακόμη φορά ο Ραπτόπουλος αποτυπώνει μέσα από τις δικές του εμπειρίες μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά του· και αυτό προδίδει μια καλή γραφή που γνωρίζει όχι  μόνο ό,τι την ορίζει ιδιωτικά αλλά και ό,τι τη συνδέει (και φυσικά την καθορίζει)  με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, την πνοή της εποχής. Αυτή την εποχή φέρνει στο προσκήνιο όχι με στείρα νοσταλγία αλλά με την επίγνωση ότι όσα έχουμε ζήσει συνεχίζουν να λειτουργούν μέσα σε ό,τι σήμερα κάνουμε. Οι φιλίες με ξεχωριστούς ανθρώπους (πολλοί πλέον απόντες), η λογοτεχνική αύρα (και αυτή χαμένη) των περασμένων καιρών, η ειλικρίνεια μιας υγιούς κοινωνικότητας  που έχει δώσει τη θέση της στην απομονωμένη ιδιώτευση, οι ήχοι (μουσικές και φωνές) που ακόμα μας στοιχειώνουν, ευτυχώς θα πω. Όλα σε μια υπέροχη αναλογία, που μνημονεύεται στο εξαιρετικό «Ο Θεός Λόγος», όταν  αναδύεται από το απόσπασμα του Εφέσιου (Οδός άνω κάτω μία και ωυτή, δηλαδή ο δρόμος πάνω και κάτω ένας μόνον είναι) η αναλογία των πάντων: τα λόγια που λέμε αναλογούν στις σκέψεις, ο λόγος του αριθμητή στον παρονομαστή, ο λόγος/αιτία στον λόγο/σκοπό. κ.ο.κ. Άρα και οι αλήθειες αναλογούν στις μνήμες, όσες έχουν διασωθεί.

Θα μπορούσε αυτό το απολαυστικό βιβλίο να είναι η αυτοβιογραφία του Ραπτόπουλου, αν το τι είμαστε και το τι θέλουμε προς τα έξω να κοινοποιήσουμε αποτελείται από όσα σημαντικά, όσα καλύτερα έχουμε ζήσει. Το δηλώνει, άλλωστε και στον τίτλο.

 

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

 

 

Αποσπάσματα:

 

Το μείζον πρόβλημα των νέων λογοτεχνών, των περισσότερων εξ αυτών, διότι ασφαλώς υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, είναι ότι δεν έχουν κοινό, λες κι έχουν πάρει διαζύγιο από τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες, με αποτέλεσμα να μοιάζουν με «φωνές βοώντων εν τη ερήμω». […] Πιθανόν να κάνω λάθος και να είμαι προκατειλημμένος, ένα είδος απολιθώματος μιας περασμένης εποχής, που δυσκολεύεται να καταλάβει τα σύγχρονα λογοτεχνικά ήθη. Όλα δείχνουν, όμως, ότι δεν θα πάψω να πιστεύω και να λειτουργώ όπως έχω μάθει και συνηθίσει.

Εν ολίγοις, προσωπικά θα απευθύνομαι πάντα στους πολλούς, και ας μη με διαβάζει κανένας. («Φωνές βοώντων εν τη ερήμω», σ.89, 90)

 

Έψαχνα όλη μου τη ζωή, και ακόμη ψάχνω, για λογοτεχνικό χρυσάφι (και για χρυσάφι γενικά στην καθημερινότητά μου), κι έσκαψα όντως πολλή γη και βρήκα λίγο, αλλά αυτό το λίγο μου φαίνεται από πολλές απόψεις πολύ, νιώθω ευγνώμων και τρισευτυχισμένος και πασιχαρής, και δεν επιθυμώ κι άλλο.

Αυτό είναι το βασικό πιστεύω μου, η άποψη που με χαρακτηρίζει, τουλάχιστον στην ώριμη ηλικία· αυτή είναι η πνευματική διαθήκη μου. («Όσοι ψάχνουν για χρυσάφι», σ. 163-164)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top