Fractal

Τριγυρίζοντας στο περίγραμμα και στον ορισμό της ποίησης

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Δημήτριος Δημητριάδης, “Όταν ο ψίθυρος”. Εκδόσεις Μελάνι. Αθήνα, Σεπτέμβριος 2019

 

Ένα δέντρο φυλλοροεί με ολοφάνερη χάρη στο απλό εξώφυλλο του βιβλίου ετούτου. Τα ελλειψοειδή μικρά φυλλαράκια του πέφτουν απ’ αυτό προς τα κάτω αργά-αργά, ή τριγυρίζοντας πέρα δώθε κατευθυνόμενα όχι κάπου συγκεκριμένα, αλλά εδώ κι’ εκεί, αφού φαίνεται πως ο  αργός και ανάλαφρος αέρας δεν έχει ακόμα αποφασίσει όσον αφορά την κατεύθυνση που θέλει να πάρει. Κάπου  ανάμεσά τους αιωρούνται μικρά  γράμματα, ελάσσονες ψίθυροι, που φιλοδοξούν να γίνουν λέξεις ή έστω μικρές ελπιδοφόρες φράσεις. Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Δημητρίου Δημητριάδη, ‘Όταν ο ψίθυρος’, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί ο ‘Χρόνος αυτόχειρας’, η πρώτη εμφάνιση του ποιητή, από τις Εκδόσεις Γκοβόστη εκείνη τη φορά (2016).

Η ποιητική συλλογή ακολουθεί τον ποιητή στα μονοπάτια που εκείνος σχεδίασε και ακολούθησε  έχοντας συντροφιά την έμφυτη ευαισθησία του. Ο έρωτας  αποτελεί  την πρώτη του διαδρομή σε τούτη την πορεία αποτελούμενος από τέσσερα ποιήματα που αντί για τίτλο χαρακτηρίζονται από  αριθμούς, όπως άλλωστε όλα τα επόμενα της συλλογής.  Το εισαγωγικό κείμενο της πρώτης υποομάδας, προϊδεάζει τον αναγνώστη για όσα θα ακολουθήσουν:

‘Τους ανθρώπους που είναι μόνοι, τους ακούς να ψιθυρίζουν, μόνον οι ερωτευμένοι μιλούν δυνατά, ν’ ακουστούν πέρα από τους τοίχους και τ’ ακατοίκητα πλοία, τους δρόμους με τα οδοφράγματα και τα δάση που στέγνωσαν, τους εφτά ουρανούς και την ακινησία του κόσμου, να γίνει η φωνή τους ένα με το σύμπαν των ακατανόητων, έτσι αδύναμη να φτάσει στο λοβό του αυτιού και να σβήσει’,

λέει χαρακτηριστικά, χωρίς να μας δηλώνει ξεκάθαρα ή υπαινιχθεί κατά κάποιο τρόπο, έστω, αν βρίσκεται στην πρώτη ή δεύτερη ομάδα  ανθρώπων.   Ορισμένες λεξούλες, προτροπές μάλλον ίσως απεικονίζουν την βαθύτερη ψυχολογική κατάσταση του γράφοντος, όπως εκείνες οι,  ‘Απόψε ας μη μαλώσουμε για την πλευρά του κρεβατιού ή της σχέσης’ ,  ‘ας συναντηθούμε μυστικά’,   ‘Απόψε ας γεράσουμε μαζί’,  κι’ ακόμα η παραδοχή, ‘Μαζί/ είμαστε η πρύμνη και η πλώρη/ο καθένας στον χρόνο του/γέμισε ναυάγια τον πάτο της θάλασσας’.

Η τελευταία λέξη της πρώτης ενότητας, είναι και η πρώτη της επόμενης,  δίνοντας ουσιαστικά το έναυσμα για το ξεκίνημά της, κάτι που γίνεται και σε όλες τις επόμενες. Εύχεται, έτσι, στο τέταρτο ποίημα της πρώτης συλλογής να μην πενθήσει όταν ξυπνήσει, για να μας οδηγήσει στην επόμενη όπου ξυπνώντας ανακαλύπτει πως ‘…ο ήχος του κακού ένας βόας σκόνη κι’ ατσάλι, σκίζει τη γη, δύναμη της αβύσσου, να καταπιεί τη σάρκα χωρίς χρώματα στα φτερά…’. Είναι ολοφάνερο πως κάτι κακό διαδραματίζεται στα πέριξ, κι’ ο ποιητής αναρωτάται ‘… ποιος θα τολμήσει …να παραβγεί την ηχώ της σφαίρας/να μετριάσει τους φόβους/να μετριάσει τους νεκρούς ανάμεσα στους φόβους…’. Ένας από τους  πρωταγωνιστές της ιστορίας, όχι   ευρισκόμενος υψηλά στην ιεραρχία, αλλά χαμηλόβαθμος, έχοντας τις τσέπες τους φορτωμένες κρύο, παρουσιάζεται μπροστά μας, με αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο ετούτη τη φορά, γεμάτος νοσταλγία για όσα είχε, αλλά έχασε, προσωρινά ή μόνιμα δεν ξέρει, :  ‘…και οι αρβύλες λιώσαν τ’ άγουρα/και πέρασαν μπρος του οι μηχανές/και ο φτωχός προσκυνητής/κοιτούσε τις σόλες του/και θυμήθηκε το κορίτσι με τα στήθη/και τη γυναίκα που τον γέννησε…’.

Η προϊούσα αποσύνθεση, ατομική και γενικευμένη βρίσκεται ήδη προ των πυλών! Και συνεχίζει, ‘…χάθηκαν οι έρωτες στα σαρκοβόρα σοκάκια. Και μετά ήρθε ο πόλεμος, ένας τοίχος έμεινε όρθιος τον ακούς να ραγίζει, αχνίζουν ακόμη τα μίση των ετοιμοθάνατων…’.

 

Δημήτριος Δημητριάδης

 

Την καταστροφή, ακολουθεί αναπόφευκτα κάποια στιγμή η συνειδητοποίηση και αποδοχή της παρούσας κατάστασης, κι’ ύστερα φυσικά  η όποια  λύτρωση έρθει, ‘… ο δρόμος με τα χίλια πρόσωπα…  ο δρόμος με τα εκατό δόντια και τα δέκα χρώματα, έτοιμος ν’ αλλάξει ρούχα ανάλογα με  την πίστη ή το φόβο…’, για να μας εξομολογηθεί στη συνέχεια πως ‘Δεν ζητώ να γυρίσω πίσω στους λευκούς ποταμούς της άγουρης σκέψης/… επαίτης ήδη των σχημάτων και των χρωμάτων  που στόχευα στα όνειρα/ αστραπές γύρω μου κι’ εγώ ανακάλυπτα τα πρωτοβρόχια/… εκεί που αναπόδραστα παραμονεύουν προσχήματα κι ενήλικα παραμύθια…’.

Είναι προφανές ότι το ταξίδι της επίγνωσης και  της συναίσθησης, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη! Για να παρουσιασθούν όμως τα αποτελέσματά του, ίσως κρίνεται σκόπιμη η   αυτοκαταστροφή, η εμβύθιση του ενδιαφερόμενου σε χαμηλά ατομικά επίπεδα, ώστε να φανεί το μετέπειτα μεγαλείο της νεο-δημιουργηθείσας πραγματικότητας. ‘Ξύπνησα μ’ έναν σκοπό σήμερα/να μάθω ποιος είμαι/ή μάλλον ποιος κρύβεται στη σκιά μου…’, μας πληροφορεί ενδιάμεσα από το ταξίδι της αντίληψης και της αίσθησης του εαυτού.  Το ονειρικό ‘Συνήλθα γέρος στο κατάστρωμα/χωρίς μεριά στη θάλασσα χωρίς νερό/…ήταν αργά όταν ξημέρωσε να δοκιμάσω χρώμα μ’ άλλη γλώσσα…’, δίνει τη θέση του στο πιο αισιόδοξο ‘…Μόλις έκοψαν το σχοινί, όλα τα κλαδιά άνθισαν. Και η ποίηση έγινε φως, και το νερό μέλι, κι η τρέλα σίγησε. Κι ακούστηκαν   ακόμη και τα βήματα της πασχαλιάς    στο νωπό γρασίδι’.

Καίριο φαντάζει το ερώτημα της αναγκαίας ή μη καταβύθισης στο απώτερο μηδέν για να ακολουθήσει ο όποιος εξαγνισμός και ελπίδα. Το δεντράκι του εξωφύλλου, υπαινίσσεται πως η όποια πρόσληψη των βαθύτερων και κρυμμένων  μηνυμάτων  του ποιητή, εξαρτάται ευθέως από το επίπεδο του ουδού ενός εκάστου εκ των αναγνωστών του, γιατί η  ποίηση έχει τον τρόπο της να γίνεται κτήμα εκείνου που προστρέχει σε αυτή, για τους δικούς του κάθε φορά λόγους. Ο ουδός της ευαισθησίας ενός εκάστου διπλανού μας, παίζει τον κυρίαρχο ρόλο εδώ! Τα όποια μηνύματα της ποίησης αναμφίβολα στοχεύουν και στους αναγνώστες, αλλά   περισσότερο σίγουρα στον διακονούντα  αυτή.

Στο ποίημα ‘Μια  μέρα ενός  ποιητή’, αυτή η παρατήρηση είναι απολύτως καθαρή: ‘Ένα πρωί/ο ποιητής  είδε τον άνθρωπο να παραπατά/… Ένα μεσημέρι είδε τον άνθρωπο να ματώνει/σκέφτηκε πολέμους και αδέσποτες σφαίρες/… Ένα απόγεμα είδε τον άνθρωπο να  κολυμπά/ σκέφτηκε πως ζηλεύει/αν είχε μάθει ο ίδιος κολύμπι/θα είχε σώσει τον ήλιο/που έβλεπε να πνίγεται τα δειλινά/…’, για να καταλήξει, δίνοντας εμμέσως και τον ορισμό του ποιητή: ‘…Ένα βράδυ είδε τον άνθρωπο να κλαίει/σκέφτηκε γρήγορα να βρει ένα δοχείο/να το γεμίσει/ του είχε τελειώσει το μελάνι’!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top